Ο Νίκος Αναγνωστάκης είναι ένας άνθρωπος
της μουσικής και του τραγουδιού, ανάμεσα σε άλλα. Μία από τις σχετικές
δραστηριότητές του είναι το Όγδοο (το σάιτ, ο εκδοτικός οίκος και η
δισκογραφική εταιρεία), ενώ μια άλλη είναι η στιχουργική, καθώς ως στιχουργός
έχει συνεργαστεί με μεγάλα ονόματα του χώρου τα τελευταία κάμποσα χρόνια
(Χρήστος Νικολόπουλος, Γιώργος Νταλάρας, Μανώλης Μητσιάς, Πασχάλης Τερζής,
Σοφία Παπάζογλου, Γιώτα Νέγκα, Ανδρέας Κατσιγιάννης, Μίλτος Πασχαλίδης, Χρήστος
Θηβαίος κ.ά.). Τώρα, ο Ν. Αναγνωστάκης εμφανίζεται και ως συγγραφέας ενός
βιβλίου, που αποκαλείται «Ψίθυροι από Μελάνι» [Όγδοο, 2024], και που βεβαίως έχει μεγάλη σχέση με τη μουσική – αλλά όχι μόνον
με αυτή.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε έξι ενότητες, που έχουν τίτλους «Νοσταλγία», «Θέσεις», «Πρόσωπα», «Δίσκοι», «Ζωή» και «Μαγική Οθόνη». Πέρα, όμως, από το τι ακριβώς περιλαμβάνουν αυτές οι ενότητες, τα ξεχωριστά κείμενα εννοώ, υπάρχει κάτι που διατρέχει όλο το βιβλίο και που αποτελεί το πιο βασικό γνώρισμά του. Και αυτό δεν είναι άλλο από την εκπεφρασμένη αγάπη του συγγραφέα για την αληθινή λαϊκή κουλτούρα, έτσι όπως αυτή καταγράφεται στις ποικίλες εκδοχές της. Κατ’ αρχάς στο λαϊκό και έντεχνο λαϊκό ελληνικό τραγούδι (μα ακόμη και στο ξένο, που άγγιζε εξίσου τις καρδιές των νέων ανθρώπων στα σίξτις), στον κινηματογράφο, στο ραδιόφωνο, στα ποικίλα στέκια, από απλά καφενεία, συνυφασμένα με τον καφέ και το τσιγάρο, μέχρι τους λαϊκούς χώρους διασκέδασης και ψυχαγωγίας, όπως ήταν τα αναψυκτήρια, ενώ δεν γίνεται να απουσιάζουν από την αφήγηση όλα εκείνα τα πρόσωπα (Νίκος Γκάτσος, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Διονύσης Σαββόπουλος, Μάνος Ελευθερίου, Γιάννης Σπανός, Δήμος Μούτσης, Χρήστος Νικολόπουλος, Γιώργος Νταλάρας κ.ά.), που δημιούργησαν, ο καθένας με τον τρόπο του, τον μύθο της σύγχρονης Ελλάδας, στο χώρο της τέχνης του τραγουδιού, από το ’60 και μετά. Όλα αυτά αποτελούν θέματα, για τον Ν. Αναγνωστάκη – θέματα, τα οποία διαχειρίζεται με γνώση και οξυδέρκεια, γράφοντας σε γλώσσα απλή και λαϊκή, χωρίς το ύφος του να γίνεται, ποτέ και σε καμία περίπτωση, απόμακρο ή περισπούδαστο.
Αυτή η «ζέστη» και η θαλπωρή είναι το βασικό χαρακτηριστικό των αφηγήσεων του Ν. Αναγνωστάκη, μέσα από τις οποίες (αφηγήσεις) δεν απουσιάζει ούτε το πολιτικό στοιχείο – υπό την έννοια πως ο συγγραφέας σκέφτεται πάνω σε διάφορες καταστάσεις, καταλήγοντας σε συμπεράσματα ή ακόμη και σε προτάσεις γύρω από το πώς θα μπορούσε να ανατραπεί μία βαλτωμένη κατάσταση, στο χώρο του πολιτισμού και ειδικότερα του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού.
Υπάρχουν πολλά κείμενα που μου άρεσαν ιδιαιτέρως στο «Ψίθυροι από Μελάνι», όπως εκείνο για τα αναψυκτήρια, με τις προσήκουσες αναφορές στον Γιάννη Μπουρνέλη, έναν άνθρωπο που ορκίστηκε να υπηρετήσει τη λαϊκή διασκέδαση, πράττοντάς το με αυταπάρνηση, δίχως ποτέ οι «επώνυμοι» να του προσπορίσουν τα δέοντα (ο Ν. Αναγνωστάκης το πράττει εδώ) και ακόμη τα κείμενα για τη «λατρεία» του τσιγάρου, που βάλλεται πλέον πανταχόθεν (κάπως σαν η πηγή όλων των κακών που μας περιτριγυρίζουν). Υπάρχει μια μυθολογία γύρω από το τσιγάρο ως στοιχείο της λαϊκής κουλτούρας, που συνδέεται (η μυθολογία του) με συγκεκριμένες μάρκες, με τα πακέτα-κασετίνες (που λειτουργούσαν και σαν σημειωματάρια) κ.λπ., δίχως να μένουν έξω από την αφήγηση και τα άσματα, εντός των οποίων το τσιγάρο βρίσκεται σε περίοπτη θέση.
Εν τω μεταξύ, και θα πρέπει να το πούμε αυτό, όλα τα κείμενα είναι περασμένα μέσα από το προσωπικό αισθητήριο του συγγραφέα, έτσι όπως αυτό διαμορφώθηκε δια ζώσης, με τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που εδώ περιγράφονται, όλες τις περασμένες δεκαετίες (αρχής γενομένης από την δεκαετία του ’50). Λέμε λοιπόν για κείμενα βιωματικά και γι’ αυτό αληθινά, που διακρίνονται πρωτίστως για την αμεσότητα, την απλότητα και την ανθρωπιά τους.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε έξι ενότητες, που έχουν τίτλους «Νοσταλγία», «Θέσεις», «Πρόσωπα», «Δίσκοι», «Ζωή» και «Μαγική Οθόνη». Πέρα, όμως, από το τι ακριβώς περιλαμβάνουν αυτές οι ενότητες, τα ξεχωριστά κείμενα εννοώ, υπάρχει κάτι που διατρέχει όλο το βιβλίο και που αποτελεί το πιο βασικό γνώρισμά του. Και αυτό δεν είναι άλλο από την εκπεφρασμένη αγάπη του συγγραφέα για την αληθινή λαϊκή κουλτούρα, έτσι όπως αυτή καταγράφεται στις ποικίλες εκδοχές της. Κατ’ αρχάς στο λαϊκό και έντεχνο λαϊκό ελληνικό τραγούδι (μα ακόμη και στο ξένο, που άγγιζε εξίσου τις καρδιές των νέων ανθρώπων στα σίξτις), στον κινηματογράφο, στο ραδιόφωνο, στα ποικίλα στέκια, από απλά καφενεία, συνυφασμένα με τον καφέ και το τσιγάρο, μέχρι τους λαϊκούς χώρους διασκέδασης και ψυχαγωγίας, όπως ήταν τα αναψυκτήρια, ενώ δεν γίνεται να απουσιάζουν από την αφήγηση όλα εκείνα τα πρόσωπα (Νίκος Γκάτσος, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Διονύσης Σαββόπουλος, Μάνος Ελευθερίου, Γιάννης Σπανός, Δήμος Μούτσης, Χρήστος Νικολόπουλος, Γιώργος Νταλάρας κ.ά.), που δημιούργησαν, ο καθένας με τον τρόπο του, τον μύθο της σύγχρονης Ελλάδας, στο χώρο της τέχνης του τραγουδιού, από το ’60 και μετά. Όλα αυτά αποτελούν θέματα, για τον Ν. Αναγνωστάκη – θέματα, τα οποία διαχειρίζεται με γνώση και οξυδέρκεια, γράφοντας σε γλώσσα απλή και λαϊκή, χωρίς το ύφος του να γίνεται, ποτέ και σε καμία περίπτωση, απόμακρο ή περισπούδαστο.
Αυτή η «ζέστη» και η θαλπωρή είναι το βασικό χαρακτηριστικό των αφηγήσεων του Ν. Αναγνωστάκη, μέσα από τις οποίες (αφηγήσεις) δεν απουσιάζει ούτε το πολιτικό στοιχείο – υπό την έννοια πως ο συγγραφέας σκέφτεται πάνω σε διάφορες καταστάσεις, καταλήγοντας σε συμπεράσματα ή ακόμη και σε προτάσεις γύρω από το πώς θα μπορούσε να ανατραπεί μία βαλτωμένη κατάσταση, στο χώρο του πολιτισμού και ειδικότερα του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού.
Υπάρχουν πολλά κείμενα που μου άρεσαν ιδιαιτέρως στο «Ψίθυροι από Μελάνι», όπως εκείνο για τα αναψυκτήρια, με τις προσήκουσες αναφορές στον Γιάννη Μπουρνέλη, έναν άνθρωπο που ορκίστηκε να υπηρετήσει τη λαϊκή διασκέδαση, πράττοντάς το με αυταπάρνηση, δίχως ποτέ οι «επώνυμοι» να του προσπορίσουν τα δέοντα (ο Ν. Αναγνωστάκης το πράττει εδώ) και ακόμη τα κείμενα για τη «λατρεία» του τσιγάρου, που βάλλεται πλέον πανταχόθεν (κάπως σαν η πηγή όλων των κακών που μας περιτριγυρίζουν). Υπάρχει μια μυθολογία γύρω από το τσιγάρο ως στοιχείο της λαϊκής κουλτούρας, που συνδέεται (η μυθολογία του) με συγκεκριμένες μάρκες, με τα πακέτα-κασετίνες (που λειτουργούσαν και σαν σημειωματάρια) κ.λπ., δίχως να μένουν έξω από την αφήγηση και τα άσματα, εντός των οποίων το τσιγάρο βρίσκεται σε περίοπτη θέση.
Εν τω μεταξύ, και θα πρέπει να το πούμε αυτό, όλα τα κείμενα είναι περασμένα μέσα από το προσωπικό αισθητήριο του συγγραφέα, έτσι όπως αυτό διαμορφώθηκε δια ζώσης, με τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που εδώ περιγράφονται, όλες τις περασμένες δεκαετίες (αρχής γενομένης από την δεκαετία του ’50). Λέμε λοιπόν για κείμενα βιωματικά και γι’ αυτό αληθινά, που διακρίνονται πρωτίστως για την αμεσότητα, την απλότητα και την ανθρωπιά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου