Αυτό
που συμβαίνει με την γερμανική εταιρεία ηχογραφήσεων ECM
Records είναι απίστευτο. Ένα «απίστευτο», που
εξελίσσεται χρόνο με το χρόνο, από το 1969 μέχρι σήμερα – 52 χρόνια αργότερα!
Πληθώρα εταιρειών έχουν υπάρξει στην ιστορία της δισκογραφημένης μουσικής, όμως άλλη εταιρεία, ανεξάρτητη, που να υπερασπίζει, με τέτοιο πάθος και συνέπεια, τα αισθητικά ενδιαφέροντά της, πάνω από μισόν αιώνα τώρα, πολύ δύσκολα θα συναντήσεις.
Ως γνωστόν η ECM Records, ιδρύθηκε το 1969 από τους Manfred Eicher, Karl Egger και Manfred Scheffner (ο τελευταίος δεν βρίσκεται στην ζωή, καθώς πέθανε πρόπερσι).
Ο
πρώτος είναι ο γνωστός τοις πάσι παραγωγός, η «εικόνα» της, ο άνθρωπος που
αποφασίζει για τις επιλογές και τις ηχογραφήσεις, κοντολογίς για το «προϊόν»
της εταιρείας, έχοντας όλες τις σχετικές ευθύνες (από το εξώφυλλο και τα
χρώματα, μέχρι το πώς θα ηχογραφηθεί η τελευταία νότα), ενώ ο δεύτερος είναι ο
διευθύνων σύμβουλος, με αρμοδιότητες που ξεκινούν από το προσωπικό, περνούν από
τις εγκαταστάσεις (αποθήκες κ.λπ.), φθάνοντας μέχρι και την διανομή.
Μια διανομή, που, για μιαν ανεξάρτητη εταιρεία, πάντα θα είναι ένα θέμα – αν και η ECM φαίνεται πως έχει κάνει τα κατάλληλα deals, ώστε συνεργαζόμενη με κολοσσούς, όπως η Universal Classics και η Universal Classics & Jazz, να διακινεί τους δίσκους της στις τεράστιες αγορές των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας αντιστοίχως.
Στην
Ελλάδα, την ECM Records
και
όλα τα αδελφά labels (ECM
New Series
κ.λπ.) διακινεί η AN Music, από την Θεσσαλονίκη.
Πολλά
μπορεί να πει κανείς για το ρεπερτόριο της ΕCM,
για τον κατάλογό της – ένας κατάλογος, που, στην βασική σειρά, αγγίζει πλέον τους
1700 δίσκους!
Μέσα
σ’ αυτά τα εκατοντάδες άλμπουμ θα βρεις πάμπολλα «αριστουργήματα», δεν θα βρεις
όμως ποτέ ούτε έναν μέτριο, κακό ή αδιάφορο δίσκο. Όλες οι κυκλοφορίες έχουν
μιαν «άλφα» ποιότητα. Όλες αντιπροσωπεύουν τις αισθητικές απαιτήσεις και το
κλίμα κάθε εποχής, όλες είναι φτιαγμένες με το ίδιο μεράκι και την ίδιαν
αυταπάρνηση.
Πιθανώς, τα τελευταία χρόνια να παρατηρείται κάπου, κάποια «στασιμότητα», μιαν «επανάληψη», αλλά και γι’ αυτό δεν ευθύνεται η εταιρεία, μα οι γενικότερες εξελίξεις στην μουσική και την κοινωνία. Και στα χρόνια του ’80, εξάλλου, συνέβη κάτι αντίστοιχο, αλλά ποιος μπορεί να αγνοήσει, από εκείνη την εποχή, ορισμένα άλμπουμ εξόχως σημαντικά, όπως ήταν τα σχετικά του Don Cherry, του David Torn ή του Edward Vesala;
Έτσι
λοιπόν ακόμη και σήμερα, τα τελευταία χρόνια εννοούμε, δεν θα ακούσεις δίσκο
από την ECM, για τον οποίον θα νοιώσεις πως έχασες τον χρόνο
σου – και αυτό είναι το σημαντικότερο όλων.
Μέσα
στο τελευταίο 12μηνο τυπώθηκαν κάμποσοι ECM-δίσκοι,
βινύλια και CD, τόσο στην κύρια ετικέτα, που έχει πάντα jazz, folk, fusion, progressive και experimental κατεύθυνση, όσο και στην παράλληλη ECM New
Series, που ασχολείται, βασικά, με την «κλασική», την
«σύγχρονη κλασική» και την avant-garde.
Απ’
αυτούς τους δίσκους, που είναι μερικές δεκάδες, διαλέξαμε οκτώ άλμπουμ που ξεχωρίζουν
και για τα οποία έχουμε την γνώμη πως πρόκειται για μικρά ή μεγαλύτερα «αριστουργήματα».
1. SINIKKA LANGELAND: Wolf Rune
[ECM Records, 2021]
Η νορβηγή τραγουδίστρια, τραγουδοποιός και χειρίστρια του kantele (του βαλτικού ψαλτηρίου) Sinikka Langeland έχει την… προϊστορία της γενικότερα (έχει παίξει ακόμη και με το θρυλικό ροκ συγκρότημα Savage Rose στη δεκαετία του ’80) και την ιστορία της στην ECM, καθώς ηχογραφεί εκεί ολοκληρωμένες δουλειές από το 2007.
Το
πιο πρόσφατο άλμπουμ τής Langeland είναι το “Wolf Rune”
(μάλλον το έκτο στη σειρά), ένα άλμπουμ ηχογραφημένο στο Όσλο, στο Rainbow Studio,
τον Δεκέμβριο του 2019, που τυπώνεται τώρα από την γερμανική εταιρεία.
Σ’
αυτό το CD, που περιλαμβάνει δώδεκα tracks,
με διάρκειες που ξεκινούν από το ένα λεπτό και ξεπερνούν κατά τι τα επτά, η Sinikka Langeland
συνθέτει, τραγουδά και χειρίζεται τρία διαφορετικά kantele,
ένα 5χορδο, ένα 15χορδο κι ένα 39χορδο.
Οι
μουσικές στην πλειονότητα των τραγουδιών είναι δικές της (υπάρχουν και κάποια tracks, στα οποία οι μελωδίες είναι παραδοσιακές), πέντε
από τα τραγούδια έχουν (και) στίχους γραμμένους από την Langeland, ενώ στα υπόλοιπα οι στίχοι είναι
παραδοσιακοί ή δανεισμένοι από συλλογές.
Το
πρώτο, που πρέπει να επισημάνουμε, στο “Wolf
Rune”, αν και ήδη το είπαμε εμμέσως, είναι πως εδώ η Sinikka Langeland
είναι μόνη της. Άρα δεν θα ήταν λάθος, αν αποκαλούσαμε το CD της... loner folk. Το “loner” δεν αφορά
βεβαίως μόνο στην παρουσία τού ενός, αλλά και σε μιαν ατμόσφαιρα μοναχικότητας,
που μπορεί να την επιβάλλει ένα συγκεκριμένο υλικό, όπως, βεβαίως, και ο τρόπος
παρουσίασής του.
Εδώ
ανιχνεύονται και τα δύο. Και το υλικό είναι αυτό που θα αποκαλούσαμε haunted, pagan,
αρχαϊκό, ενώ και η ατμόσφαιρα που δημιουργεί η Langeland,
με την φωνή της πρώτα-πρώτα, μα και με τους ήχους από τα kantele, και φυσικά με τα παιξίματά της,
συμβάλλουν ακαταπαύστως προς ένα μυστηριακό κλίμα, οικοδομημένο εντελώς λιτά,
μα συγχρόνως και με βαθιά γνώση, και πίστη, στη δύναμη τής loner τραγουδοποιίας.
Η
Sinikka Langeland
έχει αποδείξει πως μπορεί να σταθεί μόνη της (μοναχικά) παίρνοντας πάνω της μια
παράσταση ή ένα δισκογραφικό project, κάτι που το
επιβεβαιώνει και με τούτο το κορυφαίο, εν ολίγοις, άλμπουμ, που έρχεται, στο
τώρα, από πολύ μακριά, από τα βάθη τού μεσαιωνικού- ευρωπαϊκού βορρά, για να
συγκινήσει και περαιτέρω για να καταπλήξει!
Η συνέχεια
εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/h-spania-synepeia-tis-diskografikis-etaireias-ecm-52-hronia-meta-tin-idrysi-tis
Πληθώρα εταιρειών έχουν υπάρξει στην ιστορία της δισκογραφημένης μουσικής, όμως άλλη εταιρεία, ανεξάρτητη, που να υπερασπίζει, με τέτοιο πάθος και συνέπεια, τα αισθητικά ενδιαφέροντά της, πάνω από μισόν αιώνα τώρα, πολύ δύσκολα θα συναντήσεις.
Ως γνωστόν η ECM Records, ιδρύθηκε το 1969 από τους Manfred Eicher, Karl Egger και Manfred Scheffner (ο τελευταίος δεν βρίσκεται στην ζωή, καθώς πέθανε πρόπερσι).
Μια διανομή, που, για μιαν ανεξάρτητη εταιρεία, πάντα θα είναι ένα θέμα – αν και η ECM φαίνεται πως έχει κάνει τα κατάλληλα deals, ώστε συνεργαζόμενη με κολοσσούς, όπως η Universal Classics και η Universal Classics & Jazz, να διακινεί τους δίσκους της στις τεράστιες αγορές των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας αντιστοίχως.
Πιθανώς, τα τελευταία χρόνια να παρατηρείται κάπου, κάποια «στασιμότητα», μιαν «επανάληψη», αλλά και γι’ αυτό δεν ευθύνεται η εταιρεία, μα οι γενικότερες εξελίξεις στην μουσική και την κοινωνία. Και στα χρόνια του ’80, εξάλλου, συνέβη κάτι αντίστοιχο, αλλά ποιος μπορεί να αγνοήσει, από εκείνη την εποχή, ορισμένα άλμπουμ εξόχως σημαντικά, όπως ήταν τα σχετικά του Don Cherry, του David Torn ή του Edward Vesala;
1. SINIKKA LANGELAND: Wolf Rune
[ECM Records, 2021]
Η νορβηγή τραγουδίστρια, τραγουδοποιός και χειρίστρια του kantele (του βαλτικού ψαλτηρίου) Sinikka Langeland έχει την… προϊστορία της γενικότερα (έχει παίξει ακόμη και με το θρυλικό ροκ συγκρότημα Savage Rose στη δεκαετία του ’80) και την ιστορία της στην ECM, καθώς ηχογραφεί εκεί ολοκληρωμένες δουλειές από το 2007.
https://www.lifo.gr/culture/music/h-spania-synepeia-tis-diskografikis-etaireias-ecm-52-hronia-meta-tin-idrysi-tis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου