Διάβασα στο περιοδικό Public Life, που εκδίδει το κατάστημα Public (N.12, Οκτώβριος 2009), ένα κείμενο του Λεωνίδα Αντωνόπουλου για την εταιρία Libra Music, με αφορμή το τέλος των παραγωγών της. Στο κείμενο καταγράφονται απόψεις που ανοίγουν θέματα προς συζήτηση. Θα σχολιάσω ένα-δύο. Προσπερνώντας το «λιβανιστικό» και «αγιοποιητικό» χαρακτήρα του κειμένου, στέκομαι κατ’ αρχάς, στην προσπάθεια του συντάκτη να στήσει στο μυαλό του, και κατ’ επέκταση να διοχετεύσει στους αναγνώστες του, την αίσθηση πως η Libra Music ήταν κάτι σαν τη γερμανική ECM. Γράφει σχετικά: «Αυτό ήταν ένα άλλο χαρκτηριστικό της εταιρίας: η δημιουργία ενός “ήχου”. Δηλαδή μία συγκεκριμένη και σαφής αισθητική προσέγγιση στην αρχιτεκτονική της μουσικής, λίγο-πολύ με τον τρόπο που έχτισε την περίφημη και εκλεκτική ECM o παραγωγός και ιδιοκτήτης της, ο Μάνφρεντ Άιχερ». Όμως, αμέσως μετά, φαίνεται πως αντιλαμβάνεται ο ίδιος το ατόπημά του, συνεχίζοντας: «Μην κάνετε συγκρίσεις (σ.σ. ποιός τις έκανε;) και μην προσπαθήσετε (σ.σ. ποιός προσπάθησε;) να βρείτε παραλληλισμούς μεταξύ Libra και ECM». Να βρούμε τελικά ή να μη βρούμε; Να μην βρούμε... «εκτός από έναν, το ρόλο του παραγωγού». Λες και υπάρχουν εταιρίες που οι ιδοκτήτες-παραγωγοί των δεν έχουν ρόλο. Ο Χατζιδάκις στο Σείριο δεν είχε ρόλο; O Τσακαλίδης στην Ano-Kato δεν είχε; Σήμερα, οι Πατρινοί της Inner Ear και της Low Impedance, ο Παντελόπουλος της Triple Bath, ο Αλεξόπουλος της Puzzlemusik δεν έχουν ρόλο; Για να συνεχίσει ο Αντωνόπουλος: «Η Libra είχε και πολύ σωστά στραμμένο το βλέμμα προς τα έξω, υιοθετούσε τη διεθνή εμπειρία, που έλεγε ότι ο παραγωγός ακούει τον ήχο πριν ηχογραφηθεί καν η πρώτη νότα. Η Libra δεν έγινε, ούτε σκόπευε ποτέ να γίνει η... ελληνική ECM (σ.σ. άιντε πάλι – εδώ αυτοαναιρείται κιόλας), ήταν όμως ό,τι πιο συγγενές σε αυτήν υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα». Φυσικά, ουδεμία ουσιαστική σχέση δεν είχε ποτέ η Libra με την ECM (πέραν κάποιων μουσικών που είχαν ηχογραφήσει και για τη γερμανική εταιρία – αν αυτό θεωρείται σχέση, τότε αυτή είναι σίγουρα ... αρμοστή), ούτε όσον αφορά στην ευρύτητα του ήχου, την αισθητική, και, το κυριώτερο, στην ιστορία (μιλάμε από τη μια μεριά για μία 40χρονη, παγκοσμίως καταξιωμένη, ετικέτα, και από την άλλη, για ένα ελληνικό label, μερικών δεκάδων παραγωγών).
Εκεί όμως όπου ο Αντωνόπουλος βρίσκεται εκτός πραγματικότητας, είναι όταν επιχειρεί να διερευνήσει τα αίτια που οδήγησαν τη Libra στην πτώχευση. Συγκεκριμένα γράφει: «Με την έλευση όμως του downloading, της πειρατείας για όλους [sic], της επικράτησης του track αντί του άλμπουμ, της οικονομικής κρίσης, οι δισκογραφικές παραγωγές δέχτηκαν πιέσεις που αλλοίωσαν αισθητά το τοπίο της δισκογραφίας και οδήγησαν σε βουτιά τις πωλήσεις των CD». Να με συγχωρήσει, αλλά έχω διαφορετική άποψη. Όλα τα παραπάνω, τα οποία παρουσιάζονται κάπως σαν... εγκλήματα, είναι η «θεία δίκη» και, σε κάθε περίπτωση, εκείνο που έπρεπε να γίνει. Η δισκογραφία έδρεψε, δρέπει και θα δρέψει και στο άμεσο μέλλον τα αποτελέσματα της δικής της εγκληματικής πολιτικής, που συνοψίζονται, πρώτον, στο θέμα του κόστους του τελικού προϊόντος (υπάρχουν, ακόμη, CD που πουλιώνται 18 και 19 ευρώ στα καταστήματα, επωλούντο δε 6 και 7 χιλιάδες δραχμές προ δεκαετίας – μιλάμε για καθαρή κλοπή), δεύτερον, στην απαξίωση των καταλόγων της (ας μιλήσουμε για την Ελλάδα) με το συνεχιζόμενο ξεπούλημα στον Τύπο, τρίτον, με την «απρόσωπη» και μη διαδραστική επαφή της με το αγοραστικό κοινό και τέταρτον, με την έλλειψη σκέψης και οράματος (χαρακτηριστικό των άσχετων που πλημμύρισαν και, ενδεχομένως, εξακολουθεί να πηγαινο-έρχονται στα «χοντρά» εταιρικά γραφεία)... Το downloading, η λεγόμενη «πειρατεία», η επικράτηση του track, αντί του άλμπουμ (ευτυχώς, γλιτώνουμε, όσο νά’ναι, από τις... ανυπολόγιστες μπαρούφες) είναι μόνον τα πρώτα θετικά σημάδια, στην προσπάθεια να βρει, ξανά, η δισκογραφία το δρόμο της. Να προσαρμοστεί δηλαδή (ό,τι δεν μπόρεσε να κάνει η Libra φερ’ ειπείν) στα νέα δεδομένα. Στην άρνηση του γιγαντισμού, στη συρρίκνωση του budget, στην απλότητα των παρελκομένων (τι να τα κάνω τα digipak και τα πολυσέλιδα ένθετα – πολλάκις ευθύνονται και αυτά για το χάλι της αγοράς, προβάλλοντας το περίβλημα, εις βάρος της ανύπαρκτης ουσίας), στη στόχευση χαμηλότερων στάνταρντ, στην οικο-κοινωνισμό του παραγόμενου προϊόντος, στην ορθολογικοποίηση των πάσης φύσεως αμοιβών. Με την πώληση 500 αντιτύπων καλύπτεται το κόστος μιας καλής παραγωγής. Και με λίγο παραπάνω, χρηματοδοτείται μία επόμενη.
Αλλά σε σχέση με τη Libra είναι και το άλλο. Η εταιρία δεν δημιούργησε, αλλά «εκμεταλλεύτηκε» το λεγόμενο ethnic ξεσάλωμα στα μέσα του ’90 και πάνω ’κει στήριξε το προφίλ της. (Προσωπικώς, θεωρώ world τις παραδοσιακές, παλαιές μουσικές, το ρεμπέτικο π.χ., τα κέλτικα του ’40, το προπολεμικό blues κ.ο.κ., και ethnic κάθε σύγχρονη προσπάθεια fusion αναπαραγωγής των – o Ravi Shankar είναι world, ο Τάκης Μπαρμπέρης είναι ethnic). Έτσι, με την πτώση του γενικότερου ενδιαφέροντος για το συγκεκριμένο στυλ, ακολούθησε και η περιφερειακή πτώση των παραγωγών της Libra, αλλά και άλλων αναλόγων labels σε κάθε γωνιά του κόσμου. Κρίμα; Δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι πως η κάθε μικρή εταιρία οφείλει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Η DIY φιλοσοφία – με πενιχρά ή στοιχειώδη μέσα, επιχειρώ για το καλύτερο και ανταποδικότερο αποτέλεσμα – πρέπει να γίνει μάθημα προς όλους. Χρειαζόμαστε – θα το πω για πολλοστή φορά – καλό και φθηνό προϊόν. Και, κυρίως, δεν χρειαζόμαστε δάκρυα, αλλά δημιουργικές ιδέες, ρεαλιστικούς στόχους και σκληρή δουλειά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου