Για τον Σωτήρη Κοματσιούλη έχω γράψει κι
άλλες φορές στο δισκορυχείον, άρα,
για το ποιος είναι ή ποια είναι η πορεία του στο τραγούδι, δεν θα ξαναγράψω,
καθότι όλα αυτά είναι γνωστά, πλέον, στους αναγνώστες τού blog. Εδώ, θα επικεντρωθούμε στην πιο πρόσφατη δουλειά του, τη
«Μοναξιά», που
είναι ένα ιδίοις εξόδοις άψογο (ηχογραφικά) CD-R με δεκαέξι παλαιά και καινούρια τραγούδια του. Τραγούδια, που
για πρώτη φορά μπαίνουν σ’ ένα δίσκο ή δισκάκι, ασχέτως αν κάποια απ’ αυτά τα
γνωρίζουμε από καιρό (από το YouTube)
ή από άλλες (δισκογραφημένες) εκτελέσεις.
Ο Κοματσιούλης είναι
ένας τραγουδοποιός με κοινωνικές ευαισθησίες – πάντα ήταν δηλαδή, αν κρίνουμε
από τα τραγούδια του από τα early seventies. Ο ίδιος ζει εντός αυτού του δυστυχισμένου, αλλά
περήφανου κομματιού τής ελληνικής κοινωνίας, του τμήματος εκείνου τέλος πάντων που
κουβαλάει στις πλάτες του τη ρεμούλα τής πασοκικής και νεοδημοκρατικής
κομματοκρατίας-κλεπτοκρατίας, καθώς και την επέκτασή της, το επακόλουθο έγκλημα
των μνημονίων. Του κομματιού εκείνου της κοινωνίας, εννοώ, που αγωνίστηκε και
αγωνίζεται για την καθημερινή επιβίωση, επενδύοντας μόνο στις δικές του δυνάμεις.
Έτσι, ως μέλος αυτού του ταλαίπωρου υποσυνόλου ο Κοματσιούλης δικαιούται να
έχει γνώμη γι’ αυτά που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στη χώρα, και για τα
οποία ο ίδιος, όπως και μυριάδες άλλοι, δεν φέρει την παραμικρή ευθύνη. Και
αυτή η γνώμη δεν μπορεί παρά να είναι βαρύνουσα, όπως είναι βαρύνουσα η γνώμη
καθενός που υποφέρει, δίχως να έχει ρωτηθεί, δίχως να έχει φταίξει. Όταν λοιπόν
ο Κοματσιούλης τραγουδάει… «οι ξεφτίλες
ελίτ στην τιβί αλωνίζουν/ τη φρικτή παρακμή πιο πολύ την τονίζουν/ τρόμος
επικρατεί στη φτωχή μας τη χώρα/ χούντα ήτανε τότε, χούντα είναι και τώρα»…
ξέρει πολύ καλά τι λέει, και τα λέει έτσι όπως ακριβώς
πρέπει. Με λόγια απλά και καίρια, χωρίς περιστροφές, για να τα καταλαβαίνουν
όλοι. Διότι αυτό είναι… «παρακμή» (έτσι αποκαλείται το συγκεκριμένο track), το να σε κυβερνάει μια εγκληματική οικονομική χούντα,
η χούντα των μνημονιακών «θεσμών», με τα εν Ελλάδι εκάστοτε τσιράκια της.
Κι επειδή, εδώ,
μιλάμε για τραγούδια και όχι για σκέτα αντιμνημονιακά μανιφέστα, ο Κοματσιούλης
έχει επιλέξει, γι’ αυτά ακριβώς τα tracks,
τις καλύτερες των μουσικών του, ώστε όλα εκείνα που σκέφτεται να μπορεί να τα
τραγουδήσει ο καθένας με άνεση, χωρίς τινές συγκαταβάσεις. Οι μουσικές, θέλω να
πω, μετράνε, καθώς στη «Μοναξιά» έχουμε τραγούδια απλά, το ξαναλέω, αλλά
περίτεχνα. Ροκ, λιγότερο ροκ, φάνκ, ρέγγε, ντίσκο ακόμη και χιπ-χοπ ή άλλα
χορευτικά, φτιαγμένα σε φημισμένα στούντιο του εξωτερικού (τα παλαιότερα) ή σε
σύγχρονα αθηναϊκά – σε παραγωγές πληρωμένες από τον ίδιο τον τραγουδοποιό (από
την τσέπη του).
Να πούμε λοιπόν πως
τα κομμάτια διαπερνούν μια περίοδο 46 χρόνων (1970-2016) και πως δεν είναι όλα
κοινωνικά – είναι και ερωτικά, αγάπης να τα πούμε. Το πιο παλαιό είναι «Ο
κλέφτης του… ψωμιού» και προέρχεται από το 1970 από τη ροκ περίοδο των Lovers (του sixties γκρουπ του Κοματσιούλη). Το τραγούδι έχει
«πειραχτεί» στο στούντιο, ενώ έχει γραφτεί και καινούρια φωνή. Παρά ταύτα η βάση
του (μουσική, στίχοι, τα περισσότερα όργανα) είναι γραμμένα τότε. Εξαιρετικό
κομμάτι, θα το κατέτασσα με άνεση στα καλύτερα τραγούδια του ελληνικού ροκ της
εποχής (αν είχε βγει τότε). Τραγούδια γραμμένα το 2016 υπάρχουν διάφορα, όπως
το «Μια Ελλάδα στα μαύρα» που είναι κάπως χιπ-χοπ, το ωραίο ερωτικό reggae-ska «Τόσο φως», η ροκιά «Λουκέτα και ερημιά» («όπου κι αν κοιτάξεις λουκέτα κι ερημιά/
θέλεις να ουρλιάξεις/ σε πνίγει η παγωνιά φτάσαμε στο τέλος/ κι ελπίδα τώρα
καμμιά»), η φοβερή «Παρακμή» με την ηλεκτρική κιθάρα του Σπύρου Ρουχωτά να
πετάει φωτιές… Έχουμε, εννοείται, τραγούδια και από την αγγλική φάση του
Κοματσιούλη, στα late seventies, με τον Mike Timoney των 10cc, όπως και από τα eighties-nineties με μουσικούς από τους Lovers, όπως και άλλα πολλά γραμμένα τα πιο πρόσφατα χρόνια. Όλα καλά ή και
πολύ καλά ή και πάρα πολύ καλά. Ξεχωρίζω το λαϊκό, αλλά με ροκ αντίληψη
«Οδύσσεια του ξεριζωμού» (1980), που για μένα είναι ίσως το πιο απρόσμενο κομμάτι
του CD (αυτή η μείξη ροκ και λαϊκού, χωρίς
μπουζούκι, με το φλάουτο και το όργανο να υποστηρίζουν τη μελωδία είναι «άποψη»),
βεβαίως το χορευτικό “Thank you my love” του 1997, που αν πήγαινε Eurovision θα έσκιζε (εγώ, ξέρετε, δεν υποτιμώ εκ των προτέρων
τίποτα) και φυσικά τη δυνατή φανκιά από το 2012 “Please, don’t leave me now” (με τον Ρουχωτά και πάλι να κόβει και να
ράβει).
Ο Σωτήρης
Κοματσιούλης, για μιαν ακόμη φορά δείχνει ότι το λέει η περδικούλα του και πως
δεν ξέχασε να γράφει τραγούδια που να αφουγκράζονται (ανάμεσα σε άλλα) και τις
σημερινές δύσκολες καταστάσεις. Και αυτά να είναι τραγούδια καλά, γερά,
τοποθετημένα, όχι σαχλαμάρες.
Προσωπικά, δεν ξέρω
–γιατί δεν υπάρχει– κανέναν από τη γενιά του (από τους μουσικούς τού ελληνικού ροκ τού ’60 εννοώ)
που να το πράττει, σήμερα, καλύτερα.
Επαφή: τηλ. 6986 696683
Δεν ξέρω αν το έχεις παρατηρήσει, είσαι ο ΜΟΝΟΣ που γράφεις για Κοματσιούλη. Όλοι οι άλλοι τον έχουν χεσμένο. Τι άραγε σημαίνει αυτο;
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΝΑ. Είμαι ο ΜΟΝΟΣ που γράφει και για πολλούς άλλους.
ΔιαγραφήΔΥΟ. Το ότι γράφω εγώ πρέπει να σου φτάνει και να σου περισσεύει.
Έχεις αναλάβει την δαφήμιση του Κουματσιούλη ?
ΑπάντησηΔιαγραφήΣκάσε βλάκα, σκάσε ηλίθιε, σκάσε αγράμματε!
Διαγραφή(με γέλια, όχι με νεύρα)
("δαφήμιση", "Κουματσιούλης")
Περαιτέρω κουβέντα μόνο με αληθινά και ξεκάθαρα προφίλ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈλα... και χάρη σας έκανα. Ζώα...