Υπάρχει κάποιος λόγος που με οδηγεί να θυμηθώ το Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού της
Θεσσαλονίκης, και ειδικότερα την διοργάνωση του 1972; Υπάρχει, και θα τον
ανακαλύψετε στη διαδρομή…
Έτσι, όταν ο Νταλούκας υποστηρίζει πως «στην πραγματικότητα η χούντα ήθελε να υποβαθμίσει την ψυχεδέλεια, με ύπουλο τρόπο», θα πρέπει κάποιος να του πει πως η χούντα δεν ήταν καθόλου «ύπουλη», καθότι βράβευσε την «ψυχεδέλεια» δια των δημοσιογράφων του… χουντικού ΕΙΡΤ, και πως ύπουλος (και μάλιστα με πιστοποιητικό) είναι ο ίδιος, που αποκρύβει και διαστρεβλώνει στοιχεία επιχειρώντας να δοξάσει τις αηδίες που κατασκευάζει.
Κατ’ αρχάς να πω πως το 11ον Φεστιβάλ (του 1972) είχε μιαν ιδιαιτερότητα. Άλλαξε ονομασία. «Σιγά τα ωά»
θα μου πείτε… Περιμένετε, έχει ενδιαφέρον η ιστορία… Από Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού, όπως λεγόταν έως τότε, μετονομάστηκε
σε Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού.
Πράγμα που σήμαινε πως παρείχε την δυνατότητα συμμετοχής σε δημιουργούς ακόμη
και λαϊκών τραγουδιών· κυρίως αυτών (και τούτη ήταν η μεγάλη διαφορά).
Τραγουδιών με μπουζούκι δηλαδή, ζεϊμπέκικα και χασάπικα, και όχι κατ’ ανάγκην
ελαφρολαϊκά. Επίσης, παρείχε τη δυνατότητα σε pop συγκροτήματα να τραγουδήσουν τις
συνθέσεις τους, με τη συνοδεία, πάντα, της φεστιβαλικής ορχήστρας. Η παρουσία
ενός γκρουπ δηλαδή στη σκηνή ήταν επίσης μια διαφορά. Το τονίζω, διότι pop / rock δημιουργοί είχαν παρουσιαστεί στο Παλαί
ντε Σπορ και πριν το ’72 (να μην το ξεχνάμε αυτό).
Καλόν είναι, επίσης, να θυμόμαστε πως το Φεστιβάλ εμφάνιζε συχνά μία προσαρμοστικότητα όσον αφορά στο ύφος των τραγουδιών που παρουσιάζονταν στη σκηνή του. Αρκεί να σκεφθούμε πως στην διοργάνωση του 1965 είχε μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη ολάκερο το νέο κύμα. Και δεν αναφέρομαι μόνον στο πρώτο βραβείο «Ήταν μεγάλη η νύχτα», ένα τραγούδι των Νότη Μαυρουδή & Γιάννη Κακουλίδη που είχε αποδώσει η Σούλα Μπιρμπίλη, αλλά και στις παρουσίες των Γιώργου Κοντογιώργου, Γιώργου Ζωγράφου, Αλέξη Γεωργίου, Λάκη Παππά, Καίτης Χωματά, Γιάννη Σπανού και Γιώργου Ρωμανού (ο ίδιος ο Ρωμανός δεν αποδέχεται τον όρο «νέο κύμα» για την τραγουδοποιία του, αλλά αυτό δεν είναι της στιγμής).
Το ίδιο δε, αν και σε μικρότερο βαθμό, παρατηρείται και το 1966 με τις συμμετοχές των Πάνου Σαββόπουλου, Μαίρης Δαλάκου, Πόπης Αστεριάδη και ξανά της Καίτης Χωματά.
Το 1967, μέσα στη δικτατορία πια, το Φεστιβάλ στρέφεται ξανά (και καταφανώς) προς το παλιομοδίτικο ελαφρό, χωρίς τούτο να σημαίνει πως δεν διαγωνίστηκαν (και) ωραία ελαφρά τραγούδια – το λέω, γιατί δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να μεμφθούμε τους χουντικούς επειδή μπορεί να γούσταραν την Άντζελα Ζήλεια φερ’ ειπείν και όχι τον Διονύση Σαββόπουλο. (Υπάρχουν άλλα πολύ σοβαρότερα ζητήματα για τα οποία τους μέμφθηκε η ιστορία –και όχι μόνον τους μέμφθηκε– και για τα οποία δικάστηκαν, καταδικάστηκαν και φυλακίστηκαν).
Περαιτέρω, από το 1968 έως το 1971 είναι εμφανής μία σχετική στροφή και προς τους πιο pop ή και pop ή και pop / rock καλλιτέχνες και δημιουργούς. Σημειώστε μερικά ονόματα:
Άλκης Κακαλιάγκος (μέλος των Olympians να υπενθυμίσω), Αλέκα Κανελλίδου, Νίκος Αντωνίου και Τέρης Χρυσός το 1968, Πάνος Κόκκινος, Πασχάλης, Τάμμυ και Μαίρη Αλεξοπούλου το 1969, Μενέλαος, Δάκης, Πάνος Κόκκινος, Τέρης Χρυσός, Μαρίνα και Γιώργος Ρωμανός το 1970, ξανά η Μαρίνα με το «Το τραίνο τώρα…» του Χάρη Βρουλή, ο Κώστας Γανωσέλης, ο Λάκης Σκαμάγκας και βεβαίως ο Πάνος Κόκκινος με τον… λυσσασμένο «Άνεμο» το 1971.
Θέλω να πω δηλαδή πως αυτό που αποκαλούμε ελληνικό ροκ (στην αποδεκτή ευρύτητά του – όχι το ελληνικό ροκ της… Κατοχής και του… Εμφυλίου) δεν ήταν απών από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τα χρόνια πριν το ’72. Το αν, τώρα, το 1972 εμφανίστηκαν για πρώτη φορά συγκροτήματα στη σκηνή του Αλεξάνδρειου αυτό θα πρέπει να το αναζητήσουμε στην επιτυχία που είχαν αρχίσει να απολαμβάνουν τα ελληνικά pop/rock γκρουπ –με πρώτους όλων τους Poll, και φυσικά τους Πελόμα Μποκιού–, τα οποία (γκρουπ) είχαν φθάσει να γίνονται ακόμη και εξώφυλλα στα οικογενειακά περιοδικά της εποχής. Π.χ. το τεύχος 129 του ΦΑΝΤΑΖΙΟ (17/8/1971) είχε εξώφυλλο τους Πελόμα Μποκιού με λεζάντα «Πελόμα Μποκιού: Ψυχή της ελληνικής ποπ», ενώ το τεύχος 173 του ιδίου περιοδικού (20/6/1972) είχε εξώφυλλο τους… Πολλ με ανάλογη λεζάντα «Πολλ: Η ελληνική ποπ μουσική θριαμβεύει».
Και αναφερόμαστε σε έγχρωμα εξώφυλλα των διαστάσεων του ΦΑΝΤΑΖΙΟ (ενός μοσχοπουλημένου οικογενειακού περιοδικού της εποχής) και όχι για μερικές κακοτυπωμένες Α/Μ σελιδούλες… Πράγμα που σήμαινε πως η ελληνική pop της περιόδου ήταν (πλήρως) αποδεκτή και ενσωματωμένη στην κοινωνία, ως κάτι που εξέφραζε, πλέον, ένα σεβαστό (νεανικό) κομμάτι της.
Έτσι, λοιπόν, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης δεν μπορούσε παρά να «ανοίξει» ακόμη περισσότερο στην πορεία, φιλοξενώντας στη σκηνή του κανονικά ελληνικά συγκροτήματα και όχι, απλώς, μεμονωμένους pop και rock συνθέτες (τον Γιώργο Ρωμανό ας πούμε), ή ποιητές της αμφισβήτησης όπως τον στιχουργό Δημήτρη Ιατρόπουλο (οι δυο τους, Ρωμανός και Ιατρόπουλος, είχαν γράψει τους «Αριθμούς», που είχε αποδώσει η Μαρίνα στην διοργάνωση του 1970).
Καλόν είναι, επίσης, να θυμόμαστε πως το Φεστιβάλ εμφάνιζε συχνά μία προσαρμοστικότητα όσον αφορά στο ύφος των τραγουδιών που παρουσιάζονταν στη σκηνή του. Αρκεί να σκεφθούμε πως στην διοργάνωση του 1965 είχε μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη ολάκερο το νέο κύμα. Και δεν αναφέρομαι μόνον στο πρώτο βραβείο «Ήταν μεγάλη η νύχτα», ένα τραγούδι των Νότη Μαυρουδή & Γιάννη Κακουλίδη που είχε αποδώσει η Σούλα Μπιρμπίλη, αλλά και στις παρουσίες των Γιώργου Κοντογιώργου, Γιώργου Ζωγράφου, Αλέξη Γεωργίου, Λάκη Παππά, Καίτης Χωματά, Γιάννη Σπανού και Γιώργου Ρωμανού (ο ίδιος ο Ρωμανός δεν αποδέχεται τον όρο «νέο κύμα» για την τραγουδοποιία του, αλλά αυτό δεν είναι της στιγμής).
Το ίδιο δε, αν και σε μικρότερο βαθμό, παρατηρείται και το 1966 με τις συμμετοχές των Πάνου Σαββόπουλου, Μαίρης Δαλάκου, Πόπης Αστεριάδη και ξανά της Καίτης Χωματά.
Το 1967, μέσα στη δικτατορία πια, το Φεστιβάλ στρέφεται ξανά (και καταφανώς) προς το παλιομοδίτικο ελαφρό, χωρίς τούτο να σημαίνει πως δεν διαγωνίστηκαν (και) ωραία ελαφρά τραγούδια – το λέω, γιατί δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να μεμφθούμε τους χουντικούς επειδή μπορεί να γούσταραν την Άντζελα Ζήλεια φερ’ ειπείν και όχι τον Διονύση Σαββόπουλο. (Υπάρχουν άλλα πολύ σοβαρότερα ζητήματα για τα οποία τους μέμφθηκε η ιστορία –και όχι μόνον τους μέμφθηκε– και για τα οποία δικάστηκαν, καταδικάστηκαν και φυλακίστηκαν).
Περαιτέρω, από το 1968 έως το 1971 είναι εμφανής μία σχετική στροφή και προς τους πιο pop ή και pop ή και pop / rock καλλιτέχνες και δημιουργούς. Σημειώστε μερικά ονόματα:
Άλκης Κακαλιάγκος (μέλος των Olympians να υπενθυμίσω), Αλέκα Κανελλίδου, Νίκος Αντωνίου και Τέρης Χρυσός το 1968, Πάνος Κόκκινος, Πασχάλης, Τάμμυ και Μαίρη Αλεξοπούλου το 1969, Μενέλαος, Δάκης, Πάνος Κόκκινος, Τέρης Χρυσός, Μαρίνα και Γιώργος Ρωμανός το 1970, ξανά η Μαρίνα με το «Το τραίνο τώρα…» του Χάρη Βρουλή, ο Κώστας Γανωσέλης, ο Λάκης Σκαμάγκας και βεβαίως ο Πάνος Κόκκινος με τον… λυσσασμένο «Άνεμο» το 1971.
Θέλω να πω δηλαδή πως αυτό που αποκαλούμε ελληνικό ροκ (στην αποδεκτή ευρύτητά του – όχι το ελληνικό ροκ της… Κατοχής και του… Εμφυλίου) δεν ήταν απών από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τα χρόνια πριν το ’72. Το αν, τώρα, το 1972 εμφανίστηκαν για πρώτη φορά συγκροτήματα στη σκηνή του Αλεξάνδρειου αυτό θα πρέπει να το αναζητήσουμε στην επιτυχία που είχαν αρχίσει να απολαμβάνουν τα ελληνικά pop/rock γκρουπ –με πρώτους όλων τους Poll, και φυσικά τους Πελόμα Μποκιού–, τα οποία (γκρουπ) είχαν φθάσει να γίνονται ακόμη και εξώφυλλα στα οικογενειακά περιοδικά της εποχής. Π.χ. το τεύχος 129 του ΦΑΝΤΑΖΙΟ (17/8/1971) είχε εξώφυλλο τους Πελόμα Μποκιού με λεζάντα «Πελόμα Μποκιού: Ψυχή της ελληνικής ποπ», ενώ το τεύχος 173 του ιδίου περιοδικού (20/6/1972) είχε εξώφυλλο τους… Πολλ με ανάλογη λεζάντα «Πολλ: Η ελληνική ποπ μουσική θριαμβεύει».
Και αναφερόμαστε σε έγχρωμα εξώφυλλα των διαστάσεων του ΦΑΝΤΑΖΙΟ (ενός μοσχοπουλημένου οικογενειακού περιοδικού της εποχής) και όχι για μερικές κακοτυπωμένες Α/Μ σελιδούλες… Πράγμα που σήμαινε πως η ελληνική pop της περιόδου ήταν (πλήρως) αποδεκτή και ενσωματωμένη στην κοινωνία, ως κάτι που εξέφραζε, πλέον, ένα σεβαστό (νεανικό) κομμάτι της.
Έτσι, λοιπόν, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης δεν μπορούσε παρά να «ανοίξει» ακόμη περισσότερο στην πορεία, φιλοξενώντας στη σκηνή του κανονικά ελληνικά συγκροτήματα και όχι, απλώς, μεμονωμένους pop και rock συνθέτες (τον Γιώργο Ρωμανό ας πούμε), ή ποιητές της αμφισβήτησης όπως τον στιχουργό Δημήτρη Ιατρόπουλο (οι δυο τους, Ρωμανός και Ιατρόπουλος, είχαν γράψει τους «Αριθμούς», που είχε αποδώσει η Μαρίνα στην διοργάνωση του 1970).
Η αφίσα του Φεστιβάλ (από το blog «Φεστιβάλ
Τραγουδιού Θεσσαλονίκης» του Λευτέρη Κογκαλίδη)
|
Ο γνωστός φαντασιόπληκτος Μανώλης Νταλούκας, που εξακολουθεί
να καταφέρεται εναντίον μου άνευ λόγου και αιτίας (έστω και με καθυστέρηση
πληροφορούμαι τα καθέκαστα), σε άρθρο του της 11/10/2013 γράφει:
«Το 11ο Φεστιβάλ τραγουδιού, είχε ανακοινώσει ότι για πρώτη φορά, θα επιτρεπόταν να λάβουν μέρος και συγκροτήματα. Η ανακοίνωση, ήταν ένα δόλωμα, που ριχνόταν στα συγκροτήματα της ψυχεδελικής νεολαίας, από τα οποία, μερικά δυστυχώς, τσίμπησαν. Στην πραγματικότητα, η χούντα, ήθελε να δείξει ότι και η νεολαία στηρίζει την “Επανάσταση” (σ.σ. ουδέν αληθέστερον τούτου) και ταυτόχρονα, να υποβαθμίσει την ψυχεδέλεια, με ύπουλο τρόπο».
«Το 11ο Φεστιβάλ τραγουδιού, είχε ανακοινώσει ότι για πρώτη φορά, θα επιτρεπόταν να λάβουν μέρος και συγκροτήματα. Η ανακοίνωση, ήταν ένα δόλωμα, που ριχνόταν στα συγκροτήματα της ψυχεδελικής νεολαίας, από τα οποία, μερικά δυστυχώς, τσίμπησαν. Στην πραγματικότητα, η χούντα, ήθελε να δείξει ότι και η νεολαία στηρίζει την “Επανάσταση” (σ.σ. ουδέν αληθέστερον τούτου) και ταυτόχρονα, να υποβαθμίσει την ψυχεδέλεια, με ύπουλο τρόπο».
Ο άνθρωπος είναι γνωστό πλέον πως δεν παίζεται. Έχει ξεφύγει
εντελώς. Δεν τον προλαβαίνουμε… Έχει κατασκευάσει ένα απίστευτο μύθευμα
διαστρεβλωμένων απόψεων και φθηνής συνομωσιολογίας από το οποίον είναι αδύνατον
να βγει. (Αν και δεν καταβάλει ιδιαίτερες προσπάθειες. Απεναντίας, σκάβει
περισσότερο στον λάκκο που βουλιάζει).
Εδώ, λέμε, πως το πιο αγαπητό περιοδικό της ελληνικής οικογένειας, το ΦΑΝΤΑΖΙΟ (όχι κανένα… underground έντυπο δηλαδή στυλ Κούρου), έκανε εξώφυλλο τα συγκροτήματα της εποχής (ακόμη και τους… Ντηπ Περπλ είχε cover το Φαντάζιο στο τεύχος 197), την ώρα που η χουντική TV προέβαλλε, ανελλιπώς, όλα τα συγκροτήματα και μάλιστα με ειδικές μουσικές εκπομπές («Μουσικόραμα» –το πρώτο «Μουσικόραμα» με τον Ντάνο Λυγίζο–, «Δισκοθήκη για Νεολαία» με τους Νίκο Μαστοράκη/ Γωγώ Ατζολετάκη, «Στον Ρυθμό της Pop» πάλι με τον Λυγίζο…).
Κι ενώ αυτά συνέβαιναν εν έτει ’72, έρχεται τώρα ο Νταλούκας, 41 χρόνια μετά, να μας μιλήσει για… δολώματα, υποβαθμίσεις της ψυχεδέλειας και άλλες τινές ασυναρτησίες.
Φυσικά και η νεολαία (γενικώς, κι έτσι όπως τίθεται από τον μαρκουτσοφόρο δημοσιογράφο) στήριζε την «Επανάσταση». Γιατί αν εξαιρέσουμε την αριστερή νεολαία (και κυρίως την οργανωμένη αριστερή νεολαία), η οποία αντιστεκόταν με τον παράνομο Τύπο της, τις μπροσούρες, τις εκδόσεις κ.λπ., όλη η άλλη νεολαία έκανε «αντίσταση» μόνο με το μίνι, το μάξι, την καμπάνα και το μακρύ μαλλί (που είχαν άπαντα τις ευλογίες του καθεστώτος – θα τα πούμε άλλη φορά γι’ αυτά, γιατί και επ’ αυτών γράφει αρλούμπες ο Νταλούκας).
Τι «ψυχεδέλειες» και σαχλαμάρες; Οι χουντικοί τούς μόνους που είχαν κατά νου ήταν τους Αριστερούς. Εκείνους κυνηγούσαν, μπουντρούμιαζαν, ξυλοφόρτωναν, βασάνιζαν και δολοφονούσαν ανελλιπώς και σε όλη την επταετία. Τους υπολοίπους τούς είχανε χεσμένους. Τα συγκροτήματα εννοώ, και τους «ψυχεδελονεολαίους» που υποτίθεται ότι τα ακολουθούσαν.
Μπορεί, βεβαίως, και πότε-πότε, να έπεφτε και καμμιά ψιλή, αλλά αυτές (οι ψιλές) ήταν σαν τις φάπες του Κωνσταντάρα και του Σταυρίδη στον Τζανετάκο. Πατρικές… Δεν τους έκαναν φάλαγγα, ούτε τους έστελναν (τους «ψυχεδελονεολαίους» ντε) να «παραθερίσουν» στα ξερονήσια, επειδή άκουγαν Εξαδάκτυλο.
Και φυσικά η χούντα «καπέλωνε» το Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης (λογικό ήταν), αφού τούτο διοργανωνόταν εντός του πλαισίου της ΔΕΘ, τοποθετώντας έναν πρόεδρο, εκεί πέρα, ώστε να πει κι εκείνος το… ποίημά του. Και τι σήμαινε αυτό; Ότι έπρεπε να απολογηθεί ο Ρωμανός και ο Ιατρόπουλος επειδή ο ίδιος ή ένας ανάλογος πρόεδρος θα έλεγε αντίστοιχες βλακείες το 1970;
Ή μήπως θα έπρεπε να ζητήσουν «συγγνώμη» από τον ελληνικό λαό οι Shocking Blue, o Little Tony, ο Rocky Roberts, ο Marcos Valle, η Natalie Cole και τόσοι άλλοι (όσοι ζουν ας το πράξουν έστω και τώρα ρε παιδί μου…), επειδή τραγούδησαν ή διαγωνίστηκαν στις Ολυμπιάδες Τραγουδιού;
Μήπως δεν θα έπρεπε και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, το 1970, να στείλει την Αναπαράσταση στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, επειδή ένας επίσης ανάλογος πρόεδρος θα έλεγε τις δικές του χουντοπαπαρίες; Τι αηδίες είναι αυτές που υποστηρίζει ο Νταλούκας; Εδώ, ακόμη και ο Σύγχρονος Κινηματογράφος (υπό τον Βασίλη Ραφαηλίδη κ.ά.), που υπαγόταν σημειωτέον (ως έντυπο), στο διαβόητο και ανόητο και χωρίς καμμία πρακτική εφαρμογή index της ΓΔΕΑ (Γενική Διεύθυνσις Εθνικής Ασφαλείας) με τα εκδοθέντα και κυκλοφορούντα κομμουνιστικά και αντικυβερνητικά βιβλία και περιοδικά, είχε ευχαριστήσει την, από τη χούντα διορισμένη, Οργανωτική Επιτροπή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου για τις δύο προσκλήσεις που είχε λάβει (ως περιοδικό) το 1970. Διαβάζω στο τεύχος 9-10 (Οκτώβριος-Νοέμβριος 70) του Σύγχρονου Κινηματογράφου:
«Η Οργανωτική Επιτροπή του Φεστιβάλ για πρώτη φορά φέτος δεν κάλεσε στη Θεσσαλονίκη κανένα περιοδικό εβδομαδιαίο ή μηνιαίο. Εξαίρεση έγινε μόνο για το δικό μας στο οποίο, μάλιστα, εστάλησαν δύο προσκλήσεις. Ο Σ.Κ. ευχαριστεί την Οργανωτική Επιτροπή και θεωρεί την τιμητική αυτή εξαίρεση σαν ένδειξη αναγνώρισης της δουλειάς του – παρόλο που ούτε οι στόχοι, ούτε οι επιδιώξεις μας ταυτίζονται μ’ αυτές ενός φεστιβάλ που σαν κύρια αποστολή έχει την “επίδειξη κινηματογραφικών προϊόντων” και την αξιολόγησή τους με κριτήρια όχι αμιγώς αισθητικά».
Κατά την εκτός τόπου και χρόνου συλλογιστική τού Νταλούκα ο αριστερός Ραφαηλίδης «τσίμπησε» από τις προσκλήσεις της Οργανωτικής Επιτροπής, με αποτέλεσμα η χούντα να απαξιώσει έκτοτε την… κριτική κινηματογράφου. Τι να κάνω, πείτε μου; Να πέσω στο Νείλο να με φάνε οι κροκόδειλοι; Να ψηφίσω ΔΗΜΑΡ στις επόμενες εκλογές; Ή, μήπως, να ξεκινήσω να διαβάζω Λένα Διβάνη;
Εδώ, λέμε, πως το πιο αγαπητό περιοδικό της ελληνικής οικογένειας, το ΦΑΝΤΑΖΙΟ (όχι κανένα… underground έντυπο δηλαδή στυλ Κούρου), έκανε εξώφυλλο τα συγκροτήματα της εποχής (ακόμη και τους… Ντηπ Περπλ είχε cover το Φαντάζιο στο τεύχος 197), την ώρα που η χουντική TV προέβαλλε, ανελλιπώς, όλα τα συγκροτήματα και μάλιστα με ειδικές μουσικές εκπομπές («Μουσικόραμα» –το πρώτο «Μουσικόραμα» με τον Ντάνο Λυγίζο–, «Δισκοθήκη για Νεολαία» με τους Νίκο Μαστοράκη/ Γωγώ Ατζολετάκη, «Στον Ρυθμό της Pop» πάλι με τον Λυγίζο…).
Κι ενώ αυτά συνέβαιναν εν έτει ’72, έρχεται τώρα ο Νταλούκας, 41 χρόνια μετά, να μας μιλήσει για… δολώματα, υποβαθμίσεις της ψυχεδέλειας και άλλες τινές ασυναρτησίες.
Φυσικά και η νεολαία (γενικώς, κι έτσι όπως τίθεται από τον μαρκουτσοφόρο δημοσιογράφο) στήριζε την «Επανάσταση». Γιατί αν εξαιρέσουμε την αριστερή νεολαία (και κυρίως την οργανωμένη αριστερή νεολαία), η οποία αντιστεκόταν με τον παράνομο Τύπο της, τις μπροσούρες, τις εκδόσεις κ.λπ., όλη η άλλη νεολαία έκανε «αντίσταση» μόνο με το μίνι, το μάξι, την καμπάνα και το μακρύ μαλλί (που είχαν άπαντα τις ευλογίες του καθεστώτος – θα τα πούμε άλλη φορά γι’ αυτά, γιατί και επ’ αυτών γράφει αρλούμπες ο Νταλούκας).
Τι «ψυχεδέλειες» και σαχλαμάρες; Οι χουντικοί τούς μόνους που είχαν κατά νου ήταν τους Αριστερούς. Εκείνους κυνηγούσαν, μπουντρούμιαζαν, ξυλοφόρτωναν, βασάνιζαν και δολοφονούσαν ανελλιπώς και σε όλη την επταετία. Τους υπολοίπους τούς είχανε χεσμένους. Τα συγκροτήματα εννοώ, και τους «ψυχεδελονεολαίους» που υποτίθεται ότι τα ακολουθούσαν.
Μπορεί, βεβαίως, και πότε-πότε, να έπεφτε και καμμιά ψιλή, αλλά αυτές (οι ψιλές) ήταν σαν τις φάπες του Κωνσταντάρα και του Σταυρίδη στον Τζανετάκο. Πατρικές… Δεν τους έκαναν φάλαγγα, ούτε τους έστελναν (τους «ψυχεδελονεολαίους» ντε) να «παραθερίσουν» στα ξερονήσια, επειδή άκουγαν Εξαδάκτυλο.
Και φυσικά η χούντα «καπέλωνε» το Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης (λογικό ήταν), αφού τούτο διοργανωνόταν εντός του πλαισίου της ΔΕΘ, τοποθετώντας έναν πρόεδρο, εκεί πέρα, ώστε να πει κι εκείνος το… ποίημά του. Και τι σήμαινε αυτό; Ότι έπρεπε να απολογηθεί ο Ρωμανός και ο Ιατρόπουλος επειδή ο ίδιος ή ένας ανάλογος πρόεδρος θα έλεγε αντίστοιχες βλακείες το 1970;
Ή μήπως θα έπρεπε να ζητήσουν «συγγνώμη» από τον ελληνικό λαό οι Shocking Blue, o Little Tony, ο Rocky Roberts, ο Marcos Valle, η Natalie Cole και τόσοι άλλοι (όσοι ζουν ας το πράξουν έστω και τώρα ρε παιδί μου…), επειδή τραγούδησαν ή διαγωνίστηκαν στις Ολυμπιάδες Τραγουδιού;
Μήπως δεν θα έπρεπε και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, το 1970, να στείλει την Αναπαράσταση στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, επειδή ένας επίσης ανάλογος πρόεδρος θα έλεγε τις δικές του χουντοπαπαρίες; Τι αηδίες είναι αυτές που υποστηρίζει ο Νταλούκας; Εδώ, ακόμη και ο Σύγχρονος Κινηματογράφος (υπό τον Βασίλη Ραφαηλίδη κ.ά.), που υπαγόταν σημειωτέον (ως έντυπο), στο διαβόητο και ανόητο και χωρίς καμμία πρακτική εφαρμογή index της ΓΔΕΑ (Γενική Διεύθυνσις Εθνικής Ασφαλείας) με τα εκδοθέντα και κυκλοφορούντα κομμουνιστικά και αντικυβερνητικά βιβλία και περιοδικά, είχε ευχαριστήσει την, από τη χούντα διορισμένη, Οργανωτική Επιτροπή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου για τις δύο προσκλήσεις που είχε λάβει (ως περιοδικό) το 1970. Διαβάζω στο τεύχος 9-10 (Οκτώβριος-Νοέμβριος 70) του Σύγχρονου Κινηματογράφου:
«Η Οργανωτική Επιτροπή του Φεστιβάλ για πρώτη φορά φέτος δεν κάλεσε στη Θεσσαλονίκη κανένα περιοδικό εβδομαδιαίο ή μηνιαίο. Εξαίρεση έγινε μόνο για το δικό μας στο οποίο, μάλιστα, εστάλησαν δύο προσκλήσεις. Ο Σ.Κ. ευχαριστεί την Οργανωτική Επιτροπή και θεωρεί την τιμητική αυτή εξαίρεση σαν ένδειξη αναγνώρισης της δουλειάς του – παρόλο που ούτε οι στόχοι, ούτε οι επιδιώξεις μας ταυτίζονται μ’ αυτές ενός φεστιβάλ που σαν κύρια αποστολή έχει την “επίδειξη κινηματογραφικών προϊόντων” και την αξιολόγησή τους με κριτήρια όχι αμιγώς αισθητικά».
Κατά την εκτός τόπου και χρόνου συλλογιστική τού Νταλούκα ο αριστερός Ραφαηλίδης «τσίμπησε» από τις προσκλήσεις της Οργανωτικής Επιτροπής, με αποτέλεσμα η χούντα να απαξιώσει έκτοτε την… κριτική κινηματογράφου. Τι να κάνω, πείτε μου; Να πέσω στο Νείλο να με φάνε οι κροκόδειλοι; Να ψηφίσω ΔΗΜΑΡ στις επόμενες εκλογές; Ή, μήπως, να ξεκινήσω να διαβάζω Λένα Διβάνη;
Όταν ο Νταλούκας λέει πως… «…ο οποιοσδήποτε συμμετείχε σε εκείνο το Φεστιβάλ Τραγουδιού, θα έπρεπε
να αναλάβει τις ευθύνες του. Ή θα έπρεπε να αποχωρήσει αμέσως, δηλώνοντας πως
δεν συμφωνούσε να τεθεί υπό τέτοια “αιγίδα” ή, αν παρέμενε, θα έπρεπε να δεχθεί
ότι de facto καπελωνόταν, και ότι φαινόταν να συμφωνεί με την χούντα. Τα
συγκροτήματα, επέδειξαν αφέλεια. Δεν ήξεραν, αλλά δεν φαντάζονταν το κόλπο;
Γεγονός είναι πως είδαν, το τυρί, αλλά όχι τη φάκα»… θα πρέπει κάποιος να του υπενθυμίσει
πως λέει αθεράπευτες βλακείες (όπως πάντα δηλαδή). Ρε, εδώ, ο κομμουνιστής
Ραφαηλίδης δεν επέστρεψε τις προσκλήσεις
(πράγμα πολύ πιο εύκολο και ανώδυνο – και καλώς έπραξε δηλαδή) και θα σήκωναν
μπαϊράκι οι Poll και οι
Νοστράδαμος, επειδή βρέθηκε ένας πρόεδρος μιας Οργανωτικής να πει δυο μαλακίες;
Και τι ήταν οι Poll;
Οργανωμένοι στην παράνομη ΚΝΕ ήταν, ή μήπως έπαιρναν γραμμή από τον Ρήγα Φεραίο;
Ένα μουσικό συγκρότημα πιτσιρικάδων ήταν, και μάλιστα εγώ θα έλεγα…
συντηρητικών καταβολών. (Να θυμίσω πως ο Τουρνάς υπήρξε –πολλά χρόνια αργότερα,
ok– υποψήφιος βουλευτής
με τη ΝΔ, ενώ ο Williams ήταν ο συνθέτης της «γαλάζιας γενιάς»).
Τιμώ και σέβομαι τους δύο μουσικούς – και δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα, εννοείται, με τις όποιες πολιτικές επιλογές τους. Για δε τον Τουρνά έχω τη γνώμη πως πρόκειται για έναν αξιολογότατο pop δημιουργό (κορυφαίο για τα εγχώρια δεδομένα), ενώ και τα τραγούδια τής «γαλάζιας γενιάς» είχαν, ακόμη κι εκείνα, δυνατό hook και τα ψιλο-ψιθυρίζαμε στα Πανεπιστήμια (ως… earworms) ακόμη κι εμείς που δεν ήμασταν Δεξιοί.
Και τέλος πάντων εγώ υπερασπίζομαι τον Τουρνά και τον Williams ακόμη και σε σχέση με το 1972 και την παρουσία τους στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ανεξαρτήτως από τι μπορεί να υποστηρίζουν οι ίδιοι 40 χρόνια μετά.
Τιμώ και σέβομαι τους δύο μουσικούς – και δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα, εννοείται, με τις όποιες πολιτικές επιλογές τους. Για δε τον Τουρνά έχω τη γνώμη πως πρόκειται για έναν αξιολογότατο pop δημιουργό (κορυφαίο για τα εγχώρια δεδομένα), ενώ και τα τραγούδια τής «γαλάζιας γενιάς» είχαν, ακόμη κι εκείνα, δυνατό hook και τα ψιλο-ψιθυρίζαμε στα Πανεπιστήμια (ως… earworms) ακόμη κι εμείς που δεν ήμασταν Δεξιοί.
Και τέλος πάντων εγώ υπερασπίζομαι τον Τουρνά και τον Williams ακόμη και σε σχέση με το 1972 και την παρουσία τους στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ανεξαρτήτως από τι μπορεί να υποστηρίζουν οι ίδιοι 40 χρόνια μετά.
Ο τραγελαφικός Μανώλης Νταλούκας για να δώσει τροφή στην
συνομωσιολογία του πλάθει και μιαν ιστορία πως τάχα, δήθεν, έφαγαν τους Poll στο
Φεστιβάλ. Προσέξτε τι γράφει:
«Το τραγούδι με το οποίο διαγωνίστηκαν οι Poll, ήταν το “Μολυβιές Φωτογραφίες”, σύνθεση Κ.Τουρνά και Ρ.Ουίλιαμς. Το εξαιρετικό αυτό τραγούδι, “πάτωσε” στην ψηφοφορία, και το συγκρότημα δεν προκρίθηκε στην τελική βραδιά. Η απαξίωση. Οι χουντικοί εγκέφαλοι, πέτυχαν: πέρασαν το μήνυμα ότι ακόμα και συγκροτήματα της ψυχεδελικής νεολαίας, συμμετείχαν στο Φεστιβάλ που πραγματοποιούταν χάρη στο “Εθνοσωτήριο” έργο της “Επανάστασης”. Αυτό ήθελαν. Να αφήσουν να εννοηθεί μια νεανική υποστήριξη. Μετά, και αφού χρησιμοποίησαν τα συγκροτήματα, για έναν τέτοιο συμβολισμό, έπρεπε να τα απαξιώσουν ως προς το περιεχόμενο, περνώντας τα, από το σύστημα αξιολόγησης(…) Ιδιαίτερα τους Poll τους εξευτέλισαν, βγάζοντάς τους τελευταίους και αποκλείοντάς τους από την τελική βραδιά. Ήταν αναμενόμενο. Μπορούσαν ποτέ οι χουντικοί, να τιμήσουν ένα συγκρότημα που διέδιδε το περιστέρι της Ειρήνης και είχε το όνομα Εκλογές; Όχι. Έπρεπε να τιμωρηθούν και τιμωρήθηκαν, αλλά το ερώτημα είναι, τι διάολο ζητούσαν οι Poll, σε ένα τέτοιο χουντικό πανηγύρι...».
«Το τραγούδι με το οποίο διαγωνίστηκαν οι Poll, ήταν το “Μολυβιές Φωτογραφίες”, σύνθεση Κ.Τουρνά και Ρ.Ουίλιαμς. Το εξαιρετικό αυτό τραγούδι, “πάτωσε” στην ψηφοφορία, και το συγκρότημα δεν προκρίθηκε στην τελική βραδιά. Η απαξίωση. Οι χουντικοί εγκέφαλοι, πέτυχαν: πέρασαν το μήνυμα ότι ακόμα και συγκροτήματα της ψυχεδελικής νεολαίας, συμμετείχαν στο Φεστιβάλ που πραγματοποιούταν χάρη στο “Εθνοσωτήριο” έργο της “Επανάστασης”. Αυτό ήθελαν. Να αφήσουν να εννοηθεί μια νεανική υποστήριξη. Μετά, και αφού χρησιμοποίησαν τα συγκροτήματα, για έναν τέτοιο συμβολισμό, έπρεπε να τα απαξιώσουν ως προς το περιεχόμενο, περνώντας τα, από το σύστημα αξιολόγησης(…) Ιδιαίτερα τους Poll τους εξευτέλισαν, βγάζοντάς τους τελευταίους και αποκλείοντάς τους από την τελική βραδιά. Ήταν αναμενόμενο. Μπορούσαν ποτέ οι χουντικοί, να τιμήσουν ένα συγκρότημα που διέδιδε το περιστέρι της Ειρήνης και είχε το όνομα Εκλογές; Όχι. Έπρεπε να τιμωρηθούν και τιμωρήθηκαν, αλλά το ερώτημα είναι, τι διάολο ζητούσαν οι Poll, σε ένα τέτοιο χουντικό πανηγύρι...».
Τα πράγματα φυσικά δεν ήταν καθόλου έτσι. Ο Νταλούκας λέει
βλακείες. Κοινώς ό,τι του κατέβει. Έχει καταντήσει χειρότερος και από τον… Erich von Däniken,
ο οποίος πρώτα δεχόταν την ύπαρξη των εξωγήινων και κατόπιν επιχειρούσε να
στρέψει εκείνα που ανακάλυπτε προς επιβεβαίωση των πιστεύω του. Έτσι και ο…
παραμυθοϊστορικός της ελληνικής νεολαίας. Έχει φτιάξει μία εντελώς φανταστική
βάση, ένα παραμύθι –πως η χούντα κυνηγούσε την ανύπαρκτη «ψυχεδελική νεολαία»
(ανύπαρκτη, γιατί μόνο αυτός την αποκαλεί έτσι)– και προσπαθεί να στηρίξει
αυτήν την εικοτολογία φανταζόμενος οτιδήποτε και κυρίως διαστρεβλώνοντας την
αλήθεια. Από το να δίνουμε βάση λοιπόν στις μπούρδες του Νταλούκα, ας
ξανακούσουμε τις «Μολυβιές φωτογραφίες» και κυρίως ας δούμε τι έγραφε ο Κώστας
Τουρνάς (το 1975) για όλα αυτά…
Κατ’ αρχάς να πω –κι αυτή είναι η προσωπική μου γνώμη– πως
οι «Μολυβιές φωτογραφίες» είναι ένα από τα πιο αδιάφορα και ανέμπνευστα
τραγούδια των Poll. Για
να μην πω το πιο αδιάφορο. Διαφωνώ εντελώς δηλαδή με τον Νταλούκα που το
βρίσκει «εξαιρετικό». Δηλαδή αν ήταν «εξαιρετικές» οι «Μολυβιές φωτογραφίες»
τότε τι ήταν το «Στην πηγή μια κοπέλλα»;
Για την παρουσία δε του τραγουδιού στη Θεσσαλονίκη (όταν το γκρουπ ήταν κατ’ ουσίαν διαλυμένο) τα λέει αναλυτικώς ο Τουρνάς στην ιστορία των Poll που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην Μανίνα το 1975 και επανεξέδωσε η Anazitisi Records, ως Poll/ Η αρχή και το τέλος, πριν μερικά χρόνια. Και τι γράφει ο Τουρνάς (οι εμφάσεις δικές μου) ω αστοιχείωτε Νταλούκα; Τα ακόλουθα:
«Γεμάτοι τρακ και με σωρό τεχνικά προβλήματα, την πρώτη βραδιά του Φεστιβάλ παίξαμε τις “Μολυβιές φωτογραφίες”. Τραγουδούσε ο Ρόμπερτ και έκανα δεύτερη φωνή εγώ. Παίζαμε κιθάρα ο Ρόμπερτ κι εγώ. Ο Μίκης (Μίχος) μπάσο, ο Κώστας (Παπαϊωάννου) ντραμς και ο Άρης (Τασούλης) πιάνο. Το δυσκολότερο όλων μας ήταν το συγκρότημα να συγχρονιστεί με την ορχήστρα. Και λέω ήταν μεγάλο πρόβλημα γιατί η απόσταση από το σημείο που έπαιζε το συγκρότημα, μέχρι εκεί που ήταν η ορχήστρα ήταν περίπου 20 μέτρα. Πάρα πολύ μεγάλη απόσταση μέσα στο χαώδες και με τεράστια αντήχηση Παλαί Ντε Σπορ, για να μπορέσεις να συγχρονίσεις τόσο πολλούς μουσικούς. Παρ’ όλα αυτά, το κομμάτι την πρώτη φορά παίχτηκε καλά. Ενώ την δεύτερη χειρότερα, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος. Δεν μας εξασφάλισε καμιά πρόκριση, καμιά θέση. Ας είναι όμως. Το γκρουπ δεν είχε μέλλον, ούτως ή άλλως. Ίσως και επειδή τα ξέραμε αυτά. Ίσως αυτό να ήταν και ο λόγος, που αντιμετωπίσαμε εκείνη μας την εκδήλωση με κάποια προχειρότητα».
Για την παρουσία δε του τραγουδιού στη Θεσσαλονίκη (όταν το γκρουπ ήταν κατ’ ουσίαν διαλυμένο) τα λέει αναλυτικώς ο Τουρνάς στην ιστορία των Poll που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην Μανίνα το 1975 και επανεξέδωσε η Anazitisi Records, ως Poll/ Η αρχή και το τέλος, πριν μερικά χρόνια. Και τι γράφει ο Τουρνάς (οι εμφάσεις δικές μου) ω αστοιχείωτε Νταλούκα; Τα ακόλουθα:
«Γεμάτοι τρακ και με σωρό τεχνικά προβλήματα, την πρώτη βραδιά του Φεστιβάλ παίξαμε τις “Μολυβιές φωτογραφίες”. Τραγουδούσε ο Ρόμπερτ και έκανα δεύτερη φωνή εγώ. Παίζαμε κιθάρα ο Ρόμπερτ κι εγώ. Ο Μίκης (Μίχος) μπάσο, ο Κώστας (Παπαϊωάννου) ντραμς και ο Άρης (Τασούλης) πιάνο. Το δυσκολότερο όλων μας ήταν το συγκρότημα να συγχρονιστεί με την ορχήστρα. Και λέω ήταν μεγάλο πρόβλημα γιατί η απόσταση από το σημείο που έπαιζε το συγκρότημα, μέχρι εκεί που ήταν η ορχήστρα ήταν περίπου 20 μέτρα. Πάρα πολύ μεγάλη απόσταση μέσα στο χαώδες και με τεράστια αντήχηση Παλαί Ντε Σπορ, για να μπορέσεις να συγχρονίσεις τόσο πολλούς μουσικούς. Παρ’ όλα αυτά, το κομμάτι την πρώτη φορά παίχτηκε καλά. Ενώ την δεύτερη χειρότερα, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος. Δεν μας εξασφάλισε καμιά πρόκριση, καμιά θέση. Ας είναι όμως. Το γκρουπ δεν είχε μέλλον, ούτως ή άλλως. Ίσως και επειδή τα ξέραμε αυτά. Ίσως αυτό να ήταν και ο λόγος, που αντιμετωπίσαμε εκείνη μας την εκδήλωση με κάποια προχειρότητα».
Μην λάβετε υπ’ όψιν τη δική μου γνώμη, πως οι «Μολυβιές
φωτογραφίες» ήταν το πιο αδιάφορο τραγούδι των Poll, πάρτε και συγκρίνετε όσα λέει ο
Τουρνάς (που μιλάει για τρακ, τεχνικά προβλήματα, δυσκολία συγχρονισμού,
προχειρότητα κ.λπ.), με όσα λέει ο Νταλούκας (περί χουντικών εγκεφάλων που έθαψαν το τραγούδι, περί εξευτελισμού, περί
τιμωρίας του συγκροτήματος και άλλες
τινές γελοιότητες). Ποιον να πιστέψουμε; Τον Τουρνά, που γράφει όσα γράφει το
1975, επί Μεταπολίτευσης δηλαδή (όταν δεν θα είχε κανένα πρόβλημα ο άνθρωπος να
πει πως… τους Poll τους
είχε θάψει το καθεστώς, αν εκείνο είχε συμβεί), ή τον Νταλούκα ο οποίος το 2013
ως άλλος επιθεωρητής Κλουζώ (και όμως είναι ακόμη πιο γκαφατζής!) «ανακαλύπτει»
πως πίσω από το όνομα Poll οι χουντικοί έβλεπαν κάποιους που ζητούσαν εκλογές κι
ήθελαν, γι’ αυτό, να τους τιμωρήσουν; (Ψόφησα στα γέλια ).
Ας πω, ακόμη, πως η λέξη poll σημαίνει ψηφοφορία και όχι εκλογές, αφού οι Άγγλοι για τις εκλογές έχουν άλλη λέξη. Υπάρχει μια διαφορά… Και ο Νταλούκας αν μπορεί ας το σκεφθεί. Καθότι η χούντα έκανε ψηφοφορίες, π.χ. δημοψηφίσματα, αλλά όχι και εκλογές.
Ας πω, ακόμη, πως η λέξη poll σημαίνει ψηφοφορία και όχι εκλογές, αφού οι Άγγλοι για τις εκλογές έχουν άλλη λέξη. Υπάρχει μια διαφορά… Και ο Νταλούκας αν μπορεί ας το σκεφθεί. Καθότι η χούντα έκανε ψηφοφορίες, π.χ. δημοψηφίσματα, αλλά όχι και εκλογές.
Παρακάτω ο… ιστορικός μας τα χώνει στην Κριτική Επιτροπή του
Φεστιβάλ –βραβεύτηκαν το «Αν ήμουν πλούσιος» (Δώρος Γεωργιάδης - Σώτια Τσώτου),
η «Αγια-Σοφιά» (Γιώργος Λημνιός - Νίκος Ελληναίος) και το «Γύρνα πίσω Αποστόλη»
(Γιώργος Κριμιζάκης - Γιάννης Κακουλίδης)– λέγοντας κουταμάρες.
Για το «Αν ήμουν πλούσιος» γράφει πως «εκθείαζε τον αστυνόμο που κάνει το καθήκον του ακόμα μες στο ξεροβόρι»! Αν είναι αυτό το νόημα του τραγουδιού, τότε εγώ να πέσω, τώρα, από το μπαλκόνι μου… να σκο-τω-θώ.
Για δε τα «Αγια-Σοφιά» και «Γύρνα πίσω Αποστόλη» γράφει πως και τα δύο τραγούδια «περνούσαν το όνειρο να πάρουμε πάλι την Αγια-Σοφιά και αντανακλούσαν έντεχνα, Βυζάντιο, και Εθνικισμό». Γεια σου αναλυτή μου εσύ! Τρανέ διαφωτιστή!
Αμφότερα τα κομμάτια υπάρχουν στο YouTube, μπορεί να τ’ ακούσει ο καθείς και να βγάλει τα συμπεράσματά του. Και αν η «Αγια-Σοφιά» είναι πλημμυρισμένη στην εθνικοπατριωτική λιγούρα, το «Γύρνα πίσω Αποστόλη» κινείται σε αντιδιαμετρική κατεύθυνση! Ο Νταλούκας ή δεν έχει ακούσει το τραγούδι (όταν το έχουν ακούσει όλοι οι τουρίστες που πάτησαν στην Ελλάδα τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, αφού έχει μπει σε άπειρα τουριστικά compilations), ή είναι απρόσεκτος (οπότε τον… συγχωρώ), ή είναι τόσο βλάκας που δεν ξεχωρίζει το βουνό από την πεδιάδα (σ’ αυτή την περίπτωση δεν μπορώ να κάνω τίποτα).
Το «Γύρνα πίσω Αποστόλη» γραμμένο από τον Γιάννη Κακουλίδη (Νεολαία Λαμπράκη, ΕΔΑ κλπ.) απαντά κατ’ ουσίαν στην «Αγια-Σοφιά». Τι λέει το τραγούδι;
«Του παππού το καριοφίλι/ κρέμασες στον ώμο/ κι όλο αναρωτιόσουνα/ αν παίρνει φωτιά. Σ’ ένα χάρτη χάραξες/ χάραξες το δρόμο/ που τραβάει ίσια/ στην Αγια-Σοφιά. Γύρνα πίσω Αποστόλη/ δυο ανθρώποι όλοι κι όλοι/ δεν την παίρνουνε την Πόλη».
Ποιο είναι το νόημα; Αποστόλη, άσε τις αηδίες με τα καριοφίλια και τις Αγιασοφιές και κοίτα να δεις τι θα κάνεις, γιατί υπάρχουν άλλα πολύ σοβαρότερα ζητήματα για ν’ ασχοληθείς. Αντιδικτατορικό μήνυμα κουβαλούσε κι ένα άλλο τραγούδι του Φεστιβάλ ’72, το «Ας πούμε» του Γιώργου Γεωργιάδη, που είχε τραγουδήσει η Ρένα Κουμιώτη. Οι στίχοι:
«Ας πούμε πως καθώς προσμένουμε μιαν αυγή/ δεν θα ’ναι γκρίζα η πρώτη αχτίδα που θα βγει. Και θα ’ρθει να γελάσει πλάι στο παραθύρι/ καθώς θα πιούμε το στερνό πικρό ποτήρι».
Αν το ακούσει αυτό ο Νταλούκας (υπάρχει στο YouTube) μπορεί και να μας πει ότι μιλάει για τον… αποκλεισμό του Ολυμπιακού από την Τότεναμ το 1972. Μιλάμε για πολλά γέλια…
Για το «Αν ήμουν πλούσιος» γράφει πως «εκθείαζε τον αστυνόμο που κάνει το καθήκον του ακόμα μες στο ξεροβόρι»! Αν είναι αυτό το νόημα του τραγουδιού, τότε εγώ να πέσω, τώρα, από το μπαλκόνι μου… να σκο-τω-θώ.
Για δε τα «Αγια-Σοφιά» και «Γύρνα πίσω Αποστόλη» γράφει πως και τα δύο τραγούδια «περνούσαν το όνειρο να πάρουμε πάλι την Αγια-Σοφιά και αντανακλούσαν έντεχνα, Βυζάντιο, και Εθνικισμό». Γεια σου αναλυτή μου εσύ! Τρανέ διαφωτιστή!
Αμφότερα τα κομμάτια υπάρχουν στο YouTube, μπορεί να τ’ ακούσει ο καθείς και να βγάλει τα συμπεράσματά του. Και αν η «Αγια-Σοφιά» είναι πλημμυρισμένη στην εθνικοπατριωτική λιγούρα, το «Γύρνα πίσω Αποστόλη» κινείται σε αντιδιαμετρική κατεύθυνση! Ο Νταλούκας ή δεν έχει ακούσει το τραγούδι (όταν το έχουν ακούσει όλοι οι τουρίστες που πάτησαν στην Ελλάδα τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, αφού έχει μπει σε άπειρα τουριστικά compilations), ή είναι απρόσεκτος (οπότε τον… συγχωρώ), ή είναι τόσο βλάκας που δεν ξεχωρίζει το βουνό από την πεδιάδα (σ’ αυτή την περίπτωση δεν μπορώ να κάνω τίποτα).
Το «Γύρνα πίσω Αποστόλη» γραμμένο από τον Γιάννη Κακουλίδη (Νεολαία Λαμπράκη, ΕΔΑ κλπ.) απαντά κατ’ ουσίαν στην «Αγια-Σοφιά». Τι λέει το τραγούδι;
«Του παππού το καριοφίλι/ κρέμασες στον ώμο/ κι όλο αναρωτιόσουνα/ αν παίρνει φωτιά. Σ’ ένα χάρτη χάραξες/ χάραξες το δρόμο/ που τραβάει ίσια/ στην Αγια-Σοφιά. Γύρνα πίσω Αποστόλη/ δυο ανθρώποι όλοι κι όλοι/ δεν την παίρνουνε την Πόλη».
Ποιο είναι το νόημα; Αποστόλη, άσε τις αηδίες με τα καριοφίλια και τις Αγιασοφιές και κοίτα να δεις τι θα κάνεις, γιατί υπάρχουν άλλα πολύ σοβαρότερα ζητήματα για ν’ ασχοληθείς. Αντιδικτατορικό μήνυμα κουβαλούσε κι ένα άλλο τραγούδι του Φεστιβάλ ’72, το «Ας πούμε» του Γιώργου Γεωργιάδη, που είχε τραγουδήσει η Ρένα Κουμιώτη. Οι στίχοι:
«Ας πούμε πως καθώς προσμένουμε μιαν αυγή/ δεν θα ’ναι γκρίζα η πρώτη αχτίδα που θα βγει. Και θα ’ρθει να γελάσει πλάι στο παραθύρι/ καθώς θα πιούμε το στερνό πικρό ποτήρι».
Αν το ακούσει αυτό ο Νταλούκας (υπάρχει στο YouTube) μπορεί και να μας πει ότι μιλάει για τον… αποκλεισμό του Ολυμπιακού από την Τότεναμ το 1972. Μιλάμε για πολλά γέλια…
Οι Νοστράδαμος στη σκηνή του Παλαί ντε Σπορ. Φωτογραφία από τα Επίκαιρα. |
Και πώς καταλήγει ο… ιστορικός μας; Πως, μ’ εκείνα και με τ’
άλλα, οι ψηφοφόροι «έθαψαν τα τραγούδια
των ψυχεδελικών συγκροτημάτων».
Να υπενθυμίσω, ή μάλλον να πω, πως στο Ενδέκατο Φεστιβάλ Τραγουδιού (το 1972) διαγωνίζονταν οι Faces με το
τραγούδι «Να γελάς, να τραγουδάς», οι Poll με τις «Μολυβιές φωτογραφίες», οι Νοστράδαμος με το «Δος μου
το χέρι σου» και οι Blue Birds με τον «Ξύλινο σταυρό». Κι εδώ τα πράγματα δεν είναι έτσι
όπως τα λέει ο Νταλούκας, ο οποίος αποκρύβει και διαστρεβλώνει πληροφορίες για
να υποστηρίξει τις ασυναρτησίες του. Ναι, έχει φθάσει σε τέτοιο σημείο.
Η Κριτική Επιτροπή, από τη στιγμή, λέω εγώ, που είχε δώσει
το δικαίωμα να εμφανισθούν και συγκροτήματα στη σκηνή του Παλαί ντε Σπορ θα
έπρεπε να βραβεύσει κάποιο από αυτά, ώστε να αιτιολογήσει την απόφασή της (έτσι
θα ήταν το «σωστό» δηλαδή). Θα έπρεπε, εν ολίγοις, να βρισκόταν ένας τρόπος
ώστε το καλύτερο από τα τραγούδια των συγκροτημάτων να βραβευόταν. Και όντως.
Το καλύτερο (και με διαφορά) από τα τέσσερα τραγούδια, το «Δος μου το χέρι σου»
των Νοστράδαμος, πήρε Βραβείο Ερμηνείας
και Πρωτοεμφανιζομένου Συνθέτη. Αυτό ο Νταλούκας δεν το λέει καθαρά,
μπουρδουκλώνοντάς το, προκειμένου να προωθήσει την δολιότητα των επιχειρημάτων
του πως η χούντα, τάχα, κυνηγούσε την «ψυχεδελονεολαία». Φυσικά, συνέβη ακριβώς
το αντίθετο. Τιμήθηκε το καλύτερο τραγούδι των συγκροτημάτων! Προσέξτε φίλοι
μου, προσέξτε τι γράφει το άτομο…
«Όταν ανακοινώθηκαν τα “βραβεία”, κάποιοι δημοσιογράφοι θέλησαν να διαμαρτυρηθούν απέναντι σε αυτή τη φάρσα. Θέλησαν λοιπόν να δώσουν και αυτοί, σαν δημοσιογραφικό σώμα, τα δικά τους βραβεία. Αγνόησαν εντελώς και τα τρία “πρώτα βραβεία” που έδινε η χούντα. Και τίμησαν τους συντελεστές του τραγουδιού που είπε η Καίτη Χωματά και τους Νοστράδαμος. Θα έδιναν βραβείο και στους Poll, αναμφίβολα, αλλά οι Poll, είχαν αποκλειστεί τόσο αυστηρά που θα δημιουργούσαν θέμα ανοιχτής κόντρας στην τελική φάση».
Έτσι όπως εμφανίζει τα πράγματα ο ύπουλος κονδηλοφόρος είναι σαν να μας λέει, πως κάποιοι «αντιστασιακοί» δημοσιογράφοι ξαφνικά και καθώς πληροφορούνταν τα επίσημα αποτελέσματα πήγαν κόντρα στη… χουντική γραμμή και απένειμαν τα δικά τους βραβεία, γράφοντας στα παλιά τους τα παπούτσια την Οργανωτική Επιτροπή.
Ποιοι ήταν αυτοί οι «κάποιοι δημοσιογράφοι», που θέλησαν να αντιπαρατεθούν στα βραβεία «που έδινε η χούντα»; Γιατί δεν μας τους αποκαλύπτει ο… ερευνητής μας; Γιατί, έτσι όπως το αφήνει ασαφές, μπορεί να νομίζει ο καθείς πως αυτοί οι δημοσιογράφοι δούλευαν, ξέρω ’γω, στον παράνομο Ριζοσπάστη ή στους τροτσκιστικούς Νέους Στόχους, ψάχνοντας έτσι άλλη μιαν ευκαιρία ώστε να την βγουν στο καθεστώς.
Σας πληροφορώ λοιπόν πως οι… «κάποιοι δημοσιογράφοι» ήταν οι δημοσιογράφοι του… χουντικού ΕΙΡΤ!! (Βλ. εφημερίδα Μακεδονία της 23/9/1972 από το ψηφιακό αρχείο της, το περιοδικό Επίκαιρα, τεύχος 218, 6-12/10/1972, σελ.92 κ.λπ.).
Αυτοί λοιπόν οι δημοσιογράφοι, οι οποίοι σε άμεση συνεννόηση με την Οργανωτική Επιτροπή (όχι όσον αφορά στα αποτελέσματα… αναγκαστικώς, αλλά όσον αφορά στην νομιμότητα και το επίσημον του πράγματος) απένειμαν Πρώτο Βραβείο στον Καλύτερο Πρωτοεμφανιζόμενο Συνθέτη Στέλιο Φωτιάδη (μέλος των Νοστράδαμος), Δεύτερο Βραβείο στον Καλύτερο Πρωτοεμφανιζόμενο Στιχουργό Δημήτρη Κωνσταντάρα (για το τραγούδι του «Στην Οδό Σταδίου», που είχε αποδώσει η Καίτη Χωματά) και Τέταρτο Βραβείο στο συγκρότημα Νοστράδαμος για την Ερμηνεία του στο «Δος μου το χέρι σου».
(Φυσικά, τα βραβεία του… χουντικού ΕΙΡΤ δεν θα μπορούσε να ήταν τα ίδια με τα βραβεία της… χουντικής Οργανωτικής Επιτροπής – δεν θα είχε νόημα δηλαδή. Έπρεπε να προστατευθεί ο… πλουραλισμός, ώστε να μην μείνει κανείς παραπονούμενος). Το ότι η βράβευση των δημοσιογράφων του… χουντικού ΕΙΡΤ ήταν επίσημη, υπό το φως των προβολέων τού Φεστιβάλ και φυσικά υπό την έγκριση της... χουντικής Οργανωτικής Επιτροπής αποδεικνύεται από το γεγονός πως αυτή-ταύτη η απονομή συνέβη στο Παλαί ντε Σπορ (και όχι σε κάποια αντιστασιακή γιάφκα), παρουσία του Άλκη Στέα, φυσικά των βραβευθέντων και βεβαίως των φωτογράφων (για κακή τύχη του Νταλούκα) που απαθανάτισαν τη σχετική σκηνή. Μαρτυρά με τρόπο αδιάσειστο η σχετική πόζα (δανεισμένη από το site του Δημήτρη Κωνσταντάρα).
«Όταν ανακοινώθηκαν τα “βραβεία”, κάποιοι δημοσιογράφοι θέλησαν να διαμαρτυρηθούν απέναντι σε αυτή τη φάρσα. Θέλησαν λοιπόν να δώσουν και αυτοί, σαν δημοσιογραφικό σώμα, τα δικά τους βραβεία. Αγνόησαν εντελώς και τα τρία “πρώτα βραβεία” που έδινε η χούντα. Και τίμησαν τους συντελεστές του τραγουδιού που είπε η Καίτη Χωματά και τους Νοστράδαμος. Θα έδιναν βραβείο και στους Poll, αναμφίβολα, αλλά οι Poll, είχαν αποκλειστεί τόσο αυστηρά που θα δημιουργούσαν θέμα ανοιχτής κόντρας στην τελική φάση».
Έτσι όπως εμφανίζει τα πράγματα ο ύπουλος κονδηλοφόρος είναι σαν να μας λέει, πως κάποιοι «αντιστασιακοί» δημοσιογράφοι ξαφνικά και καθώς πληροφορούνταν τα επίσημα αποτελέσματα πήγαν κόντρα στη… χουντική γραμμή και απένειμαν τα δικά τους βραβεία, γράφοντας στα παλιά τους τα παπούτσια την Οργανωτική Επιτροπή.
Ποιοι ήταν αυτοί οι «κάποιοι δημοσιογράφοι», που θέλησαν να αντιπαρατεθούν στα βραβεία «που έδινε η χούντα»; Γιατί δεν μας τους αποκαλύπτει ο… ερευνητής μας; Γιατί, έτσι όπως το αφήνει ασαφές, μπορεί να νομίζει ο καθείς πως αυτοί οι δημοσιογράφοι δούλευαν, ξέρω ’γω, στον παράνομο Ριζοσπάστη ή στους τροτσκιστικούς Νέους Στόχους, ψάχνοντας έτσι άλλη μιαν ευκαιρία ώστε να την βγουν στο καθεστώς.
Σας πληροφορώ λοιπόν πως οι… «κάποιοι δημοσιογράφοι» ήταν οι δημοσιογράφοι του… χουντικού ΕΙΡΤ!! (Βλ. εφημερίδα Μακεδονία της 23/9/1972 από το ψηφιακό αρχείο της, το περιοδικό Επίκαιρα, τεύχος 218, 6-12/10/1972, σελ.92 κ.λπ.).
Αυτοί λοιπόν οι δημοσιογράφοι, οι οποίοι σε άμεση συνεννόηση με την Οργανωτική Επιτροπή (όχι όσον αφορά στα αποτελέσματα… αναγκαστικώς, αλλά όσον αφορά στην νομιμότητα και το επίσημον του πράγματος) απένειμαν Πρώτο Βραβείο στον Καλύτερο Πρωτοεμφανιζόμενο Συνθέτη Στέλιο Φωτιάδη (μέλος των Νοστράδαμος), Δεύτερο Βραβείο στον Καλύτερο Πρωτοεμφανιζόμενο Στιχουργό Δημήτρη Κωνσταντάρα (για το τραγούδι του «Στην Οδό Σταδίου», που είχε αποδώσει η Καίτη Χωματά) και Τέταρτο Βραβείο στο συγκρότημα Νοστράδαμος για την Ερμηνεία του στο «Δος μου το χέρι σου».
(Φυσικά, τα βραβεία του… χουντικού ΕΙΡΤ δεν θα μπορούσε να ήταν τα ίδια με τα βραβεία της… χουντικής Οργανωτικής Επιτροπής – δεν θα είχε νόημα δηλαδή. Έπρεπε να προστατευθεί ο… πλουραλισμός, ώστε να μην μείνει κανείς παραπονούμενος). Το ότι η βράβευση των δημοσιογράφων του… χουντικού ΕΙΡΤ ήταν επίσημη, υπό το φως των προβολέων τού Φεστιβάλ και φυσικά υπό την έγκριση της... χουντικής Οργανωτικής Επιτροπής αποδεικνύεται από το γεγονός πως αυτή-ταύτη η απονομή συνέβη στο Παλαί ντε Σπορ (και όχι σε κάποια αντιστασιακή γιάφκα), παρουσία του Άλκη Στέα, φυσικά των βραβευθέντων και βεβαίως των φωτογράφων (για κακή τύχη του Νταλούκα) που απαθανάτισαν τη σχετική σκηνή. Μαρτυρά με τρόπο αδιάσειστο η σχετική πόζα (δανεισμένη από το site του Δημήτρη Κωνσταντάρα).
Έτσι, όταν ο Νταλούκας υποστηρίζει πως «στην πραγματικότητα η χούντα ήθελε να υποβαθμίσει την ψυχεδέλεια, με ύπουλο τρόπο», θα πρέπει κάποιος να του πει πως η χούντα δεν ήταν καθόλου «ύπουλη», καθότι βράβευσε την «ψυχεδέλεια» δια των δημοσιογράφων του… χουντικού ΕΙΡΤ, και πως ύπουλος (και μάλιστα με πιστοποιητικό) είναι ο ίδιος, που αποκρύβει και διαστρεβλώνει στοιχεία επιχειρώντας να δοξάσει τις αηδίες που κατασκευάζει.
Περιττό να πω πως την επόμενη χρονιά (1973) οι Charms θα
ελάμβαναν ακόμη και δεύτερο βραβείο
όντας πίσω από τον «Μπαρμπαλιά», ενώ το 1975 όλα μα όλα(!) τα βραβεία θα
πήγαιναν σε μοντέρνους τραγουδιστές (Robert Williams, Μπέσυ Αργυράκη, Δάκης, Λάκης Τζορντανέλλι, Ελπίδα,
Βλάσσης Μπονάτσος).
Θέλω να πω δηλαδή πως και το Φεστιβάλ ήθελε το χρόνο του, και κυρίως κάποια καλά τραγούδια ώστε να «στρίψει» προς την πιο μοντέρνα έκφραση.
Θέλω να πω δηλαδή πως και το Φεστιβάλ ήθελε το χρόνο του, και κυρίως κάποια καλά τραγούδια ώστε να «στρίψει» προς την πιο μοντέρνα έκφραση.
Σε τελευταία ανάλυση δεν πρέπει να έχει κανείς απαιτήσεις
από τις Επιτροπές και κυρίως δεν πρέπει να έχουν απαιτήσεις οι διαγωνιζόμενοι
από τις Επιτροπές. Ξέρουμε, τώρα, πως δίνονταν, δίνονται και θα δίνονται τα
βραβεία (από τα Οσκαρικά, μέχρι της… Αγουλινίστας) στα πάσης φύσεως φεστιβάλ,
και υπό ποιες πιέσεις λειτουργούν οι εκάστοτε Επιτροπές στην προσπάθειά τους να
πιάσουν τον… παλμό κάθε εποχής, εξισορροπώντας τα ποικίλα συμφέροντα (σήμερα
εγώ-αύριο εσύ) – εσχάτως δε και τις απαιτήσεις των νεοφιλελέδων, καθώς οι
αγορές… τούς τραβούν απ’ το μανίκι.
Εδώ, έχουμε φθάσει στο σημείο να μην τολμάει να βγει σύγχρονη ελληνική ταινία από τα σύνορα που να καταφέρεται εναντίον της οικογένειας και… αμέσως την βραβεύουν! Τι πράγματα είναι αυτά; Η Ελλάδα, έτσι όπως πάει, και αναλόγως με την εξέλιξη της κρίσης, θα είναι το νέο Ιράν στα κινηματογραφικά βραβεία – όσο διαρκεί το ζόρι δηλαδή, γιατί περιμένουν κι άλλοι στην ουρά… Εδώ, ρε, ο μέγας Morricone, με τα απίστευτα soundtracks, δεν πήρε ποτέ ένα Oscar Μουσικής (του έδωσαν κάτι τιμητικό το 2007 για τη συνολική προσφορά του, σαν να τον κορόιδευαν).
Πάντως, η πιο χοντρή «αβλεψία» στην ιστορία των ελληνικών βραβείων (ας μείνουμε σ’ αυτά) –κι εδώ, πλέον, μιλάμε για την ύπατη εσωτερική κατακραυγή– αποτελεί το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1966 (πριν τη χούντα δηλαδή) όταν συμμετείχαν οι ταινιάρες Με τη Λάμψη στα Μάτια (του Γλυκοφρύδη), Εκδρομή (του Κανελλόπουλου), Μέχρι το Πλοίο (του Δαμιανού), Πρόσωπο με Πρόσωπο (του Μανθούλη), Ο Θάνατος του Αλέξανδρου (του Κολλάτου), ακόμη και Ο Ζεστός Μήνας Αύγουστος (του Καψάσκη) και βραβεύτηκαν οι Ξεχασμένοι Ήρωες… με τα τανκς του Τζέημς Πάρις να κόβουν βόλτες στους δρόμους της Θεσσαλονίκης!
Αυτά, όμως, συμβαίνουν συχνά στα φεστιβάλ κι έτσι απονέμονται τα βραβεία· είτε σε χούντες, είτε σε δημοκρατίες…
Εδώ, έχουμε φθάσει στο σημείο να μην τολμάει να βγει σύγχρονη ελληνική ταινία από τα σύνορα που να καταφέρεται εναντίον της οικογένειας και… αμέσως την βραβεύουν! Τι πράγματα είναι αυτά; Η Ελλάδα, έτσι όπως πάει, και αναλόγως με την εξέλιξη της κρίσης, θα είναι το νέο Ιράν στα κινηματογραφικά βραβεία – όσο διαρκεί το ζόρι δηλαδή, γιατί περιμένουν κι άλλοι στην ουρά… Εδώ, ρε, ο μέγας Morricone, με τα απίστευτα soundtracks, δεν πήρε ποτέ ένα Oscar Μουσικής (του έδωσαν κάτι τιμητικό το 2007 για τη συνολική προσφορά του, σαν να τον κορόιδευαν).
Πάντως, η πιο χοντρή «αβλεψία» στην ιστορία των ελληνικών βραβείων (ας μείνουμε σ’ αυτά) –κι εδώ, πλέον, μιλάμε για την ύπατη εσωτερική κατακραυγή– αποτελεί το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1966 (πριν τη χούντα δηλαδή) όταν συμμετείχαν οι ταινιάρες Με τη Λάμψη στα Μάτια (του Γλυκοφρύδη), Εκδρομή (του Κανελλόπουλου), Μέχρι το Πλοίο (του Δαμιανού), Πρόσωπο με Πρόσωπο (του Μανθούλη), Ο Θάνατος του Αλέξανδρου (του Κολλάτου), ακόμη και Ο Ζεστός Μήνας Αύγουστος (του Καψάσκη) και βραβεύτηκαν οι Ξεχασμένοι Ήρωες… με τα τανκς του Τζέημς Πάρις να κόβουν βόλτες στους δρόμους της Θεσσαλονίκης!
Αυτά, όμως, συμβαίνουν συχνά στα φεστιβάλ κι έτσι απονέμονται τα βραβεία· είτε σε χούντες, είτε σε δημοκρατίες…
Επιτέλους λίγο ενδιαφέρον στο blog.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟρκίζομαι σε ό,τι λατρεύω. Το σχόλιο αυτό δεν το έγραψα εγώ. Δεν συνηθίζω να παριστάνω κάποιον άλλο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιαφωνώ κιόλας, έτσι όπως ακριβώς διατυπώνεται.
Το blog θέλω να νομίζω πως πάντα έχει ενδιαφέρον –άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο– αναλόγως και με τα (σεβαστά) γούστα του καθενός. Εκτός και αν ο ανώνυμος θεωρεί ενδιαφέρουσες από τη φύση τους τις αντιπαραθέσεις (ιδίως όταν οι αντιπαραθέσεις προβάλλουν στοιχεία και επιχειρήματα), οπότε σ’ αυτή την περίπτωση θα συμφωνήσω μαζί του.
Φώντα δεν κατάλαβα κάτι. Αφού ήταν όλα καθαρά και τίμια, τότε οι ΝΟΣΤΡΑΔΑΜΟΣ που ήταν ομολογουμένως οι καλύτεροι, γιατί δεν κέρδισαν το πρώτο βραβείο;
ΑπάντησηΔιαγραφήΠουθενά δεν έγραψα ότι ήταν όλα «καθαρά και τίμια». Ίσα-ίσα, εξήγησα στο τέλος του κειμένου την άποψή μου για το πώς δίδονται τα κάθε λογής βραβεία στα διάφορα φεστιβάλ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ βασική μου αντίρρηση, όσον αφορά στο συγκεκριμένο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αφορά στην «άποψη» του Νταλούκα ότι η Οργανωτική Επιτροπή έριξε… δόλωμα «στα συγκροτήματα της ψυχεδελικής νεολαίας» και πως η χούντα κατά βάση ήθελε να «υποβαθμίσει την ψυχεδέλεια, με ύπουλο τρόπο». Αυτή τη σαθρή άποψη αντιμετώπισα, λέγοντας πως η… χούντα βράβευσε τελικώς το καλύτερο τραγούδι ποπ συγκροτήματος (το καλύτερο από τα τέσσερα) δια των δημοσιογράφων του ΕΙΡΤ και πως πουθενά δεν υπήρχαν «υποβαθμίσεις», «ύπουλοι τρόποι», «εξευτελισμοί», «τιμωρίες» και άλλα τέτοια που γράφτηκαν εν σχέσει με τα ποπ συγκροτήματα.
Και για να αποφευχθούν άλλες παρεξηγήσεις. Δεν έγραψα ότι οι δημοσιογράφοι του ΕΙΡΤ ήταν χουντικοί (πώς θα μπορούσα να το πω αυτό;), έγραψα ότι ήταν στελέχη της χουντικής ΕΙΡΤ. (Είναι κατανοητή η διαφορά θέλω να νομίζω).
Κι ένα τελευταίο. Εγώ δεν ξέρω αν οι Νοστράδαμος «ήταν ομολογουμένως οι καλύτεροι», καθότι δεν έχω ακούσει όλα τα τραγούδια του διαγωνισμού. Σίγουρα όμως το «Δος μου το χέρι σου» είναι ένα πολύ ωραίο ποπ τραγούδι.
Αρης:
ΑπάντησηΔιαγραφήΒρε Φωντα τι μου θυμισες παλι!!!. Το Φεστιβαλ του '72 το είχα δεί στην τηλεόραση... και θυμάμαι πολυ καλα το τράκ που έιχαν οι Poll τους οποίους τότε λάτρευα!. Πάντως το καλλίτερο φεστιβαλ ήταν το '65
Λογικό ήταν να έχουν τρακ 23χρονα παιδιά, που κλήθηκαν όχι μόνο να τραγουδήσουν, αλλά και να συντονίσουν τα όργανά τους μ’ εκείνα της ορχήστρας. Το λέω αυτό, γιατί κοιτώντας την φωτογραφία των Νοστράδαμος από τα Επίκαιρα (που ανάρτησα πιο πάνω) παρατηρούμε πως εκείνοι τραγούδησαν μόνο· δεν ήταν υποχρεωμένοι να παίζουν κιθάρες, μπάσο και ντραμς ταυτοχρόνως. Αυτό, ίσως, εξηγεί και το γεγονός της βράβευσής τους. Είχαν μία ωραία σύνθεση να προτείνουν, που κλήθηκαν όμως, απλώς, να την τραγουδήσουν.
Διαγραφή(Δεν ξέρω πώς ακριβώς εμφανίστηκαν οι Blue Birds και οι Faces).
Θέλει η χούντα να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι να κρυφτεί ρε ανώνυμε; Εδώ είχε πλημμυρίσει την τηλεόραση με εκπομπές που προέβαλλαν και προωθούσαν την pop και rock σκηνή. Δείγματα των εκπομπών αυτών υπάρχουν και στο YouTube.
ΑπάντησηΔιαγραφήΡε συ Φώντα, μήπως είσαι Χρυσή Αυγή και δεν το ξέρεις ;(καλοπροαίρετα ρωτάω)
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι-λε-ρε… καλοπροαίρετε! Πώς το σκέφθηκες αυτό; Πω-πω… Μιλάμε για μυαλό φραπέ! Να μου αφήσεις τα στοιχεία σου να σε καλέσω στην τελετή λήξης…
ΔιαγραφήΑυτό που γράφεις για τρακ, σαν αιτία να μην ψηφιστούν... μήπως παραείναι αφελές;; Διάβασα το άρθρο του Νταλούκα. Εκεί γράφεται πως αυτοί που ψήφισαν για τα καλύτερα τραγούδια, ήταν κάτι δημαρχαίοι της χούντας. Άρα όσο καλά κι αν έπαιζαν κι οι Poll κι οι Νοστράδαμος, ήταν δυνατόν να ψηφιστούν από τους δημαρχαίους; Δεν μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς θέλεις να πεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν ξέρω ποιοι είναι αυτοί οι… ανώνυμοι που συνεχώς κάτι δεν καταλαβαίνουν και θέλουν όλα να τα κάνω λιανά, η αλήθεια είναι, όμως, πως έγραψα πολλά και γι’ αυτό μπορεί να μην έχουν συγκρατήσει όσα έγραψα. Κι επειδή θέλω να είμαι πραγματικά καλοπροαίρετος και να μην σκέφθομαι τι μπορεί να παριστάνει ο πας τις «ανώνυμος» που μπαίνει εδώ μέσα και πετάει το μακρύ του και το κοντό του, λέω πως ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΕΡΙ ΤΡΑΚ ΔΕΝ ΤΟ ΕΓΡΑΨΑ ΕΓΩ. Το έγραψε ο Κώστας Τουρνάς το 1975, το επιβεβαίωσε (το θυμόταν) και ο αναγνώστης Άρης σ’ ένα σχόλιο πιο πάνω. Εγώ έγραψα –μετά απ’ αυτά και απαντώντας στον Άρη– «λογικό ήταν να έχουν τρακ 23χρονο παιδιά» και τα λοιπά, και τα λοιπά.
ΔιαγραφήΔεν ξέρω ποιοι ψήφισαν, και δέχομαι αυτά περί… δημαρχαίων. Δεν με χαλάνε καθόλου! Ίσα-ίσα!
Επειδή λοιπόν οι… δημαρχαίοι δεν επρόκειτο να ψηφίσουν Poll και Νοστράδαμος η Οργανωτική Επιτροπή θέλοντας πάση θυσία να βραβευτεί ένα από τα συγκροτήματα (για να επιβεβαιώσει και την απόφασή της δηλαδή να δώσει «βήμα» στα γκρουπ) άφησε τους δημοσιογράφους από το… χουντικό ΕΙΡΤ να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Ό,τι δεν θα έπρατταν οι… δημαρχαίοι, θα το έπρατταν (όπως και το έπραξαν) οι δημοσιογράφοι.
Τι ήταν το ΕΙΡΤ; Καμμιά ανεξάρτητη αρχή, που θα έκανε του κεφαλιού της; Δεν έπαιρνε «γραμμή»; Δεν δρούσε σε συνεννόηση με την Οργανωτική Επιτροπή; Η χούντα δεν είχε διορίσει τις διοικήσεις και του ενός και του άλλου;
Μην το κουράζουμε άλλο. Μόνον όσοι είναι χαζοί ή παριστάνουν τους χαζούς μπορεί να διερωτώνται για τα προφανή.
Δεν έχω καμιά διάθεση να μπω στο θέμα "φεστιβάλ Θεσσαλονίκης", ούτε διαφωνώ μαζί σου περί του ποπ (ελαφρού) χαρακτήρα συγκροτημάτων όπως οι Πολλ και οι Ολύμπιανς. Αλλά το να ισχυρίζεσαι οτι την εποχή που Ευρώπη και Αμερική συγκλονίζονταν από τις κινητοποιήσεις των "μαλλιάδων" (δεν θα το περιορίσω σε ψυχεδελικές νεολαίες και άλλα συναφή) οι "μαλλιάδες" της Ελλάδας ήταν τα χαϊδεμένα παιδιά της χούντας (ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων) δεν μου στέκει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο οτι οι χουντικοί ήταν αμόρφωτοι κι έτσι ήταν ικανοί να λογοκρίνουν το έλασσον και να καταπιούν αμάσητο το μείζον, είναι κάτι που όντως συνέβη κι έχω το παράδειγμα του μουσικού θέματος του Θεοδωράκη που έπαιζε στην ΥΕΝΕΔ επί χούντας, χωρίς βέβαια να το γνωρίζουν οι συνταγματάρχες (το είχε χώσει στη ζούλα ο Ανακτορίδης).
Παραπέρα, και με τον νόμο περί τεντιμποϊσμού ακόμα σε ισχύ (νόμος που έπληττε κυρίως τους μαλλιάδες) με τις διαπομπεύσεις και τα ψαλιδίσματα των παντελονιών και άλλα τέτοια γραφικά η χούντα κυνήγησε, όσο κυνήγησε, αυτούς τους ανθρώπους. Και φάλαγγα τούς κάνανε, και φαβορίτες ξεριζώνανε, και στην Ασφάλεια τους μπουζουριάζανε -ας μην μετράμε με ξερονησόμετρο τις διώξεις!
Διάβασε ας πούμε το "Εγώ κι ο θείος Χάρις", του Κλέωνα Αρζόγλου ή τα "Γουρούνια στον Άνεμο", του Νικολαϊδη (ο οποίος έβγαλε το μεγαλύτερο διάστημα της χούντας κρυμμένος στη Θεσσαλονίκη...
Τέλος μην ξεχνάς οτι το Πολυτεχνείο το ξεκίνησαν αριστεριστές και αναρχοαυτόνομοι (κόντρα στην τότε Αντι-ΕΦΕΕ και τον Ρήγα) και αυτοί οι τύποι ήταν στην πλειοψηφία τους "μαλλιάδες" κι όχι εργατόπαιδα. Η μουσική δεν υπάρχει ξέχωρα από το κοινωνικό της υπόβαθρο -μην το ξεχνάς αυτό.
Motorcycle Boy βάζεις πολλά ζητήματα ταυτοχρόνως και άσχετα με το θέμα της ανάρτησης. Υπενθυμίζω πως το θέμα της ανάρτησης αφορούσε στο γεγονός πως στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του ’72 η χούντα βράβευσε το καλύτερο ποπ συγκρότημα του διαγωνισμού (τους Νοστράδαμος, που ήταν και μαλλιάδες!) και δεν το «υποβάθμισε» με «ύπουλο τρόπο», ούτε το «εξευτέλισε», ούτε το «τιμώρησε». Ούτε, φυσικά, έπραξε όλα αυτά έναντι κάποιου άλλου γκρουπ της διοργάνωσης (Poll, Blue Birds, Faces). Και πώς θα μπορούσε να το κάνει αυτό, όταν όλα τα συγκροτήματα προβάλλονταν παντού (οικογενειακά περιοδικά, τηλεοπτικές εκπομπές…), όντας αποδεκτά από την κοινωνία;
ΑπάντησηΔιαγραφήΠέραν αυτού εγώ, επί του προκειμένου, δεν ισχυρίστηκα τίποτ’ άλλο. Φαίνεται όμως πως θυμήθηκες, γιατί σε είχε ενοχλήσει, κάτι που είχα γράψει παλαιότερα (2/6/2011) στην προσωπική μας κόντρα (τίτλος ανάρτησης: η απάντηση που οφείλω…). Εκεί είχα γράψει πως οι «γιεγιέδες ήταν τα χαϊδεμένα παιδιά της χούντας».
Ένα λάθος που κάνεις εσύ –το κάνει και ο Νταλούκας και άλλοι– είναι πως τη χουντική επταετία την αντιμετωπίζεις ως «ένα». Ε σου λέω για να το ξέρεις, γιατί απ’ ό,τι φαίνεται δεν το ξέρεις, πως η χούντα δεν είχε την ίδια πολιτική για τα «μαλλιά» καθ’ όλη την επταετία. Όπως δεν είχε την ίδια πολιτική για τα έντυπα καθ’ όλη την επταετία. Μετά την «φιλελευθεροποίηση», μετά το 1970, το ζήτημα με τα «μαλλιά» είχε εντελώς ατονήσει, και οι όποιες απόπειρες κουρεμάτων (ή και κουρέματα) ήταν μεμονωμένες και αποδοκιμαστέες (ακόμη και από περιοδικά κι εφημερίδες – να μην αναφέρω τώρα πρωτοσέλιδα, θα τα γράψω κάποια επόμενη φορά). Απόδειξη αυτού, στο ξαναλέω, είναι οι «μαλλιάδες» των ελληνικών ταινιών της εποχής, πολλοί τραγουδιστές και ποδοσφαιριστές, βεβαίως τα εξώφυλλα των περιοδικών (τα μαλλιά των Socrates στο Φαντάζιο πιάνουν τρία στρέμματα) και φυσικά τα παιδιά των γειτονιών μας (τα θυμάμαι).
Τους «γιεγιέδες» της δεκαετίας του ’60, για τους οποίους έγραψα, μην τους ταυτίζεις με τους μαλλιάδες γενικώς (και σε κάθε εποχή). Η ριζοσπαστικοποίηση (ας το πω έτσι) των μαλλιάδων ήταν βασικά seventies, φοιτητικό φαινόμενο. Ο γιεγιές στον οποίον αναφέρομαι ήταν αυτή η νεολαιίστικη φιγούρα, η οποία ήταν αποδεκτή από την κοινωνία, ακόμη και από το 1967. Και νωρίτερα. Τόσο παλαιά. Διάβασε την ανάρτηση «λαϊκά σέικ»…
http://diskoryxeion.blogspot.gr/2013/01/blog-post_10.html
… για να δεις πως η εικόνα του γιεγιέ ήταν πλήρως ενσωματωμένη στην κοινωνία της εποχής. Δεν ενοχλούσε. Μέχρι και επιθεώρηση γίνονταν οι γιεγιέδες. Τους «χάιδευαν», αυτή είναι η σωστή λέξη. Το ότι κάποιοι κακόπεσαν την πρώτη τριετία της χούντας (κουρέματα, σφαλιάρες – έ όχι και φάλαγγα ρε φίλε!) δεν το αρνούμαι, ούτε το αρνήθηκα ποτέ. Αφήνω το γεγονός πως συχνά συνέτρεχαν και άλλοι λόγοι (ναρκωτικά, φασαρίες, διατάραξη κοινής ησυχίας, αντίσταση κατά της αρχής κ.λπ.).
Όπως είχε γράψει και ο Τάσος Φαληρέας, που τον είχαν μαζέψει (κι άλλους μαζί) για κατοχή χασίς (το 1968 αν θυμάμαι καλώς):
«Καθίσαμε 27 μέρες στην Ασφάλεια και πεντέμιση μήνες στου Αβέρωφ. Εκεί είδαμε και τα βασανιστήρια και την Αριστερά.(…) Με την πολιτική δεν είχαμε καμμία σχέση. Όμως λυπόμασταν που τους βλέπαμε να τους δέρνουν. Και τους ποινικούς δέρνανε, αλλά εμείς υποτίθεται ότι είμαστε χαμένα κορμιά…».
Το θέμα του Πολυτεχνείου μην το πιάσουμε τώρα. Ποιοι είχαν μαλλιά, ποιοι το ξεκίνησαν κ.ο.κ. Εγώ, πάντως, δεν διαχώρισα τους φοιτητές σε «μαλλιάδες» κι «εργατόπαιδα». Μην κάνουμε άλματα, χωρίς να υπάρχει λόγος.
Το βιβλίο του Αρζόγλου το έχω διαβάσει. Ξέρω και τον ίδιον (έχουμε φάει μαζί). Κριτική στο βιβλίο δεν πρόκειται να κάνω τώρα, αν κι έχω κρατήσει σημειώσεις απ’ όσο θυμάμαι. Ως μυθιστόρημα το διάβασα πάντως, όχι ως δοκίμιο.
Εγώ αντιμετωπίζω τη χούντα ως ένα; "Οι χουντικοί τούς μόνους που είχαν κατά νου ήταν τους Αριστερούς. Εκείνους κυνηγούσαν, μπουντρούμιαζαν, ξυλοφόρτωναν, βασάνιζαν και δολοφονούσαν ανελλιπώς και σε όλη την επταετία. Τους υπολοίπους τούς είχανε χεσμένους. Τα συγκροτήματα εννοώ, και τους «ψυχεδελονεολαίους» που υποτίθεται ότι τα ακολουθούσαν. Μπορεί, βεβαίως, και πότε-πότε, να έπεφτε και καμμιά ψιλή, αλλά αυτές (οι ψιλές) ήταν σαν τις φάπες του Κωνσταντάρα και του Σταυρίδη στον Τζανετάκο… Πατρικές…" Δε νομίζω λοιπόν....
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχεις δίκιο οτι δεν ασχολούμαι με το βασικό θέμα της ανάρτησης (το οποίο ελάχιστα με ενδιαφέρει) αλλά με τη θέση σου (και πριν και τώρα εκφρασμένη) περί χούντας και μαλλιάδων.
Συμφωνούμε κατ΄αρχάς οτι υπήρχαν μαλλιάδες και μαλλιάδες... Υπήρχε ο Κόκωτας, υπήρχε ο Ουίλιαμς, υπήρχε κι ο Παπαντίνας ας πούμε. Το να σατυρίζονται οι μαλλιάδες καθώς και το να ακολουθείται η μόδα του εξωτερικού στα λάιφσταϊλ περιοδικά της εποχής δεν σημαίνει οτι αυτοί ήταν αποδεκτοί! Και επιθεωρήσεις με τους πάνκηδες και ταινίες της οκάς βγαίνανε το '80 -πάει να πει οτι οι πάνκηδες ήταν αποδεκτοί από τις κλασσικές ελληνικές οικογένειες;
Μην μου επαναφέρεις τον Φαληρέα -ο άνθρωπος (κι αυτό φαίνεται από το βιβλίο του) υπήρξε καιροσκόπος και μάλιστα άθλιος. Περί φάλαγγας, στου Αρζόγλου νομίζω έχω διαβάσει -μυθιστόρημα μεν, αλλά όχι με ψευδή στοιχεία νομίζω (άλλο η υπόθεση και άλλο οι κοινωνικές συνθήκες τις οποίες παρουσιάζει).
Ποιοι ξεκίνησαν το Πολυτεχνείο, πόσα μαλλιά είχαν και τι πίστευαν για τη ζωή -είναι πλέον γνωστά πράγματα. Καθώς και το οτι οι κομματικοί (και μετέπειτα διάσημοι κάπηλοι της εξέγερσης) είχαν ξεσκιστεί να σπάσουν την κατάληψη.
Φυσικά και αντιμετωπίζεις τη χούντα «ως ένα» ρε motorcycle boy, αφού δεν καταλαβαίνεις ότι άλλη πολιτική είχε χούντα για τα μαλλιά πριν το ’70 και άλλη μετά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι αυτό που έγραψα πως η χούντα τους «μόνους που είχαν ΚΑΤΑ ΝΟΥ ήταν τους Αριστερούς. Εκείνους κυνηγούσαν, μπουντρούμιαζαν, ξυλοφόρτωναν, βασάνιζαν και δολοφονούσαν ανελλιπώς και σε όλη την επταετία» είναι σωστό. Το ΚΑΤΑ ΝΟΥ σημαίνει πως τους απασχολούσαν οι Αριστεροί και ο «κομμουνιστικός κίνδυνος», ενώ είχαν χεσμένους τους ροκάδες, την «ψυχεδέλεια», και το «καλοκαίρι της αγάπης».
Τον Φαληρέα στον ανέφερα για να σου δείξω πως τον πιάσανε το ’68 όχι γιατί είχε μαλλιά, αλλά για το χασίσι. Αν τύχαινε και σε πιάνανε για κάποιον άλλο λόγο δηλαδή κι είχες και μαλλιά στις ρίχνανε. Κάποιους κούρεψαν κιόλας τους πρώτους μήνες του καθεστώτος. Ok, σου είπα αυτό δεν το αρνούμαι. Τώρα, αν κάποιος μπασκίνας στο Κάτω Στριγγλομέρι έπιασε κάποιον που είχε μαλλιά το ’72 και τον πήγε μέσα – δεν λέει τίποτα. Δεν ήταν καθολική πρακτική. Δεν είχαν τον κώλο π.χ. να πιάσουν έναν μαλλιά στο Κολωνάκι το ’72. Θα ξεφτιλίζονταν παντού. Σκέψου πως μεμονωμένες περιπτώσεις ηλιθίων ή θερκοκέφαλων μπασκίνων έχουμε ακόμη και σήμερα. Ρε εδώ φαίνεται πως πιάσανε τους Shrine λόγω μαλλιών τον περασμένο Μάιο!! Να, κοίτα εδώ http://www.lifo.gr/now/greece/27872
Όταν μία τάση σατιρίζεται motorcycle boy σημαίνει πως είναι καθεστώς, άρα ακίνδυνη. Και όταν σατίριζαν τους γιεγιέδες το ’68 ήταν αυτό ακριβώς (οι γιεγιέδες) – καθεστώς και άρα ακίνδυνοι. Γιατί ρε φίλε δεν σατίριζαν τους κομμουνιστές και όλους τους υπόλοιπους αριστερούς αντιστασιακούς; Γιατί δεν σατίριζαν τον Παναγούλη;
Για το Πολυτεχνείο άσε τα σου λέω (δεν θέλω να πιάσω εδώ κουβέντα). Και μην αναπαράγεις τις βλακείες που λέγονται. Κάτσε διάβασε μόνος σου και κυρίως με προσοχή και νηφαλιότητα το περιβόητο φύλλο της Πανσπουδαστικής (#8 από το Γενάρη του ’74 - κάπου πρέπει να υπάρχει στο δίκτυο) και μετά έλα να τα πούμε. Όχι on line.
εμενα ο ξυλινος σταυρος μου αρεσει περισσοτερο απο το δοσ μου το χερι σου
ΑπάντησηΔιαγραφήΑ.Κ.
Μπήκα στο ψηφιακό αρχείο της Μακεδονίας, στα φύλλα της 21, 22 και ξανά της 23/9/1972. Να λοιπόν επιπλέον στοιχεία για να τριφτούν σε μούρη:
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατά την πρώτη μέρα του Φεστιβάλ, όταν διαγωνίστηκαν τα πρώτα δέκα τραγούδια οι… δημαρχαίοι ψήφισαν πέμπτο το «Δος μου το χέρι σου» των Νοστράδαμος (προκρίθηκε για τον τελικό) και ένατο το «Να γελάς, να τραγουδάς» των Faces (αποκλείστηκε).
Κατά τη δεύτερη μέρα του Φεστιβάλ, όπου και διαγωνίστηκαν τα δέκα υπόλοιπα τραγούδια, οι… δημαρχαίοι ψήφισαν τον «Ξύλινο σταυρό» των Blue Birds στην δεύτερη θέση(!) και τις «Μολυβιές φωτογραφίες» των Poll στην τελευταία, δέκατη θέση (αποκλείστηκε).
Στον τελικό, την τρίτη μέρα, το «Δος μου το χέρι σου» ήταν πέμπτο (οι… δημαρχαίοι έκαναν καλή δουλειά) και ο «Ξύλινος σταυρός» όγδοος.
Η εφημερίδα γράφει:
«Εκείνο που άλλαξε κάπως την ατμόσφαιρα του φεστιβάλ σε σύγκρισι με τις παλαιότερες εκδηλώσεις είναι η εμφάνιση των μοντέρνων νεανικών συγκροτημάτων. Το κοινό υποδέχεται με θερμές εκδηλώσεις τους νεαρούς αυτούς καλλιτέχνες, που έδωσαν εφέτος αυτό το ‘κάτι άλλο’ στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης. Απεδείχθη, λοιπόν, επιτυχής η απόφασι της οργανωτικής επιτροπής να επιτρέψη την ερμηνεία ενός τραγουδιού από πολλούς μαζί τραγουδιστάς ή τραγουδίστριες».
Επίσης εκείνο που διαβάζουμε κι είναι σημαντικό είναι πως τα βραβεία του ΕΙΡΤ είχαν προαναγγελθεί, και ανήκαν οπωσδήποτε μεταξύ των επισήμων βραβείων.
Μιλάμε για… πολύ κυνήγι τα συγκροτήματα... Μα πώς υποβαθμίστηκε έτσι η «ψυχεδέλεια» ρε παιδιά; Μα με τέτοιο ύπουλο τρόπο;
Μέσα στην έννοια "ψυχεδελική νεολαία", έτσι όπως ορίζεται, χωράνε και ο ίδιος ο Μαστοράκης και ο Λυγίζος.Αλήθεια στην Γιουροβίζιον, πότε πρωτοεμφανίστηκε ψυχεδελικό συγκρότημα?
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα πήγαιναν οι… ψυχεδελικοί Νοστράδαμος το 1974, αλλά τους έφαγε ο Ιωαννίδης…
ΔιαγραφήΒρε Φώντα -αυτό που εννοείς είναι οτι οι πρακτικές της χούντας άλλαζαν με τα χρόνια, καμιά διαφωνία! Αλλά από αυτό δεν συνεπάγεται οτι η χούντα χάιδευε τους μαλλιάδες (πρόσεξε -δεν μιλάω για τη μαλλούρα της καλής κοινωνίας, ούτε για τον Πασχάλη βέβαια!) Γιατί αν δεχτούμε κάτι τέτοιο θα πρέπει να συμπεράνουμε οτι ενώ σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική τα κινήματα νεολαίας (μαλλιάδες δηλαδή) κυνηγιούνταν, οι χουντικοί είχαν την "προοδευτική μαρξιστική αντίληψη" να εντάξουν τους μαλλιάδες στο τμήμα της ακίνδυνης νεολαίας που αυτοεκτονώνεται. Ε, δεν προκύπτει αυτό για τους μπουρτζόβλαχους συνταγματάρχες -πώς να γίνει;
ΑπάντησηΔιαγραφήΤον (οποιοδήποτε) Φαληρέα, τον έπιασαν με χασίς γιατί τον έψαξαν για χασίς -και τον έψαξαν για χασίς επειδή ήταν μαλλιάς. Αν ήταν Κολωνακιώτης μεν (που ήταν) αλλά καλοκουρεμένος -δεν πάει να είχε και 2 καράβια πρέζα; Δεν θα τον έψαχναν, όπως δεν έψαχναν και πολλούς άλλους (βλέπε Τσιτσάνης ας πούμε).
Δεν είναι λογικό αυτό που λες οτι ΓΕΝΙΚΑ δεν κυνηγούσαν τους μαλλιάδες (είπαμε σε ποιους μαλλιάδες αναφέρομαι) αλλά αν τώρα κάποιος μπάτσος στην Κωλοπετινίτσα... Είναι συχνές οι αναφορές για ντου μπάτσων σε στέκια μαλλιάδων (μαγαζιά, σπίτια-κοινόβια) μέχρι κι εκείνη η ταινιούλα το Πέπερμιντ (αν δεν κάνω λάθος) δείχνει ανάλογη περίπτωση. Θα πεις -κάνανε ντου για ναρκωτικά! Εντάξει, και στη Βίλλα Αμαλία είπαν οτι έκαναν ντου για μολότωφ -και λοιπόν; Όταν συλλαμβάνεται κάποιος, η κατηγορία που του φορτώνουν δεν είναι "επικίνδυνος ιδεολογικά" -ακόμα και τους κομμουνιστές που έπιαναν τους κατηγορούσαν όχι για την ιδεολογία τους αλλά γιατί διέπρατταν (δήθεν) ενέργειες οι οποίες απειλούσαν την κρατική δομή.
Και κάνεις λάθος υποστηρίζοντας οτι αν συλλάμβαναν κάποιον στο Κολωνάκι το ΄72 θα γίνονται ρεζίλι. Για τον απλούστατο λόγο οτι συλλάμβαναν μέχρι και μέλη της καλής κοινωνίας της Κηφισιάς και ψάχνανε τα ραβασάκια τους -έχω παραδείγματα αλλά δεν θέλω να τα γράφω δημόσια (σε προσωπικό επίπεδο μπορώ να στα εξιστορήσω).
Το οτι και το '80 κυνηγάγανε και εξευτελίζανε κόσμο λόγω εμφάνισης, και σήμερα αν θέλεις, σημαίνει οτι η νεολαία είναι σχεδόν πάντα απέναντι από τους επίσημους φορείς της εξουσίας -αν αυτό συμβαίνει σε εποχές ομαλότητας, πόσο μάλλον σε εποχές ανωμαλίας όπως η χούντα!
Για το Πολυτεχνείο με χαρά να τα πούμε μια μέρα -αλλά αν πρόκειται να μου αποδείξεις οτι το ΚΚΕ βρισκόταν πίσω από την εξέγερση -χμ, δεν θα με πείσεις εύκολα. Όχι για άλλο λόγο, αλλά επειδή υπάρχουν ακόμα οι μαρτυρίες.
Επειδή έτυχε να σπουδάσω κοινωνιολογία θα σου πω οτι η άποψή σου περί σάτυρας και κατεστημένου (καθεστώτος όπως το λες) δεν ισχύει. Σατυρίζεται (στις επιθεωρήσεις ευρείας απήχησης) κάτι το οποίο είναι διαδεδομένο (για να μπορεί να το καταλάβει ο μέσος θεατής), σοκαριστικό (για να αρκεί και μόνο η παρουσίασή του προκειμένου να προκληθούν εντυπώσεις) και ξεφεύγει από το κοινώς αποδεκτό (έτσι ώστε ο μέσος θεατής να νιώσει οικειότητα). Σατυρίζεται βέβαια και η εξουσία -άλλη κουβέντα αυτή, εδώ μιλάμε για τους "διαφορετικούς" που σατυρίζονται (π.χ., χίπις, πανκς, αλλά και γκέι κλπ).
Αναρωτιέσαι γιατί δεν σατύριζαν τους κομμουνιστές -ε, μα ποιους σατύριζαν στο "Ξύπνα Βασίλη" του ΄69; Τους λαχειοπώλες; Τον Παναγούλη τον είχανε και τον βασανίζανε -ποιος θα ήταν τόσο ανώμαλος ώστε να τον σατυρίσει -μην τρελαθούμε κιόλας! Κι αν πούμε οτι τον Παναγούλη τον πλάσαρε η χούντα ως μέγα εγκληματία -μήπως σήμερα στις επιθεωρήσεις του Σεφερλή σατυρίζεται ο Παλαιοκώστας κι ο Ριζάι; Δε νομίζω!
Κοντολογίς -υπάρχουν, κατά την άποψή μου δυο θέματα:
1. Το πόσο (ας το πούμε) εξεγερμένοι ήταν οι μαλλιάδες (κι αυτό μπορούμε να το συζητήσουμε γιατί άπταται της ιδεολογικής οπτικής του καθενός).
2. Το πόσο τους χάιδευε η χούντα (αυτό δεν χωράει πολλή συζήτηση γιατί ούτε οι προηγούμενες κυβερνήσεις, ούτε οι επόμενες χάιδεψαν ποτέ τα εξτρίμ νεανικά μουσικοκοινωνικά κινήματα).
Motorcycle boy δυστυχώς δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε. Και απορώ γιατί κουβεντιάζουμε ρε γαμώ το… Δηλαδή, γιατί κουβεντιάζουμε on line. Μακάρι να μπορούσαμε να τα πούμε πρόσωπο με πρόσωπο. Στο λέω γιατί δεν έχω το κουράγιο να απαντώ γράφοντας «σεντόνια». Γράφω κανα «σεντόνι» που και που στο blog –θέλω να πιστεύω πως έχουν ενδιαφέρον– αλλά να γράφω «σεντόνια» στα σχόλια και μάλιστα για θέματα που δεν άπτονται της ανάρτησης δεν γίνεται.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου λες διάφορα, αλλά δεν μου λες τη γνώμη σου για το βασικό θέμα της ανάρτησης. ΚΥΝΗΓΗΣΕ ΚΑΙ ΑΠΑΞΙΩΣΕ Η ΧΟΥΝΤΑ ΤΗΝ ΝΤΑΛΟΥΚΕΙΑ «ΨΥΧΕΔΕΛΙΚΗ ΝΕΟΛΑΙΑ» ΣΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣΤΟ ΤΟ ’72, Ή ΤΗΝ ΤΙΜΗΣΕ ΜΕΤΑ ΒΑΪΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΔΩΝ; Μετά απ’ όσα διάβασες στο blog του Νταλούκα και στο Δισκορυχείον ποια είναι η γνώμη σου; Αυτήν θέλω.
Για τα υπόλοιπα, εν τάχει…
1. «σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική τα κινήματα νεολαίας (μαλλιάδες δηλαδή) κυνηγιούνταν…»
Μην πάμε να βγάλουμε πως οι μαλλιάδες κυνηγιούνταν σε Ευρώπες και Αμερικές γιατί χάνεται εντελώς η μπάλα.
2. Δηλαδή τώρα θα ψάξουμε το αστυνομικό δελτίο του ’68, για να δούμε αν οι χασισοπότες της εποχής ήταν ή όχι μαλλιάδες; Τους μαλλιάδες που έπιαναν (γιατί δεν έπιαναν μόνο μαλλιάδες φυσικά!) τους έπιαναν συχνά για άλλους λόγους. Έτσι έπιασαν και τον Φαληρέα και τους υπολοίπους. Και όχι επειδή ήταν απλώς μαλλιάδες.
3. Μην βγάζεις συμπεράσματα από ταινίες (Πέπερμιντ) και μυθιστορήματα (Ο Θείος Χάρις). Αλλού βρίσκονται οι πηγές και τα στοιχεία.
4. Μην γενικεύεις για την στάση της αστυνομίας μέσα στα χρόνια, όσον αφορά στα μαλλιά ή ό,τι άλλο. Το ότι σήμερα μπορεί να υπάρχει κάποιος μπατσο-μπουρτζόβλαχος που μπορεί να ταλαιπωρήσει έναν μαλλιά, δεν λέει τίποτα. Το μερικό, το απολύτως μερικό, δεν είναι γενικό. Αυτό ρε φίλε δεν ίσχυε ούτε καν το ’72. Το κράξιμο που έφαγαν οι μπάτσοι από δημοκρατικές εφημερίδες και περιοδικά (δεν λέω από τον Ελεύθερο Κόσμο) για τις εντελώς μεμονωμένες «επιχειρήσεις ψαλίδια» ήταν άνευ προηγουμένου.
5. ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΤΟ ΕΚΑΝΑΝ ΟΙ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ (ΜΗΝ ΑΡΧΙΣΩ ΝΑ ΑΠΑΡΙΘΜΩ) – ΔΕΝ ΤΟ ΕΚΑΝΕ Ο ΦΟΥΦΟΥΤΟΣ. ΚΑΙ Η ΚΝΕ ΚΑΙ Ο ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ ΚΑΙ Η ΑΑΣΠΕ ΚΑΙ ΟΛΕΣ ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΕΣ.
6. Μπορεί να είσαι κοινωνιολόγος Motorcycle Boy, αλλά το «Ξύπνα Βασίλη» έχεις να το δεις πολλά χρόνια και δεν το θυμάσαι καλά. Γι’ αυτό λες ανακρίβειες. Ξαναδές το. Η ταινία είναι άκρως συντηρητική. Για μένα εκεί δεν υπάρχει σάτιρα, αλλά αφελής σε πρώτο πλάνο (για να τον χάφτει ο καθείς) και λογοτεχνικά επιστημονικός (βαθύτερα) αντικομμουνισμός. Πρόσεξε από την αρχή έως το τέλος τον χαρακτήρα (βασικά καρικατούρα) του «αριστερού» Αλεξανδράκη. Τη δουλειά της έκανε η χούντα με ταινίες σαν κι αυτή.
Και πάνω που λέω, βρε παιδί μου, να βγούμε για καμιά μπύρα να "αναλύσουμε τα αναλλοίωτα" που έλεγε κι ένας φίλος μου (καλή του ώρα) μου πετάς το τούβλο και με ξεραίνεις!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑς πάμε πρώτα στα μη τούβλα -τα εύκολα:
-Δεν καταλαβαίνω, δεν δέχομαι, δεν κατανοώ τους όρους του Νταλούκα, ούτε και τη διαδικασία με την οποία τους εξάγει. Έτσι λοιπόν δεν ξέρω να σου πω περί ψυχεδελικής νεολαίας. Δεν ξέρω ούτε ποιοι ανήκαν σε αυτή (ΑΝ υπήρξε τέτοιο πράγμα), ούτε ποιους θεωρεί ο Μανώλης ως μέλη της. Άρα -δηλώνω πλήρη άγνοια επί του θέματος.
1. Ας μείνει για τη μεταξύ μας κουβέντα αυτό.
2. Επιμένω -τον μαλλιά τον έλεγχαν πιο συχνά από τον καλοχτενισμένο για ναρκωτικά. Δεν λέω κάτι καινοφανές -πάντα ο "ροκάς" ήταν ύποπτος για ναρκωτικά και ασωτείες.
3. Η λογοτεχνία αποτελεί ΚΑΙ ΑΥΤΗ ιστορική πηγή.
4. Μπουρτζόβλαχους είπα τους συνταγματάρχες που κυβερνούσαν -εξ ου και η γενίκευση περί της στάσης της χούντας.
5. Οι οργανώσεις της Αριστεράς -όπως το λες! Και οι αναρχοαυτόνομοι και οι αριστεριστές εκεί κατατάσσονται. Η ΚΝΕ κι ο Ρήγας προσπάθησαν να λύσουν την κατάληψη της Νομικής και απέτρεψαν κόσμο από το να κλειστεί στο Πολυτεχνείο. Γνωστή και η δημοσίευση περί "100 προβοκατόρων" (μπορεί να κάνω λάθος στον αριθμό γιατί γερνάει το μυαλό -αλλά καταλαβαίνεις που αναφέρομαι). Για να μη μιλήσω για τη δήλωση Ανδρουλάκη (σε εκπομπή του Πρετεντέρη): "στο Πολυτεχνείο βάλαμε τάξη, κλειδώσαμε με το ζόρι τους αναρχικούς στα υπόγεια".
6. Εδώ είναι το τούβλο! Με ρώτησες γιατί δεν σατίριζαν τους κομμουνιστές και σου απάντησα οτι το έκαναν στο "Ξύπνα Βασίλη". Μου λες τώρα οτι το έργο ήταν αντιδραστικό και συντηρητικό (πράγμα με το οποίο συμφωνώ απόλυτα). Και τι θα πει αυτό ρε παιδί μου; Ότι δεν σατίριζε τους κομμουνιστές; Τους σατίριζε με την ίδια αντιδραστικότητα που το έκαναν και οι "Γερμανοί ξανάρχονται" του Σακελλάριου! Πώς θα το κάνουμε δηλαδή; Ότι είναι αντιδραστικό δεν είναι σάτιρα; Ε τότε και "Η θεία μου η χίππισα" και το "Μαριχουάνα στοπ" και οι άλλες παπαριές του Δαλιανίδη που σατίριζαν τους χίπηδες δεν ήταν σάτιρα! Γιατί ήταν κάργα στην αντίδραση -μην το αρνηθείς!
Αυτά και θάβω το τόμαχοκ -δεν θα ανταπαντήσω κάτι -κατανοώντας οτι όλοι μας έχουμε και άλλες δουλειές να κάνουμε κι αυτές είναι κουβέντες που άνευ μπύρας χάνουν τη σημασιολογική τους αξία (τι είπα πάλι ο πούστης!)
Ας κανονιστούμε περαιτέρω (για τα διαδικαστικά) μέσω μέιλ.
Motorcycle Boy είσαι κοινωνιολόγος (δεν το λέω ειρωνικά). Γουστάρεις και τη μουσική. Σχολιάζεις και ζητήματα του ’60 και του ’70 και όχι μόνο του ’80. Έχεις γνώσεις και κρίση. Μην μου λες λοιπόν «δεν ξέρω να σου πω περί ψυχεδελικής νεολαίας» και «δηλώνω πλήρη άγνοια επί του θέματος». Δύο άνθρωποι (εγώ και ο Νταλούκας) παραθέτουν γεγονότα και καταγράφουν επιχειρήματα (καλά, ο ένας να μην σου πω τι κάνει…), για τα ίδια γεγονότα. Μην δικαιώνεις δια της ουδετερότητας και της υποτιθέμενης αγνοίας σου (γιατί ξέρεις και καταλαβαίνεις), τις μπούρδες και τις σαχλαμάρες. Εδώ δεν είμαστε για να κρατάμε ίσες αποστάσεις. Πρέπει να πάρουμε θέση. ΕΞΩ ΟΙ ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΑ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΡΟΚ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπάρχουν σάτιρες και σάτιρες Motorcycle Boy. Υπάρχουν σάτιρες ακίνδυνες. Και σάτιρες επικίνδυνες. Σάτιρα σημαίνει, για μένα, να σατιρίζεις την εξουσία. Σκληρά και ανελέητα, και η εξουσία να ενοχλείται. Ξέρω ’γω, όπως έκανε η Κάραλη επί Σημίτη. Το ότι μπορεί να σατιρίσεις κάποια κοινωνικά «κακώς κείμενα» (φερ’ ειπείν τους γιεγιέδες τότε ή σήμερα τα τηλεοπτικά πάνελ ή τα πρωινάδικα) σημαίνει βασικά ότι τα αποδέχεσαι, και επειδή τα αποδέχεται και ο κόσμος, απλώς προσδοκάς εισιτήρια. Κατ’ ουσίαν δεν κάνεις σάτιρα, απλώς μεγεθύνεις τον όγκο της σαβούρας, για ίδιον όφελος. Δρας καθεστωτικά. Αυτό εννοούσα όταν έγραφα παραπάνω πως «αν μία τάση σατιρίζεται σημαίνει πως είναι καθεστώς, άρα ακίνδυνη. Και όταν σατίριζαν τους γιεγιέδες το ’68 ήταν αυτό ακριβώς (οι γιεγιέδες) – καθεστώς και άρα ακίνδυνοι». Και όταν συμπλήρωνα… «γιατί ρε φίλε δεν σατίριζαν τους κομμουνιστές και όλους τους υπόλοιπους αριστερούς αντιστασιακούς;»… το έγραψα για να δείξω πως η Αριστερά δεν ήταν καθεστώς, ήταν ακριβώς το αντίθετο – κυνηγημένη και εξορισμένη. Άρα δεν είχε νόημα η σάτιρά της. Το να σατιρίζεις την Αριστερά επί χούντας σημαίνει ότι είχες χάσει εντελώς το μπούσουλα. Έκανες απλώς αντικομμουνισμό και είχες τα «εύσημα» της «Επανάστασης».
Τo «Πολυτεχνείο» είναι μεγάλη κουβέντα και δεν πρόκειται να λυθεί, ως ζήτημα, οριστικά ποτέ. Ο καθένας το λύνει για τον εαυτό του.
Να τα πούμε κάποια στιγμή από κοντά. Θα σου στείλω e-mail…
Η ταινία που σατιρίζει έξυπνα και με σωστό τρόπο κατά τη γνώμη μου τους αριστερούς είναι «Η κόμησσα της φάμπρικας» των Γιαλαμά/Πρετεντέρη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλέξανδρος
Δεν τη θυμάμαι καλά αυτή την ταινία Αλέξανδρε. Πρέπει να την ξαναδώ.
ΔιαγραφήΑν και παίζει ο Ληναίος -η ταινία δεν ξεφεύγει από το γνωστό αντιδραστικό μοτίβο του αριστερού που μιλάει με τσιτάτα και έχει παθολογική απέχθεια για τους μπάτσους σε βαθμό γελοιότητας (βλέπε, σκηνή στην οποία ο Τσούκας φοράει κατά λάθος το καπέλο του Ληναίου). Άσε που εξομειώνει εν πολλοίς τον αριστερό που μπαινοβγαίνει στις φυλακές με τον κλέφτη που μένει στην ίδια αυλή.
ΔιαγραφήΜια ταινία που δείχνει καλόκαρδους και λεβέντες μπάτσους (η καλοσύνη των οποίων ανταμοίβεται με έναν πλούσιο γάμο στο τέλος) δεν μπορείς να πεις οτι είναι καλοπροαίρετη -το αντίθετο μάλιστα. Αλλά είναι κι αυτή του '69 νομίζω -υποθέτω οτι ήταν νωπή ακόμα η εκλογική άνοδος της ΕΔΑ.
Καλά είναι και θέμα γούστου. Την σκηνή με το καπέλο εγώ την βρίσκω αστεία και όχι γελοία. Την εξομοίωση που λες νομίζω ότι την κάνει ο μπάτσος, δηλαδή μας δείχνει πως σκέφτεται ο μπάτσος που είναι και πρωταγωνιστής. Έτσι το εκλαμβάνω. Επίσης και οι τρεις χαρακτήρες παρουσιάζονται ως καλόκαρδοι αντιθέτως με τον "κομουνιστή" Αλεξανδράκη ας πούμε που συμφωνώ ότι είναι αντιδραστικός.
ΔιαγραφήΛαική κωμωδία είναι εντάξη, στο τέλος κάποιος παντρεύεται. Δεν μιλάμε για σκληρή σάτιρα, ηθογραφική είναι η ταινία. Πάντως βρίσκω ευρηματικό και πανέξυπνο το σενάριο που "λέει" και πέντε σωστά πράγματα για την πολιτική κατάσταση της εποχής.
Αλέξανδρος
Επανέρχομαι -όχι για να διαφωνήσω μαζί σου (αυτό το αφήνω για άλλη στιγμή) αλλά επειδή σε όσα θέτεις θεωρώ οτι καλό είναι να υπάρχει μια δημόσια απάντησή μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΛοιπόν:
1. Σε θέματα που γνωρίζω ΒΙΩΜΑΤΙΚΑ ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ (δηλαδή σε θέματα της δεκαετίας του ΄80) έχω σαφή άποψη, την οποία έχω καταθέσει σε διαφωνίες μου με τον Νταλούκα και το φέισμπουκ και στη σελίδα του και στη δική μου. Η άποψή μου για αυτά τα θέματα είναι οτι οι αναλύσεις Νταλούκα δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα -έτσι όπως εγώ τουλάχιστον τη βίωσα. Αυτό δεν σημαίνει επ΄ουδενί οτι κατέχω καμιά απόλυτη αλήθεια -για να είμαστε ξηγημένοι. Ελλείψεις έχω, λάθη κάνω -αλλά να ονομάσω το νερό μπύρα (όπως επιχειρεί ο Μανώλης) ε, όχι! Επιπροσθέτως, η άποψή μου είναι οτι ο Νταλούκας δεν "υπήρχε" στους χώρους που επιχειρεί σήμερα να καταγράψει (για το ΄80 μιλάω) άρα δεν είναι και ο καταλληλότερος να μιλήσει για ζητήματα για τα οποία η βιωματική εμπειρία μετράει (ελλείψει επαρκούς βιβλιογραφίας).
2. Σε θέματα ελληνικής ποπ μουσικής του '50 και του '60 είμαι σκράπας. Έχω κάποια εκ των υστέρων ακούσματα -αλλά δεν μου επιτρέπω να έχω άποψη.
3. Τις απόψεις Νταλούκα περί ροκ του '40 και τις σχετικές τερατολογίες (όπως οτι η παραμάνα των πανκ ξεκίνησε από εύρημα του Σίμου του Υπαρξιστή!!!!) τις θεωρώ αστείες, το λιγότερο. Από σχετικό διάλογό μας (στο μπλογκ μου) προκύπτει πώς ο Νταλούκας οτιδήποτε καλό ανά τους αιώνες το θεωρεί ροκ!!! "Και η Μελίνα κι ο Αυλωνίτης κι αυτοί είναι ροκ" που λέει κι ο άλλος, ο αστείος! Ε, αυτό δεν στέκει ούτε σε παραμύθι του Τριβιζά.
3. Πάμε στο '70 που έχω κάπως καλύτερη (αλλά και πάλι όχι επαρκή) πληροφόρηση και επαφή: δεν μου προκύπτει από πουθενά οτι υπήρχε "ψυχεδελική νεολαία" -δηλαδή μια συμπαγής μουσικοκοινωνική ομάδα στον Ελληνικό χώρο. Και ΑΝ υπήρχε, με τίποτα δεν θα έβαζα μέσα τους Poll ή τους Νοστράδαμος -συγκροτήματα καθαρά ποπ κατά την ταπεινή μου γνώμη. Οι Εξαδάκτυλος και οι Πελόμα, ας πούμε, ψυχεδέλιζαν αλλά όχι μόνο. Αυτή είναι η προσωπική μου γνώμη.
4. Περί ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ διώξεων ΤΩΝ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΩΝ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΦΕΡΕΣΤΕ ΚΑΙ ΜΟΝΟ, δέχομαι οτι πιο πειστική είναι η δική σου θέση σε σχέση με τις συνωμοσιολογικές θεωρίες του Νταλούκα (γενικώς είμαι κατά της συνωμοσιολογίας). Αλλά επαναλαμβάνω οτι πέραν των κειμένων σας δεν έχω άλλη γνώση για το συγκεκριμένο θέμα.
Χοντρικά καλύπτομαι από αυτά που λες εδώ Motorcycle Boy.
ΔιαγραφήΣτο θέμα της σάτιρας τώρα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο να σατιρίζεις την εξουσία είναι όντως ένα είδος σάτιρας (κατά τη γνώμη μου το κοινωνικά πιο ωφέλιμο) αλλά σάτιρα είναι και οι μαλακίες του Σεφερλή ας πούμε. Το θέτω έτσι γενικά, επειδή, αν εξειδικεύσουμε θα χαθούμε σε ιδιαιτερότητες -για παράδειγμα η Κάραλη που αναφέρεις (για μένα) δεν έκανε σάτιρα κατά της εξουσίας, σατίριζε (με άθλιο τρόπο, εφόσον αναφερόταν σε φυσικά χαρακτηριστικά) τον Σημίτη και έκλεινε το μάτι στον σκοταδισμό με το "έξω πούστη απ΄την παράγκα". Είναι γνωστές άλλωστε οι στενές σχέσεις της μακαρίτισσας με τη Ρηγίλλης -τέλος πάντων, δεν θέλω να μπλέξω σ΄αυτά, παραμένω στον γενικό ορισμό.
Παρακάτω κάνεις ένα λογικό άλμα -θεωρόντας οτι αυτά που σατιρίζει εκείνος που δεν σατιρίζει την εξουσία είναι θέματα αποδεκτά από την κοινωνία και άρα ακίνδυνα. Ήταν δηλαδή το '70 αποδεκτοί οι μαλλιάδες; Κι αν ναι -γιατί πέφτανε σύννεφο οι αποβολές για τα μαλλιά στα σχολεία; Γιατί οι καφενόβιοι φωνάζανε "λουλούδες" τους μαλλιάδες; Είναι αποδεκτοί οι γκέι (που σατιρίζει ο κάθε Σεφερλής) από την ελληνική κοινωνία σήμερα; Δηλαδή όταν θα πάει το παιδί στον πατέρα του και θα του πει "πατέρα, είμαι αδερφή" θα απαντήσει ο πατέρας "κομμουνιστής να μη γίνεις κι όλα καλά"; Δε νομίζω!
Το ότι η σάτιρα λειτουργεί ΚΑΙ καθεστωτικά -προσπαθώντας να γελοιποιήσει τη διαφορετικότητα (από την εποχή κιόλας που ο Αριστοφάνης κορόιδευε τον Σωκράτη στις Νεφέλες) είναι γεγονός. Άσχετο με το αν η διαφορετικότητα είναι επαναστατική ή όχι -αλλά γεγονός.
Τέλος, προσωπική μου άποψη είναι οτι εφόσον η αριστερά ήταν απαγορευμένη στη μεγαλύτερη διάρκεια της χούντας, ακόμα και η αναφορά σε αυτή ήταν πολύ δύσκολη σε πρώτο επίπεδο. Γιατί λοιπόν ο τότε επιθεωρησιογράφος να μπλέκει με λογοκρισίες; Το άφηνε απέξω το θέμα και ησύχαζε -τόσο απλά!
Δεν ξέρω τι σχέσεις είχε η Κάραλη με τη «Ρηγίλλης» εκείνο που ξέρω είναι πως ο… εκσυχρονο-πασοκισμός υπήρξε η πιο εμετική περίοδος της τελευταίας 20ετίας. Τις βούτες και τις αρπαχτές τους πληρώνουμε, εν πολλοίς, σήμερα. Οπότε όχι μία, αλλά πεντακόσιες μία… έξω φούστηδες απ’ την παράγκα και βουρ για τη φυλάκα!
ΔιαγραφήΜη γενικεύεις για τους μαλλιάδες. Εγώ είπα πως επί χούντας δεν υπήρχε φιρμάνι, μετά το ’70, επιτόπιας και πανελλαδικής κουράς. Και πως οι μαλλιάδες, από τον Κόκοτα και τον Πάριο, μέχρι τον μακαρίτη Βάσο Ανδριανό και από τον Τουρκογιώργη και τους Νοστράδαμος μέχρι τον Υβ Τριαντάφυλλο έχαιραν όχι απλώς… άκρας υγείας, αλλά «έπαιζαν» και ως «πρότυπα». Στα πάσης φύσεως περιοδικά και την χουντοτηλεόραση. Αυτό είναι το βασικό.
Μη μου λες για τους μαθητές. Εννοείται πως οι μαθητές έπρεπε να ήταν «ευπρεπείς», όπως και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Ρε Motorcycle Boy επί «αλλαγής» πήγα να φάω αποβολή λόγω φαβορίτας, κι εσύ μου λες για τα μαλλιά; Δεν μιλάμε για τους μαθητές.
Άιντε, το βγάλαμε και σήμερα το μεροκάματο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕννοείς το χουντικό μεροκάματο ασφαλώς ...
ΔιαγραφήΜάρθα, Μάρθα, Μάρθα…
ΔιαγραφήΕγώ τρεις Μάρθες ξέρω. Την Βούρτση, την Καραγιάννη και την Φριντζήλα.
Μία τέταρτη που ήξερα ήταν λέει… άντρας, αλλά του άρεσαν και τα φουστάνια… Από Μι άρχιζε το όνομά του. Μίμης, Μάκης, Μιχάλης… κάπως έτσι… Μικρός, ψυχεδελονεολαίος, του άρεσε ν’ ακούει δισκάκια των MGC. Αυτό ήταν! Τον μυρίστηκαν κάτι καρακόλια, τον μπουζούριασαν στο ΕΑΤ/ΕΣΑ και τον έκαναν να φτύσει μέχρι και το γάλα της μάνας που τον γέννησε. Όταν συνήλθε είδε τον κόσμο διαφορετικά… Τραύματα είναι αυτά. Αγαπάμε τους ανθρώπους με τα τραύματά τους.
Το κοροϊδάκι της πριγκηπέσσας (1971)
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Σταύρος Παράβας στις κατηγορίες των αδελφών του για το μακρύ μαλλί που αφήνει, διεκδικεί το δικαίωμα του, αν και φτωχός, στη μόδα και διευκρινίζει για να μην παρεξηγηθεί, ότι το αντριλίκι κρύβεται στην καρδιά και όχι στις τρίχες.
Στην συμβουλή του Εξαρχάκου να μην περνάει από το Περιστέρι γιατί εκεί κουρεύει η Αστυνομία απαντά «κάποιος φαλακρός έβγαλε διαταγή από τη ζήλια του».
Χαλαρή διάθεση και αστειάκια για όλη την οικογένεια…
(Βέβαια ο Παράβας έκανε διακοπές στη Γυάρο δημοσία δαπάνη. Όχι όμως για αυτή του την ατάκα αλλά για το τετράστιχο που έλεγε σε μια επιθεώρηση
«Μαθές και δεν ξανάγινε
τέτοιο κουτί ρημάδι
Όχι να ρίχνεις το πρωί
να βγαίνει Ναι το βράδυ»
για τα φοβερά δημοψηφίσματα της Χούντας).
Ι.Χ.
Όποιος θέλει να βρίσει, ή να κάνει την πιο σκληρή και εκτός ορίων κριτική, θα πρέπει να έχει το θάρρος να την υπογράψει – να έχει δηλαδή ένα σαφέστατο (ούτε καν απλώς σαφές) ηλεκτρονικό ίχνος. Να παίρνει το βάρος των λόγων του, ώστε να κρίνεται κι εκείνος από εκείνα που εκστομίζει. Δεν μπορεί ο καθένας να λέει ότι του κατέβει, προσβάλλοντας με τον πιο απρεπή τρόπο, και να έχει την απαίτηση να δημοσιευτεί το σχόλιό του ρίχνοντας από κάτω ένα όνομα ή ένα ονοματεπώνυμο... του κώλου. Ας πάει να το δημοσιεύσει εκεί όπου θα του το περάσουν... Το ξαναλέω διάλογο αυτού του είδους με ανώνυμους δεν πρόκειται να κάνω. Και όπως έχει συμβεί και άλλες φορές στο παρελθόν, σε ανάλογους καβγάδες, τα σχετικά σχόλια (τα όποια σχετικά σχόλια έχουν δημοσιευτεί) μετά από λίγες ώρες θα σβήνονται.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνας φίλος χθες το βράδυ με ρώτησε, γιατί δεν έγραψα κάτι και για τις σαχλαμάρες τού παραμυθά περί Βοσκόπουλου. Του απάντησα πως αυτό είναι ένα ξεχωριστό θέμα και πως θα ασχοληθώ άλλη φορά. Υπόσχομαι πως και μ’ εκείνο θα πέσει πολύ γέλιο…
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα έχω ξαναγράψει αυτά τα πράγματα και δεν θέλω να τα επαναλαμβάνω. Υβριστικά σχόλια δεν πρόκειται να δεχθώ για κανέναν (ούτε για τον Νταλούκα), όταν δεν προέρχονται από αναγνώστες με άκρως αναγνωρισμένο ηλεκτρονικό προφίλ. Να το καταλάβουν ορισμένοι. Δεν γίνεται να λένε ό,τι τους κατέβει, να βρίζουν και να μειώνουν φορώντας κουκούλα. Επιχειρήματα έχετε κύριοι; Πείτε τα και ανώνυμοι. Αν όμως θέλετε απλώς και μόνον να βρίσετε, να εκτονωθείτε (δεκτόν), αποκαλύψτε την πραγματική ταυτότητά σας, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες σας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητέ Φώντα πολλές φορές όταν σου κάνουν ανώνυμη κριτική, δεν την δέχεσαι . Αντίθετα όταν σου γίνεται ανώνυμο μπράβο ή ωραια τα λες , τότε το δημοσιεύεις . Γενικά δημιουργεις την εντύπωση ότι δεν δεχεσαι την αντίθετη άποψη . Ο Νταλούκας έχει μια αντίθετη άποψη . Είναι λόγος αυτός να τον λες ΕΞΩ ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΡΟΚ ; Όλοι πρέπει να συμφωνουν μαζί σου ; Ένα πράμα εσύ το βλεπεις αλλιώς κι εκείνος αλλιώς . ΟΚ. Άσε τον κόσμο να βγάλει τα συμπεράσματά του .
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην μία η διαδικτυακή περσόνα Μάρθα, την άλλη ο… ανύπαρκτος, αήθης (κοινώς «τομάρι») Αριστοτέλης Δεσποτόπουλος, τώρα ο καλοπροαίρετος Γιάννης… Τρία διαφορετικού τύπου σχόλια, πάνω στο ίδιο θέμα (πως το πρόβλημα είμαι εγώ!), που θα μπορούσε να αφορούν στο ίδιο άτομο. Κανείς από τους τρεις ηλεκτρονικώς ανώνυμους, εν τω μεταξύ, δεν εξέφρασε γνώμη για το θέμα της ανάρτησης. Κανείς δεν μπήκε στον κόπο να συγκρίνει τις μπούρδες, τις σαχλαμάρες και τις παραχαράξεις (της άλλης πλευράς) με τα επιχειρήματα, τα στοιχεία και τα ντοκουμέντα που προέβαλλα. Το μόνο που τους νοιάζει είναι να μου κάνουν κριτική. Ας είναι…
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν έχω πρόβλημα, εννοείται, με την κριτική, ούτε καν με την ανώνυμη κριτική, αρκεί να είναι κριτική και όχι ύβρεις. Η απόδειξη αυτού που λέω υπάρχει σε πάμπολλες αναρτήσεις-σχόλια του δισκορυχείου. Επίσης δεν έχω πρόβλημα ούτε με τις προσωπικές ύβρεις – ούτε απαντώ σε όλες τις διαδικτυακές επιθέσεις που έχω δεχθεί. Δεν ανέχομαι όμως ο κάθε άσχετος, ο κάθε κακοήθης, που δεν εκφράζει γνώμη για το θέμα της ανάρτησης, να μπαίνει στο ηλεκτρονικό μου «σπίτι» και προβάλλοντας μόνο την κατ’ ουσίαν ανωνυμία του να καθυβρίζει εμένα και πρόσωπα κοντινά μου, που δεν γνωρίζει. Πρόκειται για παντελώς αήθη συμπεριφορά, ίδιον των φασιστο-λακέδων του διαδικτύου.
Με τον Νταλούκα υπάρχει μεταξύ μας θέμα. Το ξέρει όλος ο (σχετικός) γλόμπος. Όταν κάποιος έχει αποκαλέσει τη δουλειά μου «σκουπιδαριό» (εγώ δεν αποκάλεσα το blog του «χωματερή», ούτε «βοθρατζίδικο») και συνεχίζει να την αποκαλεί έτσι, αφού δεν έχει κατεβάσει την ελεεινή εκείνη ανάρτηση (τον συμβουλεύω να το κάνει, αν επιθυμεί να ομαλοποιηθεί η κατάσταση), μου δίνει κάθε δικαίωμα να μην τον αφήσω σε ησυχία. Πόσω μάλλον όταν, κάθε λίγο και λιγάκι, ο τύπος αυτός συνεχίζει να καταφέρεται εναντίον μου σε διάφορες δικές του αναρτήσεις.
Δεν μ’ ενδιαφέρει τι γνώμη έχει ο περί ου ο λόγος για τα ποικίλα θέματα. Και δεν με απασχολεί καθόλου το να συμφωνήσει μαζί μου. Οι αναγνώστες κρίνουν. Κρίνουν ποιος σκέπτεται λογικώς, προβάλλοντας στοιχεία και επιχειρήματα, και ποιος αλλοιώνει και αποκρύβει στοιχεία (γι’ αυτό παραχαράκτης) υπερασπιζόμενος μπούρδες και φαντασιοπληξίες. Ένα μόνο θα πω. Αν δεν αλλάξει τακτική το εν λόγω άτομο, με αυτά που θα διαβάζει στο Δισκορυχείον, θα το κάνω να με βλέπει ακόμη και στον ύπνο του.
ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΧΟΛΙΟ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΟΥ ΔΕΧΟΜΑΙ ΚΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΟΥ ΔΙΝΩ. ΑΝ ΕΧΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΝΑ ΠΕΙ ΚΑΤΙ ΣΧΕΤΙΚΟ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ (ΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ’72) ΕΥΧΑΡΙΣΤΩΣ ΘΑ ΤΟ ΦΙΛΟΞΕΝΗΣΩ, ΑΛΛΙΩΣ «ΤΕΡΜΑ».
Ωραία ρε Φώντα θα πω σχετικα με την αναρτηση. Αυτά που γραφεις εσυ ειναι με λίγα λόγια πως η 21 Απριλίου δεν πειραξε το ελληνικό ροκ και φέρνεις παραδείγματα. Ενα απο τα παραδειγματα σου ειναι το φεστιβαλ στη Θεσαλονίκη . Ο άλλος λεει οτι δεν υπήρχε κανονική ψηφοφορία. Εγω που σας διαβάζω και τους δυο, λεω πως αν ψήφιζαν δήμαρχοι τοτε και οι Λεντ Ζέεπελιν να πηγαιναν θα πατωναν. Η κριτική επιτροπη δεν ηταν προβλημα;; Μετα λες τους ροκαδες χαιδεμενα παιδια της χουντας . Λες τη χουντα δεν την ένιαζαν οι ψυχεδελικοί. Μονο οι αριστεροί. Καλα όλα τα συγκροτηματα εκεινα δεν ειχαν καμια επανασταση, λες πως ηταν μονο για τα μινι και τα μακρια μαλλιά τους. Τόσο μαλάκες ήταν ; Εγω σου αφηνω τον Νταλουκα, σου λεω γαι τον Κατσαπη, Κι αυτος λεει οτι εκεινα τα συγκροτηματα ειχαν επαναστατικότητα. Μετα ειναι πραγματα που δεν εχω στοιχεια και δεν ξερω τι να πιστεψω, ας πουμε εσυ εβαλες μια φωτογραφια του Πατακου που χαζευει μια γκομενα με μινι. Ο Νταλούκας γράφει πως ήταν σχέδιο. Έβαλε κι ενα βίντεακι που λεει μαλακιες ο Πατακος. Τωρα εγω σκεφτομαι και ειλικρινα δεν ξερω τι ναπω, αλλα δεν μου φαινεται οτι αυτοι οι τυπαδες ηταν και υπερ του μινι. Κι αυτα που εγραψε ο Νταλουκας τα εχω διαβασει κι αλλου και μου ταχουν πει και παλιοί που ξερουν και τους εμπιστευομαι. Αυτά και δεν υπάρχει λόγος για καυγά. Βρεστε τα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιάννη, λαμβάνω το σχόλιό σου ως ειλικρινές (πως όντως απορείς γι’ αυτά που γράφονται εδώ κι αλλού) και γι’ αυτό σου απαντώ εν ολίγοις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοτέ δεν έγραψα πως η χούντα «δεν πείραξε το ελληνικό ροκ». Εξαρτάται όμως και από το νόημα που δίνει ο καθείς στη λέξη «πείραξε». Κι επίσης για ποιαν ακριβώς περίοδο της χούντας μιλάμε. Αποδείξεις, ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως παρουσιάζονται από τους… ιστορικούς της νεολαίας μας, είναι οι δίσκοι που κυκλοφόρησαν –ΑΝ ΗΤΑΝ ΚΑΤΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΑΠΛΩΣ ΘΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΤΑΝ–, και βεβαίως οι εκπομπές της χουντικής TV, από τις οποίες πέρασαν όλοι (από τον Σαββόπουλο, τον Ρωμανό, τον Σιδηρόπουλο και τους Socrates, μέχρι τον Γκαϊφύλια και τον Εξαδάκτυλο – δεν συζητώ για Poll, Νοστράδαμος, Blue Birds, Charms κ.λπ). Αφήνω την παρουσία των γκρουπ στον κινηματογράφο ή τα φεστιβάλ. Μέχρι και οι Morka εμφανίζονται σε ταινία. Αλλά και οι… δημαρχαίοι ψήφισαν άπαντα τα συγκροτήματα αναλόγως με τα γούστα και την κρίση τους (έβγαλαν δεύτερους τους Blue Birds τη δεύτερη μέρα, και πέμπτους τους Νοστράδαμος στον τελικό). Ο Νταλούκας κρύβει και αλλοιώνει στοιχεία. Κατάλαβέ το.
Η ουσία είναι πως η χούντα δεν εμπόδισε τη γέννηση, την ανάπτυξη και την άνθηση του ελληνικού ροκ από το 1970 μέχρι και το 1973. Τις χρονιές δηλαδή που βγήκε το περισσότερο και το καλύτερο ροκ υλικό στην πατρίδα μας, απ’ όλους τους τραγουδοποιούς και τα συγκροτήματα.
Το ότι υπήρχε ο Σαββόπουλος, ο Εξαδάκτυλος, ο Γκαϊφύλιας, τα Μπουρμπούλια και ίσως ένα-δυο ακόμη που με τα τραγούδια τους επιχειρούσαν να πουν και δυο λόγια παραπάνω (να πάνε κόντρα ας πούμε στην περιρρέουσα κατάσταση) το είπαν. Δισκάκια κυκλοφορούσαν, τα μαγαζιά ήταν γεμάτα, τα περιοδικά και οι εφημερίδες έγραφαν, η τηλεόραση έδειχνε κ.ο.κ. Μην αρχίσουμε να λέμε για λογοκρισίες, αστυνομίες, ντου, ταυτότητες κτλ., καθότι αυτά όλα δεν ήταν ίδιον της χούντας – δεν εμφανίστηκαν επί χούντας. Τα ίδια, δε, συνέβαιναν και πριν τη χούντα, τα ίδια συνέβαιναν και μετά τη χούντα· και επί ΠαΣοΚ ακόμη. Και σήμερα μπορεί. Είπαμε τι έγινε, ή εν πάση περιπτώσει τι ακούστηκε ότι έγινε με τους Shrine.
Την χούντα δεν την ενδιέφερε το ροκ, το είχε χεσμένο. Εκείνο που την ένοιαζε ήταν μήπως στις συγκεντρώσεις των νεολαίων στα σινεμά, τις λέσχες, τα κλαμπ, τα «ποδοσφαιράκια» ή όπου αλλού –που μπορεί να άκουγαν και ροκ οι άνθρωποι, αλλά μπορεί να άκουγαν και Κοινούση ή Λάκη Αλεξάνδρου– εμφιλοχωρούσε το αριστερό, κομμουνιστικό, ανατρεπτικό ή όπως αλλιώς θέλεις πες το, στοιχείο. Το ροκ, από μόνο του, δεν συνιστούσε «ανατροπή». Και έξω δηλαδή έτσι ήταν. Μόνο όταν συνδέθηκε το ροκ με το αντιπολεμικό κίνημα κ.λπ., την ευρύτερη αντικουλτούρα δηλαδή, απέκτησε «ανατρεπτική» ταυτότητα. Εδώ, δυστυχώς για τους… ιστορικούς μας, εκείνη η μουσική που συνδέθηκε με την ανατροπή και την διάθεση για αλλαγή δεν ήταν το ροκ (και πολύ περισσότερο το ελληνικό ροκ), αλλά η μουσική του Θεοδωράκη. Γι’ αυτό και απαγορεύονταν οι δίσκοι του. Αν ήταν αλλιώς θα είχε απαγορεύσει η χούντα, ξέρω ’γω, όλους τους δίσκους των Rolling Stones (ή του Σαββόπουλου). Συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Τα εργοστάσια τύπωναν βινύλια Stones «εμπλοκή».
Για τον Κατσάπη τα έχω πει σε ξεχωριστή ανάρτηση (http://diskoryxeion.blogspot.gr/2013/03/blog-post_7.html) κι άμα θέλεις κοίτα τη.
Φυσικά και το μίνι δεν είχε πρόβλημα. Ξεκαθάρισε πολύ γρήγορα το πράγμα – ότι δηλαδή δεν υπήρχε πρόβλημα. Και μην πούμε πάλι για τις μαθήτριες, γιατί φυσικά οι μαθήτριες δεν φορούσαν μίνι. Ποδιές φορούσαν μέχρι τότε που εγκατέλειψα εγώ το Δημοτικό, το 1977. Απ’ ό,τι θυμάμαι η ποδιά καταργήθηκε το 1982. Τώρα, να κατηγορήσουμε τη χούντα επειδή δεν κατήργησε την ποδιά; Να την κατηγορήσουμε. Που είναι το πρόβλημα; Αν κι εγώ προτιμώ να την κατηγορώ για το κυνήγι των Αριστερών, τα βασανιστήρια, τις εξορίες, τις δολοφονίες και το έγκλημα του Πολυτεχνείου.
Αυτά, και μην το τραβήξουμε άλλο. Γιατί σε λίγο θα μαζέψω όλα όσα έχω γράψει και θα βγάλω κανα βιβλίο. Μπας και βγάλουμε και κανα φράγκο δηλαδή. Γιατί γράψε-γράψε εδώ πέρα δεν βγαίνει τίποτα. Είναι εντελώς αντιπαραγωγικό.
"Το ροκ, από μόνο του, δεν συνιστούσε «ανατροπή»."
ΔιαγραφήΑκριβώς.
Φαίνεται πως μέχρι να το καταλάβουν αυτό οι ντόπιοι παραμυθιασμένοι "επαναστάτες", θα περάσουν ακόμα πολλά χρονάκια.
Β.Α.