Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

JOHN COLTRANE 16 σταθμοί στην καριέρα του θρυλικού σαξοφωνίστα και συνθέτη

Δεν είναι ποτέ αργά ν’ ανακαλύψει κάποιος την τζαζ του John Coltrane. Ακόμη κι όσοι ακούν κλασική μουσική, ροκ, φολκ, ορχήστρες, πειραματική, ηλεκτρονική ή ό,τι άλλο κάποια στιγμή στη ζωή τους θα «συναντηθούν» με τον Coltrane, για κάποιο λόγο ή από τύχη, και θα πάθουν.
Προσωπικά, θυμάμαι ν’ ακούω πρώτη φορά Coltrane στο ραδιόφωνο. Ήταν η εισαγωγή, έτσι νομίζω, από το “A Love Supreme” και… μένω ξερός. Ήμουν στα 20. Δεν ήξερα πολλά από τζαζ. Είχα ακούσει λίγο Miles, λίγο Garbarek, κάποια συγκροτήματα (Headhunters, Return to Forever, Soft Machine…), το “Hot Rats” του Frank Zappa, αλλά μάλλον τίποτα ακόμη από τη μεγάλη τζαζ του ’60. Την τζαζ του Coltrane και των συνοδοιπόρων του.
Προσπαθώ ν’ ανακαλέσω, τώρα, εκείνη την πρώτη ακρόαση. Να θυμηθώ τι ήταν αυτό που με είχε «στείλει», και που με είχε αναγκάσει να τρέξω στο πιο κοντινό δισκάδικο για ν’ αναζητήσω το “A Love Supreme”, και αργότερα το “Impressions”, και πιο μετά το “Ascension”, και στη συνέχεια το “Interstellar Space”…
Ήταν κάτι αληθινά συναρπαστικό. Αυτό μπορώ να πω. Ένα… πολύβουο ποτάμι εξωτερικά, με μιαν εσωτερική ηρεμία όμως στον τρόπο που αναπτυσσόταν… και που κατέβαινε για να σε συναντήσει. Σαξόφωνο στρατοσφαιρικό που γέμιζε το χώρο, και που άφηνε ταυτοχρόνως ένταση και πραότητα σε ίσες ποσότητες. Την ίδια ώρα κι ένα απίστευτο πολυρυθμικό παιγνίδι, με τα κρουστά του Elvin Jones να εκμεταλλεύονται κάθε πόντο του ντραμ σετ, με το πιάνο του McCoy Tyner και με το κοντραμπάσο του Jimmy Garrison να φλερτάρουν ταυτοχρόνως με την πειθαρχεία και την ελευθερία.
Μια τετράδα που έγραψε ιστορία. Αυτό ήταν το θρυλικό κουαρτέτο του John Coltrane στα sixties. Και η μουσική του… πηγαία, φυσική, αδέσμευτη, ιερή, που στόχευε κατ’ ευθείαν στο «είναι». Σ’ εκείνο το εσωτερικό αδιαίρετο, που συνταυτίζεται, στη μεγάλη κλίμακα, με το σύμπαν. Μια επίκληση. Μια προσευχή. Το Om. Ένα μυστικό πέρασμα στους πνευματικούς πλανήτες. 

H συνέχεια εδώ…

ARUÁN ORTIZ TRIO feat. ERIC REVIS & GERALD CLEAVER

Από τους πιανίστες που κάνουν τώρα την διαφορά στη σύγχρονη αφροκουβανική jazz, ή και jazz γενικότερα, ο Aruán Ortiz έχει καινούριο CD στην ελβετική Intakt, στο οποίο συνεργάζεται με τον μπασίστα Eric Revis και τον ντράμερ Gerald Cleaver. To άλμπουμ τους Hidden Voices [Intakt, 2016] περιέχει δέκα tracks, από τα οποία τα τρία είναι διασκευές. Ξεκινώ από ’κει, μιας και αυτές ακριβώς οι διασκευές κάτι δείχνουν. Έχουμε κατ’ αρχάς το “Open & close/ The sphinx” (αμφότερα συνθέσεις του Ornette Coleman – το δεύτερο το θυμόμαστε όλοι από το ιστορικό “Something Else!!!!” του 1958) και εν συνεχεία το “Skippy” του Thelonious Monk. Απ’ αυτά τα δύο tracks διαφαίνονται, θα έλεγα, κάποιες από τις γενικότερες προθέσεις του Ortiz. Από τη μια μεριά η δημιουργική εμμονή του με το ρυθμικό στοιχείο, και από την άλλη η επισταμένη μελωδική διαχείριση, με τις επάλληλες πιανιστικές «στρώσεις» και την ελεύθερη, γενικώς, αυτοσχεδιαστική ανάπτυξη. Η τρίτη version αφορά στο “Una, dos y tres, Qué paso más chévere”, που και αυτή δείχνει τη διάθεση του Ortiz να αναδιατάξει τυπικές όψεις της μουσικής της πατρίδας του (είναι γεννημένος στην Κούβα ο Ortiz, ασχέτως αν ζει από χρόνια στο Brooklyn), «πατώντας» στην παράδοση στην εισαγωγή, αλλά φεύγοντας προς έναν κλασικό τρόπο (πιανιστικές μινιατούρες) στη συνέχεια.
Όσον αφορά στα πρωτότυπα θέματα, τούτα διακρίνονται κατ’ αρχάς για την επιμελημένη ρυθμική επεξεργασία τους. Και αυτό ισχύει τόσο για το εισαγωγικό “Fractal sketches”, όσο και για το τρίτο στη σειρά “Caribbean vortex/ Hidden voices”, με το original κρουστό ή σαν κρουστό (πιανιστικό) παιγνίδι να διατηρεί, καθ’ όλη τη διάρκεια, τα πρωτεία. Πάνω λοιπόν σ’ αυτές τις αφρο-καραϊβικές ρυθμικές βάσεις, ο Ortiz προβάλλει άλλοτε ένα avant πιάνισμα, εμμένοντας σε λίγες σχετικώς νότες, και άλλοτε μελωδεί σαν ένας «τυπικός» αφροκουβανός αυτοσχεδιαστής. Άλλα tracks, όπως το “Analytical symmetry”, παίζουν με τα μουσικά patterns, τις επιταχύνσεις και τις επιβραδύνσεις, ενώ άλλα όπως τα “Arabesques of a geometrical rose” (Spring και Summer) διατηρούν έναν ιμπρεσιονιστικό αέρα, μέσα πάντα από μια τζαζ οπτική.
Σε γενικές γραμμές θα έλεγα πως αυτό που βγαίνει πάνω απ’ όλα στην περίπτωση του “Hidden Voices” είναι ένα πληθωρικό οργανοπαικτικό προφίλ – κάτι που δεν αφορά μόνο τον Ortiz, αλλά γενικότερα το τρίο του.
Επαφή: www.intaktrec.ch

