Η ταινία Sacrilege
ή επί το ελληνικότερον Ιερόσυλοι είναι παραγωγής 2017, σκηνοθετημένη από την
Μάρσα Μακρή και με σάουντρακ συντεθειμένο από τον Νίκο Ξυδάκη. Η ταινία
προβλήθηκε στο 58ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (2-12 Νοεμβρίου 2017),
ενώ η μουσική της βραβεύτηκε ως “best soundtrack” στο Otrando Film Fund Festival
το 2018. Αυτή ακριβώς η μουσική κυκλοφορεί τώρα (2020) σ’ έναν δίσκο βινυλίου
(200 αριθμημένα αντίτυπα) από την B-Other Side Records.
Με τι έχει να κάνει η ταινία; Μεταφέρουμε το μικρό κείμενο από το filmfestival.gr:
«Έγκλειστοι στο γηρασμένο διαμέρισμά τους, ένα αλλόκοτο ζευγάρι περιτριγυρίζεται από φανταστικά και πραγματικά πρόσωπα. Μόνον ένας άγιος μπορεί να σώσει τους αμαρτωλούς... Ένας φαύλος κύκλος φόβου, πίστης, ενοχών, μοχθηρίας, παραπλάνησης και αποπλάνησης. Το μίασμα πρέπει να ξορκιστεί. Μια δίνη παράνοιας, κωμικού και γκροτέσκο. Υπάρχει ελπίδα για λύτρωση;».
Την ταινία δεν την έχουμε δει, συνεπώς πλήρης κριτική δεν μπορεί να υπάρξει –δεν μπορεί να κριθεί, δηλαδή, το δέσιμο της μουσικής με την εικόνα– μπορεί να υπάρξει όμως μια περιγραφή του σάουντρακ, έτσι όπως αυτό είναι αποτυπωμένο στο βινύλιο, και αυτό θα επιχειρήσουμε.
«Έγκλειστοι στο γηρασμένο διαμέρισμά τους, ένα αλλόκοτο ζευγάρι περιτριγυρίζεται από φανταστικά και πραγματικά πρόσωπα. Μόνον ένας άγιος μπορεί να σώσει τους αμαρτωλούς... Ένας φαύλος κύκλος φόβου, πίστης, ενοχών, μοχθηρίας, παραπλάνησης και αποπλάνησης. Το μίασμα πρέπει να ξορκιστεί. Μια δίνη παράνοιας, κωμικού και γκροτέσκο. Υπάρχει ελπίδα για λύτρωση;».
Την ταινία δεν την έχουμε δει, συνεπώς πλήρης κριτική δεν μπορεί να υπάρξει –δεν μπορεί να κριθεί, δηλαδή, το δέσιμο της μουσικής με την εικόνα– μπορεί να υπάρξει όμως μια περιγραφή του σάουντρακ, έτσι όπως αυτό είναι αποτυπωμένο στο βινύλιο, και αυτό θα επιχειρήσουμε.
Κατ’ αρχάς να πούμε πως ο Νίκος Ξυδάκης δεν είναι «τωρινός»
στο σινεμά. Θυμάμαι ακόμη, πολύ καλά, τη μουσική του από την ταινία Μανία
(1985) του Γιώργου Πανουσόπουλου, ελαφρώς τη μουσική του από την Όλγα Ρόμπαρντς
(1989) του Χρήστου Βακαλόπουλου... και δεν θυμάμαι κάτι άλλο (παρότι υπάρχουν
κι άλλα). Φαίνεται, όμως, πως η συγκεκριμένη μουσική του, στην ταινία Ιερόσυλοι
εννοούμε, δεν σχετίζεται με τα όποια και όσα προηγούμενα. Τι την διαφοροποιεί; Προφανώς
ο ήχος της.
Το soundtrack, κατ’ αρχάς, δεν ανακαλεί τις μουσικές του Νίκου Ξυδάκη, που μας είναι γνωστές από τους δίσκους και τα τραγούδια του – είναι κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό, ίσως και κάτι αλλόκοτο, μα σίγουρα, και πάντα, στενά κινηματογραφικό.
Επίσης το γεγονός πως το σάουντρακ αποτελείται από 15 tracks στην πρώτη πλευρά και από 11 στην δεύτερη, σύνολο 26, δείχνει πως εδώ δεν έχουμε κάποια «θέματα», που εναλλάσσονται, με τις παραλλαγές τους, σε κάποιες σκηνές, κάποιο λάιτ μοτίφ, αλλά μια μουσική με συνεχή ροή, που προφανώς κινείται παραλλήλως με την δράση. Τώρα, πώς ακριβώς σχετίζεται με την δράση, αν την σχολιάζει, αν την επιτείνει, αν την προκαλεί, αν την ανατρέπει κ.λπ., γι’ όλα αυτά δεν μπορεί να γίνει λόγος, αφού δεν βλέπουμε, συγχρόνως, και το φιλμ (με «κολλημένη» την μουσική επάνω του).
Μένει, λοιπόν, η «σκέτη» η μουσική, που είναι σκληρά κινηματογραφική (καταλαβαίνουν όλοι τι εννοούμε), στηριγμένη σε λίγα όργανα, και βασικά στα πλήκτρα (χειρίζονται οι Δημήτρης Μπουζάνης, Νίκος Ξυδάκης, Γιάννης Γκίκας) και ακόμη στα ηλεκτρονικά και τις κιθάρες (Μπάμπης Νίκου).
Έτσι, μόνον ατάκτως ερριμμένες σκέψεις μπορεί να πέσουν πάνω στην οθόνη του PC, και αυτές καταγράφονται τώρα.
Η μουσική ανακαλεί στη μνήμη θρίλερ ή ταινία του ανεξάρτητου κυκλώματος, από κάποια ξεχασμένη ή λιγότερο ξεχασμένη χώρα (σουηδική του Roy Andersson π.χ.). Στα πιο σκοτεινά σημεία της ανακαλεί ακόμη και Carpenter (τα δικά του σάουντρακ εννοούμε), όμως και γενικότερα το κλίμα της είναι δυστοπικό, παράξενα δυστοπικό, εκεί όπου τα σύντομα και ενίοτε minimal θέματα (ο Michael Nyman θα μπορούσε να ήταν μιαν ακόμη αναφορά, αλλά περισσότερο, ίσως, ο Hans Zimmer και ο Trent Reznor) επιτείνουν αυτό το κλίμα τής «κενότητας». Ακόμη και τα «συμβατικά» τραγούδια που «πέφτουν» ανάμεσα, οι λίγες στροφές από το “Strangers in the night” στην εκτέλεση των Sounds από τα sixties και το «Η ζωή μου όλη» του Άκη Πάνου με τον Στέλιο Καζαντζίδη, ακόμη κι αυτά ακούγονται εντελώς παγερά και ακατανόητα. Βασικά, υπάρχει ένα track εδώ, το «Φινάλε», που έχει μια μεγαλύτερη διάρκεια (λίγο πάνω από τα έξι λεπτά) –εν τω μεταξύ λίγο κάτω από τα πέντε λεπτά διαρκεί και η «Εισαγωγή»– και που μπορείς να πεις ότι αποκαθιστά, με την προοδευτικά αυξανόμενη «ροκότητά» του, μια πιο σαφή επικοινωνία με τον ακροατή, χωρίς όμως να είναι αρκετό (ακόμη και αυτό) για να αλλάξει την γενικότερη εντύπωση. Πως το “Sacrilege” είναι ένα παράξενο, ένα σκοτεινό, ένα ερμητικό, ένα δύσκολα προσπελάσιμο soundtrack (ασυζητητί κάτι απρόσμενο για την δισκογραφία τού Νίκου Ξυδάκη) και που εξ αιτίας αυτών ακριβώς των χαρακτηριστικών του καθίσταται και γοητευτικό συνάμα.
Ωραία και προσεγμένη έκδοση, που προσφέρει μαζί κι ένα 4σέλιδο ένθετο με κείμενα (Αντώνης Μποσκοΐτης, Αντώνης Γκούμας) και φωτογραφίες.
Επαφή: www.el.b-otherside.gr/
Το soundtrack, κατ’ αρχάς, δεν ανακαλεί τις μουσικές του Νίκου Ξυδάκη, που μας είναι γνωστές από τους δίσκους και τα τραγούδια του – είναι κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό, ίσως και κάτι αλλόκοτο, μα σίγουρα, και πάντα, στενά κινηματογραφικό.
Επίσης το γεγονός πως το σάουντρακ αποτελείται από 15 tracks στην πρώτη πλευρά και από 11 στην δεύτερη, σύνολο 26, δείχνει πως εδώ δεν έχουμε κάποια «θέματα», που εναλλάσσονται, με τις παραλλαγές τους, σε κάποιες σκηνές, κάποιο λάιτ μοτίφ, αλλά μια μουσική με συνεχή ροή, που προφανώς κινείται παραλλήλως με την δράση. Τώρα, πώς ακριβώς σχετίζεται με την δράση, αν την σχολιάζει, αν την επιτείνει, αν την προκαλεί, αν την ανατρέπει κ.λπ., γι’ όλα αυτά δεν μπορεί να γίνει λόγος, αφού δεν βλέπουμε, συγχρόνως, και το φιλμ (με «κολλημένη» την μουσική επάνω του).
Μένει, λοιπόν, η «σκέτη» η μουσική, που είναι σκληρά κινηματογραφική (καταλαβαίνουν όλοι τι εννοούμε), στηριγμένη σε λίγα όργανα, και βασικά στα πλήκτρα (χειρίζονται οι Δημήτρης Μπουζάνης, Νίκος Ξυδάκης, Γιάννης Γκίκας) και ακόμη στα ηλεκτρονικά και τις κιθάρες (Μπάμπης Νίκου).
Έτσι, μόνον ατάκτως ερριμμένες σκέψεις μπορεί να πέσουν πάνω στην οθόνη του PC, και αυτές καταγράφονται τώρα.
Η μουσική ανακαλεί στη μνήμη θρίλερ ή ταινία του ανεξάρτητου κυκλώματος, από κάποια ξεχασμένη ή λιγότερο ξεχασμένη χώρα (σουηδική του Roy Andersson π.χ.). Στα πιο σκοτεινά σημεία της ανακαλεί ακόμη και Carpenter (τα δικά του σάουντρακ εννοούμε), όμως και γενικότερα το κλίμα της είναι δυστοπικό, παράξενα δυστοπικό, εκεί όπου τα σύντομα και ενίοτε minimal θέματα (ο Michael Nyman θα μπορούσε να ήταν μιαν ακόμη αναφορά, αλλά περισσότερο, ίσως, ο Hans Zimmer και ο Trent Reznor) επιτείνουν αυτό το κλίμα τής «κενότητας». Ακόμη και τα «συμβατικά» τραγούδια που «πέφτουν» ανάμεσα, οι λίγες στροφές από το “Strangers in the night” στην εκτέλεση των Sounds από τα sixties και το «Η ζωή μου όλη» του Άκη Πάνου με τον Στέλιο Καζαντζίδη, ακόμη κι αυτά ακούγονται εντελώς παγερά και ακατανόητα. Βασικά, υπάρχει ένα track εδώ, το «Φινάλε», που έχει μια μεγαλύτερη διάρκεια (λίγο πάνω από τα έξι λεπτά) –εν τω μεταξύ λίγο κάτω από τα πέντε λεπτά διαρκεί και η «Εισαγωγή»– και που μπορείς να πεις ότι αποκαθιστά, με την προοδευτικά αυξανόμενη «ροκότητά» του, μια πιο σαφή επικοινωνία με τον ακροατή, χωρίς όμως να είναι αρκετό (ακόμη και αυτό) για να αλλάξει την γενικότερη εντύπωση. Πως το “Sacrilege” είναι ένα παράξενο, ένα σκοτεινό, ένα ερμητικό, ένα δύσκολα προσπελάσιμο soundtrack (ασυζητητί κάτι απρόσμενο για την δισκογραφία τού Νίκου Ξυδάκη) και που εξ αιτίας αυτών ακριβώς των χαρακτηριστικών του καθίσταται και γοητευτικό συνάμα.
Ωραία και προσεγμένη έκδοση, που προσφέρει μαζί κι ένα 4σέλιδο ένθετο με κείμενα (Αντώνης Μποσκοΐτης, Αντώνης Γκούμας) και φωτογραφίες.
Επαφή: www.el.b-otherside.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου