Γνωστός μελετητής και κυρίως θιασώτης της λαϊκής κουλτούρας (δικά του είναι τα βιβλία «Μάγκες Αλήστου Εποχής», «Ένας Αιώνας Λαϊκό Τραγούδι», «Ελλήνων Μούσα Λαϊκή», «Αδέσποτες Μελωδίες»), ο Ηλίας Βολιότης-Καπετανάκης επιχειρεί με το παρόν πολυσέλιδο και οπωσδήποτε, φιλόδοξο πόνημα μία αισθητική, πολιτική και κοινωνική προσέγγιση-ανάγνωση του ελληνισμού από την ίδρυση (κυρίως) του σύγχρονου κράτους (1830) και εντεύθεν, χωρίς, φυσικά, να αγνοείται η προηγούμενη ιστορική διαδρομή (αρχαιότητα, ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδος, προαπελευθερωτικά χρόνια), τα σπέρματα της οποίας καθόρισαν σε μικρό, μεγάλο ή μεγαλύτερο βαθμό, την... ευτυχή κατάληξη – εκείνο που ο συγγραφέας ονομάζει «αστικό λαϊκό τραγούδι». Έτσι, ένα κλάσμα μόνον (το τραγούδι) εκείνου που θα συναποτελούσε, μαζί με ό,τι άλλο ειλικρινές, την «ελληνική ταυτότητα», καταλαμβάνει ρόλο οδηγού στην «πολύτροπη μούσα», συμπυκνώνοντας εντός του όλες τις περιπέτειες και τις κατακτήσεις μιας κοινωνίας που, φύσει, αρνήθηκε να γίνει μάζα (τότε, όταν αρνήθηκε...), πηγαίνοντας κόντρα με το έργο της στην άνωθεν, θεσμική ή εξωθεσμική, επιβολή μιας «χαϊδεμένης» κουλτούρας. Η θεώρηση του Καπετανάκη είναι η κλασική μαρξική, υπό την έννοια ότι το υποκείμενο των μεταλλαγών είναι ο ίδιος ο λαός, και πάνω σ’ αυτή τη βάση μπορεί ο καθένας μας να εκφέρει ορισμένες αντιρρήσεις (τις κλασικές επίσης), όσον αφορά στην αγιοποίηση του προλεταριάτου, με την υπονοούμενη απαξία εκείνων των αγαθών του πολιτισμού, που μοιάζει να μην αναδύονται από την «πάλη των τάξεων».
Παρά ταύτα ο Καπετανάκης δεν είναι ο δογματικός θεωρητικός, που θα απονείμει συγχωροχάρτια στα λάθη, τις παραλείψεις και τις παλινωδίες των κομματικών εξουσιών της... επίσημης Αριστεράς, είναι όμως, ταυτοχρόνως, ο μελετητής που έχει ξεκάθαρη άποψη για το «τις πταίει;», όταν γράφει π.χ. ότι «κάθε αξιόλογο δημιούργημα της σμίλης των αιώνων συναντά την περιφρόνηση της άρχουσας τάξης, το θεωρεί ταπεινό και χωριάτικο, απομεινάρι σκλαβιάς, εμπόδιο στον έρωτά της με την Ευρώπη». Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό, που διαμορφώνεται (επισήμως) με την ίδρυση του ελληνικού κράτους και που, κακά τα ψέμματα, έρπεται μέχρι σήμερα, ο Καπετανάκης παίρνει θέση, εξαπολύοντας... την πένα του απέναντι στην κατασκευασμένη λαϊκότητα (λαϊκισμός). Επιθεώρηση, Οπερέτα, Θεόφραστος Σακελλαρίδης, Σοφία Βέμπο («πατριωτικές σαχλαμάρες, πομπώδης εκφορά και κραυγαλέα προσποίηση»), Αττίκ («σημαντικό παράδειγμα λαϊκού ταλέντου σε λάθος δρόμο»), Μιχάλης Σουγιούλ κ.ά. βρίσκονται στο στόχο του, όχι τόσο ως πρόσωπα, όσο κυρίως ως «σύμβολα» της «άλλης πλευράς» στην προσπάθειά της να προσεταιριστεί τη λαϊκή συμπεριφορά.
Είναι γεγονός πως ο καθένας από ’μας, με βάση τη δική του σκέψη, λαμβάνοντας υπ’ όψιν (και) τις άπειρες πηγές που παραθέτει ο συγγραφέας, μπορεί να διαμορφώσει μιαν άποψη για τα θιγόμενα... εκτός, εννοείται (ναι), από ’κείνες τις περιπτώσεις όπου η αλήθεια προτάσσει, ατρόμητη, τα δόντια της. Γιατί όταν υπάρχει η αλήθεια των «παιδιών του δρόμου» (1937), τότε το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να στείλεις στον αγύριστο και την «Μπέμπα» και την «Ραμόνα», μαζί με τον «Γιάννο και την Παγώνα»:
Παρά ταύτα ο Καπετανάκης δεν είναι ο δογματικός θεωρητικός, που θα απονείμει συγχωροχάρτια στα λάθη, τις παραλείψεις και τις παλινωδίες των κομματικών εξουσιών της... επίσημης Αριστεράς, είναι όμως, ταυτοχρόνως, ο μελετητής που έχει ξεκάθαρη άποψη για το «τις πταίει;», όταν γράφει π.χ. ότι «κάθε αξιόλογο δημιούργημα της σμίλης των αιώνων συναντά την περιφρόνηση της άρχουσας τάξης, το θεωρεί ταπεινό και χωριάτικο, απομεινάρι σκλαβιάς, εμπόδιο στον έρωτά της με την Ευρώπη». Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό, που διαμορφώνεται (επισήμως) με την ίδρυση του ελληνικού κράτους και που, κακά τα ψέμματα, έρπεται μέχρι σήμερα, ο Καπετανάκης παίρνει θέση, εξαπολύοντας... την πένα του απέναντι στην κατασκευασμένη λαϊκότητα (λαϊκισμός). Επιθεώρηση, Οπερέτα, Θεόφραστος Σακελλαρίδης, Σοφία Βέμπο («πατριωτικές σαχλαμάρες, πομπώδης εκφορά και κραυγαλέα προσποίηση»), Αττίκ («σημαντικό παράδειγμα λαϊκού ταλέντου σε λάθος δρόμο»), Μιχάλης Σουγιούλ κ.ά. βρίσκονται στο στόχο του, όχι τόσο ως πρόσωπα, όσο κυρίως ως «σύμβολα» της «άλλης πλευράς» στην προσπάθειά της να προσεταιριστεί τη λαϊκή συμπεριφορά.
Είναι γεγονός πως ο καθένας από ’μας, με βάση τη δική του σκέψη, λαμβάνοντας υπ’ όψιν (και) τις άπειρες πηγές που παραθέτει ο συγγραφέας, μπορεί να διαμορφώσει μιαν άποψη για τα θιγόμενα... εκτός, εννοείται (ναι), από ’κείνες τις περιπτώσεις όπου η αλήθεια προτάσσει, ατρόμητη, τα δόντια της. Γιατί όταν υπάρχει η αλήθεια των «παιδιών του δρόμου» (1937), τότε το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να στείλεις στον αγύριστο και την «Μπέμπα» και την «Ραμόνα», μαζί με τον «Γιάννο και την Παγώνα»:
«Είμαι του δρόμου το παιδί το παραπονεμένο
και σαν σκυλάκι κάθομαι στους πάγκους το καημένο.
Το κρύο έχω πίκρα μου, η ζέστη ειν’ η χαρά μου
του καθενός το θέλημα ειν’ η παρηγοριά μου.
Η πείνα δεν με φόβησε, ορφάνια δεν θυμούμαι
βρέθηκα έτσι στο ντουνιά και δεν παραπονούμαι.
Κι αν αποθάνω και βρεθεί κανένας και με θάψει
είμαι του δρόμου το παιδί κι εκείνος ας με κλάψει».
(Το συντριπτικό ρεμπέτικο του Βαγγέλη Παπάζογλου).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου