Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΙΤΣΙΑΚΟΣ / ΣΟΥΛΗΣ ΛΙΑΚΟΣ / ΜΑΚΗΣ ΣΕΒΙΛΟΓΛΟΥ τραγούδια στην βλάχικη γλώσσα

Η παραγωγή μπορεί να είναι βασικά ολλανδική –ας την πούμε όμως ολλανδο-ελληνική–, όμως το θέμα της δεν είναι στενά ελληνικό, ούτε στενά ή ευρύτερα ολλανδικό, αλλά… βλάχικο! Δεν ξέρω αν είναι πρωτοφανές κάτι τέτοιο, και ούτε έχω το χρόνο για να το ψάξω αυτή τη στιγμή, αλλά προσωπικώς δεν έχω αντιμετωπίσει άλλη φορά ένα μουσικό άλμπουμ –παρότι το «o lele / ω λέλε» [Kyklos Records / Silvox Records, 2019] δεν είναι στενά τέτοιο–, που να έχει επώνυμα τραγούδια (και όχι παραδοσιακά) τραγουδισμένα στην βλάχικη γλώσσα, και μάλιστα τα τραγούδια αυτά να είναι γραμμένα στην συγκεκριμένη γλώσσα, με ταυτόχρονη μετάφρασή τους στα ελληνικά και τα αγγλικά. Άρα λέμε και για μιαν τρίγλωσση έκδοση. Συντελεστές αυτής της έκδοσης είναι οι: Βασίλης Νιτσιάκος (καθηγητής Κοινωνικής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων), που έχει γράψει τους στίχους στα τραγούδια, τα κείμενα στο στενόμακρο βιβλίο 150 σελίδων, έχοντας και την γενικότερη επιμέλεια του project, Σούλης Λιάκος (έχει συνθέσει οκτώ τραγούδια), Μάκης Σεβίλογλου (έχει συνθέσει δύο τραγούδια) και φυσικά οι τραγουδιστές (πέραν του Λιάκου και του Σεβίλογλου, η Μαρία Δαύκα, ο Νίκος Ζιώγαλας σε φωνητικά και το φωνητικό συγκρότημα Πλειάδες, το οποίον αποτελούν οι Ειρήνη Κυριακού, Ιουλία Ρούτζιου, Γεωργία Τέντα και Ρούλα Τσέρνου). Φυσικά υπάρχει και το τεχνικό προσωπικό, οι μεταφραστές, ο γλωσσολογικός επιμελητής (Σταμάτης Μπέης), ο αφηγητής (Φάνης Δασούλας), οι παραγωγοί (Caspar Falke, Μάκης Σεβίλογλου κ.λπ.). 
Γράφει, σχετικώς, ο Βασίλης Νιτσιάκος, σ’ ένα εισαγωγικό κείμενο:
«Η Βλαχική γλώσσα, παρότι εγγραμματίστηκε από τον 19ο αιώνα, παρέμεινε εν πολλοίς μια προφορική γλώσσα, με πολλές διαλέκτους και ιδιώματα κατά τόπους σε μια σχετικά μεγάλη γεωγραφική κλίμακα και σε διεθνικό επίπεδο. Στα περιθώρια των επισήμων γλωσσών των εθνικών κρατών της Βαλκανικής διασώθηκε με όλη την ποικιλομορφία της, αλλά με μια τάση εξαφάνισης. Τα δημοτικά τραγούδια σε αυτή τη γλώσσα είχαν την ίδια τύχη, ενώ οι όποιες νέες παραγωγές δεν είναι παρά χονδροειδείς απομιμήσεις των παραδοσιακών, αμφιβόλου αισθητικής αξίας. Η παρούσα εργασία αποτελεί ίσως το πρώτο εγχείρημα παγκοσμίως για παραγωγή μελοποιημένης ποίησης σε αυτή τη γλώσσα. Η ποίηση γράφτηκε με σκοπό να μελοποιηθεί και, ως εκ τούτου, η προσπάθεια θα μπορούσε να θεωρηθεί και στιχουργική. Τα στιχουργήματα γράφτηκαν εξαρχής στην Βλαχική γλώσσα (...). Η έκδοση πλαισιώνεται από λογοτεχνικά και ποιητικά κείμενα που βοηθούν στην πρόσληψη της μουσικής, καθώς και από έργα ζωγραφικής με παρόμοιο ρόλο (...)».
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις εκείνο που κάθε φορά κρίνεται, περά από τις προθέσεις των δημιουργών του, είναι το τελικό (αισθητικό) αποτέλεσμα. Η πρόταση που μπορεί να κομίζει όχι το booklet, τα κείμενα, οι στίχοι και οι ζωγραφιές, μα το ηχητικό κομμάτι τού project. Και αυτό, στο «o lele / ω λέλε», είναι από πολύ ενδιαφέρον και πάνω.
Τα τραγούδια είναι... γλυκόλαλα, και βασικά προσεγμένα σε κάθε διάστασή τους. Φυσικά, σχετίζονται συνθετικώς με όψεις της πεντατονικής παράδοσης των κατοίκων της οροσειράς της Πίνδου, με τα ηπειρώτικα δημοτικά, αλλά και με τα ευρύτερα βαλκανικά (βουλγαρικά, ρουμανικά κ.λπ.), οι αρμονίες τους είναι αυτές που πρέπει να είναι, μέσα στην επεξεργασία τους, οι μελωδίες τους είναι συνεκτικές και σε προκαλούν να τις προσέξεις, να τις ακολουθήσεις και να τις σφυρίξεις, ο ήχος τής βλάχικης γλώσσας είναι μουσικός, σαν ν’ ακούς ας πούμε ρουμάνικα φολκλορικά τραγούδια ή ακόμη και κατω-ιταλικά πολυφωνικά ή μη, ενώ και τα λόγια συνδράμουν και αυτά στη γενικότερη θεμελίωση μιας παράδοσης που επιμένει να στηρίζεται στην επικοινωνία με το φυσικό στοιχείο, στην ειλικρίνεια των ανθρωπίνων σχέσεων, μα και στα επιμέρους ζητήματα που έχει επιφέρει ο σύγχρονος τρόπος ζωής, μέσω της ερήμωσης των παλαιών χωριών, της περιθωριοποίησης της γλώσσας κ.λπ.
Το άκουσμα χονδρικώς και με όρους διεθνικούς θα το αποκαλούσαμε folk και folk-rock, και αυτό αποτελεί οπωσδήποτε μιαν έκπληξη – κάτι τέλος πάντων που θα ενθουσιάσει, έτσι νομίζουμε, τους φίλους των συγκεκριμένων στυλ, πέραν εκείνων που ακούνε «ελληνικά», «έντεχνα» ή “ethnic”. 
Πολύ όμορφα κομμάτια υπάρχουν εδώ, όπως το “Yina-Yina” (Έλα-έλα), το “Arispindirea” (Το σκόρπισμα), με θαυμάσιο ακουστικό ήχο (βιολί, ακουστική κιθάρα, φλογέρα, κοντραμπάσο) και άψογες φωνές, τα ηλεκτρικά “Luna” (Σελήνη) και “Truplu si suflitlu” (Το σώμα κι η ψυχή) και λοιπά.
Γενικώς, η «o lele / ω λέλε» είναι μία έκδοση που θα την αγαπήσει και το μάτι και το αυτί, μια πολύ προσεγμένη, μοναχική προσπάθεια, με μεγάλο ενδιαφέρον.
Επαφή: www.silvox.nl, www.taxideftis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου