Τον
Σεπτέμβριο που μας πέρασε κυκλοφόρησε ένα βιβλίο, ελληνικού μουσικού
ενδιαφέροντος, από τις εκδόσεις fagotto books. Ο τίτλος του είναι «Ο Εξωτισμός στην Ελληνική
Δισκογραφία / “Μαγικές ζωγραφιές” στις 78 στροφές» και συγγραφέας του είναι ο
Γιώργος Ευαγγέλου.
Ο Ευγγγέλου είναι μουσικός και μουσικολόγος, με σπουδές στο ΤΕΙ Ηπείρου (Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής), έχοντας παρακολουθήσει μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, πριν κάνει το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, στη Σχολή Μουσικών Σπουδών, στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών (Άρτα), το 2022. Εκείνο το διδακτορικό, που είχε τίτλο «Η αναπαράσταση του εξωτικού στην ελληνική δισκογραφία των 78 στροφών», αποτελεί επί της ουσίας το συγκεκριμένο βιβλίο – που ξεφεύγει, πλέον, από το πλαίσιο της πανεπιστημιακής κοινότητας, επιζητώντας, μέσω της εν λόγω εμπορικής έκδοσης, και το λαϊκό ενδιαφέρον.
Είναι ένα πρώτο θέμα αυτό. Πώς, δηλαδή, τα ποικίλα (μουσικά) διδακτορικά, που μετατρέπονται σε εμπορικά προϊόντα, δηλαδή σε βιβλία (να μην παραμελούμε και αυτή τη διάσταση), θα μπορέσουν να προσελκύσουν και τους περισσότερο «καθημερινούς» αναγνώστες, τα ενδιαφέροντα των οποίων δεν είναι σώνει και καλά διαφορετικά από εκείνα των διδακτόρων. Το λέω, γιατί δεν είναι πάντα εύκολο να πατάς σε δύο βάρκες, να συνδυάζεις δηλαδή και την αυστηρή επιστημονική προσέγγιση και την εκφραστική «άνεση» ενός βιβλίου για τον πολύ κόσμο (για ένα πιο λαϊκό αναγνωστικό κοινό εννοώ). Ο Ευαγγέλου, στο βιβλίο του, το αντιμετωπίζει αυτό το θέμα, επιχειρώντας με επιτυχία, φρονώ, να ισορροπήσει ανάμεσα στα δύο.
Κατ’ αρχάς να πω πως το βιβλίο δεν «τρομάζει» με τον όγκο του. Μπορεί να διαθέτει 237 σελίδες, αλλά, βασικά, η αφήγηση του Ευαγγέλου σταματά στη σελίδα 179. Το λέω, γιατί από ’κει και πέρα υπάρχει η βιβλιογραφία και το παράρτημα (με τίτλους «εξωτικών» τραγουδιών και άλλα στοιχεία, ένας πίνακας, δηλαδή), για το οποίο θα τα πούμε και στη συνέχεια.
Το βιβλίο ξεκινά με την «Εισαγωγή» του. Εκεί διαβάζουμε κάποιες πολύ βασικές θέσεις του συγγραφέα, που προέρχονται από τις πηγές του φυσικά, και βεβαίως από τις προσωπικές του αναγνώσεις πάνω σ’ αυτές. Να μία. «Κάθε προσέγγιση και ερμηνεία του εξωτισμού βρίσκεται σε συνάρτηση με πολιτικά, πολιτισμικά και ιδεολογικά ζητήματα που σχετίζονται με την ηγεμονική τάση της Δύσης, τον ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία, στην αυγή του μοντέρνου κόσμου». Σαφές.
Το Κεφάλαιο 1 αποκαλείται «Τα Ηχογραφήματα» και χωρίζεται σε δύο ενότητες. Η μία τιτλοφορείται «Οι πηγές και η διαχείρισή τους» και η δεύτερη «Η βάση δεδομένων». Στην πρώτη καθορίζεται η μορφή των ηχητικών πηγών. Είναι οι... εξωτικοί δίσκοι 78 στροφών. Ο συγγραφέας μας εξηγεί τι σημαίνει εξωτικό στην δισκογραφία, δηλαδή... «τραγούδια στα οποία εντοπίζονται αναφορές σε τόπους και ανθρώπους, οι οποίοι σύμφωνα με το δυτικό βλέμμα είναι εξωτικοί (Εγγύς, Μέση και Άπω Ανατολή, Αφρική, Ισπανία, Λατινική Αμερική, Χαβάη, Τσιγγάνοι)» και από ’κει και πέρα τοπωνύμια (Βαγδάτη κ.λπ.), ονόματα (Σεράχ κ.λπ.), ιδιότητες-αξιώματα (πασάς κ.λπ.), εξωτικοί τόποι (χαρέμι κ.λπ.) και άλλα διάφορα στοιχεία (καραβάνι κ.λπ.), που παραπέμπουν σε «εξωτικό» περιεχόμενο. Στην ενότητα «Η βάση δεδομένων» πληροφορούμαστε για τα στοιχεία που αναγράφονται στις ετικέτες των δίσκων και στις εμπορικές παρτιτούρες, και που «εκμεταλλεύεται» ο συγγραφέας για την μελέτη του, όπως και για τα συμπεράσματα που αντλούνται από τις ακροάσεις των τραγουδιών και τα οποία έχουν να κάνουν, πιο πολύ, με τεχνικά και μουσικολογικά θέματα.
Το Κεφάλαιο 2 αποκαλείται «Περιοδολόγηση» και σ’ αυτό ο συγγραφέας διακρίνει και μελετά τέσσερις περιόδους του «εξωτισμού» στην ελληνική δισκογραφία των 78 στροφών. Η πρώτη καλύπτει τα χρόνια 1906-1922, η δεύτερη τα χρόνια 1923-1945, η τρίτη τα χρόνια 1946-1954 και η τέταρτη τα χρόνια 1955-1961. Τα όρια των περιόδων δεν είναι τυχαία φυσικά, προκύπτουν και από παλαιότερους μελετητές (Στάθης Δαμιανάκος) και σχετίζονται με συγκεκριμένα γεγονότα, ιστορικά ή άλλης φύσεως. Κάθε περίοδο ο συγγραφέας την προσεγγίζει εν τάχει κοινωνικοπολιτικά, αναζητώντας τον εξωτισμό στο σύνολο του ελληνικού τραγουδιού (ελαφρό, σμυρνέικο, ρεμπέτικο, λαϊκό), προβαίνοντας σε ποσοτικές και ποιοτικές αναλύσεις, για κάθε εποχή, καταλήγοντας σε συγκεκριμένα συμπεράσματα. Για παράδειγμα, και σε σχέση με την περίοδο 1946-54, διαβάζουμε κάπου: «Στη βάση δεδομένων μας, το πλήθος των τραγουδιών που εμπίπτουν στην κατηγορία του λαϊκού οριεντάλ είναι περίπου 90. Ο επιφανέστερος εκπρόσωπός τους είναι αναμφισβήτητα ο Τσιτσάνης που εκπροσωπείται με 21 καταχωρίσεις, οι οποίες αντιστοιχούν σε 10 τραγούδια: Αραπίνες, Αράπικο Λουλούδι, Αργοσβύνεις μόνη(...)» κ.λπ. Από ’κει και μέχρι τα «ινδοπρεπή» η απόσταση είναι κοντά.
Το κεφάλαιο 3 έχει τίτλο «Η Διακαλλιτεχνική Δυναμική του Εξωτισμού», περιλαμβάνοντας τις ενότητες «Εξωτισμός και φολκλορισμός», «Το ευρύτερο πλαίσιο: λογοτεχνία, θέατρο, όπερα, οπερέτα και επιθεώρηση, κινηματογράφος» και «Εξωτισμός και μουσική “ειδολογία”: Ελαφρό (Ταγκό, Χαβάγιες), Λαϊκό (Τα ινδοπρεπή)». Το ενδιαφέρον είναι δεδομένο σε όλες αυτές τις επιμέρους θεματικές, επί των οποίων αναζητείται ο εξωτισμός (για παράδειγμα, στον κινηματογράφο, ανάμεσα σε άλλα γίνεται λόγος για το φαινόμενο «Κάρμεν», που μπορεί να ξεκινά από την διάσημη όπερα του Bizet, φθάνοντας, όμως, πολύ μακριά)
Στο κεφάλαιο 4, που αποκαλείται «Η Παράδοξη Γεωγραφία του Εξωτισμού» ο συγγραφέας ερευνά των «εξωτισμό» σε Ανατολή, Λατινικό κόσμο, Τσιγγάνους και Χαβάη. Με απλές, αλλά ουσιώδεις παρατηρήσεις ο Ευαγγέλου εξηγεί, ανάμεσα σε άλλα, τι σημαίνει «χαρέμι», «Φαράχ», «Αλλάχ» κ.λπ. και τι ρόλο ακριβώς παίζουν όλες αυτές οι αναφορές στα ελληνικά τραγούδια της εποχής, παντός τύπου.
«Η Ελκυστική Συγκίνηση του Εξωτισμού» είναι το Κεφάλαιο 5, που χωρίζεται στις ενότητες «Ο ερωτισμός», «Το γλέντι», «Η Φυγή». Διαβάζουμε κάπου: «Οι κυρίαρχοι κώδικες του εξωτισμού, θέτουν σε προτεραιότητα την τέρψη του ανδρικού βλέμματος. Αυτό είναι εύκολα παρατηρήσιμο στο σχετικό ρεπερτόριο. Οι περιγραφές του γυναικείου κορμιού και της ανδρικής ικανοποίησης μονοπωλούν θεματικά τους στίχους των τραγουδιών. Αυτό δεν ανατρέπεται μολονότι κατά την δεκαετία του 1950 παρατηρείται μια παρέκκλιση στο πρόσωπο που έχει τον αφηγηματικό λόγο. Εμφανίζονται εξωτικοί άνδρες που θέτουν εαυτόν στην ικανοποίηση της αφηγήτριας(...)».
Στο Κεφάλαιο 6, ο τίτλος του οποίου είναι «Η Μουσικολογία της Δισκογραφία του Εξωτισμού» και που είναι χωρισμένο στις ενότητες «Τα εθνοτοπία της ελληνικής δισκογραφίας 78 στροφών», «Η εισβολή της Ανατολής στη μουσική» και «Λεκτικά δεδομένα σε ετικέτες δίσκων και παρτιτούρες», ο Ευαγγέλου εξετάζει το θέμα του και από μουσικολογικής πλευράς (δρόμοι κτλ.), ενώ σχολιάζει και τους ανάλογους χαρακτηρισμούς, που ήταν αναγραμμένοι στις ετικέτες των δίσκων («ανατολίτικο», «ταγκό οριεντάλ», «αράπικο», «χαβανέζικο φοξ» κ.λπ.).
Τα κεφάλαια του βιβλίου θα ολοκληρωθούν με το υπ’ αριθμόν 7, δηλαδή το «Ο Μουσικός Εξωτισμός ως Μοντερνισμός» και τις ενότητες «Δισκογραφία και ραδιόφωνο», «Νέα μουσικά ήθη», «Διεθνισμός» και «Υφολογικός συγκριτισμός». Στο σύντομο αυτό κεφάλαιο εξετάζονται κάποιες απόψεις της Σχολής της Φρανκφούρτης, που σχετίζονται με την αναπαραγωγή του έργου Τέχνης και οι οποίες εκτείνονται έως τη λειτουργία της δισκογραφίας και του ραδιοφώνου, γίνεται λόγος για τις Εστουδιαντίνες και ακόμη για την διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο ελαφρό και λαϊκό τραγούδι, που επιτρέπει, ανάμεσα σε άλλα, και τη διάχυση του «εξωτισμού» στα δύο είδη.
Το βιβλίο του Γιώργου Ευαγγέλου διαθέτει επίσης «Επίλογο», εκτεταμένη «Βιβλιογραφία» και «Παράρτημα» (πίνακα), που είναι κατ’ ουσίαν μια βάση δεδομένων 948 καταχωρίσεων τραγουδιών, στην οποία καταγράφονται οι τίτλοι των «εξωτικών» τραγουδιών, οι εταιρείες, οι αριθμοί μήτρας και δίσκου, τα έτη (κυκλοφορίας υποθέτω), οι ημερομηνίες (όπου είναι εφικτό αυτό) και οι τόποι ηχογράφησης, ενώ, όλως περιέργως, δεν καταγράφονται τα ονόματα των καλλιτεχνών και των συγκροτημάτων (ίσως να ήταν θέμα χώρου).
Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες (ετικέτες δίσκων, διαφημίσεις, προγράμματα κ.λπ.), που «πέφτουν» σποραδικά μέσα στο κείμενο βοηθούν, και αυτές. έτι περισσότερο στην τεκμηρίωση του «εξωτισμού».
Μία αρκετά ενδιαφέρουσα και χρήσιμη έκδοση.
Επαφή: www.fagottobooks.gr
Ο Ευγγγέλου είναι μουσικός και μουσικολόγος, με σπουδές στο ΤΕΙ Ηπείρου (Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής), έχοντας παρακολουθήσει μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, πριν κάνει το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, στη Σχολή Μουσικών Σπουδών, στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών (Άρτα), το 2022. Εκείνο το διδακτορικό, που είχε τίτλο «Η αναπαράσταση του εξωτικού στην ελληνική δισκογραφία των 78 στροφών», αποτελεί επί της ουσίας το συγκεκριμένο βιβλίο – που ξεφεύγει, πλέον, από το πλαίσιο της πανεπιστημιακής κοινότητας, επιζητώντας, μέσω της εν λόγω εμπορικής έκδοσης, και το λαϊκό ενδιαφέρον.
Είναι ένα πρώτο θέμα αυτό. Πώς, δηλαδή, τα ποικίλα (μουσικά) διδακτορικά, που μετατρέπονται σε εμπορικά προϊόντα, δηλαδή σε βιβλία (να μην παραμελούμε και αυτή τη διάσταση), θα μπορέσουν να προσελκύσουν και τους περισσότερο «καθημερινούς» αναγνώστες, τα ενδιαφέροντα των οποίων δεν είναι σώνει και καλά διαφορετικά από εκείνα των διδακτόρων. Το λέω, γιατί δεν είναι πάντα εύκολο να πατάς σε δύο βάρκες, να συνδυάζεις δηλαδή και την αυστηρή επιστημονική προσέγγιση και την εκφραστική «άνεση» ενός βιβλίου για τον πολύ κόσμο (για ένα πιο λαϊκό αναγνωστικό κοινό εννοώ). Ο Ευαγγέλου, στο βιβλίο του, το αντιμετωπίζει αυτό το θέμα, επιχειρώντας με επιτυχία, φρονώ, να ισορροπήσει ανάμεσα στα δύο.
Κατ’ αρχάς να πω πως το βιβλίο δεν «τρομάζει» με τον όγκο του. Μπορεί να διαθέτει 237 σελίδες, αλλά, βασικά, η αφήγηση του Ευαγγέλου σταματά στη σελίδα 179. Το λέω, γιατί από ’κει και πέρα υπάρχει η βιβλιογραφία και το παράρτημα (με τίτλους «εξωτικών» τραγουδιών και άλλα στοιχεία, ένας πίνακας, δηλαδή), για το οποίο θα τα πούμε και στη συνέχεια.
Το βιβλίο ξεκινά με την «Εισαγωγή» του. Εκεί διαβάζουμε κάποιες πολύ βασικές θέσεις του συγγραφέα, που προέρχονται από τις πηγές του φυσικά, και βεβαίως από τις προσωπικές του αναγνώσεις πάνω σ’ αυτές. Να μία. «Κάθε προσέγγιση και ερμηνεία του εξωτισμού βρίσκεται σε συνάρτηση με πολιτικά, πολιτισμικά και ιδεολογικά ζητήματα που σχετίζονται με την ηγεμονική τάση της Δύσης, τον ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία, στην αυγή του μοντέρνου κόσμου». Σαφές.
Το Κεφάλαιο 1 αποκαλείται «Τα Ηχογραφήματα» και χωρίζεται σε δύο ενότητες. Η μία τιτλοφορείται «Οι πηγές και η διαχείρισή τους» και η δεύτερη «Η βάση δεδομένων». Στην πρώτη καθορίζεται η μορφή των ηχητικών πηγών. Είναι οι... εξωτικοί δίσκοι 78 στροφών. Ο συγγραφέας μας εξηγεί τι σημαίνει εξωτικό στην δισκογραφία, δηλαδή... «τραγούδια στα οποία εντοπίζονται αναφορές σε τόπους και ανθρώπους, οι οποίοι σύμφωνα με το δυτικό βλέμμα είναι εξωτικοί (Εγγύς, Μέση και Άπω Ανατολή, Αφρική, Ισπανία, Λατινική Αμερική, Χαβάη, Τσιγγάνοι)» και από ’κει και πέρα τοπωνύμια (Βαγδάτη κ.λπ.), ονόματα (Σεράχ κ.λπ.), ιδιότητες-αξιώματα (πασάς κ.λπ.), εξωτικοί τόποι (χαρέμι κ.λπ.) και άλλα διάφορα στοιχεία (καραβάνι κ.λπ.), που παραπέμπουν σε «εξωτικό» περιεχόμενο. Στην ενότητα «Η βάση δεδομένων» πληροφορούμαστε για τα στοιχεία που αναγράφονται στις ετικέτες των δίσκων και στις εμπορικές παρτιτούρες, και που «εκμεταλλεύεται» ο συγγραφέας για την μελέτη του, όπως και για τα συμπεράσματα που αντλούνται από τις ακροάσεις των τραγουδιών και τα οποία έχουν να κάνουν, πιο πολύ, με τεχνικά και μουσικολογικά θέματα.
Το Κεφάλαιο 2 αποκαλείται «Περιοδολόγηση» και σ’ αυτό ο συγγραφέας διακρίνει και μελετά τέσσερις περιόδους του «εξωτισμού» στην ελληνική δισκογραφία των 78 στροφών. Η πρώτη καλύπτει τα χρόνια 1906-1922, η δεύτερη τα χρόνια 1923-1945, η τρίτη τα χρόνια 1946-1954 και η τέταρτη τα χρόνια 1955-1961. Τα όρια των περιόδων δεν είναι τυχαία φυσικά, προκύπτουν και από παλαιότερους μελετητές (Στάθης Δαμιανάκος) και σχετίζονται με συγκεκριμένα γεγονότα, ιστορικά ή άλλης φύσεως. Κάθε περίοδο ο συγγραφέας την προσεγγίζει εν τάχει κοινωνικοπολιτικά, αναζητώντας τον εξωτισμό στο σύνολο του ελληνικού τραγουδιού (ελαφρό, σμυρνέικο, ρεμπέτικο, λαϊκό), προβαίνοντας σε ποσοτικές και ποιοτικές αναλύσεις, για κάθε εποχή, καταλήγοντας σε συγκεκριμένα συμπεράσματα. Για παράδειγμα, και σε σχέση με την περίοδο 1946-54, διαβάζουμε κάπου: «Στη βάση δεδομένων μας, το πλήθος των τραγουδιών που εμπίπτουν στην κατηγορία του λαϊκού οριεντάλ είναι περίπου 90. Ο επιφανέστερος εκπρόσωπός τους είναι αναμφισβήτητα ο Τσιτσάνης που εκπροσωπείται με 21 καταχωρίσεις, οι οποίες αντιστοιχούν σε 10 τραγούδια: Αραπίνες, Αράπικο Λουλούδι, Αργοσβύνεις μόνη(...)» κ.λπ. Από ’κει και μέχρι τα «ινδοπρεπή» η απόσταση είναι κοντά.
Το κεφάλαιο 3 έχει τίτλο «Η Διακαλλιτεχνική Δυναμική του Εξωτισμού», περιλαμβάνοντας τις ενότητες «Εξωτισμός και φολκλορισμός», «Το ευρύτερο πλαίσιο: λογοτεχνία, θέατρο, όπερα, οπερέτα και επιθεώρηση, κινηματογράφος» και «Εξωτισμός και μουσική “ειδολογία”: Ελαφρό (Ταγκό, Χαβάγιες), Λαϊκό (Τα ινδοπρεπή)». Το ενδιαφέρον είναι δεδομένο σε όλες αυτές τις επιμέρους θεματικές, επί των οποίων αναζητείται ο εξωτισμός (για παράδειγμα, στον κινηματογράφο, ανάμεσα σε άλλα γίνεται λόγος για το φαινόμενο «Κάρμεν», που μπορεί να ξεκινά από την διάσημη όπερα του Bizet, φθάνοντας, όμως, πολύ μακριά)
Στο κεφάλαιο 4, που αποκαλείται «Η Παράδοξη Γεωγραφία του Εξωτισμού» ο συγγραφέας ερευνά των «εξωτισμό» σε Ανατολή, Λατινικό κόσμο, Τσιγγάνους και Χαβάη. Με απλές, αλλά ουσιώδεις παρατηρήσεις ο Ευαγγέλου εξηγεί, ανάμεσα σε άλλα, τι σημαίνει «χαρέμι», «Φαράχ», «Αλλάχ» κ.λπ. και τι ρόλο ακριβώς παίζουν όλες αυτές οι αναφορές στα ελληνικά τραγούδια της εποχής, παντός τύπου.
«Η Ελκυστική Συγκίνηση του Εξωτισμού» είναι το Κεφάλαιο 5, που χωρίζεται στις ενότητες «Ο ερωτισμός», «Το γλέντι», «Η Φυγή». Διαβάζουμε κάπου: «Οι κυρίαρχοι κώδικες του εξωτισμού, θέτουν σε προτεραιότητα την τέρψη του ανδρικού βλέμματος. Αυτό είναι εύκολα παρατηρήσιμο στο σχετικό ρεπερτόριο. Οι περιγραφές του γυναικείου κορμιού και της ανδρικής ικανοποίησης μονοπωλούν θεματικά τους στίχους των τραγουδιών. Αυτό δεν ανατρέπεται μολονότι κατά την δεκαετία του 1950 παρατηρείται μια παρέκκλιση στο πρόσωπο που έχει τον αφηγηματικό λόγο. Εμφανίζονται εξωτικοί άνδρες που θέτουν εαυτόν στην ικανοποίηση της αφηγήτριας(...)».
Στο Κεφάλαιο 6, ο τίτλος του οποίου είναι «Η Μουσικολογία της Δισκογραφία του Εξωτισμού» και που είναι χωρισμένο στις ενότητες «Τα εθνοτοπία της ελληνικής δισκογραφίας 78 στροφών», «Η εισβολή της Ανατολής στη μουσική» και «Λεκτικά δεδομένα σε ετικέτες δίσκων και παρτιτούρες», ο Ευαγγέλου εξετάζει το θέμα του και από μουσικολογικής πλευράς (δρόμοι κτλ.), ενώ σχολιάζει και τους ανάλογους χαρακτηρισμούς, που ήταν αναγραμμένοι στις ετικέτες των δίσκων («ανατολίτικο», «ταγκό οριεντάλ», «αράπικο», «χαβανέζικο φοξ» κ.λπ.).
Τα κεφάλαια του βιβλίου θα ολοκληρωθούν με το υπ’ αριθμόν 7, δηλαδή το «Ο Μουσικός Εξωτισμός ως Μοντερνισμός» και τις ενότητες «Δισκογραφία και ραδιόφωνο», «Νέα μουσικά ήθη», «Διεθνισμός» και «Υφολογικός συγκριτισμός». Στο σύντομο αυτό κεφάλαιο εξετάζονται κάποιες απόψεις της Σχολής της Φρανκφούρτης, που σχετίζονται με την αναπαραγωγή του έργου Τέχνης και οι οποίες εκτείνονται έως τη λειτουργία της δισκογραφίας και του ραδιοφώνου, γίνεται λόγος για τις Εστουδιαντίνες και ακόμη για την διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο ελαφρό και λαϊκό τραγούδι, που επιτρέπει, ανάμεσα σε άλλα, και τη διάχυση του «εξωτισμού» στα δύο είδη.
Το βιβλίο του Γιώργου Ευαγγέλου διαθέτει επίσης «Επίλογο», εκτεταμένη «Βιβλιογραφία» και «Παράρτημα» (πίνακα), που είναι κατ’ ουσίαν μια βάση δεδομένων 948 καταχωρίσεων τραγουδιών, στην οποία καταγράφονται οι τίτλοι των «εξωτικών» τραγουδιών, οι εταιρείες, οι αριθμοί μήτρας και δίσκου, τα έτη (κυκλοφορίας υποθέτω), οι ημερομηνίες (όπου είναι εφικτό αυτό) και οι τόποι ηχογράφησης, ενώ, όλως περιέργως, δεν καταγράφονται τα ονόματα των καλλιτεχνών και των συγκροτημάτων (ίσως να ήταν θέμα χώρου).
Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες (ετικέτες δίσκων, διαφημίσεις, προγράμματα κ.λπ.), που «πέφτουν» σποραδικά μέσα στο κείμενο βοηθούν, και αυτές. έτι περισσότερο στην τεκμηρίωση του «εξωτισμού».
Μία αρκετά ενδιαφέρουσα και χρήσιμη έκδοση.
Επαφή: www.fagottobooks.gr
Vassilis Serafimakis
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαρεμπιπτόντως, αναρωτιέται κανείς πόση ζωή έχουν πλέον οι διδακτορικές & μεταδιδακτορικές εργασίες έτσι που προχωράνε τα προγράμματα "τεχνητής νοημοσύνης".