Πολύ σπάνια μπαίνω σε «mall-οποιημένα» βιβλιοπωλεία. Σχεδόν ποτέ. Μ’ ενοχλεί η τακτοποίηση, η φορμόλη, το γυαλισμένο περιβάλλον. Θέλω το βιβλιοπωλείο να είναι ισόγειο, ή, έστω... υπόγειο, ατακτοποίητο, χωρίς κάμερες, χωρίς «προστασία» και, επίσης, δίχως άσχετο υπαλληλικό προσωπικό, που αύριο θα φύγει, για να βρει δουλειά σε φαστφουντάδικο ή σε εταιρία, που τη ψάχνει με τα νούμερα... Ο βιβλιοπώλης, όπως και ο δισκοπώλης, και όσοι τέλος πάντων ανακατεύονται με τη διακίνηση τέτοιων αγαθών, επιτελούν ιερό έργο. Έτσι πρέπει να το βλέπουν δηλαδή. Πρέπει να είναι έτοιμοι, ανά πάσα ώρα, να σε πληροφορήσουν από μνήμης (και όχι μέσω κομπιούτερ) για ό,τι σχετικό ζητήσεις. Να σου προτείνουν βιβλία, εν προκειμένω, στο είδος που αναζητάς, να σου δίνουν σωστές πληροφορίες και διεξόδους. Επίσης, πρέπει να είναι χαλαροί με τον πελάτη, να τον αφήνουν να ψάχνει και με προσοχή ν’ ανακατεύει, δίχως να λένε από μέσα τους «πότε θα ξεκουμπιστεί, να φύγει». Υπάρχουν τέτοιοι βιβλιοπώλες. Δεν θα τους συναντήσετε όμως πίσω από περισπούδαστα ντεκόρ, ν’ αναπνέουν μεταλλαγμένη χλωροφύλλη, να χαϊδεύουν την πραμάτεια τους λες και είναι ζαχαροπλάστες που τυλίγουν σοκολατάκια.
Ψωνίζω, επίσης, βιβλία από καλάθια. Είναι κάτι που μ’ αρέσει. Περπατάς, πας στη δουλειά σου, πας μια βόλτα, και πέφτεις πάνω σ’ ένα παλιατζίδικο, που έχει και βιβλία (μπορεί και δίσκους), και βγάζει στην πόρτα του πανέρι. Ό,τι πάρεις 1 ευρώ, ή έστω ενάμισι... Τα περισσότερα βιβλία, που έχω αγοράσει, κι έχω στη βιβλιοθήκη μου, είναι τέτοια. Από καλάθια. Πρόσφατα αγόρασα από ένα τέτοιο μαγαζί στη Βεΐκου, στο Κουκάκι, το «Οδοιπορικό» του Μπόμι Μπάουμαν (εκδόσεις Αμηχανία, Αθήνα Μάης 1989 - λίγο πριν, δηλαδή, τα "κοσμοϊστορικά γεγονότα" - σε μτφ. Πάνου Πικραμένου). Υπήρχαν στο πανέρι και κανα-δυο ακόμη που μ’ ενδιέφεραν, αλλά ποτέ δεν είμαι του «πολύ». Θέλω ό,τι αγοράζω να το χρησιμοποιώ άμεσα (να το διαβάζω, να τ’ ακούω) και όχι να στοιβάζω πράγματα, που ίσως κάποτε τ’ αγγίξω. Εξάλλου, μπορεί να ξαναπεράσω... Έδωσα λοιπόν ενάμισι ευρώ, η κυρία μου έκοψε απόδειξη, πριν της πω ότι δεν τη θέλω, πήρα το βιβλίο και κάθισα σ’ ένα παγκάκι και το διάβασα (σχεδόν όλο), μέσα στην επόμενη ώρα. Πιστέψτε με, είναι απείρως αποδοτικότερο από το να ξεφυλλίζεις τα free press...
«Το ‘οδοιπορικό’ είναι μια περίοδος της ζωής του Bommi Baumann, όπως τη βλέπει και τη διηγείται ο ίδιος. Είναι η ιστορία ενός κυνηγημένου ‘τρομοκράτη’, που περιπλανιέται πολλά χρόνια σε τρεις ηπείρους και 33 χώρες. Είδε από κοντά τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, ισραηλινές επιδρομές στη Δαμασκό, κλείστηκε φυλακή στις Ινδίες και στο Α. Βερολίνο. Έζησε με τοξικομανείς, με ινδούς γκουρού και λαθρεμπόρους όπλων. Μια τραγελαφική Οδύσσεια που εκτυλίσσεται σε ένα ακόμη πιο τραγελαφικό διεθνές φόντο». Ο Baumann ήταν ένας από τους ιδρυτές της γερμανικής, αναρχικής, «τρομοκρατικής» οργάνωσης Movement 2 June, η οποία ήλθε σύντομα σε κόντρα με τη μαρξιστική RAF – «εκείνα τα διανοούμενα σοβαρά άτομα της RAF», όπως έλεγε και ο ίδιος – με έντονη δράση στο δεύτερο μισό του ’60 και στα πρώτα χρόνια του ’70, αποκηρύσσοντας όμως, πολύ νωρίς (1972), την ένοπλη βία, για να γίνει με τα χρόνια, εκτός από... πληροφοριοδότης της Stasi (έτσι διαδόθηκε, αργότερα και μάλλον ισχύει - εδώ, σηκώνουμε εμείς ψηλά τα χέρια), αναχωρητής, ειρηνιστής, κάτι σαν βουδιστής, ένα είδος μετα-χίπι δηλαδή, που πίστεψε σ' έναν άλλον τρόπο βίου, εκείνον που μέσα από τη μουσική (το ροκ), τα ανώδυνα ναρκωτικά, και την απλή ζωή, θα μπορούσε να δημιουργήσει μιαν άλλη κοινωνική στρωμάτωση.
Ψωνίζω, επίσης, βιβλία από καλάθια. Είναι κάτι που μ’ αρέσει. Περπατάς, πας στη δουλειά σου, πας μια βόλτα, και πέφτεις πάνω σ’ ένα παλιατζίδικο, που έχει και βιβλία (μπορεί και δίσκους), και βγάζει στην πόρτα του πανέρι. Ό,τι πάρεις 1 ευρώ, ή έστω ενάμισι... Τα περισσότερα βιβλία, που έχω αγοράσει, κι έχω στη βιβλιοθήκη μου, είναι τέτοια. Από καλάθια. Πρόσφατα αγόρασα από ένα τέτοιο μαγαζί στη Βεΐκου, στο Κουκάκι, το «Οδοιπορικό» του Μπόμι Μπάουμαν (εκδόσεις Αμηχανία, Αθήνα Μάης 1989 - λίγο πριν, δηλαδή, τα "κοσμοϊστορικά γεγονότα" - σε μτφ. Πάνου Πικραμένου). Υπήρχαν στο πανέρι και κανα-δυο ακόμη που μ’ ενδιέφεραν, αλλά ποτέ δεν είμαι του «πολύ». Θέλω ό,τι αγοράζω να το χρησιμοποιώ άμεσα (να το διαβάζω, να τ’ ακούω) και όχι να στοιβάζω πράγματα, που ίσως κάποτε τ’ αγγίξω. Εξάλλου, μπορεί να ξαναπεράσω... Έδωσα λοιπόν ενάμισι ευρώ, η κυρία μου έκοψε απόδειξη, πριν της πω ότι δεν τη θέλω, πήρα το βιβλίο και κάθισα σ’ ένα παγκάκι και το διάβασα (σχεδόν όλο), μέσα στην επόμενη ώρα. Πιστέψτε με, είναι απείρως αποδοτικότερο από το να ξεφυλλίζεις τα free press...
«Το ‘οδοιπορικό’ είναι μια περίοδος της ζωής του Bommi Baumann, όπως τη βλέπει και τη διηγείται ο ίδιος. Είναι η ιστορία ενός κυνηγημένου ‘τρομοκράτη’, που περιπλανιέται πολλά χρόνια σε τρεις ηπείρους και 33 χώρες. Είδε από κοντά τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, ισραηλινές επιδρομές στη Δαμασκό, κλείστηκε φυλακή στις Ινδίες και στο Α. Βερολίνο. Έζησε με τοξικομανείς, με ινδούς γκουρού και λαθρεμπόρους όπλων. Μια τραγελαφική Οδύσσεια που εκτυλίσσεται σε ένα ακόμη πιο τραγελαφικό διεθνές φόντο». Ο Baumann ήταν ένας από τους ιδρυτές της γερμανικής, αναρχικής, «τρομοκρατικής» οργάνωσης Movement 2 June, η οποία ήλθε σύντομα σε κόντρα με τη μαρξιστική RAF – «εκείνα τα διανοούμενα σοβαρά άτομα της RAF», όπως έλεγε και ο ίδιος – με έντονη δράση στο δεύτερο μισό του ’60 και στα πρώτα χρόνια του ’70, αποκηρύσσοντας όμως, πολύ νωρίς (1972), την ένοπλη βία, για να γίνει με τα χρόνια, εκτός από... πληροφοριοδότης της Stasi (έτσι διαδόθηκε, αργότερα και μάλλον ισχύει - εδώ, σηκώνουμε εμείς ψηλά τα χέρια), αναχωρητής, ειρηνιστής, κάτι σαν βουδιστής, ένα είδος μετα-χίπι δηλαδή, που πίστεψε σ' έναν άλλον τρόπο βίου, εκείνον που μέσα από τη μουσική (το ροκ), τα ανώδυνα ναρκωτικά, και την απλή ζωή, θα μπορούσε να δημιουργήσει μιαν άλλη κοινωνική στρωμάτωση.
Το βιβλίο είναι, όπως αντιλαμβάνεστε, αυτοβιογραφικό. Περιγράφει τα ταξίδια και τις περιπέτειες του Baumann στην Ανατολή, και μάλιστα μ’ έναν τρόπο λογοτεχνικά απολαυστικό, έχοντας για ατού την αριστερή, συνθετική σκέψη του συγγραφέα. Οι περιγραφές του για την κοινωνία στο προ-επαναστατικό Ιράν (στην Περσία του Σάχη δηλαδή) είναι εξαιρετικές, όπως κι εκείνες για τη ζωή δίπλα στις φυλές των πολεμάρχων στο Αφγανιστάν – χρήσιμες για όσους, και σήμερα, προσπαθούν να αντιληφθούν πώς σκέπτονται και δρουν αυτοί οι απομακρυσμένοι και σκληροτράχηλοι λαοί. Μου αρέσει επίσης, γιατί σε σχέση με πολλά ζητήματα (κοινωνικά, μουσικά κ.ά.) ο Baumann είναι αφοριστικός. Εν ολίγοις, μου αρέσουν οι αφορισμοί, όταν προέρχονται από ανθρώπους με θάρρος γνώμης. (Φυσικά, για να έχεις θάρρος γνώμης, πρέπει πρώτα να έχεις γνώμη...). Λέει κάπου ο Baumann:
«Το ροκ εν ρολ μ’ ενδιαφέρει, μόνον όταν αρχίζουν οι φωνές και η βαβούρα, όταν δηλαδή ο μουσικός φτάνει σε έκσταση, σε καθαρή ενέργεια. Όλα αυτά τα μελαγχολικά κομμάτια, με τις γλυκανάλατες μελωδίες, ουσιαστικά δεν έχουν τίποτα κοινό με το ροκ. Τα θεωρώ ψευδοτέχνη. Το ροκ έχει κάπου κάποια δόση θρησκείας. Στις σαχλαμάρες που κυκλοφορούν σήμερα, που είναι σκέτη βιτρίνα, δεν τη βρίσκεις πια αυτή την αίσθηση. Η μουσική αυτή δε λέει τίποτα». Και λίγο πιο πριν, όταν μιλάει για τη Goa:
«H Goa βρίσκεται στην ακτή, νότια της Βομβάης. Μέχρι το 1959, ήταν πορτογαλική. Ο Νεχρού με το ζόρι την ενσωμάτωσε στην Ινδία. Οι ντόπιοι δεν συμπαθούν τους Ινδούς, γιατί μετά την ενσωμάτωση τούς πάνε όλα στραβά. Τον καιρό της πορτογαλικής κατοχής – υλικά τουλάχιστον – ευημερούσαν. Τώρα, είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν περισσότερους φόρους και οι Ινδοί θέλουν να απαγορεύσουν τα οινοπνευματώδη. Έτσι, άρχισαν να μουρμουρίζουν ανοιχτά πια. (...) Το γεγονός ότι η Goa είναι το βασίλειο των χίππυς το χρωστάει σ’ έναν άνθρωπο που ήταν χρηματιστής στην Γουώλστρητ. Είχε το παρατσούκλι ο ‘οκταδάκτυλος Έντυ’, γιατί είχε μόνο 8 δάκτυλα. Έμοιαζε λίγο με τον Φρανκ Ζάππα, μόνο που ήταν λίγο πιο καλοσυνάτος (σ.σ. τι μαθαίνει κανείς...). Γύρω στο 1968 ανακάλυψε τη Goa. Στην αρχή όλα τα φρηκιά άραζαν στην Καμπούλ, μετά στο Δελχί και ύστερα στη Βομβάη. Σιγά-σιγά σαν προορισμός τού hippy-treck καθιερώθηκε η Ινδία. Και ο ‘οκταδάκτυλος Έντυ’ ήταν το πρώτο φρικιό που ήρθε στη Goa. Στη συνέχεια γύρναγε σε όλα τα ξενοδοχεία της Βομβάης κι έλεγε σε όλους τους Γιάνκηδες πόσο απίθανα ήταν εκεί – σωστός παράδεισος – κι ότι όλοι έπρεπε να πάνε. (...). Όταν φθάσαμε, ζούσαν εκεί μερικές εκατοντάδες χίππυς. Όχι όπως τώρα, που διαχειμάζουν εκεί χιλιάδες τουρίστες. Υπάρχει μέχρι και απ’ ευθείας πτήση Μόναχο-Goa κι ένα ξενοδοχείο για τουρίστες που το λένε Tadsch-Mahal, στο Port Aguada. (…) Εκεί ζούσαν Γιάνκηδες, Άγγλοι, Ολλανδοί, Γερμανοί, μερικοί Αυστραλοί και Καναδοί. Οι Γάλλοι ήρθαν μερικά χρόνια αργότερα. Είναι γελοίο, όταν στο εξωτερικό οι άνθρωποι ζουν με άλλους της ίδιας εθνικότητας. Μέχρι και στις γιορτές οι Βορειοευρωπαίοι κάθονταν χωριστά απ’ τους Λατίνους. Πάντως υπήρχε συνέχεια κίνηση. Τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά οι έμποροι κίνησαν γη και ουρανό κι έφεραν μια ηλεκτρογεννήτρια, για να υπάρχει ρεύμα για την ορχήστρα της γιορτής. Έπαιξε μουσική πολύς κόσμος, Πολλοί είχαν μαζί τους τα όργανά τους. Συχνά βρίσκονταν εκεί μουσικοί από διάσημα γκρουπ, όπως ο Πητ Τάουνσεντ και ο Μπάντυ Μάιλς. Τα πάρτυ άξιζαν τον κόπο. Οι Ινδοί διαφήμιζαν στη Βομβάη εκδρομές στη Goa, με συμμετοχή στις χίππικες γιορτές της εμφάνισης της Σελήνης. Η Πανσέληνος ήταν ευκαιρία για τρελά πάρτυ. Όλοι έπαιρναν ό,τι ναρκωτικό ήθελαν. Οι μουσικοί αποθεωνόντουσαν. Έπαιζαν 10-12 ώρες, συνέχεια, και ο κόσμος χόρευε. Στην αρχή υπήρχαν ακόμη οι τύποι της ‘αδελφότητας της αιώνιας αγάπης’, που είχαν μαζί τους μπουκαλάκια με LSD, σαν κι αυτά που χρησιμοποιούσαν οι χίππιδες το ’60. Κυκλοφορούσαν ανάμεσα στον κόσμο και ο καθένας τους έλεγε πόσες σταγόνες ήθελε. Παλιότερα τα νοίκια για τις καλύβες ήταν κανα-δυο ρουπίες και πάντα υπήρχε κάποιος που σε βοηθούσε στις δουλειές. Είναι αυτονόητο πως στην παραλία δεν υπήρχε ηλεκτρικό και ύδρευση. Αν ήθελες ν’ ακούς μουσική, έπρεπε να νοικιάσεις μια μπαταρία αυτοκινήτου. Στην Baga, υπήρχαν ένα-δυο γραμμές παροχής ηλεκτρικού ρεύματος. Το βράδυ, όμως, που η ζήτηση του ηλεκτρικού αυξανόταν, χαμήλωναν τα φώτα και έπεφταν οι στροφές των μαγνητοφώνων. Οι λάμπες φώτιζαν τόσο αδύνατα, που μόλις και έβλεπες γύρω σου. Έπειτα ήταν και οι άπειρες ερωτικές περιπέτειες (...)».
Όταν διάβασα αυτό το βιβλίο, την προηγούμενη Δευτέρα, σ’ εκείνο το παγκάκι της Βεΐκου, απέναντι σχεδόν από το Τερα-Μουσείο της Ακρόπολης, είπα πως η εβδομάδα μου ξεκίνησε ωραία. Τώρα, που αντέγραψα αυτό το μικρό απόσπασμα για ’σας, νομίζω ότι τελειώνει ακόμη ωραιότερα...
«Το ροκ εν ρολ μ’ ενδιαφέρει, μόνον όταν αρχίζουν οι φωνές και η βαβούρα, όταν δηλαδή ο μουσικός φτάνει σε έκσταση, σε καθαρή ενέργεια. Όλα αυτά τα μελαγχολικά κομμάτια, με τις γλυκανάλατες μελωδίες, ουσιαστικά δεν έχουν τίποτα κοινό με το ροκ. Τα θεωρώ ψευδοτέχνη. Το ροκ έχει κάπου κάποια δόση θρησκείας. Στις σαχλαμάρες που κυκλοφορούν σήμερα, που είναι σκέτη βιτρίνα, δεν τη βρίσκεις πια αυτή την αίσθηση. Η μουσική αυτή δε λέει τίποτα». Και λίγο πιο πριν, όταν μιλάει για τη Goa:
«H Goa βρίσκεται στην ακτή, νότια της Βομβάης. Μέχρι το 1959, ήταν πορτογαλική. Ο Νεχρού με το ζόρι την ενσωμάτωσε στην Ινδία. Οι ντόπιοι δεν συμπαθούν τους Ινδούς, γιατί μετά την ενσωμάτωση τούς πάνε όλα στραβά. Τον καιρό της πορτογαλικής κατοχής – υλικά τουλάχιστον – ευημερούσαν. Τώρα, είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν περισσότερους φόρους και οι Ινδοί θέλουν να απαγορεύσουν τα οινοπνευματώδη. Έτσι, άρχισαν να μουρμουρίζουν ανοιχτά πια. (...) Το γεγονός ότι η Goa είναι το βασίλειο των χίππυς το χρωστάει σ’ έναν άνθρωπο που ήταν χρηματιστής στην Γουώλστρητ. Είχε το παρατσούκλι ο ‘οκταδάκτυλος Έντυ’, γιατί είχε μόνο 8 δάκτυλα. Έμοιαζε λίγο με τον Φρανκ Ζάππα, μόνο που ήταν λίγο πιο καλοσυνάτος (σ.σ. τι μαθαίνει κανείς...). Γύρω στο 1968 ανακάλυψε τη Goa. Στην αρχή όλα τα φρηκιά άραζαν στην Καμπούλ, μετά στο Δελχί και ύστερα στη Βομβάη. Σιγά-σιγά σαν προορισμός τού hippy-treck καθιερώθηκε η Ινδία. Και ο ‘οκταδάκτυλος Έντυ’ ήταν το πρώτο φρικιό που ήρθε στη Goa. Στη συνέχεια γύρναγε σε όλα τα ξενοδοχεία της Βομβάης κι έλεγε σε όλους τους Γιάνκηδες πόσο απίθανα ήταν εκεί – σωστός παράδεισος – κι ότι όλοι έπρεπε να πάνε. (...). Όταν φθάσαμε, ζούσαν εκεί μερικές εκατοντάδες χίππυς. Όχι όπως τώρα, που διαχειμάζουν εκεί χιλιάδες τουρίστες. Υπάρχει μέχρι και απ’ ευθείας πτήση Μόναχο-Goa κι ένα ξενοδοχείο για τουρίστες που το λένε Tadsch-Mahal, στο Port Aguada. (…) Εκεί ζούσαν Γιάνκηδες, Άγγλοι, Ολλανδοί, Γερμανοί, μερικοί Αυστραλοί και Καναδοί. Οι Γάλλοι ήρθαν μερικά χρόνια αργότερα. Είναι γελοίο, όταν στο εξωτερικό οι άνθρωποι ζουν με άλλους της ίδιας εθνικότητας. Μέχρι και στις γιορτές οι Βορειοευρωπαίοι κάθονταν χωριστά απ’ τους Λατίνους. Πάντως υπήρχε συνέχεια κίνηση. Τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά οι έμποροι κίνησαν γη και ουρανό κι έφεραν μια ηλεκτρογεννήτρια, για να υπάρχει ρεύμα για την ορχήστρα της γιορτής. Έπαιξε μουσική πολύς κόσμος, Πολλοί είχαν μαζί τους τα όργανά τους. Συχνά βρίσκονταν εκεί μουσικοί από διάσημα γκρουπ, όπως ο Πητ Τάουνσεντ και ο Μπάντυ Μάιλς. Τα πάρτυ άξιζαν τον κόπο. Οι Ινδοί διαφήμιζαν στη Βομβάη εκδρομές στη Goa, με συμμετοχή στις χίππικες γιορτές της εμφάνισης της Σελήνης. Η Πανσέληνος ήταν ευκαιρία για τρελά πάρτυ. Όλοι έπαιρναν ό,τι ναρκωτικό ήθελαν. Οι μουσικοί αποθεωνόντουσαν. Έπαιζαν 10-12 ώρες, συνέχεια, και ο κόσμος χόρευε. Στην αρχή υπήρχαν ακόμη οι τύποι της ‘αδελφότητας της αιώνιας αγάπης’, που είχαν μαζί τους μπουκαλάκια με LSD, σαν κι αυτά που χρησιμοποιούσαν οι χίππιδες το ’60. Κυκλοφορούσαν ανάμεσα στον κόσμο και ο καθένας τους έλεγε πόσες σταγόνες ήθελε. Παλιότερα τα νοίκια για τις καλύβες ήταν κανα-δυο ρουπίες και πάντα υπήρχε κάποιος που σε βοηθούσε στις δουλειές. Είναι αυτονόητο πως στην παραλία δεν υπήρχε ηλεκτρικό και ύδρευση. Αν ήθελες ν’ ακούς μουσική, έπρεπε να νοικιάσεις μια μπαταρία αυτοκινήτου. Στην Baga, υπήρχαν ένα-δυο γραμμές παροχής ηλεκτρικού ρεύματος. Το βράδυ, όμως, που η ζήτηση του ηλεκτρικού αυξανόταν, χαμήλωναν τα φώτα και έπεφταν οι στροφές των μαγνητοφώνων. Οι λάμπες φώτιζαν τόσο αδύνατα, που μόλις και έβλεπες γύρω σου. Έπειτα ήταν και οι άπειρες ερωτικές περιπέτειες (...)».
Όταν διάβασα αυτό το βιβλίο, την προηγούμενη Δευτέρα, σ’ εκείνο το παγκάκι της Βεΐκου, απέναντι σχεδόν από το Τερα-Μουσείο της Ακρόπολης, είπα πως η εβδομάδα μου ξεκίνησε ωραία. Τώρα, που αντέγραψα αυτό το μικρό απόσπασμα για ’σας, νομίζω ότι τελειώνει ακόμη ωραιότερα...
(τις photo τις δανείστηκα από τα www.spiegel.de και www.goagil.com)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου