ANNA GOURARI: Elusive Affinity [ECM New Series,
2019]
Ρωσίδα πιανίστρια είναι η Anna Gourari, με το “Elusive Affinity”
να αποτελεί το τρίτο άλμπουμ της για την ΕCM, μετά από τα “Canto Oscuro”
(2012) και “Visions Fugitives”
(2014).
Η Gourari είναι κλασική πιανίστρια – και όταν λέμε «κλασική» εννοούμε πως
το ρεπερτόριό της ξεκινά από το μπαρόκ, καταλήγοντας στη «σύγχρονη κλασική».
Τούτο φαίνεται και στο “Elusive Affinity”,
ένα άλμπουμ στο οποίο συνωθούνται έργα Μπαχ (διασκευές του Μπαχ πάνω σε
συνθέσεις των Antonio Vivaldi
και Alessandro Marcello)
και ακόμη Schnittke, Kanceli, Shchedrin, Pärt και Rihm.
Αν οι «απόψεις» του Μπαχ, πάνω στους Vivaldi και Marcello, ανοίγουν και
κλείνουν το άλμπουμ μ’ έναν γλαφυρό, μελωδικό τρόπο, στο ενδιάμεσο υπάρχουν
στάδια και διαστρωματώσεις, που χαρακτηρίζουν περισσότερο (μάλλον) την Gourari σαν πιανίστρια, μιας συγκεκριμένης
αισθητικής (καθώς μόνο για την αισθητική θα πούμε, εδώ, λίγα λόγια), χωρίς αυτό
να σημαίνει πως η ίδια μετατρέπεται σε κάτι «πρωτοποριακό» και «δύστροπο».
Για παράδειγμα το
έργο του Schnittke “Five Aphorisms” δεν είναι τυχαίως επιλεγμένο. Μπορεί να
μην έχει προφανή σχέση με τον Μπαχ ή με το μπαρόκ γενικότερα, αλλά η Gourari ξέρει να το αντιμετωπίζει, μέσα στην ελλειπτικότητά του, με τέτοιο
τρόπο, ώστε να ακούγεται δίχως κάποιο σοβαρό χάσμα (ιδίως στο πρώτο moderato μέρος του). Από ’κει και πέρα υπάρχει το σύντομο “Piano piece no.15” του Giya Kancheli (με τις folk αντηχήσεις), που δίνει τη θέση του στο “Diary-seven pieces” του Rodion Shchedrin, ένα έργο
«βαρύ» στο σύνολό του, με επαναληπτικά patterns, γραμμένο μάλλον για την πιανίστρια και τις
συγκεκριμένες ερμηνευτικές δυνατότητές της, που καλύπτουν ευρύτατο φάσμα (ό,τι
περικλείεται στα αντιθετικά σχήματα «ηρεμία-καταιγίδα», «αργό-γρήγορο»,
«αναμενόμενο-αναπάντεχο» κ.λπ.). Εξαιρετικό το “Variationen zur gesundung von Arinuschka” του Arvo Pärt, διακρίνεται για τις ωραίες μετατοπίσεις του από το κάπως-θλιμμένο
προς το κάπως-χαρούμενο, με το “Zwiesprache” του Wolfgang Rihm να περιγράφει
καταστάσεις, που κινούνται μεταξύ ολιγολογίας και σιωπής.
Η Gourari αποδεικνύεται ιδανική στην (πιανιστική) ερμηνεία-απόδοση όλων των
παραπάνω απαιτήσεων.
MICHELE RABBIA / GIANLUCA PETRELLA / EIVIND
AARSET: Lost River [ECM Records, 2019]
Τρεις σημαντικοί σύγχρονοι μουσικοί, ο ιταλός ντράμερ Michele Rabbia, ο επίσης ιταλός
τρομπονίστας Gianluca Petrella
και ο νορβηγός κιθαρίστας Eivind Aarset
(όλοι με παρουσίες στην ECM,
στο παρελθόν) βρέθηκαν μαζί σ’ ένα στούντιο της Udine, τον Ιανουάριο του 2018,
προκειμένου να ηχογραφήσουν το δικό τους άλμπουμ, υπό τον τίτλο “Lost River” – το οποίον άλμπουμ,
πέραν των βασικών οργάνων που ακούγονται σ’ αυτό (ντραμς, τρομπόνι, κιθάρα),
είναι πλημμυρισμένο και στα ηλεκτρονικά. Η προσπάθειά τους κρίνεται ως ολοκληρωμένη
και σημαντική, να το πούμε από την αρχή, και ως τέτοια εξετάζεται.
Το “Lost River”
περιέχει δέκα συνθέσεις, όλες πρωτότυπες, γραμμένες και αναπτυγμένες από τα
μέλη του τρίο. Βασική «γραμμή» στο “Lost River” είναι οι χαμηλοί τόνοι. Οι Rabbia, Petrella και Aarset παίζουν με κατεβασμένες
ταχύτητες, αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει να δημιουργήσουν έναν ήχο πληθωρικό,
που να τον διακρίνει μιαν υπόγεια ένταση. Υπάρχει οπωσδήποτε κάποια συσχέτιση
με ορισμένες εγγραφές του Terje Rypdal,
αλλά κατά βάση, εδώ, είναι τα ηλεκτρονικά εκείνα που πρωταγωνιστούν (και όχι τα
τρία όργανα ή κάποιο, ένα, εξ αυτών). Εννοούμε πως τα ηλεκτρονικά, που είναι
μόνιμα, διαρκή και σταθερά, αποβαίνουν καθοριστικά όσον αφορά στην ηχητική
συγκρότηση του “Lost River”
– μια συγκρότηση που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «περιβαλλοντική». Είναι lo-fi δηλαδή οι κυρίαρχες παρεμβάσεις, όπως
χαμηλών τόνων είναι (το ξαναλέμε) και τα παιξίματα.
Επιρροές και αναφορές υπάρχουν φυσικά, αλλά αυτές δεν έχουν
να κάνουν τόσο ή μόνο με την jazz,
όσο κυρίως με το space (των Pink Floyd
ή του krautrock). Μελετημένα
σε κάθε τους λεπτομέρεια soundscapes
είναι επί της ουσίας το “Lost River”,
ήχοι και συνθέσεις, που ακούγονται σαν ένα άψογο ambient soundtrack.
RETO BIERI and META4: Johannes Brahms / Gérard
Pesson / Salvatore Sciarrino, Quasi Morendo [ECM New Series, 2019]
Τα απαραίτητα. Ο Reto Bieri είναι ένας ελβετός κλαρινίστας, γνωστός
στους φίλους της ECM από δύο προηγούμενες παρουσίες του στο label (αλλά βασικά από το “Contrechant” του 2011). Περαιτέρω,
οι Meta4 είναι ένα φινλανδικό
κουαρτέτο εγχόρδων αποτελούμενο εκ των Antti Tikkanen βιολί, Minna Pensola βιολί, Atte Kilpeläinen βιόλα και Tomas Djupsjöbacka βιολοντσέλο. Reto Bieri και Meta4 συνεργάζονται σ’ αυτό το άλμπουμ, το
“Quasi Morendo”, αποδίδοντας έργα Salvatore Sciarrino, Johannes Brahms και Gérard Pesson.
Το άλμπουμ ανοίγει με το “Let me die before I wake” του Salvatore Sciarrino. Ο
τίτλος προέρχεται από το φερώνυμο βιβλίο (1982) του Derek Humphry (αναφέρεται στο θέμα
της ευθανασίας, συνηγορώντας υπέρ αυτής) και σαν άκουσμα είναι τελείως προχωρημένο.
Είναι απορίας άξιον θέλω να πω πώς αποδίδει με το κλαρίνο του ο Bieri αυτό το ιδιάζον έργο (σίγουρα
χρησιμοποιεί ειδικές τεχνικές φυσημάτων και αναπνοής, multiphonics κ.λπ.), που ως (έργο) «μεταιχμίου»
διαθέτει κάτι μοναδικό, κάτι σαν «εμπειρία».
Στο “Quintet in b minor op.115”
του Johannes Brahms το σκηνικό αλλάζει – και όχι μόνον επειδή προστίθεται το
κουαρτέτο εγχόρδων φυσικά. Μουσική δωματίου, με προφανή ρομαντικά
χαρακτηριστικά, εδώ, σε μια τέλεια (στο αυτί) εκτέλεση.
Το άλμπουμ θα ολοκληρωθεί με το “Nebenstück” του Gérard Pesson, που σαν ακρόαμα
στέκεται κάπου ενδιαμέσως (από Brahms
και Sciarrino).
Κατ’ ουσίαν εδώ ο ιταλός συνθέτης αναπλάθει το έργο του Brahms
(για πιάνο) “Ballades Op.10” (το μέρος 4)
προσθέτοντάς του μια κάπως μυστικιστική χροιά.
Η ΕCM / ECM New Series εισάγεται από την AN Music