Οι Mono
είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά ιαπωνικά συγκροτήματα της τελευταίας 15ετίας.
Έχουν ηχογραφήσει κάμποσα άλμπουμ (μάλλον εννιά), ενώ για μερικά απ’ αυτά
θυμάμαι ακόμη τα καλά λόγια (φυσικά), που είχα γράψει παλαιότερα, στα μέσα των 00s, στο Jazz & Τζαζ.
Μέλη των Mono είναι οι Takaakira “Taka”
Goto κιθάρες, Hideki “Yoda” Suematsu κιθάρες, Tamaki Kunishi μπάσο, κιθάρες, πιάνο
και Yasunori Takada
ντραμς, σύνθια.
Το στυλ του γκρουπ δεν είναι εύκολο να περιγραφεί, παρότι
τούτο δεν εμφανίζει μεγάλες διακυμάνσεις μέσα στα χρόνια. Οι Ιάπωνες, εννοώ,
βαδίζουν προς την δική τους ροκ… ολοκλήρωση με πολύ προσεκτικά βήματα, δίνοντας
συνεχώς έξοχους δίσκους. Ένα τέτοιο έξοχο άλμπουμ είναι και το έσχατο “Requiem for Hell” [Pelagic/ Cargo, 2016],
που κυκλοφορεί τόσο σε double LP, όσο
και σε CD.
Το άλμπουμ ανοίγει με το 8λεπτο “Death in rebirth”, που σε μπάζει
αμέσως στο κλίμα. Πρόκειται για ένα βαρύ, τελετουργικό-εμβατηριακό track, με φευγάτη, λυρική
μελωδική γραμμή, κρυμμένη πίσω από τους «τοίχους» του rhythm section. Δυναμική εισαγωγή,
με τις κιθάρες μπροστά να «σκοτώνουν». Στο 5λεπτο “Stellar” χαμηλώνουν οι δονήσεις, παρότι
το πένθιμο κλίμα δεν απουσιάζει. Ίσα-ίσα… γίνεται τούτο πιο βαρύ και «επώδυνο»,
σ’ ένα τυπικό ρομαντικό «ντεθάδικο» track (με τα έξτρα έγχορδα και τα glockenspiel να παίζουν πρώτο ρόλο). Κομματάρα, φύσει και
θέσει, είναι το 18λεπτο φερώνυμο track. Τούτο ξεκινάει κάπως χαλαρά, και κάπως σαν συνέχεια του “Stellar”, με απλές
κιθαριστικές φράσεις, πριν τα vibes αρχίσει να ανεβαίνουν, με τις κιθάρες πάντα σε πρώτο πλάνο
και με την δραματική εξέλιξη να κορυφώνεται πολύ νωρίς. Με μια βασική μελωδική
γραμμή, που εξελίσσεται αργά και με την πίστη (από το γκρουπ) πως η «επανάληψη»
μπορεί να δράσει προς την κατεύθυνση μιας συναισθηματικής έξαψης, το “Requiem for hell”, ανεβάζει γρήγορα
στροφές σφίγγοντας την ψυχή – και όλα τούτα μέχρι τη μέση του περίπου, μέχρι το
ένατο λεπτό, γιατί από ’κει και κάτω πέφτει για λίγο η ένταση, πριν ξεφύγει η
κατάσταση, και πάλι, μέσω ενός κιθαριστικού παραληρήματος. Η λογική λέει πως
μετά από ένα τέτοιο σφυροκόπημα, εκείνο που προέχει θα είναι η… ψυχική
αποκατάσταση του ακροατή. Ισχύει. Για λίγο. Το “Ely’s heartbeat” είναι ένα αργό κομμάτι, που ξεκινάει ήπια,
συνεχίζοντας στο ίδιο τέμπο, αλλά με ανεβασμένα τα ντραμς και την… χυλωμένη
κιθαριστική συνοδεία. Τα breaks από το πιάνο, μετά τη μέση του κομματιού, συντείνουν στη
δραματική κορύφωση. Το “Requiem for Hell”
θα κλείσει με το “The last scene”,
που δεν είναι τίποτ’ άλλο απ’ αυτό που λέει η λέξη. Η τελική σκηνή, με την bluesy, υπερβατική «υπογραφή»
των Ιαπώνων.
Έξοχο άλμπουμ!
Μετά το πολύ καλό και "ονειρικό" The Last Dawn αγρίεψαν αρκετά. Το ομώνυμο Requiem for hell φέρνει λίγο προς Swans. Παραγωγή Steve Albini.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣωστό.
ΔιαγραφήΉθελα να το γράψω για τον Steve Albini και εν τέλει το ξέχασα.