BLUES REVIVAL 8: BUMBLE BEE SLIM (1905-1968)

Πολυγραφότατος συνθέτης, κιθαρίστας και τραγουδιστής, ο Bumble Bee Slim (αληθινό όνομα Amos Easton) γεννήθηκε στην Brunswick της Georgia για να διδαχθεί το blues… εμμέσως από το ντούο Leroy Carr-Scrapper Blackwell – το ύφος και την τεχνοτροπία των οποίων υιοθέτησε από τις πρώτες του κιόλας ηχογραφήσεις.
Επιτυχημένος και στο εμπορικό επίπεδο τραγουδοποιός, ο Bumble Bee Slim μπαίνει για πρώτη φορά σε στούντιο το 1931, καλύπτοντας με την πάροδο του χρόνου μια εικοσαετία σχεδόν συνεχούς παρουσίας στην blues δισκογραφία, γράφοντας πολλά εξαιρετικά τραγούδια, όπως το “My troubles” (1934) ή το “You gotta change your way” (1935).
Άγνωστο πώς ο Bumble Bee Slim θα επανέλθει στα δρώμενα περί το 1962, όταν στο L.A. θα ηχογραφήσει ένα άλμπουμ για την γνωστή εταιρεία Pacific Jazz. Αυτός, ένας κλασικός bluesman του ’30, θα ενταχθεί στον κατάλογο ενός από τα πιο μοντέρνα  jazz labels της Δυτικής Ακτής, μ’ έναν εντελώς αθόρυβο τρόπο, παίζοντας εξαιρετικά jazz-blues (“Midnight special”, “Wee baby blues”), συνεργαζόμενος με τους Les McCann πιάνο, Richard Holmes όργανο, Joe Pass κιθάρα κ.ά.
Αυτή ήταν και η τελευταία ολοκληρωμένη εμφάνισή του στη δισκογραφία. 
Βασική δισκογραφία
1. Back in Town! – Pacific Jazz PJ-54 – 1962

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

διάφορα άλμπουμ, ελληνικά και ξένα, με λίγα λόγια

CRESTFALLEN: Chamber Works [GR. Spleen & Doom Library/ General Music, 2015]
Παράξενο άλμπουμ που κυκλοφορεί σε 2LP και CD, από την άγνωστη προς εμένα Spleen & Doom Library. Crestfallen πρέπει να είναι ο Αλέξανδρος Ζαφειρόπουλος, ο οποίος δημιουργεί μια σειρά εννέα τραγουδιών, που ηχούν στ’ αυτιά μου… εντελώς διαφορετικά. Δύσκολο να προσδιορίσεις τις επιδιώξεις του Crestfallen… πέραν του κλασικού «κάνω το κέφι μου». Έτσι, ένα ρομαντικό και κάπως gothic σκηνικό από την μια μεριά, έρχεται να επικοινωνήσει με στοιχεία κλασικά και οπερατικά – δίχως η πολύ καλή φωνή να είναι, αυτό που λέμε, των στάνταρ κλασικών απαιτήσεων. Υπάρχει μια καλώς εννοούμενη εμμονή με τις ενορχηστρώσεις στο “Chamber Works” (που δεν έχουν σχέση με το rock, αλλά με μια neo-classical αντίληψη) και πάνω σ’ αυτό το μοτίβο, που αναπαράγεται με θρησκευτική ευλάβεια, «κάθονται» τραγούδια που έχουν ευρύτερο νόημα (όπως το “Wax arlequin” για παράδειγμα, ή το “Sleep remedy”). Μοναχική, αλλά αξιόλογη προσπάθεια, που αξίζει να ανακαλυφθεί.
SKYDIVE TRIO: Sun Moee [NOR. Hubro, 2015]
Ροκ τρίο είναι οι Skydive Trio (Thomas T. Dahl κιθάρες, Mats Eilertsen κοντραμπάσο, Olavi Louhivuori ντραμς) και όχι τζαζ τρίο… αν και τούτες οι κουβέντες δεν ξέρω τι νόημα μπορεί να έχουν πια, όταν υπάρχει… από αιώνες ο Terje Rypdal ή ακόμη και οι e.s.t. Θέλω να πω πως τα πράγματα (τα ροκ και τζαζ πράγματα) είναι επιμελώς ανακατεμένα στον “Sun Moee”, και πως οι τρεις βορειοευρωπαίοι μουσικοί δεν κάνουν τίποτ’ άλλο από το να… πηδάνε πότε από ’δω και πότε από ’κει ροκάροντας, μελωδώντας και αυτοσχεδιάζοντας. Γενικώς, και σε κάθε περίπτωση, οι καταστάσεις είναι minimal, λεπτές, και χωρίς ιδιαίτερες στουντιακές προσθήκες (guests, περαιτέρω όργανα κ.ο.κ.), γεγονός που καθιστά το “Sun Moee” ένα άλμπουμ «κλειστό», αλλά με ταυτότητα.
Επαφή: www.hubromusic.com
MONKEY PLOT: Angående omstendigheter som ikke lar seg nedtegne [NOR. Hubro, 2015]
Τρίο είναι και οι Monkey Plot (Christian Winther κιθάρες, Magnus Skavhaug Nergaard κοντραμπάσο, Jan Martin Gismervik ντραμς), και free το σκηνικό που κατασκευάζουν. Στο site της εταιρείας τους διάβασα πως οι Neil Young και Nick Drake αποτελούν μεγαλύτερες επιρροές για τον κιθαρίστα τους Winther, απ’ όσο ο Derek Bailey… πράγμα που με παραξένεψε, καθότι οι μουσικές των Monkey Plot έχουν από ελάχιστη έως ανύπαρκτη σχέση με το folk και το folk-rock. Έχουν μ’ εκείνες του Derek Bailey; Κατά τι περισσότερο, κάποιες φορές. Τέλος πάντων, μ’ αυτά δεν βρίσκεις άκρη… Γενικώς στο “Angående κτλ.” χωράει πολύς αυτοσχεδιασμός, με το τρίο, που είναι ακουστικό, να επιδίδεται σε μια μουσική χαμηλών τόνων, μα εντελώς ατίθαση.
Επαφή: www.hubromusic.com
CHRISTOPH IRNIGER TRIO: Octopus [SWI. Intakt, 2015]
Ακόμη ένα τζαζ τρίοτο Christoph Irniger Trio αποτελείται εκ των Christoph Irniger τενόρο, Raffaele Bossard μπάσο και Ziv Ravitz ντραμς. Το γκρουπ έχει τις βάσεις του στην κεντρική Ευρώπη (Ελβετία, Γερμανία) και άρα, θα πω, πως η jazz που παίζει είναι το… κεντροευρωπαϊκό ιδίωμα, με την «ελεύθερη» ανάπτυξη και την βαθειά πίστη στον αυτοσχεδιασμό. Ο ήχος του γκρουπ είναι πρώτης τάξεως. Αυτό για αρχή… και για τέλος. Το τενόρο ακούγεται χαμηλά και πολύ «ζεστά», ενώ και το rhythm section παίζει απλά, αλλά επιστημονικά οικοδομώντας ένα εξ ίσου απέριττο πλαίσιο. Υπάρχει, με άλλα λόγια, η πίστη και η γνώση πως η jazz είναι πάνω απ’ όλα η επαφή και η εσωτερική επικοινωνία μεταξύ των οργανοπαικτών, κάτι, που, με τον καιρό, μεταφράζεται σε μουσική που ακουμπάει την ψυχή –  ακόμη και όταν αυτή ακριβώς η μουσική προβάρει τα «δύσκολά» της.
Επαφή: www.intaktrec.ch
TRANSATLANTIC CONVERSATIONS: 11 piece band live [SWE. Linedown, 2015]
Κάποια στοιχεία τα έχουμε ήδη από τον τίτλο. Σουηδική ενδεκαμελής μπάντα, που «πιάνεται» live, από την 5/12/2013 στο Palladium τού Malmö. Ορισμένοι από τους μουσικούς που αποτελούν την Transatlantic Conversations είναι κάπως περισσότερο γνωστοί, όπως η πιανίστα Maggi Olin, η σαξοφωνίστα Christine Jensen ή ο κιθαρίστας Torben Waldorff, όμως είναι το σύνολο που εδώ κρίνεται και όχι τα μεμονωμένα άτομα. Με υλικό εντελώς πρωτότυπο, με τραγούδι, αλλά και με χωρίς τραγούδι, με σεμνά soli, αλλά και με ακαταπόνητο ομαδικό παιγνίδι, με jazzy groove, αλλά και με υπαινιγμούς από folk μέχρι και progressive rock, η Transatlantic Conversations είναι μια μπάντα που στέκεται γερά στη σκηνή, φέρνοντας στη μνήμη ήχους και μέρες του παρελθόντος (ακόμη και κάτι από Zappa ανακάλεσα, περιόδου “The Grand Wazoo”).

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

ΠΕΤΡΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΣ & ΜΠΑΝΤΑ «τι θλίψη μεγάλη/ πατρίδα μού έχεις βάλει/ στη θλίψη σου τη μεγάλη/ δε σκύβω το κεφάλι»

Για δίσκους του Πέτρου Θεοτοκάτου έχω γράψει καλά λόγια – παλαιότερα στο Jazz & Τζαζ. Μου άρεσαν πάντα τα ροκάδικα τραγούδια του, αυτό το κιθαριστικό ροκ με ελληνικό στίχο εννοώ, που ανήκει στη γνωστή σε όλους μας ηχητική γραμμή… αν και εδώ θα πρέπει να κάνω μιαν επισήμανση. Ο Θεοτοκάτος έχει τη δική του προσωπικότητα. Έχει το δικό του κόσμο, που τον μετατρέπει, με γνώση, σε ωραία τραγούδια – δεν αντιγράφει, ούτε αρέσκεται στο λίγο και το τετριμμένο όπως διάφορες παρέες ελληνοκιθαριστικών συγκροτημάτων τής 15ετίας 1985-2000 (αφήνω τα πιο μετά...). Από την άλλη έχει και κάτι αισιόδοξο η τραγουδοποιία του, παρ’ όλο το ανεκπλήρωτο και το όποιο ενδεχόμενο και περιστασιακό ζόρι. Είναι και ο τρόπος που τραγουδά εξάλλου. Καθαρός και ίσιος, δίχως να αναπαράγει μίζερα, σπασαρχίδικα και κίβδηλα… ελληνοαντεργκράουντ πρότυπα. Έχουν μια γλύκα τα τραγούδια του θέλω να πω, χωρίς να είναι γλυκερά. Έχουν μιαν απλότητα, χωρίς να αφορούν στον πρώτο τυχόντα. Είναι αθόρυβα, αλλά και διαβρωτικά ταυτοχρόνως. Δεν κραυγάζουν, αλλά λένε πράγματα και εντοπίζουν καταστάσεις. Ακούστε το «Ηρώδειο» ας πούμε, από το τελευταίο LP του «Αυτό που Καίγεται» [B-otherSide, 2016] ή διαβάστε τους στίχους του:
«Στο Ηρώδειο/ το έργο αλλάζει κάθε μέρα/ κι εγώ πεθαίνω/ το πρωί/ δε με κοιτάει η μέρα. Τι θλίψη μεγάλη/ πατρίδα μού έχεις βάλει/ στη θλίψη σου τη μεγάλη/ δε σκύβω το κεφάλι. Στο βράχο που έχω/ για ιερό με έβαλαν να πεθάνω/ για μέλλον μου/ για παρελθόν/ κουβέντα να μην κάνω».
Γενικώς, οι ρυθμοί είναι έντονοι στο «Αυτό που καίγεται», δίχως πάντως να αποφεύγονται και τα πιο αργά κομμάτια (που είναι μια χαρά), ενώ και η μπάντα (Γιάννης Κόκκινος μπάσο, Νίκος Μαυρίδης τύμπανα, Πέτρος Θεοτοκάτος φωνές, κιθάρες, πλήκτρα, προγραμματισμός) κάνει ωραία δουλειά, συντελώντας κι αυτή απ’ τη μεριά της στο τελικό αποτέλεσμα. Μάλιστα –κάτι που μου προέκυψε μετά την τρίτη-τέταρτη ακρόαση– ένοιωσα πως το «Αυτό που Καίγεται» κάνει μια βουτιά… προς τα πάνω, όσο περνάει η ώρα, που με ξάφνιασε ευχαρίστως· και αναφέρομαι στα τραγούδια «Κι εγώ το σύννεφο», «Ανατολή» και «Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα» (ποίηση Κώστας Καρυωτάκης) που κλείνουν το άλμπουμ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Τα δύο instros κατά βάση bonus tracks, τα οποία υπάρχουν μόνο στο τέλος του CD που εμπεριέχεται στη βινυλιακή έκδοση των 150 αντιτύπων –το ένα πιο electro και το άλλο πιο rock–, δεν αλλάζουν τη γενική εικόνα. Ο Πέτρος Θεοτοκάτος, έτσι αθόρυβα όπως πάντα, έκανε ένα ακόμη δυνατό άλμπουμ.
Επαφή: www.b-otherside.gr

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

ΚΛΑΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΣΤΑΘΜΟΥΣ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟ άλλη μια ευρωλιγούρικη αρλούμπα

Ανακοινώθηκε με περισσή έπαρση, και μάλιστα και στην αγγλική(!), πως στους σταθμούς του μετρό, από ’δω και πέρα, θα περιμένουμε στις πλατφόρμες ακούγοντας τις… μπασαβιόλες (όπως θα έλεγε και ο Ζαμπέτας). Η ακριβής ανακοίνωση που διαβάσαμε… εις την ξένην έχει ως εξής: “Classical music piped through the intercom system of the Athens metro lines and the older electric train (ISAP) route will greet commuters in the near future, with some 580 works of the world’s best known composers to be played throughout the stations and trains”.
Τι μας λέτε μωρέ, σοβαρά; Θ’ ακούμε κλασική στο μετρό; Σώωπα… Μεγάλη μαγκιά αυτή. Βάλαμε τα καλά μας… Δείχνουμε πως είμαστε η ψόφια Ευρώπη, και όχι η μαγεμένη Αραπιά και το τρανό Μισίρι (όπως θα έλεγε και ο Εγγονόπουλος). Σαν δεν ντρεπόμαστε…
Αν υποτεθεί πως χρειάζεται μουσική στο μετρό –κάτι καθόλου βέβαιο– υπάρχουν χιλιάδες ήχοι, που θα μπορούσε να φιλοξενηθούν στις αποβάθρες μιας «μητρόπολης του Νότου» και όχι να εμφανίζεται η Αθήνα σαν ένα… κακομοίρικο Σάλτσμπουργκ.
Τι δουλειά έχουμε εμείς με την «κλασική μουσική»; Ωραία είναι. Δε λέω. Δεν υποτιμώ. Κι εγώ ακούω σε καμμιά κηδεία ή με το... Νέον Έτος ή άμα βλέπω και ξαναβλέπω τον «Θάνατο στη Βενετία», αλλά εν πάση περιπτώσει ποτέ η κλασική δεν θα μπορούσε να ήταν η «νούμερο ένα» μουσική για έναν δικό μας δημόσιο χώρο. Αφήνω το γεγονός πως όσοι επέλεξαν κάτι τέτοιο το έπραξαν από ανεκδιήγητη σοβαροφάνεια και από βλακώδη ξιπασμό, και όχι επειδή γουστάρουν. Γιατί αν γουστάρουν, τότε να μας δείξουν τις δισκοθήκες τους. Κι άμα αυτές διαθέτουν λιγότερο από 5000 κομμάτια κλασικής, τότε να πάνε να πνιγούνε. Αλλιώς να πνιγούμε εμείς…
Όταν λοιπόν έχουμε να προβάλλουμε τόσες μοναδικές δικές μας μουσικές, λαϊκές μουσικές εννοώ, που να τις αντιλαμβάνεται ο κόσμος και κάτι μέσα του να σπαρταράει –δημοτικά, ρεμπέτικα, τα λεγόμενα λαϊκά, τα παλιά έντεχνα, μπαλάντες κι ένα σωρό κι ακόμη– αποτελεί εθελοδουλία το να καταφεύγουμε στις κλασικές, απλώς και μόνο για να το παίξουμε «Ευρώπη». Αγαπάμε και τις ξένες μουσικές και την τζαζ, που ως μουσική των χαμαιτυπείων και των μπουρδέλων δεν έχει ουδεμία σχέση με τις αίθουσες και τα σαλόνια (ασχέτως αν ορισμένοι την κατάντησαν «κλασική»), αγαπάμε και το ροκ, με όλα του τα παρακλάδια, αγαπάμε και τις ελαφριές ορχήστρες, αγαπάμε και τις «μουσικές του κόσμου», ακόμη και την κλασική… Ακόμη και την πρωτοπορία και το πείραμα αγαπάμε, όταν δεν δαγκώνουν τις ουρές τους… Άλλο αυτό, το να εκτιμάς τον πνευματικό κόπο απ’ όπου κι αν προέρχεται, και άλλο να συμπεριφέρεσαι μέσα στη χώρα σου σαν… ευρωμαμόθρεφτο.
Έρχονται Αποκριές. Αντί το μετρό να παίξει λάτιν, κουβανέζικη μουσική ή έστω και Δόμνα Σαμίου βρε αδελφέ (αν και δεν μας έχω για τόσο προχωρημένους), εμείς θ’ ακούμε το… ρέκβιεμ του Μότσαρτ. Θα ’ρθει Πάσχα… Αντί ν’ ακούμε τσάμικα με τον Δημήτρη Ζάχο και το Χρήστο Πανούτσο, εμείς θα τη βρίσκουμε με την... Ηρωική. Θα... ξαναπεθάνει ο Lemmy, κι αντί ν’ ακούμε το “Keep us on the road θα χαλαρώνουμε με Ροστροπόβιτς… Κι όταν θα ’ρθει το καλοκαίρι και θα λάμπει ο τόπος αντί να μεθάμε με το «Καλοκαίρι» του Σαββόπουλου («καρεκλάκια, πετονιές μεσ’ στο πανέρι») εμείς θα κλαίμε με… Γκριγκ και Σιμπέλιους.
Ρε άιντε να χαθείτε... γαδούρια. 

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

YIANNA KATSOULOS 30 χρόνια μετά το “Les Autres Sont Jaloux”

Είναι άγνωστη στην Ελλάδα η Yianna Katsoulos. Κρίμα, γιατί το “Les autres sont jaloux” θα μπορούσε να είχε διαπρέψει και στις δικές μας ντίσκο-πίστες στο δεύτερο μισό των eighties. Το λέω, γιατί πέραν της ελληνικής καταγωγής τής τραγουδίστριας με την ξεχωριστή εμφάνιση και το αμερικανογαλλικό αξάν, το κομμάτι μέτραγε και δικαίως έγινε επιτυχία, καθώς μπήκε στο γαλλικό Top-50 και αργότερα στο Top-30, παραμένοντας εκεί για 10 εβδομάδες. Όλα αυτά την άνοιξη του 1987.
Το “Les autres sont jaloux” ακουγόταν βεβαίως από το 1986 στη Γαλλία, αφού τότε βγήκε το σχετικό 45άρι (σε ετικέτα Ariola) με το τραγούδι στη μια πλευρά και το instrumental στην άλλη. Στίχοι και ερμηνεία από την Yianna Katsoulos, μουσική, ενορχήστρωση και παραγωγή από τον Jean Soullier. Για να δούμε, όμως, λίγη ακόμη ιστορία…
Διάβασα κι έμαθα για πρώτη φορά για την Γιάννα Κατσούλος (θα την γράφω πότε έτσι και πότε αλλιώς) από την πάλαι ποτέ Ελευθεροτυπία. Ήταν ένα άρθρο-συνέντευξη της Ήρας Φελουκατζή στο φύλλο τής 3/1/1988 (καθώς η επιτυχία του “Les autres sont jaloux” ξεθύμαινε στο Παρίσι), στο οποίο η ανταποκρίτρια της εφημερίδας στη γαλλική πρωτεύουσα είχε πιάσει τον απόηχο του τραγουδιού φέρνοντας τη Γιάννα, έστω και για λίγο, μπροστά στα ελληνικά φώτα…
Μερικά αποσπάσματα από ’κείνη τη συνέντευξη μεταφέρω στη συνέχεια…

ΤΑΣΟΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ από τον ευρωπαϊκό βορρά

Για τον Τάσο Σπηλιωτόπουλο, έλληνα τζαζ κιθαρίστα που πλέον ζει στη Σουηδία, έχω δώσει στοιχεία πριν καιρό στο δισκορυχείον. Πιο συγκεκριμένα, ήταν Δεκέμβριος του 2010 όταν έγραφα με αφορμή το δεύτερο τότε άλμπουμ του “Archipelagos” [F-Ire] –είχε προηγηθεί το Wait for Dusk στη γερμανική Konnex το 2006– τονίζοντας, μεταξύ άλλων, και την παρουσία του αείμνηστου πλέον Kenny Wheeler σ’ εκείνο το session.
Τώρα, ο Σπηλιωτόπουλος έχει έτοιμο καινούριο CD, το In the North [Anelia, 2016], ηχογραφημένο στη Σουηδία φυσικά (κάπου κοντά στην Στοκχόλμη), στο οποίο τον βοηθούν τοπικοί μουσικοί (ο Örjan Hultén σαξόφωνα, ο Palle Sollinger μπάσο, ο Fredrik Rundqvist ντραμς). Όλες οι συνθέσεις και οι ενορχηστρώσεις στο “In the North” ανήκουν στον Σπηλιωτόπουλο, δίχως τούτο να σημαίνει πως το αποτέλεσμα είναι άμοιρο των σουηδών μουσικών. Ίσα-ίσα, ο ρόλος τους είναι ακρογωνιαίος, ιδίως του Hultén, ο οποίος δείχνει χαρακτήρα ακόμη και στα… ελληνικά θέματα – όπως το “Ποιμενικόν (Shepherds minor)” για παράδειγμα.
Το γενικότερο ύφος στο οποίο κινείται ο Σπηλιωτόπουλος είναι και εδώ το fusion – η μάλλον, καλύτερα, η ηλεκτρική jazz. Θέλω να πω πως τα ροκ στοιχεία που υπάρχουν στα tracks είναι επεξεργασμένα με τζαζ τρόπο, και οπωσδήποτε ακόμη και στα πιο… rock απ’ αυτά είναι η jazz, η οποία υπερισχύει του rock, και όχι το ανάποδο. Με μεσαίες και προς τα πάνω διάρκειες (όλα τα κομμάτια ξεπερνούν τα πέντε λεπτά, ενώ κάποια αγγίζουν και τα οκτώ), ο Σπηλιωτόπουλος έχει το χρόνο και το χώρο ν’ αναπτύξει τις ιδέες του, να καταδείξει τις επιρροές του, που δεν είναι μόνον ελληνικές εννοείται (σε άλλες συνθέσεις του διακρίνονται στοιχεία blues, flamenco ή gypsy jazz, μπαλάντας, ακόμη και κινηματογραφικά, όσο ασαφές κι αν ακούγεται αυτό το τελευταίο) και βασικά να δώσει, κι αυτός απ’ τη μεριά του, ένα μέτρο τού τι μπορεί να σηματοδοτεί, στις μέρες μας, ο όρος «σύγχρονη jazz».
Το “In the North” είναι πολύ ελκυστικό ως άκουσμα. Όλες οι συνθέσεις είναι αβίαστες, με πολύ λειτουργικούς αυτοσχεδιασμούς, στο πνεύμα των βασικών μελωδικών γραμμών, και με παιξίματα ωραία, τεχνικά, χωρίς επιδείξεις ή ακρότητες. Το μέτρο και η ουσία κυριαρχούν, θέλω να πω, στην τρίτη προσωπική κατάθεση του Τάσου Σπηλιωτόπουλου, και αυτό κρατώ από το “In the North” (πέραν από κάποια «μαγικά» κομμάτια, όπως το «Ποιμενικόν», που προαναφέρθηκε).

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

LOW NOISE greek garage από τα παλιά… από τα eighties εννοώ

Ανέκδοτες ηχογραφήσεις από την ιστορία του ελληνικού ροκ βγαίνουν… και πάντα θα βγαίνουν στην επιφάνεια. Κάτι που αφορά, βεβαίως, σε όλες τις δεκαετίες. Υπάρχει πολύ ηχογραφημένο υλικό (και είναι λογικό αυτό), οπότε πάντα θα έχουμε τον τρόπο ν’ ακούμε εγγραφές που δεν κυκλοφόρησαν στον καιρό τους – εγγραφές οι οποίες θα προσθέτουν κάθε φορά και από κάτι σε μιαν ιστορία, που δεν θα σταματήσει ποτέ να ανανεώνεται. Τελευταία βουτιά στο παρελθόν είναι αυτή που επιχείρησαν οι εταιρείες Dia de Los Muertos και B-otherSide, οι οποίες φέρνουν στο φως ηχογραφήσεις των Low Noise από το 1987. Το άλμπουμ τυπώθηκε σε 200 συνολικώς αντίτυπα και σε δύο διαφορετικού χρώματος βινύλια. Για πάμε όμως και στα πιο μέσα…
Δεν ξέρω πόσοι θυμούνται τους Low Noise από τα eighties. Προσωπικώς τους θυμάμαι και από τα live και από τα fanzines της εποχής (το Rollin Under για παράδειγμα), αλλά και από… ηχογραφήσεις. Ναι, οι Low Noise ακούγονταν στην κασέτα “Straight to Hellas”, που είχε κυκλοφορήσει από την Lazy Dog στις αρχές του ’89, διασκευάζοντας σκληρά και με έπαρση το “Love me two times” των Doors. Έκτοτε τους έχασα, αλλά να τώρα… τους ξαναβρίσκω μπροστά μου, και μάλιστα μέσα από τις στροφές ενός βινυλίου! Τίποτα, τελικά, δεν πάει χαμένο…
Από το Rollin Under #17 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος ’89) αντιγράφω: «Γκρουπ, που έχοντας σαν βασικό πυρήνα τον Ιάκωβο Μανή, πέρασε από πάρα πολλές ανακατατάξεις και αλλαγές μελών. Εκτός από τον Ι. Μανή κιθάρα, φωνή (πρώην Cpt Neφos) στο σχήμα παίζουν και οι Στάθης Καλυβιώτης μπάσο (πρώην Ανυπόφορος) και Βασίλης Κασκαμπάς τύμπανα (πρώην Yeah). Όπως λένε και οι ίδιοι είναι μάλλον υβρίδιο των επιρροών τους παρά ένα γκρουπ αναβίωσης ή αναμετάδοσης συγκεκριμένων ρευμάτων, ενώ βασική τους επιδίωξη είναι να αναπτύξουν ένα προσωπικό ύφος μέσα από τις βασικές τους επιρροές, που είναι ο ήχος της δεκαετίας του ’60, το new wave, η νεοψυχεδέλεια και η ηλεκτρική μπαλάντα. Έχουν κάνει αρκετές εμφανίσεις (ανάμεσά τους και μια σαπόρτ στους Angst.
Στις… εμφανίσεις ας σημειωθεί και μια τηλεοπτική παρουσία τους στην εκπομπή της ΕΤ1 Μουσική Τομή (Rock στην Ελλάδα/ η άλλη άποψη) το 1987 σε σκηνοθεσία Γιάννη Κασπίρη, εκεί όπου οι Low Noise λένε live το “Tonight” (lead track στο πρόσφατο άλμπουμ τους).
Εκείνη λοιπόν την εποχή (1987) μέλη του συγκροτήματος ήταν οι Ιάκωβος Μανής φωνή, κιθάρα, Βάιος Ζηνωτούλης μπάσο και Γιάννης Τρυφερούλης ντραμς, με τον Γιώργο Δημητριάδη ν’ ακούγεται ως lead τραγουδιστής σε τρία tracks. Ο Γιώργος Δημητριάδης είναι ο γνωστός Γιώργος Δημητριάδης από τους Μικρούς Ήρωες και τους Απροσάρμοστους, ενώ τους Ζηνωτούλη και Τρυφερούλη τους έχω κατά νου, τα πιο πρόσφατα χρόνια, με τους Dr.Atomik.
Τι παίζουν οι Low Noise; Λένε πως ξεκίνησαν σαν νιουγουεβάδες (δεν τους θυμάμαι σ’ αυτή τη φάση τους), όμως εδώ στο LP-συμπαραγωγή είναι γκαρεζέρηδες. Ακολούθησαν και αυτοί θέλω να πω την πορεία των Villa 21, που μέσα σε λίγα χρόνια είχαν αλλάξει εντελώς τον ήχο τους. Λογικό-ξελογικό έτσι συνέβη. Στο πρώτο μισό των eighties κουμάντο στις επιρροές –χοντρικώς– έκαναν τα βρετανικά new-wave, dark και τα λοιπά συγκροτήματα (αφήνω το punk κατά μέρος), ενώ στο δεύτερο μισό τη σκυτάλη είχαν πάρει τα αμερικάνικα της «ερήμου», της «αναβίωσης», όπως και τα αυστραλέζικα ανάλογα (και τα σουηδικά από κοντά κ.ο.κ.). Εντάξει, υπήρχαν και κάποια γκρουπ που ήταν από την αρχή αμερικανόθρεφτα, όπως οι Last Drive για παράδειγμα, ή άλλα που συνέχισαν στο νιουγουεβάδικο στυλ, όπως οι South of No North. Αυτή η μεταβολή, πάντως, που ήταν 180 μοιρών σε όσους συνέβη, αφορά και στους Low Noise. Το γκρουπ παίζει ωραία, δυνατά και καθαρά, και κομμάτια όπως το “Tonight”, το πιο... λυσεργικό “Night escape”, το γρήγορο και βαρύ “Burn”, το αυθάδες “Out of the door” ή και το “Lonely driver” θα μπορούσε άνετα να συναγωνίζονταν –όπως και το έπρατταν– τα καλύτερα των Last Drive της ίδιας εποχής ή των Melting Ashes.
Το άλμπουμ αυτό πέραν του γεγονότος ότι είναι «μια χαρά» και στέκει και σήμερα με την πρέπουσα ροκ άνεση, έρχεται να συμπληρώσει ένα χαμένο κομμάτι τού παζλ του ελληνικού garage-punk του ’80 και απ’ αυτήν την άποψη είναι διπλά καλοδεχούμενο. 

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

NUMB CAPSULE RECORDS

Η εταιρεία Numb Capsule Records έχει την έδρα της στη Θεσσαλονίκη (μάλλον) και η ενασχόλησή της έχει να κάνει με την σύγχρονη electronica. Οι δύο πιο πρόσφατες κυκλοφορίες του label, το CD/EP των Esoteric Sob και το CD των Dozen Draft γυρίζουν τώρα στο player
ESOTERIC SOB: Diamonds [Numb Capsule NC002, 2015]
Η minimal σχεδίαση του πακέτου –τα απολύτως απαραίτητα, όπως λέμε– δεν δίνει και πολλά στοιχεία, που θα βοηθούσαν στο πληροφοριακό επίπεδο. Ποιοι αποτελούν τους Esoteric Sob; Ο παραγωγός Γιάννης Τρυφωνόπουλος ή και κάποιοι ακόμη; Το γκρουπ, το πρότζεκτ, είναι από τη Θεσσαλονίκη ή από κάπου αλλού; Τέλος πάντων… Κάποια στοιχεία μάς παρέχει το discogs. Μάλλον πρόκειται για προσωπικό σχήμα του Τρυφωνόπουλου, ο οποίος βρίσκεται στην (ηλεκτρονική) σκηνή από το 2002, έχοντας δώσει έως ώρας κάμποσα digital files (κυρίως). Το “Diamonds” είναι πάντως χειροπιαστό CD (extended play) κι έχει το δικό του ενδιαφέρον θα έλεγα… και γιατί τα ηλεκτρονικά των Esoteric Sob είναι κατανοητά και ανθρώπινα. Δεν υπονοώ πως αν δεν ήταν τόσο «κατανοητά» θα υπήρχε πρόβλημα, απλώς θέλω να επισημάνω πως οι eighties αναφορές τους τούς δίνουν και μια κάπως pop χροιά – και τούτο παρότι δεν έχουμε να κάνουμε με τραγούδια. Έχει στοιχεία ambient το “Diamonds” δεν υπάρχει λόγος, όμως δεν είναι το experimental ο χώρος του. Είναι η μουσική περιβάλλοντος, όχι όμως ενταγμένη σ’ ένα άνευρο και απαθές σκηνικό, αλλά προσανατολισμένη σε κάτι περισσότερο μπητάτο (αν και dreamy σε κάθε περίπτωση). Από τα πέντε κομμάτια του EP εκείνα που μ’ αρέσουν περισσότερο είναι δύο που έφεραν στη μνήμη μου τους… Χωρίς Περιδέραιο (το “I need air” και το “Unknown”). Ο Τρυφωνόπουλος γουστάρει ως φαίνεται, διαμορφώνει και επεκτείνει στο τώρα, κάποιες δομές που θα μας κρατάνε πάντα εν εκπλήξει.
DOZEN DRAFT: Elasticity [Numb Capsule NC003, 2015]
Και οι Dozen Draft, που δεν είναι άλλοι από τον Μπάμπη Μπόζογλου, δεν είναι χθεσινοί. Έχουν ήδη ένα CD-R το «1.10.2012» στην Somehow Ecstatic Records, όπως και μια κασέτα (“Hands”) στην Already Dead το 2013. Το “Elasticity” φαίνεται πως είναι η τρίτη δουλειά τού Μπόζογλου, κινούμενη πάντα μέσα στο ηλεκτρονικό περιβάλλον (και με τραγούδι αυτή τη φορά το λέω σε σχέση με το προηγούμενο CD), όπως και με πολλά άλλα στοιχεία αντλημένα από διαφορετικές παραδόσεις (ο ίδιος αναφέρει… groove, psychedelic, experimental, antipope, tribalism, fingerplayedguitar, weird, hypnotic, chaotic, worldmusic και δε συμμαζεύεται…). Λοιπόν… τώρα τι γίνεται… Αυτές όλες οι αναφορές υποσκάπτουν την ενότητα του άλμπουμ. Ενώ σε επιμέρους φάσεις καταγράφονται πολύ ενδιαφέροντα tracks το σύνολο κάπου... μαγκώνει – και τούτο, επειδή δεν είναι δυνατόν να συνυπάρχουν σε μια δουλειά τόσο πολλά διαφορετικά στοιχεία από track σε track. Ok, αυτό μπορεί να ερμηνευτεί κι αλλιώς. Πως είναι τέτοια και τόση η πληθωρικότητα του Μπόζογλου, με αποτέλεσμα να μην μπορεί εύκολα να υποταχθεί – ας το πάρουμε κι έτσι δηλαδή. Βγαίνει παντού, εννοώ, και κατακυριεύει το άπαν. Συγκριτικώς θα έλεγα πως τα πιο ενδιαφέροντα tracks του “Elasticity” είναι κάποια tribal-trance, που αγγίζουν ή και υπερκαλύπτουν τις ψυχεδελικές προδιαγραφές, όπως για παράδειγμα το “Aint it”, που είναι προς το τέλος και που θα έκανε πολλούς «σιξτάδες» να κουνηθούν από τη θέση τους. Το ίδιο αξιοπρόσεκτα είναι όμως και το εισαγωγικό “Into elasticity” ή και το “Albino rhino”, που μεταφέρει κάτι από την anadolu ρυθμολογία.
Οι Dozen Draft, ή ο Dozen Draft, όπως θέλετε πείτε το, έχουν δυνατότητες. Και ιδέες. Και μάλιστα πολλές και καλές. Αξίζει, όμως, να γίνουν πιο συγκεκριμένες.

BLUES REVIVAL 7: JOHN HENRY “BUBBA” BROWN (1902-1985)

Βασικές πληροφορίες για τον John HenryBubbaBrown, ένα όνομα που περνάει γενικώς απαρατήρητο, δίνει ο David Evans στο βιβλίο του για τον Tommy Johnson (1896-1956), που τυπώθηκε στις εκδόσεις Studio Vista το 1971. Ο Evans ήταν εκείνος που ξετρύπωσε τον Bubba Brown στη δεκαετία του ’60 και ο μόνος, ή εν πάση περιπτώσει από τους λίγους, που έχουν να πουν λίγα λόγια για την περίπτωσή του.
Η φωτογραφία του John Henry "Bubba" Brown προέρχεται από το βιβλίο του David Evans "Tommy Johnson" [Studio Vista/ November Books, London 1971]
«Ο John HenryBubbaBrown» γράφει ο Evans «γεννήθηκε το 1902 στην Brandon –πόλη που βρίσκεται ανατολικώς της Jackson, της πρωτεύουσας της Πολιτείας του Mississippi–, για να μάθει στην πορεία κιθάρα και βιολί με τη βοήθεια τού πατέρα του. Στην Jackson θα έρθει το 1928, όταν ξεκίνησε να παίζει με τον Tommy Johnson. Αν και ο H.C. Speir (ο μεγαλύτερος scouter της ιστορίας του blues) του ζήτησε να προβεί σε ηχογραφήσεις εκείνος φοβήθηκε ν’ αφήσει τη δουλειά του»… γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να μπει για πρώτη φορά σε στούντιο, στο Λος Άντζελες, την 9 Ιουνίου 1967.
Ο John HenryBubbaBrown θα ηχογραφήσει ελάχιστα κομμάτια, με πιο γνωστό ανάμεσά τους το κλασικό τραγούδι του Tommy JohnsonCanned heat blues” [saydisc MATCHBOX], ενώ άλλα δύο tracks (“Sister Kate”, “Corinna”) ακούγονται σε μια συλλογή τής επίσης εγγλέζικης Flyright. Να σημειώσουμε ακόμη πως ο John HenryBubbaBrown ήταν πατέρας του κιθαρίστα των blues Mel Brown (1939-2009) και πως τραγουδά το “Seven forty-seven (Airport blues)” από το LPMel Brown’s Fifth” [Impulse!, 1971], καθώς και το “Red cross store” από το LP (του Mel Brown πάντα) “Big Foot Country Girl” [Impulse!, 1973].
Ο John HenryBubbaBrown θα πεθάνει στο Λος Άντζελες το 1985.
Βασική δισκογραφία 
1. The Legacy of Tommy Johnson – UK. saydisc MATCHBOX SDM 224 – 1972 (συλλογή)
2. High Water Blues – UK. Flyright FLY LP512 – 1974 (συλλογή)

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

JULIAN SHORE ένα συνθετικό ταλέντο

Πιανίστας με συνθετικές αρετές, τις οποίες έχει αποδείξει και αναδείξει τόσο στο προηγούμενο άλμπουμ του “Filaments” [Tone Rogue, 2012], για το οποίον υπάρχει σχετικό σημείωμα στο δισκορυχείον, όσο και μέσω των παρουσιών του σε άλμπουμ τρίτων (Michael Feinberg, Andrew Hadro…), ο Julian Shore έχει νέο CD σε κυκλοφορία, που τιτλοφορείται “Which Way Now?” [Tone Rogue, 2015]. Σ’ αυτό, ο Shore, εκτός από πιάνο χειρίζεται και wurlitzer, ενώ δίπλα του στέκονται οι Gilad Hekselman κιθάρα, Danya Stephens τενόρο, Aidan Carroll μπάσο και Colin Stranahan ντραμς. Και δεν είναι οι μόνοι… Το λέω γιατί στο “Which Way Now?” συμμετέχουν επιπλέον οκτώ(!) guests, οι οποίοι διαμορφώνουν, και αυτοί από τη μεριά τους, τον τελικό ήχο τού άλμπουμ. Σε τι συνίσταται αυτός (ο ήχος); Σ’ ένα συνδυασμό αμερικανικών και ευρωπαϊκών επιρροών, τις οποίες ο Shore έχει τον τρόπο, κάθε φορά, να τις ενσωματώνει στις συνθέσεις του. Στις αμερικανικές πέραν των προφανών θα ανέφερα τα country ηχοχρώματα στο “Pine needles” (με το dobro και την pedal steel του Kurt Ozan να πρωταγωνιστούν), ενώ στις ευρωπαϊκές θα έκανα λόγο για τις ρομαντικές στo “Lullaby” (που είναι απόσπασμα από το “Clair de Lune” του Gabriel Fauré). Γενικότερα, πάντως, το ευρωπαϊκό στοιχείο υπερισχύει του τζαζ, στις συνθέσεις, αλλά και στις ενορχηστρώσεις του άλμπουμ, με τις μελωδίες να απλώνονται και να κατακυριεύουν το άπαν (ακόμη και το “Con alma” του Dizzy Gillespie).
Η δική μου γνώμη είναι πως ο Shore είναι σπουδαίο συνθετικό ταλέντο και αυτό έχει ήδη φανεί, φαίνεται εδώ, και θα φανεί ακόμη περισσότερο στο προσεχές διάστημα. Συνθέσεις όπως το φερώνυμο “Which way now?” (Julian Shore & Jean Caze) ή το “Back home” ή το “Moss, mansion, sandstorm” είναι εντελώς αποδεικτικές του τρόπου μέσω του οποίου αντιλαμβάνεται ο ίδιος τη συνθετική διαδικασία και ανάπτυξη, επιχειρώντας με τρόπο εντυπωσιακό (μετρήσιμα εντυπωσιακό) πάνω στο μεταίχμιο της ευρωπαϊκής ρομάντζας, της αφροαμερικανικής και της γενικότερης αμερικανικής μουσικής παράδοσης. Τι άλλο να πει κανείς;
Επαφή: www.julianshore.com