Τα πολύ καλά λόγια που είχα γράψει για τον Σπύρο Χαρμάνη
πριν τρία χρόνια, με αφορμή το τότε άλμπουμ του “Wound” (ένα εντυπωσιακό και
εντελώς σημερινό concept progressive)
θα τα επαναλάβω και τώρα, παίρνοντας αφορμή από το… ακόμη πιο σημερινό και… πάντα
εντυπωσιακό concept progressive
που τιτλοφορείται “Than the Common Plague”
[Ανεξάρτητη Παραγωγή, 2015]. Μπορεί αυτή τη φορά να μην υπογράφει με το
ονοματεπώνυμό του μα ως None Other,
όμως η διαφορά είναι μικρή. Ο Χαρμάνης γράφοντας μουσική και στίχους, και
παίζοντας όλα τα βασικά όργανα μόνος του –οι ελάχιστες βοήθειες αφορούν σε
γυναικεία φωνητικά (Μελίνα Κυρίτση, Σοφία Νάσιου), λαούτο, μπουζούκι (Γιάννης
Βιλιώτης) και τσέλο (Θεόδωρος Παπαδημητρίου)– είναι ο κύριος υπεύθυνος για ό,τι
ακούγεται στο νέο έξτρα περιποιημένο CD του με το ωραίο hardback cover και με τα πολύ προσωπικά κείμενα
και στίχους.
Τo concept θέλει βασικά μιαν ιδέα, ένα θέμα. Κάτι που να μπορεί να
αναπτυχθεί και μουσικώς και στιχουργικώς, δίχως να κουράζει και δίχως να χάνει
το ενδιαφέρον του στην εξέλιξη τού (δισκογραφικού) χρόνου. Πολύ συχνά, κι είναι
γνωστό αυτό, concept θέματα έχουν να κάνουν με το φανταστικό – και πάνω εκεί
έχουν καταγραφεί, κατά καιρούς, πλείστα όσα αριστουργήματα (όπως τα λέμε) του
είδους. Πολύ λιγότερες φορές το concept
έχει κάτι πιο ρεαλιστικό, που να παίρνει γραμμή από την άμεση προσωπική ζωή του
καλλιτέχνη. Αν και στη λογοτεχνία, για παράδειγμα, τα πράγματα συχνά
κατευθύνονται προς τα ’κει, στη μουσική λειτουργεί πιο τακτικά η αλληγορία, η
μεταφορά, η μετωνυμία. Επί του προκειμένου ο Χαρμάνης επιλέγει το πιο δύσκολο…
και το λιγότερο σύνηθες. Να μιλήσει μέσω της μουσικής και των τραγουδιών του
για ένα πρόβλημα υγείας, που τον ταλαιπώρησε για κάποια χρόνια, περιγράφοντας
με το δικό του τρόπο το «πριν», το «κατά τη διάρκεια» και το «μετά», μέσα από
κείμενα και στίχους (και μουσικές βεβαίως).
Μία άλλη παρατήρηση σχετίζεται με την πυκνότητα του
συνθετικού υλικού και κυρίως με τη στιβαρή αλληλοσύνδεσή του. Ok, περί concept πρόκειται,
όμως αυτό δεν σημαίνει πως είναι εύκολο να συμβεί. Με την περίπτωση, πάντως,
των None Other (ας τους λέμε έτσι) και του “Than the Common Plague” συμβαίνει. Το κάθε track ξεπηδά από το
προηγούμενό του, η κάθε μελωδία προκύπτει αβίαστα ως αποτέλεσμα μιας εξελισσόμενης
διαδικασίας, ενώ και το στιχουργικό προφίλ του άλμπουμ, διαμορφώνεται
παραλλήλως με την ανάπτυξη του στόρι, διατρέχοντας όλη τη συναισθηματική γκάμα.
Ηχητικώς μπορεί να αναζητηθούν επιρροές όχι μόνο από το
απώτατο παρελθόν του progressive rock,
μα και από το πιο σύγχρονο – αν και δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να αναφερθούμε σε
ονόματα. Οι None Other προτείνουν, βασικά, τη δική τους μουσική, που είναι
«προσωπική» και κατασταλαγμένη. Και κυρίως παρουσιασμένη με σπάνιο
επαγγελματισμό, που θα τον ζήλευαν πολλοί (και όχι μόνον εντός της χώρας). Εν
ολίγοις, με δικά τους μέσα και εντελώς ανεξάρτητα, ο Χαρμάνης και οι συνεργάτες
του αγγίζουν το τέλειο. Ακόμη και σε ζητήματα που δεν είναι εύκολα – όπως, για
παράδειγμα, το να καταγράψουν τις πιο σωστές φωνές (πρώτες και δεύτερες).
Τέλος και τούτο το σημαντικό, φρονώ. Το άλμπουμ ανεβαίνει
και φθάνει στα ύψη από τη μέση και μετά – από το track 6 και πέρα (το… μπουζουκοπρόγκ “I, replicator”). Τα κομμάτια από ’κει και
κάτω είναι ένα-κι-ένα… δίχως να υπονοούμε πως τα προηγούμενα υπολείπονται σώνει
και καλά. Απλώς οι συνθέσεις δείχνει να κορυφώνονται καθώς κυλάει η ιστορία… με
τα “Nausea”, “Dead in the water, “Rieux” και “No decorum” να δίνουν, την
πρέπουσα στιγμή, αυτό το τόσο ανακουφιστικό τέλος.
Φώντα, καλημέρα! Ανάμεσα στους συνεργάτες, σου έχει ξεφύγει ο πιο βασικός - ο Λάμπρος Ζαφειρόπουλος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαιρετισμούς από Βόλο
Κ.
Καλημέρα Κωστή.
ΔιαγραφήΕίναι το… assisted by Lambros Zafeiropoulos ε;