Ο συνθέτης και ντράμερ της jazz Γιώργος Πολυχρονάκος (George Polyhronkos) έχει μακριά
ιστορία, που ξεκινάει από την Αυστραλία της δεκαετίας του ’80, για να ριζώσει και
να επεκταθεί στην Αθήνα πια, από το 1993 και μετά. Θυμάμαι πως είχα γράψει
κριτική στο Jazz & Τζαζ για το πρώτο
προσωπικό CD του
Γιώργου Πολυχρονάκου, το “Blink”
[Legend Recordings,
2000], ενώ τα παιξίματά του θα τα ακούγαμε και σε διάφορους άλλους δίσκους της
εποχής, όπως στην “Naiva”
(1998) του Τάκη Μπαρμπέρη, στο «Ουδέν Πρόβλημα» (2000) της Μάγδας Γιαννίκου
κ.λπ.
Είκοσι τρία χρόνια μετά ο Γιώργος Πολυχρονάκος έχει να
προτείνει ένα δεύτερο προσωπικό CD,
το “Tender Gravity”
[Stray Cat Hub, 2023], που μοιάζει να συμπυκνώνει ιδέες και προτάσεις, που θα
προέκυπταν στο μεσοδιάστημα. Όπως διαβάζουμε στο ωραίο triple-folded digipak:
«Οραματιζόμουν αυτό το συλλογικό πρότζεκτ για σχεδόν 20 χρόνια. Πολλαπλές προτεραιότητες της “πραγματικής ζωής” θα συνέχιζαν να το αναβάλλουν μέχρι τα εκτεταμένα λοκντάουν (λόγω της κόβιντ-19). Έτσι, και σε αντίθεση με τη σκληρότητα εκείνων των ετών, ο μακρύς αυτοπεριορισμός θα εξελισσόταν σε μια, αναγκαία οπωσδήποτε, δημιουργική απόδραση».
Το “Tender Gravity”, που ηχογραφήθηκε
στο διάστημα Απρίλιος 2021-Σεπτέμβριος 2022, δεν είναι ένα απλό τζαζ άλμπουμ –
και όχι μόνο, γιατί είναι ένα... διπλό τζαζ άλμπουμ, αφού η διάρκειά του
ξεπερνά τα 75 λεπτά (πρόκειται, εξάλλου, να κυκλοφορήσει σύντομα και σε 2LP).
Βασικά είναι οι απίστευτα πολλές συμμετοχές μουσικών (ακριβώς 50!) και περαιτέρω όλα εκείνα τα είδη και οι τεχνοτροπίες της jazz, που αναπτύσσονται σε όλο αυτό το σχεδόν 80λεπτο διάστημα.
Σίγουρα δεν συναντάς σε ελληνικούς δίσκους (και όχι μόνον σε ελληνικούς) τέτοια συμμετοχή μουσικών (τα ονόματα τα έχουμε σκανάρει και μπορείτε να τα δείτε, αν κάνετε «κλικ» πάνω στη σχετική φωτογραφία). Δεν ξέρω πώς σκέφτηκε ο Γ. Πολυχρονάκος και πήρε μια τέτοια απόφαση, που, οπωσδήποτε, εμπεριέχει ένα ρίσκο.
Ένα ρίσκο που έχει να κάνει με την ενότητα ενός δίσκου, το ύφος του, τα παιξίματά του, το χρώμα του, την ατμόσφαιρά του κ.λπ. Γενικώς, ο δίσκος είναι μια πολύ ιδιόμορφη και απαιτητική κατασκευή. Και βασικά δεν είναι ένα best of (ή και off), παρότι και οι συλλογές (τα “best” εννοούμε) αποτελούν μια σταθερά της δισκογραφίας.
Μοιάζει, θέλουμε να πούμε, το “Tender Gravity”, κάπως με συλλογή. Με κομμάτια διαλεγμένα από διαφορετικούς, υποτίθεται, δίσκους, ερμηνευμένα από διαφορετικούς (εδώ χωρίς «υποτίθεται») οργανοπαίκτες.
Δεν χρειάζεται να πούμε πως κανένα από τα δεκαπέντε κομμάτια του CD δεν εμφανίζει την ίδια line-up με κάποιο προηγούμενο ή επόμενό του, ενώ και τα στυλ πάνε κι έρχονται, με τον Γιώργο Πολυχρονάκο και το τεχνικό του team, να δουλεύει σωστά προς την κατεύθυνση εξομάλυνσης όλων των επιμέρους ιδιαιτεροτήτων.
Το “Tender Gravity” διαθέτει ορχηστρικά φυσικά (είναι τα δώδεκα από τα δεκαπέντε κομμάτια του CD), αλλά διαθέτει και τραγούδια (ένα αποδίδει η Νεφέλη Φασούλη, ένα ο Αλέξανδρος Affolter και ένα η Λουκία Παλαιολόγου), διαθέτει περαιτέρω όλων των ειδών τους σχηματισμούς (οκτέτο, σεπτέτο, σεξτέτο, κουιντέτο, τρίο, ντούο , σόλο…) και βεβαίως μία στυλιστική ποικιλία (από funk και κλασικό piano-trio, μέχρι νεορομαντικές προσεγγίσεις και ροκ αφηγήσεις) και ακόμη περισσότερες, επιμέρους, αναφορές (indian, ECM, nordic κ.λπ.).
Το σημαντικό, πάντως, που πρέπει να πούμε είναι πως το άλμπουμ ακούγεται χωρίς σκαμπανεβάσματα. Η παραγωγή έχει φροντίσει για την «συνέχεια» του πράγματος, χωρίς... όρη και κοιλάδες, και δίχως το πολυπρόσωπο να κάνει αισθητή την παρουσία του μ’ έναν τρόπο... καταδικαστικό για το τελικό αποτέλεσμα.
Όχι, ο δίσκος έχει σωστή ροή και ακούγεται απρόσκοπτα, και κυρίως με σταθερό ενδιαφέρον. Οι συνθέσεις, περαιτέρω, είναι πολύ καλές, καθώς είναι ολοφάνερο πως ο Γ. Πολυχρονάκος το έχει ψάξει βαθιά το θέμα (προς όλες τις κατευθύνσεις), με τους μουσικούς να μπαίνουν, κάθε φορά, στο πετσί των ρόλων τους, προσφέροντας άψογα παιξίματα οδηγώντας κάθε σύνθεση κάπου... πιο πέρα... πιο μακριά.
Πραγματικά, δυσκολεύεσαι να προτείνεις κάποια tracks, ως χαρακτηριστικά του “Tender Gravity”, βασικά γιατί δεν υπάρχουν χαρακτηριστικά tracks αφού καθένα αντιπροσωπεύεται από τον «εαυτό» του.
Τι άλλο να επιλέξεις π.χ. αντί για το “Bass ode”, που είναι μια «μπασική» ωδή, για τέσσερα μπάσα και κρουστά; Ή αντί για το σόλο snare drums; Ή αντί για το track με τα male vocals; Ή αντί για το (και) funky “Jab”; Και τα λοιπά... και τα λοιπά...
Κάθε track εδώ είναι το κάτι άλλο, το κάτι διαφορετικό, με όλα τα κομμάτια μαζί να αποτελούν ένα πολύ πυκνό, αλλά συναρπαστικό CD, που θα πρέπει να το ακούσεις περισσότερες από τρεις φορές, για να αρχίσεις σιγά-σιγά να το αποκρυπτογραφείς και να το απολαμβάνεις.
Αναζητούνται λοιπόν ακροατές με εσωτερική ηρεμία και κυρίως με ελεύθερο χρόνο.
Επαφή: https://www.facebook.com/polyhronakos?locale=el_GR
«Οραματιζόμουν αυτό το συλλογικό πρότζεκτ για σχεδόν 20 χρόνια. Πολλαπλές προτεραιότητες της “πραγματικής ζωής” θα συνέχιζαν να το αναβάλλουν μέχρι τα εκτεταμένα λοκντάουν (λόγω της κόβιντ-19). Έτσι, και σε αντίθεση με τη σκληρότητα εκείνων των ετών, ο μακρύς αυτοπεριορισμός θα εξελισσόταν σε μια, αναγκαία οπωσδήποτε, δημιουργική απόδραση».
Βασικά είναι οι απίστευτα πολλές συμμετοχές μουσικών (ακριβώς 50!) και περαιτέρω όλα εκείνα τα είδη και οι τεχνοτροπίες της jazz, που αναπτύσσονται σε όλο αυτό το σχεδόν 80λεπτο διάστημα.
Σίγουρα δεν συναντάς σε ελληνικούς δίσκους (και όχι μόνον σε ελληνικούς) τέτοια συμμετοχή μουσικών (τα ονόματα τα έχουμε σκανάρει και μπορείτε να τα δείτε, αν κάνετε «κλικ» πάνω στη σχετική φωτογραφία). Δεν ξέρω πώς σκέφτηκε ο Γ. Πολυχρονάκος και πήρε μια τέτοια απόφαση, που, οπωσδήποτε, εμπεριέχει ένα ρίσκο.
Ένα ρίσκο που έχει να κάνει με την ενότητα ενός δίσκου, το ύφος του, τα παιξίματά του, το χρώμα του, την ατμόσφαιρά του κ.λπ. Γενικώς, ο δίσκος είναι μια πολύ ιδιόμορφη και απαιτητική κατασκευή. Και βασικά δεν είναι ένα best of (ή και off), παρότι και οι συλλογές (τα “best” εννοούμε) αποτελούν μια σταθερά της δισκογραφίας.
Μοιάζει, θέλουμε να πούμε, το “Tender Gravity”, κάπως με συλλογή. Με κομμάτια διαλεγμένα από διαφορετικούς, υποτίθεται, δίσκους, ερμηνευμένα από διαφορετικούς (εδώ χωρίς «υποτίθεται») οργανοπαίκτες.
Δεν χρειάζεται να πούμε πως κανένα από τα δεκαπέντε κομμάτια του CD δεν εμφανίζει την ίδια line-up με κάποιο προηγούμενο ή επόμενό του, ενώ και τα στυλ πάνε κι έρχονται, με τον Γιώργο Πολυχρονάκο και το τεχνικό του team, να δουλεύει σωστά προς την κατεύθυνση εξομάλυνσης όλων των επιμέρους ιδιαιτεροτήτων.
Το “Tender Gravity” διαθέτει ορχηστρικά φυσικά (είναι τα δώδεκα από τα δεκαπέντε κομμάτια του CD), αλλά διαθέτει και τραγούδια (ένα αποδίδει η Νεφέλη Φασούλη, ένα ο Αλέξανδρος Affolter και ένα η Λουκία Παλαιολόγου), διαθέτει περαιτέρω όλων των ειδών τους σχηματισμούς (οκτέτο, σεπτέτο, σεξτέτο, κουιντέτο, τρίο, ντούο , σόλο…) και βεβαίως μία στυλιστική ποικιλία (από funk και κλασικό piano-trio, μέχρι νεορομαντικές προσεγγίσεις και ροκ αφηγήσεις) και ακόμη περισσότερες, επιμέρους, αναφορές (indian, ECM, nordic κ.λπ.).
Το σημαντικό, πάντως, που πρέπει να πούμε είναι πως το άλμπουμ ακούγεται χωρίς σκαμπανεβάσματα. Η παραγωγή έχει φροντίσει για την «συνέχεια» του πράγματος, χωρίς... όρη και κοιλάδες, και δίχως το πολυπρόσωπο να κάνει αισθητή την παρουσία του μ’ έναν τρόπο... καταδικαστικό για το τελικό αποτέλεσμα.
Όχι, ο δίσκος έχει σωστή ροή και ακούγεται απρόσκοπτα, και κυρίως με σταθερό ενδιαφέρον. Οι συνθέσεις, περαιτέρω, είναι πολύ καλές, καθώς είναι ολοφάνερο πως ο Γ. Πολυχρονάκος το έχει ψάξει βαθιά το θέμα (προς όλες τις κατευθύνσεις), με τους μουσικούς να μπαίνουν, κάθε φορά, στο πετσί των ρόλων τους, προσφέροντας άψογα παιξίματα οδηγώντας κάθε σύνθεση κάπου... πιο πέρα... πιο μακριά.
Πραγματικά, δυσκολεύεσαι να προτείνεις κάποια tracks, ως χαρακτηριστικά του “Tender Gravity”, βασικά γιατί δεν υπάρχουν χαρακτηριστικά tracks αφού καθένα αντιπροσωπεύεται από τον «εαυτό» του.
Τι άλλο να επιλέξεις π.χ. αντί για το “Bass ode”, που είναι μια «μπασική» ωδή, για τέσσερα μπάσα και κρουστά; Ή αντί για το σόλο snare drums; Ή αντί για το track με τα male vocals; Ή αντί για το (και) funky “Jab”; Και τα λοιπά... και τα λοιπά...
Κάθε track εδώ είναι το κάτι άλλο, το κάτι διαφορετικό, με όλα τα κομμάτια μαζί να αποτελούν ένα πολύ πυκνό, αλλά συναρπαστικό CD, που θα πρέπει να το ακούσεις περισσότερες από τρεις φορές, για να αρχίσεις σιγά-σιγά να το αποκρυπτογραφείς και να το απολαμβάνεις.
Αναζητούνται λοιπόν ακροατές με εσωτερική ηρεμία και κυρίως με ελεύθερο χρόνο.
Επαφή: https://www.facebook.com/polyhronakos?locale=el_GR
Αλέξανδρος Κατσαούνης
ΑπάντησηΔιαγραφήΕνα αφιέρωμα στους 10 ή 20 καλύτερους τζαζ δισκους απο Ελλάδα θα είχε πολύ ενδιαφέρον. Αυτον θα τον έβαζα.