Να κι ένα από τα πιο δυνατά ύστερα british
progressive άλμπουμ, το “One” των Cirkus από το 1974, να
επανεκδίδεται με όλα τα κομφόρ του στην Ελλάδα (και για όπου αλλού) από την
πάντα σε εγρήγορση Anazitisi Records.
Έκπληξη; Για μένα, ναι. Και κυρίως ευπρόσδεκτη έκπληξη, επειδή το LP
αυτό είχε πολλά χρόνια ν’ ακουστεί βινυλιακώς όπως πρέπει – από
εκείνη την παλαιά επανέκδοση της 5 Hours Back του 1986. Τριάντα χρόνια μετά –ξεχνώ το
ιταλικό της Black Widow–
το βινύλιο των Cirkus πετάει και πάλι σπίθες στο πλατώ, σε μια
φοβερή 180άρα reissue
«κομμένο» σε 300 αντίτυπα, συν το bonus 45άρι με τα δύο previously unreleased (σε
βινύλιο) demo tracks.
Οι Cirkus
σχηματίστηκαν προς τα τέλη του 1973 από τις στάχτες δύο άλλων γκρουπ, των Moonhead και των Lucas Tyson. Οι δεύτεροι, που
έγιναν πιο γνωστοί αφού κατόρθωσαν να τυπώσουν ένα τραγούδι τους στο 7ιντσο EP “Hart Rock ’71” [Abreaction],
είχαν για μέλη τους τον ντράμερ Stu McDade,
τον μπασίστα John Taylor και τον τραγουδιστή Paul
Robson.
Αυτοί οι τρεις, καθώς και ο οργανίστας Derek G. Miller
(από τους Moonhead),
συνάντησαν κάποια στιγμή τον κιθαρίστα Dog (Gordon Dodds) και κάπως έτσι
παίρνουν μπροστά οι Cirkus, κάνοντας τις πρώτες εμφανίσεις τους σε αίθουσες πανεπιστημίων και σε κλαμπ. Το
άλμπουμ δεν θ’ αργήσει να έλθει. Μέσα στο ’74 οι Cirkus θα μπουν στο στούντιο,
θα γράψουν το “One”
με παραγωγό τον Ron Richards
(δεν ήταν τυχαίος, αφού είχε δουλέψει με τους Beatles, ενώ είχε ανακαλύψει
και τους Hollies – αυτά τα ολίγα!)
και με μηχανικό ήχου τον John Etchells
(αργότερα θα δούλευε για μέλη των Pink Floyd,
τους Queen
κ.ά.), κάνοντας μια κοπή χιλίων αντιτύπων. Χίλια αντίτυπα, όμως, για τη
Βρετανία είναι ένα ελάχιστο νούμερο (είναι σαν να λέμε 150 αντίτυπα για την
Ελλάδα) και αν αναλογιστεί κανείς πως το 1974 δεν ήταν και η καλύτερη εποχή του βρετανικού prog-rock τότε γίνεται εύκολα
αντιληπτό γιατί το συγκρότημα δεν «περπάτησε» όπως θα έπρεπε. Παρά ταύτα οι Cirkus δεν διαλύθηκαν αμέσως.
Κάτω από το όνομα Future Shock θα κάνουν ένα δεύτερο LP το 1977 (αν και οι
συνθέσεις τού πολύ σπάνιου αυτού δίσκου δεν ήταν δικές τους), ενώ μερικά ακόμη tracks θα τυπωθούν στις 45
στροφές ή θα μπουν σε συλλογές. Το 1994 θα κυκλοφορήσει από την Audio
Archives
το πραγματικό δεύτερο άλμπουμ του συγκροτήματος (από την παλαιά σύνθεση είχε
μείνει μόνον ο οργανίστας Miller),
ενώ το 1998 ένα τρίτο άλμπουμ, το “Cirkus III – Pantomyme”, θα φέρει κοντά περισσότερα
παλιά μέλη (Stu McDade, Derek G.
Miller…). Σε κάθε περίπτωση οι Cirkus
δεν έχουν εγκαταλείψει τη μουσική και δεν αποκλείεται στο μέλλον κάτι να ξανακάνουν…
Πάμε όμως ν’ ακούσουμε και να ξανακούσουμε το “One”…
Το άλμπουμ ανοίγει με το “You
Are”
(McDade),
που είναι ό,τι πρέπει για εισαγωγή. Πολύ ωραίο τραγούδι, που «πετάει» προς κάθε κατεύθυνση. Φωνητικά στιβαρά, οργανικά μέρη με το μέλοτρον να γράφει στο background, ωραίες κιθάρες, ένα drive γενικότερο τέλος πάντων και βεβαίως ικανό στο να κάνει το κομμάτι αξέχαστο. Και το κάνει. (Εγώ τουλάχιστον
είχα να το ακούσω πάνω από 25 χρόνια και το θυμήθηκα αμέσως). Το “Seasons” ανακαλεί στη μνήμη
μου κάτι από το “Waiters on the Dance”
του Julian Jay Savarin.
Μελωδικό prog,
εξαιρετικά παιξίματα και σωστά τοποθετημένες οι extra ενορχηστρώσεις. Το “April ’73” έχει κάτι από Yes, ακόμη και στη
διαχείριση των φωνητικών και γενικότερα ένα πιο… overground ηχόχρωμα, με το ωραίο
σόλο στην κιθάρα από τον Dog να καλύπτεται από τα strings. Με
την ακουστική κιθαριστική εισαγωγή και την παράλληλη ηλεκτρική πενιά, το “Song
for Tavish”
τείνει προς το folk-rock, αν κι εδώ τα φωνητικά
έχουν κάτι από το… ’74, με τις ενορχηστρώσεις να προσθέτουν και πάλι σε όγκο
(αχρείαστον ορισμένες φορές). Το κλείσιμο του τραγουδιού, μετά το τρίτο
λεπτό, είναι πολύ καλό και αν κάποιος δεν γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα είναι πιθανό να… μπερδέψει
τους Cirkus με Ιταλούς, παρά να τους λογαριάσει για Εγγλέζους. Τελευταίο track της πρώτης πλευράς είναι το “A
prayer”.
Κι εδώ το folk-rock/soft-rock κυριαρχεί στην αρχή,
με τα lead
φωνητικά του Paul Robson
και τα δεύτερα του Stu McDade
να προβάλλονται δεόντως, αν και μετά τη μέση το κομμάτι βαραίνει με ωραίους
συνδυασμούς κιθάρας και πλήκτρων (δυνατό τραγούδι με γενικότερα xian
στοιχεία).
Η δεύτερη πλευρά ανοίγει με το “Brotherly
love”.
Εδώ, όπως και στην πρώτη πλευρά, έχουμε ένα εντυπωσιακό opening
track
(σύνθεση του McDade
κι αυτό, όπως τα περισσότερα του δίσκου), που… γ… και δέρνει. Φωνές,
πλήκτρα, τα σχήματα στις κιθάρες, η μελωδία, όλα λειτουργούν στην εντέλεια,
παρόλο το κατά τόπους «φούσκωμα» από τα strings. Στο “Those
were the days”
(καμμία σχέση με το γνωστό άσμα) υπάρχει κάτι στα φωνητικά (στο ρεφρέν)
από… David Bowie.
Δεν είναι ν’ απορείς. Οι Cirkus
δίνουν ένα άλμπουμ τους καιρού τους (του 1974) και όχι του 1970. Κι εδώ τα
πλήκτρα είναι τύπου… Julian Jay Savarin,
όπως και η γενικότερη διαμόρφωση του κομματιού (πολύ καλό κι αυτό… από τα
καλύτερα του δίσκου και χωρίς arrangements).
Το “Jenny”
ανοίγει με out φωνές, ακουστική κιθάρα και βασική φωνή. Ηπίων τόνων τραγούδι, αβίαστο μελωδικώς, που κυλάει με άνεση. Το “One” θα κλείσει με το
επικό “Title track”,
που είναι το μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι του LP (κοντά στα οκτώ λεπτά) και το οποίο
αποτελείται από δύο μέρη, το “Breach”
και το “Ad infinitum”.
Κλασικό progressive rock,
με πάντα μελιστάλαχτη διαχείριση (είπαμε, για ένα… ιταλικό αγγλικό LP πρόκειται), ωραίες αλλαγές,
ηλεκτρικά και ορχηστρικά μέρη και ουρανόμηκες κλείσιμο…
Τα δύο bonus tracks, που συνοδεύουν την
έκδοση σε ξεχωριστό 45άρι, το “Castles”
και το “The heaviest stone”,
δείχνουν κάτι. Δείχνουν το πώς ακριβώς ή περίπου θα ηχούσε το “One”, χωρίς τα πολλά-πολλά
τού στούντιο και τα strings
του Tony Hymas
(αργότερα στην Jack Bruce Band,
δίπλα στον Jeff Beck
και βασικός στους Ph.D.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου