Με αφορμή τον θάνατο του λαϊκού στιχουργού Λευτέρη Χαψιάδη,
πέρυσι τον Οκτώβριο, στα 70 χρόνια του, επαναδιανέμεται το αυτοβιογραφικό
βιβλίο του «H Ζωή μου
Τραγούδι Το Τραγούδι Ζωή» [Ιδιωτική Έκδοση, Αλεξανδρούπολη], που είχε
τυπωθεί για πρώτη φορά το 2007.
Το όνομα του Χαψιάδη το θυμάμαι πριν ακόμη αρχίσει ο ίδιος να δίνει στίχους του για την δισκογραφία, από το βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Τα Τραγούδια μου» [Κάκτος, 1982]. Ο Χαψιάδης ήταν από τους ανθρώπους, που είχαν συμβάλει στην έκδοση εκείνου του πολύ επιτυχημένου εμπορικά βιβλίου. Και όπως διαβάζαμε στον πρόλογο (με τα λόγια του Λ. Παπαδόπουλου):
«Ο Λευτέρης Χαψιάδης, είναι ένας φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, από την Αλεξανδρούπολη. Αυτό το παιδί είχε μια διαστροφή: Μάζευε ό,τι έγραφα, σε εφημερίδες και περιοδικά, είχε όλους τους δίσκους μου, ήξερε τους περισσότερους στίχους μου “απ’ έξω”. Κάποια μέρα ήρθε και με βρήκε στην εφημερίδα. “Αν δεν βγάλετε βιβλίο με τους στίχους σας, θα βγάλω εγώ και να τα χειρόγραφα”».
Φυσικά από το 1983 και μετά, και σε όλη τη δεκαετία του ’80, ήταν πολλά τα τραγούδια του Χαψιάδη, που μπήκαν στα στόματα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, καθώς οι «επιτυχίες» του διαδέχονταν η μία την άλλη. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς... Για να το επιχειρήσουμε όμως, για κάποιες μόνο (στις παρενθέσεις ο συνθέτης, ο τραγουδιστής και η χρονιά έκδοσης του τραγουδιού):
«Χίλιες φορές» (Χρήστος Νικολόπουλος, Γιώργος Νταλάρας, 1983), «Μία είναι η ουσία» (Χρήστος Νικολόπουλος, Χάρις Αλεξίου, 1984), «Ευτυχώς στη ζωή που υπάρχεις και συ» (Θανάσης Πολυκανδριώτης, Γιάννης Πάριος, 1984), «Έρχομαι και σ’ ανταμώνω» (Χρήστος Νικολόπουλος, Γιώργος Καμπουρίδης, 1984), «Πήγα σε μάγισσες» (Χρήστος Νικολόπουλος, Γλυκερία, 1985), «Στο κουτούκι του Γιαβρή» (Νίκος Καρανικόλας, Κατερίνα Στανίση, 1985), «Μοιάζουμε» (Χρήστος Νικολόπουλος, Μανώλης Μητσιάς, 1986), «Οι δρόμοι της Ανατολής» (Χρήστος Νικολόπουλος, 1986), Έτσι σ’ αγάπησα» (Χρήστος Νικολόπουλος, Διονύσης Θεοδόσης, 1986), «Ο δρόμος της επιστροφής» (Θόδωρος Καμπουρίδης, Στέλιος Καζαντζίδης, 1987), «Έλληνας είμαι» (Χρήστος Νικολόπουλος, Μανώλης Αγγελόπουλος, 1988) κ.λπ.
Στο βιβλίο αυτό, που διαθέτει 336 σελίδες και που κυκλοφόρησε το 2007, όπως προείπαμε, ο Λευτέρης Χαψιάδης αυτοβιογραφείται. Το μισό βιβλίο είναι οι ιστορίες του, το άλλο μισό βιβλίο είναι οι στίχοι των τραγουδιών του, ενώ στο τέλος υπάρχει κι ένα τμήμα με φωτογραφίες.
Το πρώτο μέρος των αφηγήσεων έχει τίτλο «Μικρές Πατρίδες» και σ’ αυτό ο αείμνηστος Χαψιάδης γράφει για τα μέρη που γεννήθηκε, μεγάλωσε, έζησε και δημιούργησε. Φέρες (Έβρου), Κοίλα (Έβρου), Αλεξανδρούπολη, Πάτρα, Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Υπόλοιπον Ελλάδος... Προσωπικά βρήκα πολύ ενδιαφέροντα τα στοιχεία που παραθέτονται για την ρεμπέτικη και λαϊκή Πάτρα της δεκαετίας του ’70, καθώς ο Χαψιάδης θα βρισκόταν στην αχαϊκή πρωτεύουσα ως φοιτητής του Βιολογικού, το φθινόπωρο του 1972. Στην Πάτρα ουσιαστικά ο Χαψιάδης βάζει τις βάσεις για την πιο επαγγελματική ενασχόλησή του με την μουσική, στην δεκαετία του ’80, καθώς εκεί εντρυφεί στο ρεμπέτικο, στο λαϊκό, κι εκεί βάζει σε μια σειρά τις προτεραιότητές του. Όπως γράφει και ο ίδιος: «Η Πάτρα ήταν μια σημαδιακή πόλη για μένα. Εκεί γνώρισα και τον Στέλιο Καζαντζίδη. Από κει έκανα και τις επιδρομές μου στην Αθήνα».
Το δεύτερο μέρος των αφηγήσεων του Λευτέρη Χαψιάδη αποκαλείται «Μεγάλα Πρόσωπα». Εδώ εκφράζει την λατρεία του για τον στιχουργό Λευτέρη Παπαδόπουλο, τις αδελφικές φιλικές σχέσεις του με τον Γιώργο Νταλάρα και τον Χρήστο Νικολόπουλο, την σχέση που ανέπτυξε με τον Στέλιο Καζαντζίδη, αλλά και με τον Μανώλη Αγγελόπουλο, τον Νίκο Ξανθόπουλο, τον Βασίλη Βασιλικό κ.ά.
Οι αφηγήσεις του Χαψιάδη δεν είναι «ξερές» φυσικά. Είναι ωραία αποτυπωμένες, με περισσή λαϊκότητα θα έλεγα και βασικά βρίθουν πολυποίκιλου ενδιαφέροντος και σε σχέση με τα κοινωνικά θέματα της δεκαετίας του ’80, της «πασοκικής» δεκαετίας, μα και με τα καλλιτεχνικά, καθώς απλώνεται μπροστά μας όλο το παρασκήνιο της δημιουργίας εκείνων των τρανών επιτυχιών, που θα τις τραγουδούσε, τότε, όλη η Ελλάδα.
Ο Λευτέρης Χαψιάδης υπήρξε σημαντικός λαϊκός στιχουργός. Είχε ιδιαίτερο στυλ γραφής, που χαρακτηριζόταν από τις καθαρές διατυπώσεις, τον αδρό λόγο και βεβαίως τις λίγες λέξεις, βασικά τις απολύτως απαραίτητες (αυτό του το δίδαξε ο πνευματικός πατέρας του Λευτέρης Παπαδόπουλος), με ταυτόχρονη ιδιαίτερη στόχευση στη δημιουργία του ρεφρέν, της μεσαίας στροφής δηλαδή (πολλά τραγούδια του, και σίγουρα τα ωραιότερα, είχαν τρεις στροφές), η οποία πάντα θα έχει τη δύναμη να απογειώνει το τραγούδι. Συνεργάστηκε με αρκετούς συνθέτες (Τάκης Σούκας, Θόδωρος Δερβενιώτης, Στέλιος Φωτιάδης κ.ά.), αλλά βασικά με τον Χρήστο Νικολόπουλο, με τα τραγούδια του να τα ερμηνεύουν οι κορυφαίοι των κορυφαίων. Και κάπως έτσι η μνήμη των Ελλήνων προς εκείνον, με βάση όλα αυτά που έφτιαξε και άφησε, δεν μπορεί παρά να είναι «αιωνία».
Επαφή: https://ogdooshop.gr/%CE%92%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%B1/%CE%97-%CE%B6%CF%89%CE%AE-%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BF%CF%8D%CE%B4%CE%B9-%CF%84%CE%BF-%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BF%CF%8D%CE%B4%CE%B9-%CE%B6%CF%89%CE%AE
Το όνομα του Χαψιάδη το θυμάμαι πριν ακόμη αρχίσει ο ίδιος να δίνει στίχους του για την δισκογραφία, από το βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Τα Τραγούδια μου» [Κάκτος, 1982]. Ο Χαψιάδης ήταν από τους ανθρώπους, που είχαν συμβάλει στην έκδοση εκείνου του πολύ επιτυχημένου εμπορικά βιβλίου. Και όπως διαβάζαμε στον πρόλογο (με τα λόγια του Λ. Παπαδόπουλου):
«Ο Λευτέρης Χαψιάδης, είναι ένας φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, από την Αλεξανδρούπολη. Αυτό το παιδί είχε μια διαστροφή: Μάζευε ό,τι έγραφα, σε εφημερίδες και περιοδικά, είχε όλους τους δίσκους μου, ήξερε τους περισσότερους στίχους μου “απ’ έξω”. Κάποια μέρα ήρθε και με βρήκε στην εφημερίδα. “Αν δεν βγάλετε βιβλίο με τους στίχους σας, θα βγάλω εγώ και να τα χειρόγραφα”».
Φυσικά από το 1983 και μετά, και σε όλη τη δεκαετία του ’80, ήταν πολλά τα τραγούδια του Χαψιάδη, που μπήκαν στα στόματα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, καθώς οι «επιτυχίες» του διαδέχονταν η μία την άλλη. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς... Για να το επιχειρήσουμε όμως, για κάποιες μόνο (στις παρενθέσεις ο συνθέτης, ο τραγουδιστής και η χρονιά έκδοσης του τραγουδιού):
«Χίλιες φορές» (Χρήστος Νικολόπουλος, Γιώργος Νταλάρας, 1983), «Μία είναι η ουσία» (Χρήστος Νικολόπουλος, Χάρις Αλεξίου, 1984), «Ευτυχώς στη ζωή που υπάρχεις και συ» (Θανάσης Πολυκανδριώτης, Γιάννης Πάριος, 1984), «Έρχομαι και σ’ ανταμώνω» (Χρήστος Νικολόπουλος, Γιώργος Καμπουρίδης, 1984), «Πήγα σε μάγισσες» (Χρήστος Νικολόπουλος, Γλυκερία, 1985), «Στο κουτούκι του Γιαβρή» (Νίκος Καρανικόλας, Κατερίνα Στανίση, 1985), «Μοιάζουμε» (Χρήστος Νικολόπουλος, Μανώλης Μητσιάς, 1986), «Οι δρόμοι της Ανατολής» (Χρήστος Νικολόπουλος, 1986), Έτσι σ’ αγάπησα» (Χρήστος Νικολόπουλος, Διονύσης Θεοδόσης, 1986), «Ο δρόμος της επιστροφής» (Θόδωρος Καμπουρίδης, Στέλιος Καζαντζίδης, 1987), «Έλληνας είμαι» (Χρήστος Νικολόπουλος, Μανώλης Αγγελόπουλος, 1988) κ.λπ.
Στο βιβλίο αυτό, που διαθέτει 336 σελίδες και που κυκλοφόρησε το 2007, όπως προείπαμε, ο Λευτέρης Χαψιάδης αυτοβιογραφείται. Το μισό βιβλίο είναι οι ιστορίες του, το άλλο μισό βιβλίο είναι οι στίχοι των τραγουδιών του, ενώ στο τέλος υπάρχει κι ένα τμήμα με φωτογραφίες.
Το πρώτο μέρος των αφηγήσεων έχει τίτλο «Μικρές Πατρίδες» και σ’ αυτό ο αείμνηστος Χαψιάδης γράφει για τα μέρη που γεννήθηκε, μεγάλωσε, έζησε και δημιούργησε. Φέρες (Έβρου), Κοίλα (Έβρου), Αλεξανδρούπολη, Πάτρα, Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Υπόλοιπον Ελλάδος... Προσωπικά βρήκα πολύ ενδιαφέροντα τα στοιχεία που παραθέτονται για την ρεμπέτικη και λαϊκή Πάτρα της δεκαετίας του ’70, καθώς ο Χαψιάδης θα βρισκόταν στην αχαϊκή πρωτεύουσα ως φοιτητής του Βιολογικού, το φθινόπωρο του 1972. Στην Πάτρα ουσιαστικά ο Χαψιάδης βάζει τις βάσεις για την πιο επαγγελματική ενασχόλησή του με την μουσική, στην δεκαετία του ’80, καθώς εκεί εντρυφεί στο ρεμπέτικο, στο λαϊκό, κι εκεί βάζει σε μια σειρά τις προτεραιότητές του. Όπως γράφει και ο ίδιος: «Η Πάτρα ήταν μια σημαδιακή πόλη για μένα. Εκεί γνώρισα και τον Στέλιο Καζαντζίδη. Από κει έκανα και τις επιδρομές μου στην Αθήνα».
Το δεύτερο μέρος των αφηγήσεων του Λευτέρη Χαψιάδη αποκαλείται «Μεγάλα Πρόσωπα». Εδώ εκφράζει την λατρεία του για τον στιχουργό Λευτέρη Παπαδόπουλο, τις αδελφικές φιλικές σχέσεις του με τον Γιώργο Νταλάρα και τον Χρήστο Νικολόπουλο, την σχέση που ανέπτυξε με τον Στέλιο Καζαντζίδη, αλλά και με τον Μανώλη Αγγελόπουλο, τον Νίκο Ξανθόπουλο, τον Βασίλη Βασιλικό κ.ά.
Οι αφηγήσεις του Χαψιάδη δεν είναι «ξερές» φυσικά. Είναι ωραία αποτυπωμένες, με περισσή λαϊκότητα θα έλεγα και βασικά βρίθουν πολυποίκιλου ενδιαφέροντος και σε σχέση με τα κοινωνικά θέματα της δεκαετίας του ’80, της «πασοκικής» δεκαετίας, μα και με τα καλλιτεχνικά, καθώς απλώνεται μπροστά μας όλο το παρασκήνιο της δημιουργίας εκείνων των τρανών επιτυχιών, που θα τις τραγουδούσε, τότε, όλη η Ελλάδα.
Ο Λευτέρης Χαψιάδης υπήρξε σημαντικός λαϊκός στιχουργός. Είχε ιδιαίτερο στυλ γραφής, που χαρακτηριζόταν από τις καθαρές διατυπώσεις, τον αδρό λόγο και βεβαίως τις λίγες λέξεις, βασικά τις απολύτως απαραίτητες (αυτό του το δίδαξε ο πνευματικός πατέρας του Λευτέρης Παπαδόπουλος), με ταυτόχρονη ιδιαίτερη στόχευση στη δημιουργία του ρεφρέν, της μεσαίας στροφής δηλαδή (πολλά τραγούδια του, και σίγουρα τα ωραιότερα, είχαν τρεις στροφές), η οποία πάντα θα έχει τη δύναμη να απογειώνει το τραγούδι. Συνεργάστηκε με αρκετούς συνθέτες (Τάκης Σούκας, Θόδωρος Δερβενιώτης, Στέλιος Φωτιάδης κ.ά.), αλλά βασικά με τον Χρήστο Νικολόπουλο, με τα τραγούδια του να τα ερμηνεύουν οι κορυφαίοι των κορυφαίων. Και κάπως έτσι η μνήμη των Ελλήνων προς εκείνον, με βάση όλα αυτά που έφτιαξε και άφησε, δεν μπορεί παρά να είναι «αιωνία».
Επαφή: https://ogdooshop.gr/%CE%92%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%B1/%CE%97-%CE%B6%CF%89%CE%AE-%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BF%CF%8D%CE%B4%CE%B9-%CF%84%CE%BF-%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BF%CF%8D%CE%B4%CE%B9-%CE%B6%CF%89%CE%AE
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου