DANIEL HERSKEDAL: Call of Winter [Edition
Records, 2020]
Οπωσδήποτε είναι κάτι διαφορετικό το ν’ ακούς ένα...
χειμερινό CD, όταν έξω
έχει 39 βαθμούς θερμοκρασία (τόσο είχε, όταν έγραφα το κείμενο). Περί τίνος πρόκειται;
Περί του πιο νέου άλμπουμ
τού νορβηγού τουμπίστα (χειρίζεται και μπάσο-τρομπέτα) Daniel Herskedal. Έως ώρας έχουμε
γράψει για δύο προηγούμενα CD
του Herskedal, πάντα
στην Edition, το “Voyage” (2019) και το “The Roc” (2017), ενώ τώρα θα
πούμε κάποια λόγια για το πιο νέο instrumental άλμπουμ του, το “Call of Winter”, που έχει χειμερινό τίτλο, εξώφυλλο και γενικότερα αρτίστικη
εμφάνιση, αλλά δεν εμπεριέχει κατ’ ανάγκην και... χειμερινή μουσική. Λέμε «κατ’
ανάγκην», επειδή η μουσική του Herskedal
θα μπορούσε τέλος πάντων να αποκληθεί και... βορειοευρωπαϊκή, περιβαλλοντική, nordic και τα λοιπά,
χαρακτηρισμοί, που, σε κάθε περίπτωση, εμπεριέχουν και τις ιδιαιτερότητες του
κλίματος της σκανδιναυικής χώρας.
Μουσική λοιπόν, που παράγει μια τούμπα και μια μπάσα
τρομπέτα, δύο μπάσα όργανα δηλαδή, τα οποία συμμετέχουν επί ίσοις όροις στην
εγγραφή.
Οι μελωδίες φυσικά κυριαρχούν εδώ, σ’ ένα σίγουρα «ανοιχτό»
πλαίσιο, μελωδίες οι οποίος υποστηρίζονται πρωτίστως από την τρομπέτα, με την
τούμπα και να μελωδεί συμπληρωματικά και να κρατάει, φυσικά, το μπάσο background.
Ο Herskdedal
χρησιμοποιεί πολλαπλές εγγραφές –ακόμη και ψευδοκρουστοί ήχοι ακούγονται στο “Call of Winter”–, παρέχοντας στη
μουσική του (και) μια τεχνική πληρότητα.
Γιατί, από την πλευρά τής μελωδικής και ρυθμικής ανάπτυξης,
τα πράγματα είναι απολύτως σαφή και προκαθορισμένα. Εννοούμε, πως ο νορβηγός
μουσικός έχει τον πλήρη έλεγχο των δύο (μπάσων) οργάνων, κατορθώνοντας να
δημιουργήσει μια μουσική «πλήρη», ολοκληρωμένη, φυσική και προπαντός ευχάριστη.
MISHA MULLOV-ABBADO: Dream Circus [Edition
Records, 2020]
Το ότι ο κοντραμπασίστας
(εδώ) Misha Mullov-Abbado (γιος του ιταλού αρχιμουσικού Claudio Abbado και της ρωσίδας βιολίστριας
Viktoria Mullova,
γιος διασημοτήτων δηλαδή) είναι ένα αληθινό τζαζ ταλέντο το έχουμε πει και
εμείς, και άλλοι προφανώς, εδώ και πολύ καιρό – από τότε που γράψαμε για το
πρώτο άλμπουμ του, το “New
Ansonia”, πίσω στο 2015. Το
2017 ο Mullov-Abbado
έδωσε ένα ακόμη πολύ ενδιαφέρον CD,
το “Cross-Platform Interchange” (για το οποίον επίσης
υπάρχει review στο δισκορυχείον), ενώ τώρα έχουμε την τρίτη
κατά σειρά δουλειά του, το άλμπουμ “Dream Circus”, για το οποίον έχει βοηθήσει στην παραγωγή ο Jasper Høiby
(ο μπασίστας των Phronesis κ.λπ.), ενώ συμμετέχουν
σ’ αυτό οι James Davison τρομπέτα, φλούγκελχορν, Matthew Herd άλτο σαξόφωνο, Sam Rapley τενόρο σαξόφωνο, Liam Dunachie πιάνο, Hammond
και Scott Chapman ντραμς.
Το “Dream Circus”
απλώνεται στον χρόνο – βασικά περιέχει εννέα tracks, οι διάρκειες των οποίων κυμαίνονται από τέσσερα έως
δώδεκα λεπτά (με τα περισσότερα απ’ αυτά να κινούνται στα οκτώ με εννέα λεπτά).
Τούτο σημαίνει πως τα κομμάτια είναι σύνθετα, απαιτητικά, πολύπλοκα, με
συνεχείς αναπτύξεις και περιστροφές γύρω από τα μελωδικά κέντρα τους,
εναποθέτοντας στη δουλειά τού Mullov-Abbado ένα κάπως «βαρύ» φορτίο. Είναι εύκολα διαχειρίσιμο (κατ’ αρχάς
από την μεριά του bandleader);
Δεν είμαι σίγουρος γι’ αυτό...
Δεν υπάρχει αμφιβολία
πως η ομάδα που συμμετέχει εδώ αποτελείται από μουσικάρες, με συνθέσεις όπως η “The infamous grouse”
για παράδειγμα, που (όλως συμπτωματικώς;) είναι μία από τις μικρότερες σε
διάρκεια του CD,
να συνταράζει, όμως η «μεγάλη εικόνα» είναι κάπως διαφορετική.
Το “Dream Circus”
είναι ένα άλμπουμ, που, κάπου, σε… μπερδεύει.
Η contemporary jazz
που μας προσφέρει διαθέτει στιγμές αληθινής έμπνευσης (η 12λεπτη σύνθεση “Seven colours”
είναι απογειωτική εκεί προς την μέση της, με φοβερή δουλειά από τους τρεις πνευστούς),
όμως η μια σύνθεση με την άλλη μοιάζει να μην συνδέονται μεταξύ τους – να μην
υπακούουν σ’ ένα ενιαίο όραμα. Ακούγονται, θέλω να πω, κάπως... ανεξάρτητες.
Σαν να προέρχονται από πολλά και διαφορετικά sessions. Αυτό δημιουργεί ένα ζήτημα «ενότητας» στο “Dream Circus”,
που ας πούμε ότι ξεπερνιέται από την ποιότητα των επιμέρους θεμάτων και τα
ομολογουμένως εντυπωσιακά παιξίματα.
(Οι δύο τελευταίες
συνθέσεις του άλμπουμ, η “The
bear” και η “Blue
deer”, είναι αμφότερες ελεγειακές, και θαυμάσιες, αποτελώντας από
μόνες τους ένα 15λεπτο... EP,
μέσα στο συνολικό CD).
AuB: AuB [Edition Records, 2020]
Οι AuB (προφέρονται ORB όπως
διαβάζω) είναι ένα νέο βρετανικό τζαζ συγκρότημα, το οποίο αποτελείται εκ των Alex Hitchcock τενόρο σαξόφωνο, σύνθια,
Tom Barford τενόρο σαξόφωνο, σύνθια
(η μπάντα διαθέτει δύο τενορίστες δηλαδή), Fergus Ireland κοντραμπάσο, σύνθια και
James Maddren ντραμς. Μην σας
παρασύρουν τα σύνθια. Το πρώτο αυτό άλμπουμ των AuB δεν έχει ουδεμία σχέση
με synth-jazz,
ηλεκτρονικά ή ό,τι άλλο μπορεί να βάλει το μυαλό σας. Ο ρόλος των συνθεσάιζερ
είναι δευτερεύων, περιστασιακός και καθαρά υποβοηθητικός και όχι αποφασιστικός,
όσον αφορά στα ηχοχρώματα του δίσκου.
Οι AuB
παίζουν σύγχρονη, contemporary jazz.
Έχουν στιβαρό ρυθμικό τμήμα, το οποίο πατάει γερά και από ’κει και πέρα δύο
ταλαντούχους τενορίστες, που είναι και οι μοναδικοί συνθέτες του γκρουπ. Και τα
οκτώ tracks
του CD είναι πρωτότυπα, με
αναφορές, από πλευράς τεχνικής και παιξιμάτων στην κλασική εποχή της τζαζ (ας
πούμε fifties-sixties),
ενώ από πλευράς συνθετικής διαρρύθμισης, ηχοχρωμάτων κ.λπ. το κλίμα είναι
ασυζητητί πιο σύγχρονο (ήχος της δεκαετίας του ’80 βασικά, και πιο μετά).
Παλαιές συνταγές λοιπόν δοσμένες με έναν
κάπως πιο καινούριο τρόπο, είναι, χοντρικώς, εκείνο που ακούμε στο “AuB”,
οπότε το μόνον που απομένει να πούμε είναι το αν οι συνθέσεις της μπάντας, που
ανήκουν στους Hitchcock και Barford,
κομίζουν κάτι ενδιαφέρον, από πλευράς δομής, αισθήματος κ.λπ.
Σίγουρα το “AuB”
είναι ένα ενδιαφέρον CD,
από μουσικούς που έχουν σπουδάσει και γνωρίζουν άριστα τα όργανά τους, χωρίς,
ωστόσο, εκείνο που τελικώς παράγεται να είναι κάτι το αληθινά ξεχωριστό – καθώς
το ρυθμικό τμήμα από τη μια μεριά κάνει αρκετά καλή δουλειά, αλλά οι μελωδίες από
την άλλη είναι μάλλον κοινότοπες, χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση στις αναπτύξεις και
τους αυτοσχεδιασμούς.
Τέτοια συγκροτήματα, σαν τους AuB,
υπάρχουν παντού στον κόσμο – και στην Ελλάδα εννοείται. Αποτελούνται από
ανθρώπους που αγαπούν την jazz και την έχουν
σπουδάσει, δίχως, όμως, να διακρίνεται πάντα στις προτάσεις τους εκείνο το
«κάτι», που θα τις έκανε αυτοστιγμεί να ξεχωρίσουν.
Η δική μου γνώμη είναι πως η έξοδος στη
δισκογραφία δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός – και θα πρέπει, κάθε σχήμα, να
πασχίζει πάρα πολύ, ώστε να καταλήγει σ’ ένα σετ, κάποια στιγμή, που να μην
επιδέχεται εύκολες αμφισβητήσεις. Εδώ, στο “AuB”,
υπάρχουν συνθέσεις που «μετράνε», όπως η “Calvados”
για παράδειγμα, και άλλες διάφορες που ακούγονται δίχως να προξενούν κάποια
ιδιαίτερη εντύπωση.
VERNERI POHJOLA: The Dead Don’t Dream [Edition
Records, 2020]
Ο 43χρονος πλέον, τρομπετίστας, Verneri Pohjola, γιος –θα το
σημειώνουμε σταθερά αυτό– του αείμνηστου φινλανδού συνθέτη και μπασίστα του rock και της jazz Pekka Pohjola, είναι ένα από τα
μεγάλα ονόματα της Edition,
γεγονός το οποίον επιβεβαιώνεται με κάθε καινούρια δουλειά του. Στο δισκορυχείον, τα τελευταία χρόνια, έχουμε
γράψει για τρία άλμπουμ τού Pohjola στην βρετανική εταιρεία, τα “Animal Image” (2018) (σε συνεργασία
με τον Mika Kallio),
“Pekka” (2017) και “Bullhorn” (2015), για να επανέλθουμε τώρα με το “The Dead Don’t Dream”, το οποίο, με λίγα
λόγια, είναι εξαιρετικό!
Σ’ αυτό το άλμπουμ ο Verneri Pohjola, που παίζει τρομπέτα φυσικά,
συνεργάζεται με τους Tuomo Prättälä πιάνο, ηλεκτρονικά, Mika Kallio ντραμς, κρουστά και Antti Lötjönen μπάσο, παρουσιάζοντας μία σειρά επτά δικών του συνθέσεων,
μέσης γενικώς διάρκειας, οι οποίες εντυπωσιάζουν.
Τι ακριβώς εντυπωσιάζει σε αυτές; Πρώτον και κύριο η ενότητα
που παρουσιάζει το “The Dead Don’t Dream” ως άλμπουμ. Όλες οι
συνθέσεις τού Pohjola
κινούνται πάνω σ’ έναν άξονα. Η μία συμπληρώνει την άλλη, η μία είναι προέκταση
της άλλης, και όλες μαζί συναποτελούν ένα «τζαζ σώμα», που διαθέτει πλείστα όσα
contemporary και spiritual στοιχεία, παραταγμένα με μαγικό τρόπο. Με έξοχη συνεισφορά
από τον πιανίστα του Prättälä και μ’ ένα ρυθμικό τμήμα, που δρα
συναρπαστικά (ο μπασίστας είναι απέριττος, αλλά ουσιαστικός, με τον ντράμερ να
συλλαμβάνει πλήρως το όραμα του συνθέτη, επιλέγοντας ειδικές μπαγκέτες, όπου
απαιτείται, και επιπλέον κρουστά, προκειμένου να δώσει μικρές, αλλά πολύ ουσιαστικές
ωθήσεις στα κομμάτια), ο Pohjola έχει στη διάθεσή του όλες τις «ανέσεις», όλες τις
προϋποθέσεις, ούτως ώστε να ανταποκριθεί πλήρως στο ρόλο του – αυτόν του leader, του ηγέτη, που ξέρει
πώς να κινήσει το σχήμα του, προκειμένου να συναντηθεί με την επιτυχία (την
καλλιτεχνική-αισθητική επιτυχία εννοούμε). Όλα εκείνα, τέλος πάντων, που είναι
ικανά από μόνα τους να δημιουργήσουν στον ακροατή αυτό που αποκαλούμε
ακροαματική, ψυχική πληρότητα. Ό,τι επιτυγχάνεται, σε κάθε περίπτωση, καθώς
ακούς τα “The dead don’t dream”, “Argirro”, “Suspended” και όλα τα υπόλοιπα.
Η Edition Records εισάγεται από την AN Music
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου