Δεν μπορώ να
θυμηθώ πότε άκουσα για πρώτη φορά το κλαρίνο του Τάσου Χαλκιά (1914-1992).
Μπορεί στους τίτλους αρχής της «Αναπαράστασης» (1970) του Θόδωρου Αγγελόπουλου,
μπορεί σε κάποιο δίσκο του Γιάννη Μαρκόπουλου («Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους... και άλλα τραγούδια»
του 1973, «Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του 1977), μπορεί και κάπου αλλού. Το
σημειώνω, γιατί όσοι δεν μεγαλώσαμε αναγκαστικά με τα δημοτικά τραγούδια και με
τους κορυφαίους σολίστες τους, το πράξαμε κάποια στιγμή στην πορεία και από
σπόντα. Γιατί πάντα θα υπάρχουν οι «σπόντες», που θα μας πηγαίνουν παρακάτω.
Τώρα, καθώς προσπαθώ να πιέσω τη μνήμη μου για να θυμηθώ, μπορεί να
ήταν και το ροκ, το ελληνικό ροκ εννοώ, εκείνο που με οδήγησε να ανακαλύψω τον
Τάσο Χαλκιά. Ο Σαββόπουλος π.χ., που είχε καλεσμένο τον Χαλκιά στο Κύτταρο το
1972, μα ακόμη και ο Γιάννης Σπάθας (από τους Socrates), που από παλιά δήλωνε σε συνεντεύξεις του πως ο Χαλκιάς είχε υπάρξει
μία από τις μεγαλύτερες επιρροές του. Εξάλλου το κλαρίνο του Χαλκιά ήταν εκείνο
που προσπαθούσε να μεταφέρει στην κιθάρα του ο Σπάθας σε κομμάτια όπως το “Mountains” και σε άλλα διάφορα (πιο πριν).
Όπως είχε πει ο ίδιος ο ηπειρώτης κλαρινίστας στο μνημειώδες βιβλίο τού
Αντρέα Χρονόπουλου «Θύμησες και Σημειώσεις Τάσου Χαλκιά» [Απόπειρα, 1985]:
«Νέους ανθρώπους
γνώρισα όταν κάποτε ήρθε και μου μίλησε ο Διονύσης Σαββόπουλος. Άνοιγε ένα μαγαζί
κι ήρθε, με βρήκε και μου είπε:
– Χαλκιά σε θέλω να ’ρθεις στο μαγαζί. Θα κάνουμε έναρξη την τάδε του μήνα.
Με ευχαρίστησε η προτίμησή του, αλλά δεν πίστευα ότι θα πέρναγε η δική μου εργασία μέσα στον κόσμο, όπου τα είχε αυτός. Ήτανε άλλος ο κόσμος του και συγκεκριμένα του είπα – επί λέξει:
– Ποιος να με καταλάβει από αυτούς τους ακούρευτους κι αξύριστους;
Μου συνέχισε τότε ο Σαββόπουλος:
– Εσένα δε σ’ ενδιαφέρει κύριε Χαλκιά. Μόνο να ’ρθεις να μιλήσουμε και να συμφωνήσουμε.
Όντως, επήγα. Συμφωνήσαμε κι έπαιξα δυο χρόνια. Ερχότανε αλήθεια αυτή η νεολαία, αυτοί όλοι που ονόμασα ακούρευτους, μαλλιάδες και αξύριστους και δε με άφηναν να φύγω από την πίστα. Με αγαπούσαν αυτά τα παιδιά. Έπρεπε να γυρίσω το λιγότερο δυο φορές απ’ τα καλέσματά τους για να τους παίξω λίγο ακόμη και να φύγω.(…) Αυτά τα παιδιά μου ’δωσαν μεγάλη ζωή. Μ’ αγαπήσανε πάρα πολύ κι όπου πήγαινα κατόπιν, σε εκδηλώσεις, έρχονταν να με δουν».
– Χαλκιά σε θέλω να ’ρθεις στο μαγαζί. Θα κάνουμε έναρξη την τάδε του μήνα.
Με ευχαρίστησε η προτίμησή του, αλλά δεν πίστευα ότι θα πέρναγε η δική μου εργασία μέσα στον κόσμο, όπου τα είχε αυτός. Ήτανε άλλος ο κόσμος του και συγκεκριμένα του είπα – επί λέξει:
– Ποιος να με καταλάβει από αυτούς τους ακούρευτους κι αξύριστους;
Μου συνέχισε τότε ο Σαββόπουλος:
– Εσένα δε σ’ ενδιαφέρει κύριε Χαλκιά. Μόνο να ’ρθεις να μιλήσουμε και να συμφωνήσουμε.
Όντως, επήγα. Συμφωνήσαμε κι έπαιξα δυο χρόνια. Ερχότανε αλήθεια αυτή η νεολαία, αυτοί όλοι που ονόμασα ακούρευτους, μαλλιάδες και αξύριστους και δε με άφηναν να φύγω από την πίστα. Με αγαπούσαν αυτά τα παιδιά. Έπρεπε να γυρίσω το λιγότερο δυο φορές απ’ τα καλέσματά τους για να τους παίξω λίγο ακόμη και να φύγω.(…) Αυτά τα παιδιά μου ’δωσαν μεγάλη ζωή. Μ’ αγαπήσανε πάρα πολύ κι όπου πήγαινα κατόπιν, σε εκδηλώσεις, έρχονταν να με δουν».
Η συνέχεια εδώ…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου