ΟΙ ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΤΩΝ ΓΗΠΕΔΩΝ
(…) Ο ποδοσφαιρικός αγώνας και η συναυλία ποπ μουσικής είναι εκδηλώσεις μιας μεγάλης επίδειξης φυσικής και ψυχικής
ενέργειας. Και παρασύρουν το κοινό. Η αντίφαση σ’ αυτές βρίσκεται στο γεγονός
ότι κεντρίζουν τις επιθυμίες των θεατών, και έπειτα απαιτούν απ’ αυτούς να
μείνουν ακριβώς μόνο θεατές και να κοιτάζουνε τους άλλους που ξοδεύουν
ενέργεια. Έτσι η βία στα γήπεδα και τις μουσικές συναυλίες φαίνεται απλά ν’
αποτελεί εκδίκηση του κοινού για την επιβολή της διαίρεσης της εργασίας ακόμη
και στο παιχνίδι. Βλέποντας άλλους ανθρώπους, φημισμένους και καλοπληρωμένους,
που ασκούν στο έπακρο των δυνατοτήτων-του το σώμα-τους (πόδια, λαρύγγια,
κοιλιά), οι θεατές αντιλαμβάνονται ότι τους αφαιρείται κάτι, δηλαδή το σώμα-τους.
Το ξαναπαίρνουν λοιπόν πίσω με τον πιο άμεσο, βίαιο τρόπο.
Αν μας προσκαλούσανε σ’ ένα γεύμα, όπου πληρώνεται όποιος τρώει και πληρώνει όποιος κοιτάζει τους άλλους να τρώνε, είναι φυσικό να υπακούσουμε στο σύνθημα: «Να τα σπάσουμε όλα, τώρα αρχίζει η δικιά-μας γιορτή!».(…)
Ναι αλλά τα ρεσιτάλ; Τόπος συνάντησης ομάδων χίπις, νέων, ακόμη και πολιτικοποιημένων, πώς άραγε γίνονται ευκαιρία βίαιης συμπεριφοράς, όταν αποτελούν συνέχεια των ομαδικών συγκεντρώσεων καπνιστών μαριχουάνας που γίνονταν στο γρασίδι των πάρκων σαν εκδήλωση ειρηνικών διαθέσεων; Τι έγινε σ’ αυτή την περίπτωση; Έγινε ότι η βιομηχανία δίσκων έχει πειθαρχήσει τον αρχικό αυθορμητισμό και έκανε τους πρώην ερασιτέχνες προκατασκευασμένα αντικείμενα. Έκανε τα μουσικά συγκροτήματα σαν ποδοσφαιρικές ομάδες. Έτσι και στα ρεσιτάλ εμφανίζεται η απάνθρωπη σχέση ανάμεσα σ’ ένα κοινό που δεν μπορεί να συμμετάσχει και τα βιομηχανοποιημένα πρότυπα που δίνουν οργανωμένη παράσταση μιας απραγματοποίητης απελευθέρωσης. Κι επομένως γεννιέται ακόμη μια φορά το συναίσθημα αλλοτρίωσης, η νοσταλγία για κάτι που φαινότανε κοντινό, φταστό, και τώρα δεν υπάρχει πια, καταστράφηκε, ή το έκρυψε κάποιος και το αφαίρεσε από το κοινωνικό σώμα».(…)
Αν μας προσκαλούσανε σ’ ένα γεύμα, όπου πληρώνεται όποιος τρώει και πληρώνει όποιος κοιτάζει τους άλλους να τρώνε, είναι φυσικό να υπακούσουμε στο σύνθημα: «Να τα σπάσουμε όλα, τώρα αρχίζει η δικιά-μας γιορτή!».(…)
Ναι αλλά τα ρεσιτάλ; Τόπος συνάντησης ομάδων χίπις, νέων, ακόμη και πολιτικοποιημένων, πώς άραγε γίνονται ευκαιρία βίαιης συμπεριφοράς, όταν αποτελούν συνέχεια των ομαδικών συγκεντρώσεων καπνιστών μαριχουάνας που γίνονταν στο γρασίδι των πάρκων σαν εκδήλωση ειρηνικών διαθέσεων; Τι έγινε σ’ αυτή την περίπτωση; Έγινε ότι η βιομηχανία δίσκων έχει πειθαρχήσει τον αρχικό αυθορμητισμό και έκανε τους πρώην ερασιτέχνες προκατασκευασμένα αντικείμενα. Έκανε τα μουσικά συγκροτήματα σαν ποδοσφαιρικές ομάδες. Έτσι και στα ρεσιτάλ εμφανίζεται η απάνθρωπη σχέση ανάμεσα σ’ ένα κοινό που δεν μπορεί να συμμετάσχει και τα βιομηχανοποιημένα πρότυπα που δίνουν οργανωμένη παράσταση μιας απραγματοποίητης απελευθέρωσης. Κι επομένως γεννιέται ακόμη μια φορά το συναίσθημα αλλοτρίωσης, η νοσταλγία για κάτι που φαινότανε κοντινό, φταστό, και τώρα δεν υπάρχει πια, καταστράφηκε, ή το έκρυψε κάποιος και το αφαίρεσε από το κοινωνικό σώμα».(…)
Ήταν ένα απόσπασμα από το βιβλίο τού Umberto Eco Η
Σημειολογία στην Καθημερινή Ζωή [α έκδοση Μαλλιάρης-Παιδεία, Αθήνα 1982, δ έκδοση 1992]
Εξαιρετικό βιβλίο, που είχε κάνει αίσθηση τη δεκαετία του ‘80. Πρόκειται για συλλογή παλαιότερων άρθρων του Eco , τα περισσότερα από τα οποία είχαν συμπεριληφθεί στο Il costume di casa. Evidenze e misteri dell'ideologia italiana (1973). Μαζί με άλλα άρθρα, εκδόθηκαν στη Γαλλία με τον τίτλο La guerre du faux (1985) και στη Βρετανία ως Faith in fakes (1986).
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το βιβλίο πρέπει όντως να είχε διαβαστεί αρκετά στην Ελλάδα, διότι στο λύκειο ένας τότε νέος και σε ηλικία αλλά και σε νοοτροπία φιλόλογος μάς το είχε προτείνει ως βοηθητικό ανάγνωσμα στο μάθημα της έκθεσης. Παρότι λοιπόν το έψαχνα, δεν υπήρχε πουθενά και περιμέναμε την επόμενη έκδοση για καιρό - αρχικά βολευτήκαμε με κάποιες φωτοτυπίες. Παρά λοιπόν τις φιλότιμες προσπάθειες του καθηγητή μας δεν ήταν εύκολο να ξεκολλήσουμε από τη νοοτροπία που μας είχαν για χρόνια ενσταλάξει οι (κατά πολύ) μεγαλύτεροι συνάδελφοι του και το εκπαιδευτικό μας σύστημα, που μάλλον παραμένει ίδιο. Σίγουρα πάντως ήταν ένα παράθυρο που με βοήθησε εντέλει να διαβάζω πλέον πλαγίως και κυρίως να αμφισβητώ κατά κανόνα τα καθιερωμένα. Μπορεί να μην βελτίωσα ιδιαίτερα τις αποδόσεις μου στην έκθεση, ήταν όμως ένα δώρο του οποίου την επίδραση συνειδητοποίησα χρόνια αργότερα, όταν το ξαναπήρα στα χέρια μου και το διάβασα πλέον με άλλα μυαλά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο πρωτοδιάβασα όταν ήμουν φοιτητής. Με τάραξε, με επηρέασε, ενώ ακόμη και σήμερα μιαν άφατη ικανοποίηση πλημμυρίζει την ψυχή σου κατά την ανάγνωση. Το διαπίστωσα μόλις… Πολλοί προσπάθησαν να μιμηθούν το στυλ φιλοσοφικής εκλαΐκευσης του Eco στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο στην Ελλάδα, όλα τα μετέπειτα χρόνια, αλλά κανείς δεν έγραψε τόσο απλά, τόσο βαθειά και τόσο στοχευμένα συγχρόνως όσο εκείνος. Μέγας!
ΔιαγραφήΑν δεν κάνω λάθος είναι το πρώτο βιβλίο του που τυπώθηκε στη χώρα μας.
Επιτρέψτε μου μια διόρθωση στο πρώτο σχόλιο: Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή (όπως και το La guerre du faux και το Faith in fakes) είναι ουσιαστικά συνδυασμός δύο βιβλίων με άρθρα του Umberto Eco, του Il costume di casa του 1973 και του Dalla periferia dell' impero του 1977.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαντελής Κ.