YUNE: Agog [Crunchy Frog Recordings, 2020]
Συγκρότημα από την Δανία, πρωτοεμφανιζόμενο κατά πάσα
πιθανότητα, που κινείται σε
indie-
pop-
psych δρόμους, με πολύ καλά
αποτελέσματα.
Παρουσιάζουν, εννοούμε, μια σειρά από πολύ ζωντανά τραγούδια
οι
Yune (
Tobias Sachse φωνή,
σύνθια, πιάνο,
Erlend Eggestad κιθάρες, σύνθια, κρουστά, φωνή,
Nikolaj Bugge κιθάρες,
Mads Flethø
j Ege μπάσο,
κρουστά,
Tobias Andreassen ντραμς, κρουστά), κάτι που σημαίνει πως οι άνθρωποι διαθέτουν
ταλέντο, και πως δεν ακολουθούν άλλους πολλούς συνοδοιπόρους τους, που ρέπουν προς το
αδιάφορο και την κοινοτοπία.
«Μπλεγμένα» λοιπόν τα τραγούδια των
Yune (υπάρχουν και βοήθειες σε τσέλο και
κρουστά), αλλά ταυτοχρόνως και γεμάτα από αληθινές μελωδίες, επινοήματα,
εκπλήξεις κ.λπ., δίχως ποτέ και πουθενά να γίνεται κατάχρηση κόλπων ή εφφέ,
αδυνατίζοντας ή καλύπτοντας την ουσία. Τραγούδια όχι εύκολα, αντιθέτως πολυδαίδαλα,
παρότι σε διάρκειες δεν είναι τεράστια (τα περισσότερα είναι τετράλεπτα) και
που, όπως διαβάζουμε στο
bandcamp
τους, είναι εμπνευσμένα από τις μαροκινές ερήμους (τόσο θεματικά, όσο και
ηχητικά). Εντάξει, τώρα αυτό δεν φαίνεται και τόσο, αν πρώτα δεν το διαβάσεις,
αλλά δεν έχει και τόσο σημασία.
Σημασία έχει η γενική εικόνα πρώτα-πρώτα, που είναι αρκετά
καλά προσανατολισμένη προς το
psych-
pop και
βεβαίως όλα τα επιμέρους θέματα (μουσικές, στίχοι, ενοργανώσεις, παιξίματα,
τραγούδι-φωνές, παραγωγή...), που κινούνται σ’ ένα το ίδιο υψηλό επίπεδο.
Μάλιστα από το τέταρτο κομμάτι και μετά (“
Running down the hourglass”), το “
Agog” (έτσι λέγεται το
LP/
CD των
Yune) γίνεται ακόμη καλύτερο, με τη μία
κομματάρα να διαδέχεται την άλλη (άκου το “
Copy of you”), πριν φθάσουμε στο τέλος με το 6λεπτο “
Unna”, που είναι ένα από τα ωραιότερα
tracks του
άλμπουμ.
Επαφή: www.crunchy.dk
FOTOCRIME: South of Heaven [Profound Lore
Records, 2020]
Έως ώρας έχουμε αναφερθεί σε δύο κυκλοφορίες των
Fotocrime, το “
Always Night” [
Golden Antenna, 2017] και το “
Principle of Pain” [
Golden Antenna, 2018], γράφοντας και
για τις δύο πολύ καλά λόγια. Αυτό θα κάνουμε και για το πιο πρόσφατο
LP/
CD τους, που αποκαλείται “
South of Heaven”.
Fotocrime είναι πάντα
ο
R. (
Ryan Patterson), που έχει γράψει
όλα τα τραγούδια (λόγια, μουσικές, τραγουδάει, παίζει πολλά όργανα), ενώ σ’
αυτό το άλμπουμ του τον συνοδεύουν και οι
Shelley Anderson,
Jodie Cox,
Erik Denno,
Elinor Lüdde, Hayden Menzies, Mother, Rob Moran, Janet Morgan, J. Robbins και Nick Thieneman με επιπλέον κιθάρες, μπάσο, ντραμς, φωνητικά. Ηχογραφημένο από τους Steve Albini, J. Robbins και Simon Small σε διάφορα στούντιο της Βαλτιμόρης, του
Σικάγου, του Λονδίνου και στο σπίτι του (στο σπίτι του R.), το “South of Heaven” είναι ένα εξαιρετικό σύγχρονο ροκ άλμπουμ,
που σε «πιάνει» από την αρχή και άμεσα – δίχως κάποια προσπάθεια, εννοούμε, από
’σένα, τον ακροατή, για να το αποδεχθείς.
Ο R. είναι ένας πολύ καλός στιχουργός κατ’
αρχάς, με συνέπεια σε ό,τι χαράζει στο χαρτί και το κάνει τραγούδι. Τα λόγια
του σχετίζονται κυρίως με θέματα σχέσεων, τοποθετημένα μέσα σ’ ένα σκηνικό,
αστικό φυσικά, κάπως αποπνιχτικό, κάπως πνιγηρό, για να μην πούμε βάρβαρο, και
αυτή η τραχύτητα (από την οποίαν περνάνε και τα καθημερινά αισθήματα) δεν
μπορεί παρά να βγαίνει και στις μουσικές – μέσω και της πολύ καλής και απολύτως
πειστικής ηχογράφησης-παραγωγής.
Πολύ δύσκολα θα
εντοπίσεις μέτριο κομμάτι εδώ, πόσω μάλλον αδιάφορο – και τούτο γιατί, βασικά, δεν
υπάρχει. Απεναντίας υπάρχουν σπουδαία τραγούδια, που κατακρατούν ποικίλες eighties (και πέραν αυτών) αναφορές και γύρω από το rock, και γύρω από το synth-rock, με κορυφαία τα “Foto on wire”, “Hold me in the night”, “Expulsion from paradise” και “Chaos & cosmos”.
Εξαιρετικό άλμπουμ,
που φέρνει πολλά στη μνήμη μας από εκείνη την εποχή, μα και από την σημερινή
(τους «δικούς μας» Mechanimal ας πούμε).
Επαφή: www.profoundlorerecords.com
MEΑNWHILE PROJECT LTD.:
Marseille [Kapitän Platte, 2020]
Οι
Meanwhile Project Ltd.
είναι δύο, ο
Marcus Adam
και ο
Marcell Birreck,
και προέρχονται από την Γερμανία (Κολωνία). Δεν είναι πρωτοεμφανιζόμενοι ούτε
ως
Meanwhile Project Ltd.
ούτε και γενικότερα, καθώς ως μέλη των
Lunatic Skydance δραστηριοποιούνται
από τα τέλη των 90
s. Άρα
ως τραγουδοποιοί έχουν γράψει τα... χιλιόμετρά τους, κάτι που, σε κάθε
περίπτωση, φαίνεται και σ’ αυτό το τελευταίο πόνημά τους, το “
Marseille”, που περιέχει δέκα
tracks, και που κυκλοφορεί σε
βινύλιο και
digital.
Σ’ αυτό το
LP
οι
Adam και
Birreck δεν είναι μόνοι τους,
καθώς τους συνοδεύουν πάμπολλοι
guests
σε ντραμς, κλαρινέτο, σαξόφωνα, τρομπόνι, τσέλο, ενώ στο άλμπουμ υπάρχουν και
ευρύτερες ενορχηστρώσεις. Γενικώς, δηλαδή, ο ήχος είναι πλούσιος – παρότι στο “
Marseille” καταγράφονται και
πιο
loner tracks.
Το στυλ των τραγουδιών των
Meanwhile Project Ltd. δεν είναι εύκολο να
περιγραφεί, επειδή δεν είναι μονοδιάστατο. Η γενική ταμπέλα γράφει “
rock”, αλλά από ’κει κάτω
αυτή θα πρέπει να συμπληρωθεί με άλλες υπο-ταμπέλες, οι οποίες σχετίζονται με
την
pop (λόγω των
ενορχηστρώσεων), με το
folk,
τις
pop-
psych εκζητήσεις
και το
indie-
rock συγκροτημάτων όπως οι
dEUS για παράδειγμα.
Ο συνδυασμός όλων αυτών οδηγεί τους
Meanwhile Project Ltd. στο να παρουσιάσουν μια
σειρά εξαιρετικών τραγουδιών, μερικά εκ των οποίων θα μπορούσε να ήταν ζηλευτά
ακόμη και στα
sixties
(“
Lost
on demand”,
“
Seventy eight”).
Επαφή: www.kapitaen-platte.de
SMOKEMASTER: S/T [Tonzonen Records, 2020]
Καινούριο
γερμανικό
progressive rock συγκρότημα
, που
προέρχεται
από
την
Κολωνία
είναι
οι
Smokemaster (Tack Tack όργανο
, σύνθια
, πλήκτρα
, Lukas Bönschen ντραμς
, κρουστά
, φωνή
, Tobmaster μπάσο
,
Jay κιθάρες
, Björnsen Bear
φωνή
, φυσαρμόνικα
), με
το
πρώτο
, φερώνυμο
άλμπουμ
τους
να
βρίσκεται
εδώ
και
λίγους
μήνες
σε
κυκλοφορία
από
την
Tonzonen Records. Ηχογράφηση-μείξη
από τον ντράμερ
Bö
nschen και
mastering από τον γνωστόν μας και σχεδόν
70άρη πια
Eroc, που
εξακολουθεί να βρίσκεται στη σκηνή, προσφέροντας τα φώτα του στους νεότερους.
Οι
Smokemaster
είναι εξαιρετικοί – και ας το πούμε χωρίς μισόλογα από την αρχή. Είναι αυτό που
λέμε γκρουπάρα! Παίζουν με πίστη στα διδάγματα του χθες, είναι δυνατοί
συνθέτες, ασυζητητί παικταράδες, και κάπως έτσι όλα όσα προτείνουν είναι «τέλεια»
(για το είδος τους), εφάμιλλα, σαν ήχος και σαν άποψη με τα κορυφαία άλμπουμ
του γερμανικού
rock (και
όχι αναγκαστικώς του
krautrock).
Εμένα μου θύμισαν ακόμη κι εκείνο το εξαιρετικό άλμπουμ των
Weed, στην
Philips, από το 1971 – ανάμεσα σε
διάφορα άλλα.
Με τις κιθάρες και το όργανο σε πρώτο πλάνο και με το
μπάσο-ντραμς να κάνουν πολύ καλή δουλειά στο
background, οι
Smokemaster
έχουν αφομοιώσει κατ’ αρχάς όλα τα βασικά – πολλά στοιχεία, εννοούμε, απ’ αυτό
το βαρύ και κατά περιπτώσεις «αιθέριο», μέσα στη βαρύτητά του,
progressive των
Pink Floyd, κατορθώνοντας με
απλές, αλλά εμπνευσμένες γερμανικές συνταγές, που σχετίζονται κυρίως με το
έπος, να κάνουν τη διαφορά. Την διαφορά σε σχέση με τα δεκάδες «βαριά»
συγκροτήματα που παρεπιδημούν τριγύρω, εγκλωβισμένα άλλα περισσότερο και άλλα
λιγότερο στο γνωστό «στονεράδικο» στυλ.
Εντάξει, υπάρχουν και τέτοια στοιχεία στο “
Smokemaster”, ακόμη και εκλάμψεις
πειραματισμών μπορείς να εντοπίσεις εδώ κι εκεί, αλλά εκείνο που μένει πάνω απ’
όλα είναι η πληρότητα των επιρροών των Γερμανών – καθώς στο άλμπουμ τους
«παίζει» ακόμη και το
blues,
το
progressive blues,
το εγκαταλειμμένο στα αζήτητα από την πλειονότητα των σημερινών συγκροτημάτων.
Σ’ αυτό το πρώτο άλμπουμ των
Smokemaster δεν υπάρχει μέτριο κομμάτι,
το τελευταίο όμως, το “
Astral traveler”
είναι εξοντωτικό.
Επαφή: www.tonzonen.de
SEIMS: 3+3.1 [Bird’s Robe Records, 2020]
Ακόμη ένα εξαιρετικό άλμπουμ για το τέλος. Λέμε για την πιο
καινούρια κυκλοφορία των Αυστραλών (από το Σίδνεϊ)
Seims, που είναι βασικά το συγκρότημα
του πολυοργανίστα
Simeon Bartholomew
(μπάσο, κιθάρες, σύνθια, πιάνο, φωνητικά, προγραμματισμός).
Οι
Seims
είναι ένα σύγχρονο ροκ συγκρότημα, που επιχειρεί να συνδυάσει δύο τελείως
διαφορετικά ροκ είδη (όπως είναι το
progressive rock των
seventies και το
indie rock των
00
s, των
Mogwai ας πούμε),
δημιουργώντας μάλλον πρωτόφαντα, θα τα χαρακτηρίζαμε, ηχητικά πλαίσια. Σ’ αυτήν
τους την προσπάθεια, που από μουσικής πλευράς είναι απόλυτο προϊόν του
Bartholomew, υπάρχουν
διάφοροι μουσικοί που συμβάλλουν (μετρήσαμε δεκαπέντε), αλλά μόνον πέντε είναι
αυτοί που ανεβαίνουν στα πάλκα, προκειμένου να παίξουν τα κομμάτια των
Seims «ζωντανά».
Ας τους πούμε:
Simeon Bartholomew μπάσο, σύνθια,
Chris Allison ντραμς,
Sam Sheumack
κιθάρες,
Paul Meo
σύνθια, τρομπέτα και
Kat Hunter
σύνθια, βιολί. Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, εδώ η σημασία βρίσκεται σ’ εκείνο
που ακούμε στο “3+3.1”, ένα άλμπουμ ορχηστρικό κατά βάση (από τα επτά
tracks ένα μόνον είναι
τραγούδι, το “
Imperfect black”
εκεί προς την μέση του
LP),
που ακούγεται «νεράκι» προσφέροντας ασυγκράτητα ρίγη.
Δεν είναι μόνον τα εμπνευσμένα θέματα, που είναι σύνθετα,
απαιτητικά, προερχόμενα από τις καλύτερες ημέρες των
Yes και της
Mahavishnu Orchestra (ή
μάλλον ενός συνδυασμού τους), είναι περαιτέρω η ορμή και η ταχύτητα, ο τρόπος
που εξελίσσονται, ο οποίος δεν αφήνει περιθώριο για παρερμηνείες. Απίστευτα
δυνατά
patterns, συνεχή
οργανικά ντεμαράζ, αστείρευτος-δουλεμένος τεχνοκρατισμός, μαζί όμως με πηγαίο λαϊκό
αίσθημα (όχι αβαντγκάρντιες της δεκάρας) είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του
ήχου των
Seims (δηλαδή
του
Simeon Bartholomew)
στο “3+3.1”, ένα άλμπουμ που κυλάει στο πι και φι, από την αρχή και έως το τέλος του,
δίχως να το καταλάβεις.
Επαφή: www.birdsrobe.com