Δεν γνωρίζω τι πρέπει να περιμένει ο καθείς από έναν
καλλιτέχνη. Μάλλον τίποτα. Ή τα πάντα (το ίδιο είναι). Και δεν ξέρω εν
προκειμένω, αν το τέταρτο(;) άλμπουμ του Boy (τέταρτο πάντως για την Inner Ear) βρίσκεται σε ευθεία
γραμμή με… τα αμέσως ή …το αμέσως προηγούμενο. Ηχητικώς, δεν έχει μεγάλες
διαφορές από κάποια… κατά τόπους κείμενα
της «Ηλιοθεραπείας». Απλώς υπάρχει μία στόχευση προς τα πιο φωτεινά (ας τα αποκαλέσω έτσι)
ηχοχρώματά της, προκειμένου να βρεθεί ένα πλαίσιο εντός του οποίου να υπάρξει
και να αναπτυχθεί το “American Unicorn”
[Inner
Ear, 2013].
Δεν έχω την εντύπωση πως ο Boy έφτιαξε ένα…
κανονικό pop άλμπουμ,
όπως μαρτυρά μια πρώτη ακρόαση – ο αγγλικός ας πούμε στίχος, ή κομμάτια όπως το
“Meet the angels”. Αν και αυτή ήταν,
ίσως, η ανάγκη τού τραγουδοποιού –να εκφραστεί δηλαδή μέσα από πιο απλοποιημένες
φόρμες, που να επιτρέπουν το… λίκνισμα μαζί με την ενδοσκόπηση– το σύνολο δεν
είναι πάντα… δημοφιλές. Υπάρχει μία αποστασιοποίηση στο τελικό αποτέλεσμα, ένας
μετεωρισμός, ο οποίος εκφράζεται όχι μόνο μέσω του αγγλικού λόγου –η γλώσσα δεν
μοιάζει να προκύπτει τόσο ως βαθύτερη ανάγκη, όσο ως πρόσχημα–, αλλά και της
αναντιστοιχίας των τραγουδιών, που δεν υπακούουν σε μιαν, κατά το μάλλον ή
ήττον, «εσωτερική» σειρά. Κομμάτια όπως το “Songbird” π.χ. μοιάζει να διαθέτουν τις προϋποθέσεις για τα
αναγκαίες «εναλλακτικές» ραδιομεταδόσεις, άλλα όμως, όπως το “Plague” ή η… προσευχή “Then don’t change me God”, είναι σαν να βγαίνουν
από τις sessions της
πιο εσωστρεφούς (ηχητικώς) «Ηλιοθεραπείας». Υπάρχουν, φυσικά, κομμάτια στο “American Unicorn” που δείχνουν μιαν
αυθυπαρξία, που δεν θέλουν να είναι κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι και αναφέρομαι
πρωτίστως στο “G the rapture”,
το ωραιότερο τραγούδι του άλμπουμ – που θα μπορούσε να εμφανίζει κάτι από την
ρυθμική μανιέρα των ύστερων CAN
και που σε συνδυασμό με την παρουσία της κιθάρας μετατρέπεται σε κάτι,
πράγματι, ξεχωριστό. Είναι ένα ζήτημα αυτό. Η οργανική λιτότητα των κομματιών τού
Boy (σύνθια,
προγραμματισμός και ξανά μανά το ίδιο) τούς αφαιρεί τη δυνατότητα να υπάρξουν
μέσα σ’ ένα ευρύτερο pop
πλάνο, εκεί όπου θα είχαν πρωτεύοντα ρόλο (εκτός από τα σύνθια) και οι κιθάρες
(για να μην αναφέρω και άλλα ενδεχομένως όργανα).
Εν κατακλείδι, εκείνο που λέω, εν σχέσει με το “American Unicorn”, είναι πως το άλμα
τού Boy προς ένα κάποιο «έξω» δεν παρουσιάζεται με τη… φόρα που θα ’πρεπε. Είναι
κάπως άτολμο και γι’ αυτό μένει στη μέση (χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν
υπάρχουν ενδιαφέροντα ή και πολύ καλά, εδώ κι εκεί, τραγούδια). Για να
περιγράψεις κάτι από το «φώς», χρειάζεσαι και τ’ απαραίτητα εργαλεία· ιδίως από
τη στιγμή κατά την οποίαν ο στίχος δείχνει να απεμπολεί την πρωτοκαθεδρία.
Επαφή: www.inner-ear.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου