Ο Κωστής Δρυγιανάκης είναι ένας γνωστός πειραματιστής και
διεκπεραιωτής ήχων. Από το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80 έως και σήμερα
ασκείται με καταφανές πάθος σ’ αυτούς τους «δύσκολους» χώρους, προτείνοντας
νέες (τουλάχιστον για τα δικά μας δεδομένα) προσεγγίσεις της ηχητικής και
μουσικής πραγματικότητας.
Εσχάτως δύο εκδόσεις έρχονται να ρίξουν φως στo ξεκίνημα των δραστηριοτήτων
του, βασικά με το σχήμα Οπτική Μουσική. Η πρώτη αφορά στο 2CD/βιβλίο «Τα Πρώτα Λόγια / Ηχογραφήσεις
1984-1987» [Hxoi Kato Apo To Spiti/ More Mars/ Noise-below, 2017] και η δεύτερη στην κασέτα «λίθον, ον απεδοκίμασαν οι
οικοδομούντες» [noise below, 2017] επίσης με
ηχογραφήσεις της ίδιας εποχής.
Εδώ να υπενθυμίσουμε πως η Οπτική Μουσική (με
έδρα πάντα το Βόλο) είχε ηχογραφήσει στην πρώτη φάση της ζωής της, στη δεκαετία
του ’80, ένα LP, το «Τόμος 1» [Άλλη Πόλη, 1987], καθώς κι ένα CD μερικά
χρόνια αργότερα, το «Τόμος 2» [Ίαμβος, 1994]. Τώρα, αυτό το αρχειακό υλικό
έρχεται να συμπληρώσει το παζλ ενός σχήματος, μιας πλατφόρμας καλύτερα, που
απέκτησε μιαν «άλλη» διάσταση, ένα «άλλο» στάτους μέσα στα χρόνια.
Όλα ξεκινούν από την καταγραμμένη τάση για
επιστροφή στο ηχογραφικό παρελθόν – όχι μόνο μέσα από τις επανεκδόσεις των
παλαιών άλμπουμ, αλλά και από το ενδιαφέρον για προβολή του ακυκλοφόρητου υλικού.
Στο χώρο της ελληνικής πειραματικής μουσικής αυτό το ενδιαφέρον είναι μεγάλο
για δύο, κυρίως, λόγους.
Ο πρώτος έχει να κάνει με την αύξηση του ζήλου για την πειραματική μουσική, γενικότερα. Δεκάδες μουσικοί, βασικά
εικονοκλάστες, εκμεταλλεύονται τη σύγχρονη τεχνολογία, προκειμένου ν’
αναπτύξουν τις απόψεις τους πάνω στην ηχητική διευθέτηση. Πάμπολλα labels, diy (do it yourself) ή λιγότερο diy, διακινούν
ποικίλο υλικό σε κάθε φόρμα (δίσκοι βινυλίου, CD, κασέτες), ενώ χαμός
γίνεται και με τις άυλες μορφές στο διαδίκτυο (bandcamp, soundcloud
κ.λπ.).
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, κι αυτός είναι ο
δεύτερος λόγος, η βουτιά στο (ελληνικό) παρελθόν μοιάζει και είναι
επιβεβλημένη. Έτσι έχουν ανασυρθεί avant/ πειραματικοί/ ηλεκτρονικοί
θησαυροί από το διάστημα sixties-eighties (να θυμηθούμε μόνο
το έξοχο ανέκδοτο υλικό με εγγραφές του Μιχάλη Αδάμη, πριν τέσσερα χρόνια, από
τις Rekem Records/
Mafia) και κάπως έτσι
φθάνουμε, τώρα, στο ανέκδοτο, μέχρι τις μέρες μας υλικό, από τα υπόγεια της
Οπτικής Μουσικής.
Οπτική Μουσική «Τα
Πρώτα Λόγια / Ηχογραφήσεις 1984-1987» [Hxoi Kato Apo To Spiti/ More Mars/ Noise-below, 2017]
Να πούμε, κατ’ αρχάς, πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια
έκδοση κόσμημα. Και τούτο το λέμε όχι για να υπερθεματίσουμε έναντι του
εικαστικού μέρους, αλλά για να διακρίνουμε πάνω απ’ όλα την ουσία. «Τα Πρώτα
Λόγια» είναι βασικά ένα βιβλίο κάπως τετράγωνου σχήματος και εξήντα τεσσάρων
άψογα τυπωμένων σελίδων, στα εξώφυλλα του οποίου (μπρος-πίσω) είναι
τοποθετημένα τα δύο CD.
Το περιεχόμενό τους; Εντυπωσιακό.
Ο Δρυγιανάκης καταγράφει με πάθος τις ιστορικές μέρες της
μπάντας, δίνοντας συνεχείς λεπτομέρειες για κάθε σχεδόν στιγμή εκείνης της διαδρομής,
σκύβοντας με σεβασμό σε πρόσωπα (συνεργάτες του) και καταστάσεις. Αυτό το
κείμενο, που διαβάζεται, εννοείται και σαν ημερολόγιο, είναι, θα έλεγα, εξ ίσου
σημαντικό με τις εγγραφές της Οπτικής Μουσικής – με το «νέο», σε κάθε
περίπτωση, που κόμιζαν εκείνη την εποχή στη μουσική μας πραγματικότητα.
Σε τι συνίστατο εκείνο το «νέο»; Στον εκδημοκρατισμό της
μουσικής πράξης. Στο γεγονός πως μουσικοί, μη μουσικοί ή λιγότερο μουσικοί (με
την ακαδημαϊκή έννοια) θα μπορούσε να συμμετάσχουν επί ίσοις όροις στην ηχητική
διαδικασία, δίνοντας χειροπιαστά αποτελέσματα.
Το ζήτημα το είχε περιγράψει σαφώς ο David Toop στο βιβλίο του «Ωκεανός
του Ήχου/ Αιθέριες συνομιλίες, περιβαλλοντικοί ήχοι & φανταστικοί κόσμοι»
[οξ υ, Αθήνα 1998] μιλώντας για τις περιπτώσεις των ξένων
συγκροτημάτων AMM, MEV (Musica Elettronica Viva), αλλά και γενικότερα:
«Για τους αμερικανούς
μαύρους αυτοσχεδιαστές(…) και περίπου την ίδια εποχή για τους Ευρωπαίους και
λευκούς Αμερικανούς αντίστοιχούς τους, όπως οι AMM, οι Musica Elettronica Viva(…) η μερική απομάκρυνση από τα
κύρια μουσικά όργανα των συναυλιών jazz και κλασικής μουσικής
ήταν μια πράξη πολιτική όσο και μουσική. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και
στη χωρίς ψευδαισθήσεις δεκαετία του ’70 μικρά μουσικά όργανα και μη-όργανα
(ραδιόφωνα τσέπης, μικρόφωνα επαφής που ενίσχυαν ανεπαίσθητους ήχους που
προέρχονταν από τραπέζια, γενειάδες, τρίφτες τυριού κ.λπ.), γίνονταν σύμβολα
της προσπάθειας να εκδημοκρατιστεί η μουσική, να επιτραπεί η πρόσβαση σε
ανειδίκευτους μουσικούς (συμπεριλαμβανομένων και παιδιών) να παραχθεί ήχος από
τα όργανα, αντί αυτά να υποτάσσονται σε συστήματα, να επιτραπεί να συμβούν στη
μουσική τυχαία γεγονότα και να δημιουργηθεί μια αίσθηση συλλογικά οργανωμένης
κοινότητας, ως προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης από τον ψυχρό επαγγελματισμό,
ειδικότερα από το star-system, το
οποίο επηρέασε τους καλλιτέχνες τόσο της jazz όσο και
της κλασικής μουσικής».
Στο ίδιο μήκος κύματος ο έλληνας συνθέτης της πρωτοπορίας
Γιάννης Χρήστου σημείωνε:
«Μουσικοί και μη
μουσικοί, ηθοποιοί και μη ηθοποιοί, χορευτές και άνθρωποι απλοί. Ένας
οποιοσδήποτε απ’ αυτούς ή και όλοι τους μπορούν να εκτελέσουν κάποια
χειρονομία, να περάσουν σε κάποια δράση, να κινηθούν είτε σχηματίζοντας μια
μορφή, όπως σε κάποιο χορό, είτε έξω από τη μορφή, όπως σε μια κατάσταση της
καθημερινής ζωής. Ένας οποιοσδήποτε ή και όλοι τους μπορούν να παίξουν όργανα
μουσικά και μη – απλά αντικείμενα που τα χτυπούν μ’ ένα είδος μπαγκέτας ή το
ένα με το άλλο ή και τα χρησιμοποιούν διαφορετικά για να βγάλουν τον ήχο τους,
ή ακόμη περίπλοκες ηλεκτρονικές συσκευές που επεξεργάζονται ήχους ζωντανούς ή play-back, παράγοντας εφέ υπολογισμένα από
πριν ή τυχαία: ήχους που είναι μουσικοί ή concrete ή
αναπαράγουν τους συνηθισμένους ήχους της καθημερινής ζωής. Ένας οποιοσδήποτε ή
και όλοι τους μπορούν να παίζουν μέσα στα πλαίσια της κατηγορίας όπου ανήκουν
(πράξη) λ.χ. ένας βιολιστής που παίζει βιολί ή έξω από τα πλαίσια της
κατηγορίας αυτής (μετάπραξη) λ.χ. ένας βιολιστής
που ουρλιάζει».
[από το βιβλίο της Anna-Martine Lucciano
«Γιάννης Χρήστου» Βιβλιοσυνεργατική, Αθήνα 1987]
Πάνω σ’ αυτές τις βάσεις στηρίζονται ο Κωστής Δρυγιανάκης
και οι φίλοι του (Γιάννης Αργυρόπουλος, Τάκης Αγριγιάννης, Αλέξης Καραβέργος,
Κώστας Παντόπουλος, Κώστας Κωστόπουλος, Νίκος Ξηράκης, Κώστας Ανέστης, Ελένη
Βαρουξή, Χρήστος Καλτής, Θανάσης Χονδρός), προκειμένου να δημιουργήσουν το…
ρεπερτόριο της Οπτικής Μουσικής, χρησιμοποιώντας ιδιότροπα όργανα ή μη όργανα
(ελεφαντάκια, γραφείο, κρεβάτι, γείωση, παιδικά πνευστά, συρτάρι, μπουκάλια,
σπίρτα, μπαλόνι, σταχτοδοχείο…), μαζί με συμβατικά βεβαίως (πιάνο, κιθάρα,
συνθεσάιζερ, μπάσο, φλογέρα…). Το αποτέλεσμα, έτσι όπως καταγράφεται στα δύο CD, είναι εκείνο που αναμένει
ο καθείς.
Μια μουσική ρέουσα, απρογραμμάτιστη στις λεπτομέρειές της,
πολλάκις και στην ουσία της, ζωντανή, πάλλουσα, γεμάτη με απροσδόκητα και
εκπλήξεις και, συγκριτικά, πολύ καλά ηχογραφημένη – αν αναλογιστούμε τις
συνθήκες και τις προδιαγραφές των χώρων της εποχής. Μουσική, που δεν θα την
χαρακτήριζα δύσκολη για το μέσο και κάπως υποψιασμένο αυτί, που γειτνιάζει
άλλοτε με τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό, άλλοτε με τον πιο οργανωμένο, άλλοτε με
τη σύνθεση και άλλοτε μ’ έναν συνδυασμό όλων αυτών στα μακριά σχετικά στο χρόνο
tracks (στο πρώτο CD κυμαίνονται χοντρικά από
τα πέντε έως δέκα λεπτά).
Όποιος έχει υπόψη του τον «Τόμο 1» της Οπτικής Μουσικής
είναι σίγουρο πως θα ενθουσιαστεί με την ποιότητα και την προσφορά των
κομματιών, ενώ θα εκπλαγεί και από την αισθητική αρτιότητα συνθέσεων όπως η
έσχατη (από το πρώτο CD)
«Πόνος μνησιπήμων», με το σύνθι του Κωστή Δρυγιανάκη και το μπάσο του Κώστα
Παντόπουλου να αναπλάθουν γενναία cosmic περιβάλλοντα.
Και καθώς προχωράμε στο χρόνο, μπαίνοντας στο δεύτερο CD, που περιλαμβάνει εγγραφές
της διετίας 1986-87, της τελευταίας eighties-εποχής της Οπτικής Μουσικής, αλλάζει προς το πιο…
χειροπιαστό και ολοκληρωμένο και η λειτουργία-παραγωγή του γκρουπ – με τα ακόμη
πιο απαιτητικά tracks
να διαδέχονται το ένα το άλλο («Καταμετρήσεις χάους», «Ένα γράμμα που δεν έφυγε
ποτέ», «Ο άγνωστος πεδιομάχης», «Ο κόκκινος κύκλος» κ.λπ.).
Αυτή η φάση, που είναι κάτι άλλο από εκείνη της πρώτης
εποχής, έρχεται να καταγραφεί με τον πιο απαιτητικό και ουσιωδώς διεισδυτικό
τρόπο, παρά τις όποιες μικρές τεχνικές ατέλειες (το ξαναλέω, για να μην το
ξεχνάμε, πως πρόκειται για ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις, επιμελημένες φυσικά, που
έγιναν σε πρόβες και αίθουσες, καταγραμμένες κυρίως σε κασέτες), δείχνοντας πως
η Οπτική Μουσική ήταν ένα δημιουργικό σχήμα εν εξελίξει (πάντα με κινητήριο
παράγοντα τον Κωστή Δρυγιανάκη), που διέκοψε τη δραστηριότητά του την πιο
κρίσιμη, για ’κείνο, στιγμή.
Κωστής Δρυγιανάκης «λίθον, ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες» [noise below, 2017]
Πέραν, λοιπόν, του 2CD υπάρχει και μια κασέτα (μιας πλευράς), που την υπογράφει ο
Κωστής Δρυγιανάκης και που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό σε 100 αριθμημένα
αντίτυπα, από την noise below
του Νικόλα Μαλεβίτση. Η κασέτα, η οποία περιλαμβάνει και αυτή ηχογραφήσεις της
Οπτικής Μουσικής από την περίοδο 1984-1987 (δεν ταυτίζονται, εννοείται, με
εκείνες του 2CD), παρουσιάστηκε
για πρώτη φορά τον Δεκέμβρη του 2016 στο Habeat Records, στην Αθήνα, και
είναι αφιερωμένη, όπως διαβάζουμε, στον… «Νικόλα
Μαλεβίτση που, το 1993, έριξε την πρώτη σπίθα για το ξανακοίταγμα της Οπτικής
Μουσικής».
Στην κασέτα καταγράφεται ένα κομμάτι βασικά, χωρίς επιμέρους
μέρη, που καταλαμβάνει όλη την πρώτη πλευρά και διαρκεί περίπου 29 λεπτά.
Φυσικά, προέρχεται από τα ίδια σέσιον (μ’ εκείνα του 2CD), συμμετέχουν οι ίδιοι μουσικοί, με
το περιεχόμενο να αφορά σε μιαν αυθόρμητη και εν τω γεννάσθαι… εκπομπή με
βόμβους, θορύβους, παράσιτα, ξαφνικές εντάσεις, σιωπές, μικρές αφηγηματικές
σφήνες και τρανές εικονοκλαστικές παραγράφους, αγνοώντας στάθμες και μέτρα.
Είναι και αυτή (η κασέτα) ένα κομμάτι της ιστορίας τούτου
τού εντελώς ιδιοσυγκρασιακού γκρουπ.
Πρώτη δημοσίευση στο
περιοδικό Μετρονόμος, τεύχος 63, Απρίλιος-Ιούνιος 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου