Οι No Fast Food
είναι ένα σύγχρονο σχήμα της προχωρημένης jazz, της avant jazz αν θέλετε, που αποτελείται από τους David Liebman σοπράνο
σαξόφωνο, ξύλινο φλάουτο, bells,
Drew Gress μπάσο, bells και
Phil Haynes ντραμς,
γκονγκ, tunes & settings, έχοντας ηχογραφήσει
έως ώρας τρία άλμπουμ.
Το πρώτο ήταν το “In Concert” [Corner Store Jazz, 2014], το δεύτερο ήταν το “Settings for Three” [Corner Store Jazz, 2018], ενώ το τρίτο είναι αυτό για το οποίον θα γράψουμε τώρα. Λέμε για το “Coda(s)” [Corner Store Jazz, 2023] λοιπόν, που βρίσκει τους τρεις μουσικούς σε εξαιρετική φόρμα. Να προσθέσουμε μόνον πως και για τα δύο προηγούμενα άλμπουμ των No Fast Food υπάρχουν reviews στο blog, οπότε τώρα έρχεται και τριτώνει το καλό και πως την γενική επιστασία του άλμπουμ, που κυκλοφορεί σε 2CD, την έχει ο Phil Haynes, για τον οποίον επίσης έχουμε γράψει ουκ ολίγες φορές στο blog.
Ο Haynes δεν είναι χθεσινός. Βρίσκεται δεκαετίες στη σκηνή, ενώ δισκογραφεί από το 1986, καθώς υπήρξε μέλος του Paul Smoker Trio (με τον Paul Smoker στην τρομπέτα και τον Ron Rohovit στο μπάσο). Μάλιστα στο ντεμπούτο άλμπουμ τους, που είχε τίτλο “QB”, συμμετείχε και ο Anthony Braxton στο άλτο σαξόφωνο. Με το σχήμα αυτό ο Haynes θα πάει μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90, ενώ από το 1991 και μετά θα συνεχίσει τόσο με εμφανίσεις σε projects τρίτων, όσο και με τα προσωπικά του γκρουπ, με τα οποία θα γράψει μέχρι σήμερα αρκετά άλμπουμ.
Ο Haynes πρωτοήρθε σε επαφή με τον Liebman, όταν άκουσε το άλμπουμ τού Elvin Jones “Merry Go Round” [Blue Note, 1972] (στο οποίο συμμετείχε ο Liebman). Άρα λέμε για μια «γνωριμία», που πηγαίνει 50 χρόνια πίσω, με τους δύο μουσικούς να συνεργάζονται για πρώτη φορά, στην δισκογραφία πια, το 2012, στο άλμπουμ “The Code” (σε σχήμα ντούο).
Στο πρώτο από τα δύο CD, που απαρτίζουν το “Coda(s)”, και που διαρκεί περί τα 34 λεπτά, καταγράφονται όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις μουσικές του τρίο, καθώς το άλμπουμ ξεκινά με σόλο κρουστά από τον Haynes (Α1), με ήχους που κινούνται σε spiritual κατεύθυνση (α λα Milford Graves), συνεχίζει μ’ ένα κομμάτι επίσης τελετουργικό που ξεκινά με μερικές νότες στο μπάσο, συν τα κρουστά και το wooden flute, που έρχονται να ενδυναμώσουν το «πνευματικό» αίσθημα (Α2), για να ακολουθήσει ένα ακόμη μονόλεπτο σόλο, από το σοπράνο αυτή τη φορά (Α3), πριν έλθουμε στο τέταρτο κομμάτι του πρώτου CD, εκεί όπου ακούμε τους No Fast Food ως κανονικό τρίο πλέον, σε μια σύνθεση που μας μεταφέρει νοερώς στην εποχή του new thing της jazz, έτσι όπως εκείνο καταγραφόταν σε live και σε δίσκους, ήδη από τα sixties. Καταπληκτικό κομμάτι (λέμε για το “…beloved refracted”), που δίνει τον τόνο σε όλο αυτό το πρώτο μέρος, που δεν σταματάει να εκπλήσσει με τον «ελεύθερο» και «περιπετειώδη» ήχο του (“… to swing or not II”, “… where’s the door” κ.λπ.).
Περί τα 36 λεπτά διαρκεί, τώρα, το δεύτερο CD [η συνολική διάρκεια του “Coda(s)” είναι περί τα 69 λεπτά] και μιαν απορία μπορεί να έχει κάνει με το γιατί, τέλος πάντων, όλη η μουσική να μην αναπτύσσεται σ’ ένα CD, αντί για δύο.
Δεν μπορώ να βρω κάποια εξήγηση, παρά μόνον το ότι οι Haynes, Gress και Liebman ήθελαν να αποτυπώσουν την μουσική τους σαν σε 2LP – δηλαδή να μην μπουχτίσουν τον ακροατή, δίνοντάς του την χρονική άνεση και δυνατότητα να ακούσει και να ξανακούσει το CD 1, σκεπτόμενος γύρω από την μουσική, που ακούγεται εκεί, πριν ρίξει το CD 2 στο player. Το λέμε τούτο, επειδή η μουσική του τρίο στην πράξη δεν διαφέρει ανάμεσα στα δύο μέρη. Και εδώ υπάρχουν σόλο, όπως το έξοχο 7λεπτο στο κοντραμπάσο (με δοξάρι) από τον Gress (“…alone”) και εδώ υπάρχουν προχωρημένα tracks, με έντονο improv στοιχείο (“…to swing or not I”) και εδώ υπάρχει «πνευματικό» υλικό (“…coda”).
Χοντρικά, ένα 2CD για απαιτητικούς jazz fans, εξοικειωμένους οπωσδήποτε με το σύγχρονο... τζαζ αναπάντεχο.
Επαφή: www.philhaynes.com, www.cornerstorejazz.com
Το πρώτο ήταν το “In Concert” [Corner Store Jazz, 2014], το δεύτερο ήταν το “Settings for Three” [Corner Store Jazz, 2018], ενώ το τρίτο είναι αυτό για το οποίον θα γράψουμε τώρα. Λέμε για το “Coda(s)” [Corner Store Jazz, 2023] λοιπόν, που βρίσκει τους τρεις μουσικούς σε εξαιρετική φόρμα. Να προσθέσουμε μόνον πως και για τα δύο προηγούμενα άλμπουμ των No Fast Food υπάρχουν reviews στο blog, οπότε τώρα έρχεται και τριτώνει το καλό και πως την γενική επιστασία του άλμπουμ, που κυκλοφορεί σε 2CD, την έχει ο Phil Haynes, για τον οποίον επίσης έχουμε γράψει ουκ ολίγες φορές στο blog.
Ο Haynes δεν είναι χθεσινός. Βρίσκεται δεκαετίες στη σκηνή, ενώ δισκογραφεί από το 1986, καθώς υπήρξε μέλος του Paul Smoker Trio (με τον Paul Smoker στην τρομπέτα και τον Ron Rohovit στο μπάσο). Μάλιστα στο ντεμπούτο άλμπουμ τους, που είχε τίτλο “QB”, συμμετείχε και ο Anthony Braxton στο άλτο σαξόφωνο. Με το σχήμα αυτό ο Haynes θα πάει μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90, ενώ από το 1991 και μετά θα συνεχίσει τόσο με εμφανίσεις σε projects τρίτων, όσο και με τα προσωπικά του γκρουπ, με τα οποία θα γράψει μέχρι σήμερα αρκετά άλμπουμ.
Ο Haynes πρωτοήρθε σε επαφή με τον Liebman, όταν άκουσε το άλμπουμ τού Elvin Jones “Merry Go Round” [Blue Note, 1972] (στο οποίο συμμετείχε ο Liebman). Άρα λέμε για μια «γνωριμία», που πηγαίνει 50 χρόνια πίσω, με τους δύο μουσικούς να συνεργάζονται για πρώτη φορά, στην δισκογραφία πια, το 2012, στο άλμπουμ “The Code” (σε σχήμα ντούο).
Στο πρώτο από τα δύο CD, που απαρτίζουν το “Coda(s)”, και που διαρκεί περί τα 34 λεπτά, καταγράφονται όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις μουσικές του τρίο, καθώς το άλμπουμ ξεκινά με σόλο κρουστά από τον Haynes (Α1), με ήχους που κινούνται σε spiritual κατεύθυνση (α λα Milford Graves), συνεχίζει μ’ ένα κομμάτι επίσης τελετουργικό που ξεκινά με μερικές νότες στο μπάσο, συν τα κρουστά και το wooden flute, που έρχονται να ενδυναμώσουν το «πνευματικό» αίσθημα (Α2), για να ακολουθήσει ένα ακόμη μονόλεπτο σόλο, από το σοπράνο αυτή τη φορά (Α3), πριν έλθουμε στο τέταρτο κομμάτι του πρώτου CD, εκεί όπου ακούμε τους No Fast Food ως κανονικό τρίο πλέον, σε μια σύνθεση που μας μεταφέρει νοερώς στην εποχή του new thing της jazz, έτσι όπως εκείνο καταγραφόταν σε live και σε δίσκους, ήδη από τα sixties. Καταπληκτικό κομμάτι (λέμε για το “…beloved refracted”), που δίνει τον τόνο σε όλο αυτό το πρώτο μέρος, που δεν σταματάει να εκπλήσσει με τον «ελεύθερο» και «περιπετειώδη» ήχο του (“… to swing or not II”, “… where’s the door” κ.λπ.).
Περί τα 36 λεπτά διαρκεί, τώρα, το δεύτερο CD [η συνολική διάρκεια του “Coda(s)” είναι περί τα 69 λεπτά] και μιαν απορία μπορεί να έχει κάνει με το γιατί, τέλος πάντων, όλη η μουσική να μην αναπτύσσεται σ’ ένα CD, αντί για δύο.
Δεν μπορώ να βρω κάποια εξήγηση, παρά μόνον το ότι οι Haynes, Gress και Liebman ήθελαν να αποτυπώσουν την μουσική τους σαν σε 2LP – δηλαδή να μην μπουχτίσουν τον ακροατή, δίνοντάς του την χρονική άνεση και δυνατότητα να ακούσει και να ξανακούσει το CD 1, σκεπτόμενος γύρω από την μουσική, που ακούγεται εκεί, πριν ρίξει το CD 2 στο player. Το λέμε τούτο, επειδή η μουσική του τρίο στην πράξη δεν διαφέρει ανάμεσα στα δύο μέρη. Και εδώ υπάρχουν σόλο, όπως το έξοχο 7λεπτο στο κοντραμπάσο (με δοξάρι) από τον Gress (“…alone”) και εδώ υπάρχουν προχωρημένα tracks, με έντονο improv στοιχείο (“…to swing or not I”) και εδώ υπάρχει «πνευματικό» υλικό (“…coda”).
Χοντρικά, ένα 2CD για απαιτητικούς jazz fans, εξοικειωμένους οπωσδήποτε με το σύγχρονο... τζαζ αναπάντεχο.
Επαφή: www.philhaynes.com, www.cornerstorejazz.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου