Λίγα λόγια για δύο ανεξάρτητα CD από την Νέα Υόρκη, που αφορούν σε σύγχρονες
progressive και fusion ανησυχίες…
Οι Yagull είναι το προσωπικό «όχημα» του Sasha Markovic. Ο γιουγκοσλάβος
μουσικός, που μάλλον διαμένει μονίμως στην Νέα Υόρκη, είναι ο βασικός υπεύθυνος
του άλμπουμ “Films” [Zoze Music, 2012], ενός
ορχηστρικού CD που
κινείται σε (ενισχυμένους) ακουστικούς… κινηματογραφικούς, folk και folk-progressive δρόμους. Χειριζόμενος ο ίδιος κιθάρες, μπάσο,
κρουστά, πλήκτρα και παίρνοντας κατά τόπους βοήθειες σε φλάουτο (Lori Reddy), τσέλο (Sonia Choi), σαξόφωνα (Eylon Tushiner) και ντραμς, πλήκτρα
(Josh Margolis), ο Markovic συντάσσει
ένα απλό στη σύλληψή του έργο, που έχει όμως ορισμένα πολύ ελκυστικά γνωρίσματα
– αποτελείται από 15 μικρής διάρκειας tracks (τρίλεπτα, τετράλεπτα), τα οποία κυλούν σαν τραγούδια. Είναι
τόσο «ευανάγνωστα» δηλαδή και τόσο αφηγηματικά τα συνθέματά του, που θα
μπορούσε να αποτελούν ρεπερτόριο ενός οποιουδήποτε συγχρόνου new-age/folk συγκροτήματος· καθότι ανιχνεύεται και αυτό το new-age, με την πιο εποικοδομητική έννοια,
στοιχείο. Ήτοι, η ηχητική «απεραντοσύνη», τα «φυσικά» μοτίβο και ακόμη η
ενδοσκόπηση που –υποτίθεται, κι έτσι είναι– επιβάλλουν με τον τρόπο τους
τέτοιου τύπου συνθέσεις. Δεν ξέρω, αλλά στιγμές-στιγμές οι μελωδίες του Markovic μού
θύμισαν Γιάννη Σπανό και Γιώργο Χατζηνάσιο (“River”), ενώ άλλες πάλι φορές μπορείς να εντοπίσεις «υπαινιγμούς»
από συγκροτήματα του british folk.
Γενικώς, η παλαιά βρετανική σκηνή φαίνεται πως θέλγει τον Sasha Markovic, καθώς οι πολύ
ενδιαφέρουσες διασκευές του στα “White room” των Jack Bruce και Pete Brown
(Cream) και “Sabbath bloody Sabbath” (Black Sabbath) προς τα εκεί μας
οδηγεί.
Οι Avengers είναι ένα fusion συγκρότημα προσωπικοτήτων και το άλμπουμ τους “On a Mission” [Belead Music, 2012] ηχογραφημένο στο New Jersey μία
άξια περίπτωση ηλεκτρισμένης jazz,
που «πατά» γερά στα seventies
(βεβαίως). Κινητήριος μοχλός του γκρουπ είναι ο ουρουγουανός κιθαρίστας Beledo, ένας μουσικός με
καριέρα που ξεκινά από τα… rock
βάθη των αιώνων. Παίζοντας (στην Ουρουγουάη) με τους Maitreya και
τους Siddhartha
(δεύτερο μισό του ’70) και ακόμη με τον Jorge Graf (από τους Días de Blues) στο ιστορικό 12ιντσο “Candombe non stop/ Dis-Ka-Ndombe”
από το 1980 –το flip-side το επανεξέδωσε, ανάμεσα
στα διάφορα afro της, η
βρετανική Soundway το 2005, φέρνοντας ξανά στο φως εκείνον τον… φανταστικό
συνδυασμό candombe και funk–,
ο Beledo έφθασε ν’ αγωνιστεί, με τα χρόνια, ακόμη και στην… πρώτη
εθνική, συνοδεύοντας τον Tito Puente
και την Celia Cruz.
Περαιτέρω, πλήκτρα στους Avengers παίζει ο Adam Holzman. Γιος του Jac Holzman (του ιδρυτή της Elektra και της Nonesuch) και στενός συνεργάτης του Miles Davis (εποχή “Tutu” - 1986), ο Holzman θα συνεργαστεί στην πορεία με τους «πάντες» (Michel Petrucciani, Chaka Khan, Wayne Shorter, Grover Washington Jr. κ.ά.). Μα ακόμη και στο rhythm-section του γκρουπ αν επικεντρωθούμε (ο μπασίστας Lincoln Goines και ο ντράμερ Kim Plainfield) θα διαπιστώσουμε πως και αυτό έχει στα χέρια του απειράριθμα sessions – σκέτη ματαιοπονία να τα απαριθμήσω. Τέσσερις… δικτυωμένοι μουσικοί λοιπόν, με πάμπολλες εργατοώρες στις σκηνές και τα στούντιο, δεν μπορεί παρά να προσφέρουν ένα ικανοποιητικό από πάσης απόψεως CD, που να αντανακλά σ’ εκείνο που πάντα έπρατταν στην μακρόχρονη καριέρα τους. Καθαρό και καλοφτιαγμένο fusion, με την κιθάρα του Beledo να κρατάει τα πρωτεία, αλλά και με τα ποικίλα ηχοχρώματα των πλήκτρων του Holzman να παίζουν σόλι, «συνδιαλεγόμενα» με την κιθάρα· όταν δεν δηλώνουν την παρουσία τους με breaks τύπου George Duke ας πούμε.
Περαιτέρω, πλήκτρα στους Avengers παίζει ο Adam Holzman. Γιος του Jac Holzman (του ιδρυτή της Elektra και της Nonesuch) και στενός συνεργάτης του Miles Davis (εποχή “Tutu” - 1986), ο Holzman θα συνεργαστεί στην πορεία με τους «πάντες» (Michel Petrucciani, Chaka Khan, Wayne Shorter, Grover Washington Jr. κ.ά.). Μα ακόμη και στο rhythm-section του γκρουπ αν επικεντρωθούμε (ο μπασίστας Lincoln Goines και ο ντράμερ Kim Plainfield) θα διαπιστώσουμε πως και αυτό έχει στα χέρια του απειράριθμα sessions – σκέτη ματαιοπονία να τα απαριθμήσω. Τέσσερις… δικτυωμένοι μουσικοί λοιπόν, με πάμπολλες εργατοώρες στις σκηνές και τα στούντιο, δεν μπορεί παρά να προσφέρουν ένα ικανοποιητικό από πάσης απόψεως CD, που να αντανακλά σ’ εκείνο που πάντα έπρατταν στην μακρόχρονη καριέρα τους. Καθαρό και καλοφτιαγμένο fusion, με την κιθάρα του Beledo να κρατάει τα πρωτεία, αλλά και με τα ποικίλα ηχοχρώματα των πλήκτρων του Holzman να παίζουν σόλι, «συνδιαλεγόμενα» με την κιθάρα· όταν δεν δηλώνουν την παρουσία τους με breaks τύπου George Duke ας πούμε.
Μπορεί το fusion
(ή το jazz-rock όπως το λέγαμε, ή και το
λέμε ακόμη) να έχει εξαντλήσει τις αισθητικές εκπλήξεις του ήδη από τα seventies, όμως δεν υπάρχει
λόγος ούτε να αγνοήσουμε, ούτε να υποτιμήσουμε την ισχυρή θέληση ορισμένων μουσικών
να παίξουν (σήμερα) την μουσική που προέβαλλαν στα νειάτα τους. Πόσω μάλλον
όταν αυτή η μουσική φανερώνει χέρια γερά και σκέψη εναργή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου