Οι φίλοι τού σκληρού
αμερικάνικου rock από τα late sixties-early seventies σίγουρα θα γνωρίζουν την περίπτωση των Finchley Boys, από την Champaign του Illinois, που έδωσαν το
γνωστό πια και ιστορικό LP “Everlasting Tributes”
στη Golden Throat,
το 1972. Εκείνο το σπάνιο στην original έκδοσή του άλμπουμ επανατύπωσε το 2010, και μάλιστα με πολλά
extras (ηχητικά και
έντυπα), η Anazitisi Records
– η εταιρεία, που επανέρχεται, τώρα, για να κλείσει(;) την ιστορία αυτού του
επισκιασμένου γκρουπ, μ’ ένα δεύτερο LP ανέκδοτων εγγραφών από την περίοδο
1968-1971. To νέο
άλμπουμ έχει τίτλο “Lost Tributes”,
είναι κομμένο σε 400 αντίτυπα και προσφέρεται σε βινύλιο 180 γραμμαρίων, μαζί με
8-σέλιδο LP-sized ένθετο.
Οι Finchley Boys
ξεπετάχτηκαν μέσα στην ψυχεδελική περίοδο, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, παίζοντας
σκληρό ροκ (για τα δεδομένα της εποχής), σφόδρα επηρεασμένοι από τις blues-rock φόρμες, που είχαν διαδώσει παντού
οι Cream και o Jimi Hendrix. Ο σκληρός ήχος δεν
πέρασε μόνο στα πιο αναγνωρισμένα αμερικανικά ονόματα τύπου Blue Cheer, Steppenwolf, Iron Butterfly, Alice Cooper, Amboy Dukes κ.λπ.,
αλλά και στα πιο άγνωστα (Leigh Stephens,
Josefus, Randy Holden, Thunder and Roses κ.ά.),
δημιουργώντας τις πιο γερές βάσεις πάνω στις οποίες θα πατούσαν τα ανάλογα
γκρουπ (επιτυχημένα και επισκιασμένα) της επόμενης δεκαετίας. Έτσι συνέβη… και
το μερίδιο των Finchley Boys
προς αυτή τη μετάβαση μπορεί να είναι σχετικά μικρό (επειδή το γκρουπ παρέμεινε
για χρόνια στην αφάνεια), αλλά δεν είναι αμελητέο. Προς τούτο δεν συνηγορεί
μόνο το επίσημο άλμπουμ τους από το 1972, αλλά και οι παρούσες αγνοημένες
εγγραφές τους, που προέρχονται όλες από σωστές και καλοδιατηρημένες αναλογικές
πηγές και οι οποίες «λάμπουν» στα ηχεία, λόγω και του ωραίου remastering.
Να πούμε, για αρχή, πως η σύνθεση του γκρουπ για τις παλαιότερες
των εγγραφών (1968-69) ήταν… George Faber φωνή, φυσαρμόνικα, Garrett Oostdyk κιθάρες, φωνητικά, Larry “Tabe” Tabeling μπάσο, φωνητικά και J. Michael Powers ντραμς
(η line-up του επίσημου LP δηλαδή), ενώ για τα
μεταγενέστερα κομμάτια (1971) η τετράδα ως σχήμα παραμένει, με τη θέση του
ντράμερ Powers να
καταλαμβάνει ο Billy Shaw.
Πρώτο track
το γνωστό μας “Hooked”
(γνωστό από το LP), γραμμένο
σ’ ένα session στη Sparta του Michigan το φθινόπωρο του 1968. Η συγκεκριμένη edit είναι πιο
μικρή σε διάρκεια (από ’κείνη του LP), αλλά είναι κάπως πιο δυναμική, ενώ έχει κι ένα φωνητικό
ντεμαράζ στο τέλος, που κάνει το τραγούδι (με τους σκληρούς κατά των ναρκωτικών
στίχους) ακόμη πιο… απεγνωσμένο. Προοριζόταν για 45άρι, με το “Outcast” στην άλλη πλευρά –
ένα δισκάκι, που ποτέ δεν εκδόθηκε.
Η άλλη ομάδα τραγουδιών (“Outcast”, “Suffering servant”,
“On a better day”) προέρχεται από την
περίοδο 1968-1969. Το “Outcast”
είναι γραμμένο στα στούντιο της Chess
στο Σικάγο (Φεβρουάριος του ’69) και είναι κι αυτό γνωστό από το LP. Στην πράξη έγιναν τρία
διαφορετικά mixes για
το εν λόγω τραγούδι, κι εδώ το ακούμε σε μία ισχυρή edit με «ήχους πλήθους» στην εγγραφή.
Είναι το lead track τού LP
τής Anazitisi και είναι ιδανικό για τέτοιο. Το “Suffering servant” που ακολουθεί είναι
ένα ακόμη κοινωνικό τραγούδι των Finchley Boys (γραμμένο για τη συντριβή τού
«ονείρου» στα τέλη του ’60), που τυγχάνει βαθιάς όσο και δραματικής ερμηνείας
από τον Faber. Από τα
πιο συναισθηματικά και άξια κομμάτια των Finchley Boys. Στο “On a better day” έχουμε μια συνέχεια.
Αφού το «όνειρο» βυθίστηκε μέσα στη βία και τον πόλεμο (του Βιετνάμ προφανώς) την
ελπίδα για μια «καινούρια μέρα» θα συντηρήσουν οι ειλικρινείς διαπροσωπικές
σχέσεις (ερωτικές ή άλλες). Και εδώ η ερμηνεία έχει έναν δραματικό τόνο, με το rhythm section να
«γεμίζει» το τραγούδι και με την κιθάρα να παρακολουθεί από κοντά.
Το “Who goes there?”
είναι το μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι του LP (περί τα εννέα λεπτά), έχει… ψυχεδελική λογική, είναι αργό,
κάπως ελεύθερο στην ανάπτυξή του, με συνεχή breaks, απ’ όλα τα όργανα (και τη φωνή), και μιλάει για μια
κοινωνία φόβου, που δυσκολεύεται ν’ ανασάνει, χαμένη μέσα στις ενοχές της. Είναι
γραμμένο τον Ιούνιο του 1971 και ανοίγει τη δεύτερη περίοδο του γκρουπ.
Ακολουθεί το “Hell, fire & brimstone”, στο οποίο ο πρωταγωνιστής
έχει γυρίσει από το Βιετνάμ και νοιώθει πως η… ζωή που κυλάει δίπλα του μπορεί,
πια, να μην τον περιλαμβάνει. Οι ερμηνείες του Faber είναι εξαιρετικές, με την μπάντα
να ακολουθεί περιγράφοντας απλά, αλλά ουσιαστικά, μια κατάσταση. Στο “Jack rabbit jump” (γραμμένο στο Σαν
Φρανσίσκο το 1971) οι Finchley Boys
δίνουν ένα ακόμη ωραίο τραγούδι, με κιθαριστική επίδειξη, που δεν μοιάζει ποτέ
μανιερίστικη, ενώ και στο έσχατο “Sweathog blues” έχουμε έναν τύπο blues-jam, που ντύνει μιαν ιστορία ενός
ανελεύθερου, στη βάση του, έρωτα.
Οι Finchley Boys υπήρξαν ένα πολύ καλό συγκρότημα, που άφησε λίγα αλλά σοβαρά
τραγούδια. Μερικά απ’ αυτά, ανέκδοτα έως τώρα, ακούγονται σε τούτη την άψογη
ελληνική παραγωγή.
Το early 70's heavy rock ειναι σε μεγαλη ακμη,και αυτο το αλμπουμ εκτος απο τα ομορφα κομματια, ειναι και ακρως συλεκτικο οπως και το πρωτο απο την Anazitisi records
ΑπάντησηΔιαγραφήμια διορθωσις...
ΑπάντησηΔιαγραφή''Ο σκληρός ήχος δεν πέρασε μόνο στα πιο αναγνωρισμένα αμερικανικά ονόματα τύπου Blue Cheer, Steppenwolf, Iron Butterfly, Alice Cooper, Amboy Dukes κ.λπ., αλλά και στα πιο άγνωστα (Leigh Stephens, Josefus, Randy Holden, Thunder and Roses κ.ά.)''
''Randy Holden (born July 2, 1945) is a guitarist best known for his involvement with the West Coast blues rock group Blue Cheer on their third album, New! Improved! (1969)''
''Leigh Stephens is an American guitarist and songwriter best known for being former lead guitarist of the San Francisco psychedelic rock group Blue Cheer.''
00i00
Το ξέρω φίλε μου. Τους ανέφερα για τους προσωπικούς δίσκους τους, που πέρασαν μάλλον απαρατήρητοι. Αυτούς είχα στο νου μου. Ίσως ήθελε λίγο καλύτερη διατύπωση...
Διαγραφήοντως απαρατηρητοι, αν κι ο Randy Holden μια ψιλοαναγνωρισις την ελαβε, εστω μεταγενεστερα
Διαγραφή00i00