TAUMEL..: There is no time to run away from
here [Tonzonen Records, 2020]
Οι Γερμανοί Taumel.., που έχουν την έδρα τους στην πόλη Rheda-Wiedenbrück της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, είναι δύο βασικά, οι Sven Pollkötter ντραμς και Jakob Diehl πιάνο, fender rhodes, αλλά εδώ, στο άλμπουμ τους “There is no time to run away from here”, τους βοηθούν επίσης οι Boris Nicolai κιθάρες και Manuel Viehmann φλούγκελχορν – καθώς εμφανίζονται ως κουαρτέτο. Το άλμπουμ είναι ορχηστρικό, περιέχει πέντε tracks (τρία σχεδόν 5λεπτα και δύο 8λεπτα) και κατά βάση διαθέτει... περίεργα χαρακτηριστικά.
Το πιο περίεργο δεν είναι το ελαφρώς «κενό» σινεματίκ του –κάτι περίπου αναμενόμενο–, μα το γεγονός πως παρουσιάζει τζαζ στοιχεία (χωρίς να εκλείπουν και τα rock βεβαίως), απολύτως ενσωματωμένα μέσα σ’ ένα dark περιβάλλον. Υπάρχει και ο όρος dark jazz βεβαίως ή και doom jazz, για ήχους σαν κι αυτούς που παράγουν οι Taumel.. και που γενικώς, ως σχήμα, είναι αρκετά ευφάνταστοι σ’ αυτό που πράττουν.
Οι συνθέσεις τους κυλάνε αργά –δεν υπάρχει τίποτα γρήγορο στο άλμπουμ–, νωχελικά, τελετουργικά, με το φλούγκελχορν να «ζωγραφίζει» τις ρομαντικές ατμόσφαιρες, με τις κιθάρες να συνεισφέρουν σε σκοτεινιά και με το μπάσο-ντραμς να «χτυπάνε» με αλύπητη σφοδρότητα και βαρύτητα (σαν να πέφτουν... τουφεκιές ή και κανονιές σ’ ένα περιβάλλον... επικίνδυνης ηρεμίας).
Φαίνεται να υπάρχει και αυτοσχεδιασμός στα tracks των Γερμανών, τα οποία ενώ είναι ερμητικά, θριλερικά, σχεδόν... καταδικαστικά, έχουν τον τρόπο να σε ελκύουν με τον λυρισμό και την ομορφιά τους. Μία παγερή ομορφιά, διαφορετική πάντως από εκείνην που το dark υπονοεί και υποκρύπτει.
Επαφή: www.tonzonen.de
SLOWLY BUILDING WEAPONS: Echos [Bird’s Robe Records, 2020]
Από το Σίδνεϊ προέρχονται οι Slowly Building Weapons, μια μπάντα, μια τετράδα, με επίσης... αλλοπρόσαλλα χαρακτηριστικά.
Το “Echos” δεν είναι ο πρώτος δίσκος τους, καθώς έχουν προηγηθεί άλλοι δύο, είναι όμως εκείνος (το λέμε, επειδή ακούσαμε αποσπάσματα και από τα προηγούμενα LP τους, που διατίθενται στο bandcamp), που ενδυναμώνει αυτές τις ιδιαιτερότητες – να κινούνται κάπου ανάμεσα στο «μέταλλο», τον πειραματισμό (noisy hard core), εμφανίζοντας έως και pop / folk / psych απολήξεις (ok, τούτο το τελευταίο στο καλύτερο track τού “Echos”, το 6λεπτο “Echo from hill”).
Μέλη των Slowly Building Weapons είναι οι Nick Bowman φωνή, πλήκτρα, Adam Preston κιθάρες, Craig Lorimer μπάσο και Adrian Griffin ντραμς, τέσσερις οργανοπαίκτες, που πασχίζουν να δώσουν κάτι διαφορετικό και εν πολλοίς το καταφέρνουν – ασχέτως αν αυτό είναι άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο επιτυχημένο.
Τα παιξίματα των Slowly Building Weapons είναι οπωσδήποτε δυναμικά, στιβαρά, τα φωνητικά είναι και αυτά ανά φάσεις εξοντωτικά, ενώ οι εισαγωγές (ακόμη και “Oh well” ανακάλεσα στο “Acid gold sun”), όπως και ορισμένα μέρη μέσα στα τραγούδια, είναι ενίοτε αρκούντως εμπνευσμένα – πράγμα που σε κάνει να αναρωτιέσαι, γιατί οι Αυστραλοί δεν συνεχίζουν στο αυτό μοτίβο, διαμορφώνοντάς το καταλλήλως, παρά επιθυμούν να το ανατρέψουν;
Τα τραγούδια τους, εννοούμε, δεν έχουν μια γραμμική εξέλιξη, όσον αφορά στην ισχύ τους, γιατί αλλάζουν στην διαδρομή και από μπαλάντες π.χ. εξελίσσονται σε... «μεταλλικό» shoegaze. Γιατί οι μελωδίες από κάτω παραμένουν ακλόνητες, γιατί τα φωνητικά είναι πάντοτε pop μέσα στον τεχνοκρατισμό τους και γιατί το επιστέγασμα είναι τελικώς βαρύ κι ασήκωτο, κοντράροντας κατά τόπους το θάλπος και την ενατένιση.
Είπαμε... αλλοπρόσαλλα τα χαρακτηριστικά τους.
Επαφή: www.birdsrobe.com
Οι Γερμανοί Taumel.., που έχουν την έδρα τους στην πόλη Rheda-Wiedenbrück της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, είναι δύο βασικά, οι Sven Pollkötter ντραμς και Jakob Diehl πιάνο, fender rhodes, αλλά εδώ, στο άλμπουμ τους “There is no time to run away from here”, τους βοηθούν επίσης οι Boris Nicolai κιθάρες και Manuel Viehmann φλούγκελχορν – καθώς εμφανίζονται ως κουαρτέτο. Το άλμπουμ είναι ορχηστρικό, περιέχει πέντε tracks (τρία σχεδόν 5λεπτα και δύο 8λεπτα) και κατά βάση διαθέτει... περίεργα χαρακτηριστικά.
Το πιο περίεργο δεν είναι το ελαφρώς «κενό» σινεματίκ του –κάτι περίπου αναμενόμενο–, μα το γεγονός πως παρουσιάζει τζαζ στοιχεία (χωρίς να εκλείπουν και τα rock βεβαίως), απολύτως ενσωματωμένα μέσα σ’ ένα dark περιβάλλον. Υπάρχει και ο όρος dark jazz βεβαίως ή και doom jazz, για ήχους σαν κι αυτούς που παράγουν οι Taumel.. και που γενικώς, ως σχήμα, είναι αρκετά ευφάνταστοι σ’ αυτό που πράττουν.
Οι συνθέσεις τους κυλάνε αργά –δεν υπάρχει τίποτα γρήγορο στο άλμπουμ–, νωχελικά, τελετουργικά, με το φλούγκελχορν να «ζωγραφίζει» τις ρομαντικές ατμόσφαιρες, με τις κιθάρες να συνεισφέρουν σε σκοτεινιά και με το μπάσο-ντραμς να «χτυπάνε» με αλύπητη σφοδρότητα και βαρύτητα (σαν να πέφτουν... τουφεκιές ή και κανονιές σ’ ένα περιβάλλον... επικίνδυνης ηρεμίας).
Φαίνεται να υπάρχει και αυτοσχεδιασμός στα tracks των Γερμανών, τα οποία ενώ είναι ερμητικά, θριλερικά, σχεδόν... καταδικαστικά, έχουν τον τρόπο να σε ελκύουν με τον λυρισμό και την ομορφιά τους. Μία παγερή ομορφιά, διαφορετική πάντως από εκείνην που το dark υπονοεί και υποκρύπτει.
Επαφή: www.tonzonen.de
SLOWLY BUILDING WEAPONS: Echos [Bird’s Robe Records, 2020]
Από το Σίδνεϊ προέρχονται οι Slowly Building Weapons, μια μπάντα, μια τετράδα, με επίσης... αλλοπρόσαλλα χαρακτηριστικά.
Το “Echos” δεν είναι ο πρώτος δίσκος τους, καθώς έχουν προηγηθεί άλλοι δύο, είναι όμως εκείνος (το λέμε, επειδή ακούσαμε αποσπάσματα και από τα προηγούμενα LP τους, που διατίθενται στο bandcamp), που ενδυναμώνει αυτές τις ιδιαιτερότητες – να κινούνται κάπου ανάμεσα στο «μέταλλο», τον πειραματισμό (noisy hard core), εμφανίζοντας έως και pop / folk / psych απολήξεις (ok, τούτο το τελευταίο στο καλύτερο track τού “Echos”, το 6λεπτο “Echo from hill”).
Μέλη των Slowly Building Weapons είναι οι Nick Bowman φωνή, πλήκτρα, Adam Preston κιθάρες, Craig Lorimer μπάσο και Adrian Griffin ντραμς, τέσσερις οργανοπαίκτες, που πασχίζουν να δώσουν κάτι διαφορετικό και εν πολλοίς το καταφέρνουν – ασχέτως αν αυτό είναι άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο επιτυχημένο.
Τα παιξίματα των Slowly Building Weapons είναι οπωσδήποτε δυναμικά, στιβαρά, τα φωνητικά είναι και αυτά ανά φάσεις εξοντωτικά, ενώ οι εισαγωγές (ακόμη και “Oh well” ανακάλεσα στο “Acid gold sun”), όπως και ορισμένα μέρη μέσα στα τραγούδια, είναι ενίοτε αρκούντως εμπνευσμένα – πράγμα που σε κάνει να αναρωτιέσαι, γιατί οι Αυστραλοί δεν συνεχίζουν στο αυτό μοτίβο, διαμορφώνοντάς το καταλλήλως, παρά επιθυμούν να το ανατρέψουν;
Τα τραγούδια τους, εννοούμε, δεν έχουν μια γραμμική εξέλιξη, όσον αφορά στην ισχύ τους, γιατί αλλάζουν στην διαδρομή και από μπαλάντες π.χ. εξελίσσονται σε... «μεταλλικό» shoegaze. Γιατί οι μελωδίες από κάτω παραμένουν ακλόνητες, γιατί τα φωνητικά είναι πάντοτε pop μέσα στον τεχνοκρατισμό τους και γιατί το επιστέγασμα είναι τελικώς βαρύ κι ασήκωτο, κοντράροντας κατά τόπους το θάλπος και την ενατένιση.
Είπαμε... αλλοπρόσαλλα τα χαρακτηριστικά τους.
Επαφή: www.birdsrobe.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου