Συγγραφέας είναι, βασικά, ο Μπάμπης Λάσκαρις –τουλάχιστον ως
συγγραφέας θα κριθεί εδώ– με το Noise Full of Love: Το αγγλόφωνο ελληνικό ροκ στη δεκαετία του ’80 [Τυφλόμυγα,
Μάρτιος 2017] να αποτελεί το δεύτερο μουσικό βιβλίο του (τον ευχαριστώ για το
πρόμο αντίτυπο που μου έστειλε και βεβαίως για την αφιέρωση). Να υπενθυμίσω πως το
πρώτο μουσικό βιβλίο τού Λάσκαρι ήταν το Punk: Η ιστορία μιας επανάστασης στις εκδόσεις οξύ, το 2007. Το
λέω αυτό για να δείξω πως ο Λάσκαρις είναι «ειδικευμένος» στις μουσικές από το
πανκ και μετά, κάτι που φαίνεται όχι μόνο από τους τίτλους και τα περιεχόμενα και
του πιο τελευταίου βιβλίου του, αλλά και από τα κενά, που εμφανίζει ως μουσικοσυγγραφέας
στην περιγραφή-αξιολόγηση και των ελληνικών eighties.
Ο Λάσκαρις επιχειρεί να δει «επιστημονικά-κοινωνιολογικά» το
θέμα των αγγλόφωνων ελληνικών ροκ eighties και αυτό κάνει το βιβλίο του βαρετό σ’ ένα μεγάλο βαθμό.
Μπορεί το ανάγνωσμα να παίρνει καλό βαθμό ως… διδακτορικό, αλλά ως μιαν αφήγηση,
που αφορά βασικά στο… μη-πανεπιστημιακό κοινό θα αντιμετωπίσει ζόρια. Εγώ είμαι
της γνώμης πως ο συγγραφέας, γενικά το λέω αυτό, πρέπει να γνωρίζει ποιο είναι
το κοινό του – πού απευθύνεται. Αν θέλει το κοινό του να είναι οι πανεπιστημιακοί
ας διανείμει το πόνημά του εκεί και ας αφήσει την αγορά να ασχοληθεί με τα πιο…
λαϊκά αναγνώσματα. Το να βγάζει κάποιος ένα… επιστημονικό σύγγραμμα μιλώντας
όχι για τις νομολογίες του Συμβουλίου Επικρατείας π.χ. αλλά για τους Last Drive και
τον Λάμπρο Τσάμη νομίζω –η γνώμη μου είναι αυτή– πως κάπου έχει χάσει τον
μπούσουλα.
Τα ερωτήματα που ανακύπτουν από ένα και μόνο απλό ξεφύλλισμα
του βιβλίου τού Λάσκαρι είναι πολλά.
Κατ’ αρχάς τι σημαίνει «αγγλόφωνο ελληνικό
ροκ»; Το ροκ στην Ελλάδα των eighties
είτε αγγλόφωνο είτε ελληνόφωνο στο ίδιο κοινωνικό καζάνι έβραζε. Ο Λάσκαρις
νομίζει, για να το πω χοντρά, πως αγγλόφωνο ροκ άκουγαν οι… εξεγερμένοι και
ελληνόφωνο οι συμβιβασμένοι. Αυτά είναι αστειότητες βεβαίως – και για μένα ένας
διαχωρισμός τέτοιου τύπου είναι χαμένος από χέρι. Ας το παραβλέψουμε, όμως,
αυτό.
Όταν διαβάζεις στον τίτλο του βιβλίου «το αγγλόφωνο
ελληνικό ροκ στη δεκαετία του ’80» περιμένεις να γίνεται λόγος, εντός, για
πολλές και διαφορετικές μπάντες. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Ο Λάσκαρις επιλέγει
κάποια ονόματα μόνον, και γύρω απ’ αυτά αρθρώνει ένα λόγο. Ποια είναι αυτά τα
ονόματα; Οι Last Drive,
οι Sex
Beat από το
Ηράκλειο της Κρήτης, που είχαν βγάλει μόνο κασέτες και στους οποίους έπαιζε ο
ίδιος ο συγγραφέας(!), οι No Man’s Land, ο R.R. Hearse (Λάμπρος Τσάμης), οι Anti Troppau Council και οι South of No North, ενώ στη γενικότερη
κουβέντα συμμετέχουν ο Πέτρος Κουτσούμπας (Πήγασος, ΑΝ) και ο Χρήστος
Δασκαλόπουλος.
Ο Λάσκαρις, προφανώς, θεωρεί ως αντιπροσωπευτικά αυτά τα
ονόματα, για τα αγγλόφωνα ελληνικά rock eighties, και άρα περιττεύει κάθε άλλη αναφορά σε… πολυεθνικά
γκρουπ τύπου Sharp Ties
και Scraptown, σε
γκρουπ σαν τους Magic de Spell και τους FMQ,
στα γκρουπ της CVR και
της Creep, στα
συγκροτήματα του ελληνικού «μετάλλου» ή σε γκρουπ που δεν τα ήξερε ούτε η μάνα
τους όπως οι Plasis
π.χ. (πού τους θυμήθηκα;). Αλλά, ας το προσπεράσουμε κι αυτό και να δούμε τι
γράφεται μέσα στο βιβλίο πλέον. Εδώ θα παραθέσω συγκεκριμένα χωρία-σημεία και όπου κρίνω θα τα σχολιάζω.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
«Κύριος άξονάς μας θα
είναι συνεπώς το αγγλόφωνο ανεξάρτητο ροκ, μια και είναι αυτό που δείχνει να
έχει πάρει οριστικά διαζύγιο από τα κυρίαρχα ρεύματα των μουσικών δρωμένων στην
Ελλάδα. Αντίθετα το ελληνόφωνο “ροκ” ούτε και τόσο ανεξάρτητο είναι, ούτε και
αντιτίθεται συμπαγώς στη μουσική κατάσταση του τόπου – με εξαίρεση ίσως το
σινγκλάκι των Clown και τις πασίγνωστες Τρύπες».
Εδώ, σ’ αυτή την παράγραφο, φαίνεται όλο το μύθευμα, για να
μην γράψω η ασχετοσύνη και το βαρύνω, κάτω από το οποίο είναι γραμμένο το
βιβλίο.
Κατ’ αρχάς να πούμε πως υπάρχει και αγγλόφωνο ελληνικό ροκ
που δεν ήταν ανεξάρτητο (σαν εκείνο των Sharp Ties π.χ.) και που ήταν, μάλιστα, και πολύ επιτυχημένο. Αλλά, το
να ηχογραφείς για πολυεθνική και να σε γουστάρει ο λαός αντιβαίνει με το
μύθευμα τού… underground
και τού… έξω από τα κυρίαρχα ρεύματα. Επίσης, ο Λάσκαρις όταν μιλάει για
ελληνόφωνο «ροκ» τοποθετεί το ροκ μέσα σε εισαγωγικά(!), για να δείξει πως το
ελληνόφωνο δεν είναι, στην πραγματικότητα, ροκ και πως σε κάθε περίπτωση είναι
κάτι πολύ συμβιβασμένο! Ναι! Και κάπως έτσι εξαιρεί τους Clown και τις Τρύπες, ενώ δεν εξαιρεί
τους Εν Πλω και τη Λευκή Συμφωνία π.χ. Τους δε Φατμέ και Μουσικές Ταξιαρχίες,
που βγάλανε δυο-τρία από τα σημαντικότερα ροκ άλμπουμ στην Ελλάδα του ’80, φοβάμαι
πως ο Λάσκαρις ούτε που θα καταδέχεται να τους πιάσει στο στόμα του.
«… και από την άλλη, η
αποτυχία δημιουργίας του κατάλληλου υποβάθρου για καθαρό ροκ στην Ελλάδα,
έστρεψε τη δίψα του κοινού σχεδόν αποκλειστικά στα ξένα συγκροτήματα».
Ο όρος, ας τον πω έτσι, «καθαρό ροκ» είναι τελείως
αποπροσανατολιστικός, κοινώς μπαρούφα. Ας μας πει ο Λάσκαρις τι σημαίνει
«καθαρό ροκ», ώστε να ξέρουμε κι εμείς τι ν’ ακούμε και να μην την πατάμε με το... ακάθαρτο των Χωρίς Περιδέραιο και των Μωρών στη Φωτιά.
“TOP OF THE WORLD, MA!” (το κεφάλαιο για
τους Last Drive)
Ο Λάσκαρις παραθέτει εδώ μια συνέντευξη των Last Drive, που δόθηκε στο
περιοδικό Μικρό Παρά Πέντε το 1986. Το να καθίσουμε τώρα και να σχολιάσουμε μια συνέντευξη
του ’86 δεν το βρίσκω και τόσο σώφρον – αν και θα πρέπει να πούμε πως το interview έχει μέσα πολλές
υπερβολές (κι αυτός είναι ένας κομψός χαρακτηρισμός). Θα μείνω όμως σε μια
κουβέντα, που για μένα αποτελεί διαχρονική βλακεία.
Λένε κάπου οι Last Drive: «Παλιότερα το ροκ
στην Ελλάδα πιστεύω ότι δεν είχε πολύ τσαμπουκά».
Δεν ξέρω τι σημαίνει η λέξη «τσαμπουκάς» στο ροκ και αν
συνδέεται με το «κάνω ό,τι μου κατέβει», «δε δίνω λογαριασμό σε κανέναν», «τους
γράφω όλους στ’ αρχίδια μου» και τέτοια. Πάντως εγώ τα τσαμπουκαλεμένα
συγκροτήματα δεν τα γουστάρω να τα βλέπω live. Μ’ ενοχλούν αισθητικώς κατ’ αρχάς. Ενώ, αν ο «τσαμπουκάς»
βγαίνει και στα λόγια τότε, περαιτέρω, τα βαριέμαι ή και τα σιχαίνομαι και ως
ακροάματα (οίκαδε). Και γι’ αυτό το λόγο δεν γουστάρω σχεδόν καθόλου το
χιπ-χοπ. Γιατί έχει έναν κακώς εννοούμενο τσαμπουκά, που για μένα είναι εντελώς
απωθητικός. Πάντως, δίσκους των Last Drive,
για να το ξεκαθαρίσω, έχω –τους δύο πρώτους– και τους θεωρώ «διαμάντια» για τα
ελληνικά eighties και
καθόλου τσαμπουκαλίδικους. Δεν ξέρω… μπορεί να γίνανε μετά τσαμπουκάδες…
Ο Alex K. λέει,
πάντως, ασυνάρτητα πράγματα και πολύ πιο μετά. Από μεταγενέστερη συνέντευξη,
του 2007, διαβάζουμε:
«Πιστεύω ότι ήταν θέμα
χρονικής συγκυρίας ότι γεννηθήκαμε σε ένα πρώιμο μετα-μεταπολιτευτικό
περιβάλλον ας πούμε, και είχαμε απενοχοποιήσει το fun του rock n’ roll, ενώ πριν ήταν η παλιά γραμμή της παραδοσιακής Αριστεράς,
για το “ξενόφερτο rock” που ήταν καταδικαστέο».
Αυτά τα θέματα τα έχουμε αναλύσει δεκάδες φορές στο δισκορυχείον. Το απενοχοποιημένο fun, που είχαν τα
συγκροτήματα του ’60, όπως οι Forminx,
οι Charms με τον Μάικ Ροζάκη, οι Cinquetti και δεκάδες άλλα δεν το απέκτησαν ποτέ οι Last Drive και
τα γκρουπ του ’80. Αφήνω το γεγονός πως οι Cinquetti είχαν συνεργαστεί με τον Μάνο
Λοΐζο πριν τη χούντα, που ήταν «λαμπράκης» και «παραδοσιακή αριστερά».
Τα κολλήματα που έχουν πολλοί στο κεφάλι τους, ακόμη και
σήμερα, σε σχέση με το ροκ, στην Ελλάδα, είναι εξοργιστικά. Πόσω μάλλον όταν
νομίζουν κιόλας πως απ’ αυτούς ξεκίνησε το… απενοχοποιημένο ροκ.
Να πω επίσης πως το βιβλίο σε μπερδεύει ενίοτε με τα τριών
ειδών εισαγωγικά που χρησιμοποιούνται από τον συγγραφέα (>> <<, « », “ ”), καθώς κάποιες
φορές δεν καταλαβαίνεις αμέσως αν αυτά που διαβάζεις τα λέει ο Λάσκαρις ή
κάποιος άλλος. Αλλά κι αυτό μικρή σημασία έχει, γιατί όποιος και να λέει
ασυνάρτητα πράγματα, άμα τα διαβάζεις σ’ ένα βιβλίο, το ίδιο κάνει.
Από το ίδιο πάντα κεφάλαιο (με δικά μου εισαγωγικά και με
δικά μου bold) μερικές ατάκες,
τώρα, που μας πάνε πίσω στα αλήστου μνήμης «Ροκ Ημερολόγια»:
«Μου φαίνεται ότι ο
κόσμος ξαφνικά σχεδόν άρχισε να φοβάται
το ελληνικό ανεξάρτητο ροκ. Άρχισε
να φοβάται το μήνυμά του, το πάρε τη ζωή σου στα χέρια σου».
«…το στοιχείο αυτό της
ανατροπής υπήρχε συνυφασμένο στον
καθημερινό αγώνα για ύπαρξη, που έδιναν τα καθαρά
ροκ συγκροτήματα».
«Όλο το νόημα
εκπηγάζει από την κατανάλωση εγγυημένων προϊόντων και όχι από την ουσία της ‘υπόσχεσης ζωής’ που
καταθέτουν τα ανεξάρτητα ροκ συγκροτήματα».
«Ήταν το αγγλόφωνο,
ήταν πάντα στη γωνία, λόγω περιορισμένης
εξάπλωσης».
«Όταν είσαι στην
Ελλάδα περιμένεις πολλά από έναν πολύ μικρό τόπο και αυτό σε κάνει νευρικό και σε απογοητεύει».
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΗΓΑΣΟ ΣΤΟ GAGARIN: ΑΓΑΠΗ ΕΠΙΜΟΝΗ ΚΑΙ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ
Στο κεφάλαιο αυτό μιλάει ο Πέτρος Κουτσούμπας, που επίσης λέει
ανιστόρητα πράγματα:
«Στην Ελλάδα δυστυχώς
επειδή η καλύτερη περίπτωση του ροκ συνέπεσε με τη χούντα των συνταγματαρχών,
παρέμεινε τρομερά περιθωριακό. Λόγω του ότι η κοινωνική κριτική που ασκούσε η
Αριστερά ήταν πιο πολύ ‘θέμα διαχείρισης της πολιτικής εξουσίας’ – οι
κομμουνιστές ήταν πιο συντηρητικοί από τους φιλελεύθερους αστούς, μπορεί
πολιτικά να ζητάγανε πιο πολλή δημοκρατία, όσον αφορά όμως την καθημερινότητα,
τον καθημερινό τρόπο ζωής και την αντίληψη του ανθρώπου σαν ένα ον το οποίο
χρειάζεται ελευθερία για να ζήσει και μια διαφορετική σχέση με την κοινωνία,
είχανε μια συντηρητικότητα η οποία είχε να κάνει τότε με τη Σοβιετική Ένωση, με
τον σοβιετικό άνθρωπο κ.λπ. Αυτό δημιουργούσε στους ροκάδες ένα τεράστιο
πρόβλημα, διότι από τη μεν χούντα καταδιώκονταν –τους κόβανε τα μαλλιά, τους
λέγανε τεντυμπόυδες, τους περιορίζανε, τους κατηγορούσανε για ναρκομανείς και
για άρρωστους– από τη δε μεριά του επαναστατικού κινήματος, που διεκδικούσε μεγαλύτερες
ελευθερίες στη χώρα αντιμετωπίζονταν τρομερά καχύποπτα σαν απόβλητα:
αμερικάνικος τρόπος ζωής δηλαδή – Αριστερά μας έλεγε Αμερικανάκια και η Δεξιά μας μπουντρούμιαζε».
Κατ’ αρχάς σ’ ένα βιβλίο για τα eighties θα έπρεπε να αποφεύγονται
τέτοιες κουβέντες, που αφορούν παλιότερες δεκαετίες. Δεύτερον, αυτά που
αντέγραψα παραπάνω δεν έχουν ουδεμία σχέση με την πραγματικότητα. Το ροκ δεν
παρέμεινε «τρομερά περιθωριακό» επί χούντας, καθώς ακουγόταν από το κρατικό
ραδιόφωνο και προβαλλόταν (το ελληνικό) από την τηλεόραση. Όλα τα σχετικά και
τα λιγότερο σχετικά έντυπα γράφανε τότε για τους Beatles, τον Hendrix, τους Deep Purple κ.λπ. Όλοι αυτοί
έκαναν εξώφυλλα σε περιοδικά, ενώ οι δίσκοι τους κυκλοφορούσαν ελεύθερα στη
χώρα. Πόθεν «περιθωριακό» λοιπόν;
«Η κριτική που ασκούσε
η Αριστερά ήταν πιο πολύ ‘θέμα διαχείρισης της πολιτικής εξουσίας’». Τι
λέει ο άνθρωπος; Αγνοεί πως η Αριστερά τότε ήταν παράνομη (όταν δεν ήταν
φυλακισμένη και εξορισμένη); Για ποια «πολιτική εξουσία» μιλάει, όταν εκλογές
δεν φαίνονταν στον ορίζοντα ούτε με το κιάλι; Και πού κολλάνε τώρα οι κομμουνιστές;
Ορισμένοι νομίζουν πως άλλη δουλειά δεν
είχαν οι κομμουνιστές να κάνουν επί χούντας, παρά να συκοφαντούν το ροκ! Πληροφορώ
τον Κουτσούμπα πως οι κομμουνιστές μια χαρά τα λέγανε τότε (επί χούντας), όταν είχαν κάτι να
πουν επί του θέματος – εκείνοι που λέγανε βλακείες ήταν οι δεξιοί και «φιλελεύθεροι αστοί», που
γράφανε στα περιοδικά και τις εφημερίδες, μεταδίδοντας τα τραγούδια στο
ραδιόφωνο λες και ήταν... άλογα κούρσας. Νούμερο ένα, νούμερο δύο, νούμερο τρία…
Τώρα κατά πόσον η Δεξιά μπουντρούμιαζε τους ροκάδες… εδώ σηκώνω ψηλά τα χέρια.
Παραδίνομαι! Τέτοιες κουταμάρες θα ντρεπόταν να τις ξεστομίσει ακόμη και ο…
θείος Μαστ.
ΟΙ NO MAN’S LAND, Ο ΒΑΣΙΛΗΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ, Η ΡΟΚ ΣΤΙΓΜΗ ΚΑΙ Η «ΨΥΧΕΔΕΛΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ»
Γράφει κάπου ο Λάσκαρις:
«Μια και μιλήσαμε όμως
ήδη για τις οικονομικές παραμέτρους του ροκ, και πριν παραθέσουμε την αφήγηση
του Βασίλη Αθανασιάδη για τον πρώτο κύκλο της πορείας του συγκροτήματος, καλό
θα ήταν να έχουμε κατά νου μια φράση του Κώστα Σφακιανάκη, ντράμερ των Sex Beat και της
Σάρκας: “Όλο το ροκ είναι ψυχεδελικό”.
Κι αυτό μου φαίνεται ότι αληθεύει, τόσο στις πρόβες κάθε συγκροτήματος,
όπου κυριαρχεί κάποτε το συναίσθημα ή κάποιες σκέψεις ή κάποια μυστηριώδης ροή
αδρεναλίνης, όσο και στις συναυλίες, όπου η επιτέλεση…»... και λοιπά, και
λοιπά…
Κανένα σχόλιο δεν έχει νόημα να γίνει σ’ αυτές της
ασυναρτησίες, όπου όλο το ροκ χαρακτηρίζεται ως «ψυχεδελικό», καθώς η αδρεναλίνη και η επιτέλεση και... μπλα, μπλα, μπλα.
Ευτυχώς εμφανίζεται κάπου ο Αθανασιάδης και διαβάζεις και
κάποια σωστή κουβέντα στο βιβλίο:
«Υπάρχει μια κοινωνική
αντιπαράθεση στο ροκ, αλλά δεν έχει σχέση με το μύθο του: δεν έχει σχέση με
επαναστατικές ιδέες(…) δεν είναι όντως μία επαναστατική πράξη, όπως θέλουνε να
την παρουσιάζουνε».
Φυσικά, και το να παίζεις μουσική δεν σημαίνει πως πράττεις
κάποια επαναστατική πράξη, ούτε κάθε συγκρότημα που μπορεί να παίζει
«ψυχεδελικό ροκ», οπουδήποτε στον πλανήτη, σήμερα, σχετίζεται με κάποιο είδος
μουσικού underground
(τουλάχιστον με την έννοια που είχε το underground στα sixties). Η Τέχνη δεν άλλαξε ποτέ την
κοινωνία, ούτε προκάλεσε, ούτε επιτάχυνε ποτέ επαναστατικές διαδικασίες. Μπορεί
να εξέφρασε εκ των υστέρων την επανάσταση (δες σοβιετική πρωτοπορία στη
δεκαετία του ’20 π.χ.), αλλά ακολούθησε αυτής (της επανάστασης) δεν προηγήθηκε.
Αυτή η προσγείωση δεν αρέσει, φαίνεται, στο Λάσκαρι, ο
οποίος μοιάζει να «κατηγορεί» τους No Man’s Land,
που έκαναν απλώς το κέφι τους, χωρίς να βαυκαλίζονται πως θα άξιζε ν’ αλλάξουν
την κοινωνία μέσω της μουσικής τους. Γράφει:
«Βλέπουμε εδώ στην
αφήγηση του Βασίλη, ότι φαινομενικά και ίσως ακόμη περισσότερο ουσιαστικά, οι No Man’s Land τείνουν πολύ περισσότερο
προς την καθαρή μουσική συνιστώσα του ροκ, παρά προς εκείνες τις παραμέτρους
που θα μπορούσαν να θεωρηθούν κοινωνικές ή τουλάχιστον να εκτιμηθούν σαν
τέτοιες».
Ο R.R. HEARSE ΚΑΙ ΤΟ
ΑΝΤΙΘΕΤΟ ΤΟΥ ΘΟΡΥΒΟΥ
Ο R.R. Hearse (Λάμπρος Τσάμης) είναι φίλος,
αλλά εδώ πέρα λέει κάτι που… πάει πολύ:
«Πλέον (σ.σ. σήμερα)
δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον ρόκερ και τον τυπικό μουσικό. Εκείνη την εποχή
όμως το ροκ ήτανε ένα είδος αντι-μουσικής. Δε στόχευε στη δημιουργία μιας
μουσικής κατάστασης, αλλά πιο πολύ στην ουσία της διοχετευμένης ενέργειας».
Για κάτσε ρε Λάμπρο! Ποτέ το ροκ δεν ήταν αντι-μουσική. Πού
το είδες αυτό γραμμένο; Επειδή εσύ έκανες τότε τα σώου σου, βγάζεις
συμπεράσματα γενικώς για το ροκ βάσει των δικών σου και μόνον αντιλήψεων-παραστάσεων;
Πολύ υπερφίαλο δεν είναι αυτό; Δηλαδή θα έπρεπε κάποιος να ήταν άσχετος ως
μουσικός (να μην ήξερε δηλαδή να παίξει ούτε ένα ακόρντο στην κιθάρα) και απλώς
να «διοχέτευε ενέργεια» για να γράψουμε για «ροκ», ενώ έναν άλλον που θα
γνώριζε επαρκώς το όργανό του και που θα έφτιαχνε σοβαρά τραγούδια θα τον
απορρίψουμε; Αν είναι δυνατόν! Να μη γυρίσουν τώρα τα πόδια και βαρέσουν το
κεφάλι!!
ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ:
ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ
«Και οι περισσότεροι
στην Ελλάδα δεν ενδιαφέρονται για το ροκ γιατί δεν τους το επιτρέπει η
καθημερινότητά τους. Δέχονται τα εύκολα επειδή αυτό το πράγμα [το καθαρό ροκ]
είναι underground, δεν μπορεί να το βρει ο
άλλος εύκολα. Δεν μπορώ να θεωρήσω με τίποτα ότι είναι ροκ ο Πορτοκάλογλου ή ο
Τσακνής ή ο Μαχαιρίτσας – αυτό είναι όμως το mainstream.
Αυτό θεωρείται ροκ στην Ελλάδα, αυτό παρουσιάζεται απλόχερα όσο γίνεται, κι
έτσι το ακούει ο κόσμος ο περισσότερος, νομίζει ότι αυτό είναι ροκ, και δε θα
μάθει ποτέ ότι υπάρχουνε οι τάδε και οι τάδε».
Και ο Δασκαλόπουλος δεν διαφέρει από τους προηγούμενους.
Να βγούνε λοιπόν οι… Jefferson
Handkerchief και να κατηγορήσουν τους Jefferson Airplane, πώς ήταν εκείνοι underground (οι Handkerchief), επειδή ο κόσμος δεν… μπορούσε να τους βρει εύκολα, ενώ
τους Jeffersons (που είχαν τραγούδι
τους στο νούμερο 5 του Billboard και το χόρευε όλος ο κόσμος το ’67) να τους πούμε… Αμερικάνους Φατμέ
και Πορτοκάλογλου… φτύνοντάς τους. Το παράδειγμα, προκειμένου να αντιληφθείτε
τις χοντράδες που λένε κάποιοι. Κάποιοι που νομίζουν ότι οι Φατμέ του «Πάλκου»
δεν ήταν ροκ και πως ροκ ήταν μόνον οι… Sex Beat!
(Δεν έχω τίποτα με
τους Sex Beat, που τους άκουγα στα eighties από κασέτες και ήταν συμπαθείς, αλλά… να
είμαστε και λογικοί-να μην είμαστε και πλεονέκτες…).
Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΖΑΒΑΡΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ANTI TROPPAU COUNCIL
Κι εδώ μία από τα
ίδια…
«Δεν μπορείς να φανταστείς ότι θα τραγουδήσεις στα
ελληνικά, τα οποία ήτανε ταυτισμένα[sic] τότε με τον Θεοδωράκη, έστω και με τους Φατμέ, οι οποίοι
όλοι για μας ήτανε “ανάθεμα”[sic]».
Βαρέθηκα…
Κουράστηκα…
Εν κατακλείδι θα έλεγα πως δεν τον καταλαβαίνω τον Λάσκαρι.
Εν κατακλείδι θα έλεγα πως δεν τον καταλαβαίνω τον Λάσκαρι.
Ξόδεψε ένα σωρό
χαρτί (το βιβλίο του είναι όμορφο και καλοτυπωμένο παρεμπιπτόντως), για να μας
πει τι νομίζει ο ένας κι ο άλλος για το ροκ, καθώς τα 3/4 εκείνων που γράφει είναι
αφηγήσεις. Αυτή η… επιστημονική μέθοδος γραφής με στοιχεία «προφορικής
ιστορίας» για μένα δεν λειτουργεί (πέραν του ότι είναι η εύκολη λύση για να χριστεί
συγγραφέας και η… κουτσή Μαρία) από τη στιγμή που κάποιος ακούει σαν χάνος τι
του λένε οι άλλοι, δίχως καμμία διάθεση να παρέμβει, να κοντράρει και εν τέλει
να διορθώσει.
Έτσι, όταν και άμα γράψω
κι εγώ κανα βιβλίο θα ενδιαφερθώ να πω τι νομίζω εγώ πως είναι ροκ, ελληνικό
ροκ κ.λπ. και όχι τι νομίζει ο… Δασκαλόπουλος, ο Ζήλος ή ο Μαχαιρίτσας. Ας βγάλουν
κι αυτοί, τέλος πάντων, δικά τους βιβλία και ας τα πούνε μόνοι τους εκεί. Δεν
είμαστε εδώ για να δίνουμε το λόγο στον έναν και τον άλλον.
Είμαστε εδώ για να γράφουμε τις δικές μας απόψεις.