Γράφουμε συχνά για άλμπουμ της Losen στο δισκορυχείον. Οι Νορβηγοί χτίζουν
σιγά-σιγά έναν πολύ ενδιαφέροντα κατάλογο εντός του οποίου ο καθένας από ’μας μπορεί,
πάντα, να ανακαλύψει ουκ ολίγες «εκπλήξεις».
MARILENA PARADISI, KIRK LIGHTSEY: Some Place
Called Where [LOS 187-2, 2017]
Διαβάζοντας το όνομα “Marilena Paradisi” μού δημιουργήθηκε η εντύπωση
πως είχαμε να κάνουμε με Ελληνίδα (του εξωτερικού). Το έψαξα λίγο στο δίκτυο,
αλλά δεν βρήκα κάτι σχετικό. Η κυρία Paradisi είναι Ιταλίδα, γεννημένη στο Μιλάνο, κάνει από τα nineties καριέρα στην jazz, ως τραγουδίστρια,
έχοντας τώρα να μας προτείνει ένα άλμπουμ, για πιάνο-φωνή, που ολοκλήρωσε με το
θρύλο πιανίστα Kirk Lightsey.
Εντάξει, μπορεί να μην είναι πολύ γνωστός ο Lightsey, έχει όμως μια φοβερή ιστορία πίσω του (και προσωπική
και μέσα από συνεργασίες), που χάνεται στα sixties. Στην μπάντα του Chet Baker στα μέσα του ’60, ο Lightsey έχει ένα jazz-funk LP από το 1974 (τυπωμένο στη
Νότια Αφρική!), που είναι το πρώτο προσωπικό του, και που αξίζει πολλά λεφτά
(κυριολεκτικώς και μεταφορικώς). Έχει και άλλα πολλά βεβαίως στην πορεία…
Εδώ, στο “Some Place Called Where”,
Paradisi και Lightsey συνεργάζονται σε μια σειρά κομμάτια, διασκευές βασικά,
φανερώνοντας την άνεσή τους στην ερμηνεία του κλασικού και λιγότερο κλασικού
αμερικανικού ρεπερτορίου. Τραγούδια, με άλλα λόγια, των Leonard Bernstein, Dori Caymmi, Ron Carter, Wayne Shorter κ.λπ.,
συν ένα πρωτότυπο (το τελευταίο), στο οποίο ο Lightsey ακούγεται και στο φλάουτο – με
την Paradisi να
κυριαρχεί, ως φωνή, και με το πιάνο να δημιουργεί όλα εκείνα τα ρυθμικά και
μελωδικά περιβάλλονται πάνω στα οποία «κάθονται» τα λόγια. Η φωνή τής Paradisi είναι
mezzo, που σημαίνει πως
έχει και υψηλές και χαμηλές καλές περιοχές, άρα και το πλεονέκτημα να
διαχειρίζεται τη φωνητική της γκάμα με τον δικό της τρόπο, αξιοποιώντας στο
έπακρο τις ποικίλες τεχνικές της. Άλλοτε σε χαμηλούς τόνους, άλλοτε με πιο
θεατρική εκφορά, άλλοτε με αυτοσχεδιαστικές παρεκκλίσεις κ.λπ., η Paradisi είναι πάντα εκεί για
να πει με τον τρόπο της μερικά κλασικά τραγούδια, όπως το “Autumn nocturne” (1941) ή το “Like a lover”. Και τα
λέει πολύ καλά.
LRK TRIO: If you Have a Dream [LOS 186-2, 2017]
Οι LRK Trio
είναι Ρώσοι, από τη Μόσχα, και αποτελούνται από τους Evgeny Lebedev πιάνο,
πλήκτρα, ακορντεόν, Anton Revnyuk κοντραμπάσο, ηλεκτρικό μπάσο και Ignat Kravtsov ντραμς,
πλήκτρα – με τα αρχικά των επωνύμων τους (L, R, K) να δίνουν την ονομασία στο
σχήμα τους. Στην ηχογράφηση τού “If you Have a Dream” δεν είναι πάντως οι τρεις τους.
Συμμετέχουν ακόμη ένας αρμονικίστας, δύο πνευστοί κι ένα κουαρτέτο εγχόρδων
(δύο βιολιά, βιόλα, τσέλο). Όχι σε όλα τα κομμάτια εννοείται… σε κάποια.
Δεν
ξέρω αν οι e.s.t. αποτελούν μιαν αναφορά για τους
Ρώσους, όμως το άλμπουμ τους πάλλεται από ’κείνα τα έντονα, τα δυναμικά
ηχοχρώματα του τζαζ-ρομαντισμού, με τα οποία μας είχαν συνηθίσει οι Σουηδοί από
τα nineties. Βεβαίως οι
Ρώσοι, που διαθέτουν επίσης ισχυρό μελωδικό οπλοστάσιο, είναι πιο ηπίων τόνων
και με μικρότερη πειραματική διάθεση από τους e.s.t. –
και άρα ίσως να είναι πιο κοντά στο Marcin
Wasilewski Trio κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση το LRK Trio έχει πράγματα να πει, με το “If you Have a Dream” να διαθέτει εξαιρετικές, πρωτότυπες στιγμές, καθώς και μια
διασκευή (τη μόνη) στο “Zingaro”
του A.C. Jobim (εδώ με έγχορδα και φυσαρμόνικα).
LUCA AQUINO: Aqustico Vol 2 [LOS 182-2, 2017]
Εντάξει, το “Aqustico Vol
2” είναι από ’κείνα τα άλμπουμ, που επιχειρούν εξ αρχής να πρωτοτυπήσουν – και
κάποια, πολλά ή λίγα, έχουν τον τρόπο και το καταφέρνουν. Άλμπουμ για δύο είναι
το παρόν. Για τον τρομπετίστα-φλουγκελχορνίστα Luca Aquino και
για τον ακορντεονίστα Carmine Ioanna.
Οι δυο τους, που χειρίζονται και εφφέ, και που βοηθιούνται και από έναν
περκασιονίστα σε δύο tracks,
περιπλανιούνται σε δικό τους βασικά υλικό (εφτά θέματα δικά τους, δύο
διασκευές), συγκεράζοντας ποικίλες αναφορές – αλλά βασικά από την jazz και τις «μουσικές του
κόσμου». Όχι δεν είναι ethnic
το “Aqustico Vol
2”, και, γενικώς, είναι δύσκολο να το χαρακτηρίσεις με μια λέξη. Οπωσδήποτε η jazz και η λελογισμένη
αυτοσχεδιαστική προσέγγιση είναι προφανείς, αλλά άλλο τόσο προφανής είναι και η
διάθεσή τους να προσεγγίσουν τις διάφορες παραδόσεις (ακόμη και τις βαλκανικές)
με μια πρωτοτυπία. Το καταφέρνουν, επειδή είναι λιτοί, οι Ιταλοί, κι έχουν
ιδέες.
AINA FRIDÉN: Up High [LOS 176-2, 2017]
Η τραγουδίστρια Aina Fridén
είναι περίπτωση. Αν και έχει μια 20ετία τουλάχιστον στη σκηνή, όντας γνωστή σε
τοπικό (νορβηγικό) επίπεδο, συνήθως σε συνεργασία με τον κιθαρίστα Frode Kjekstad, μόλις τώρα
κυκλοφορεί το πρώτο προσωπικό CD
της. Ο Kjekstad είναι
φυσικά πάντα δίπλα της, δίπλα της όμως είναι και άλλοι καλοί μουσικοί (Ulf Johansson Were πιάνο,
Roger Williamsen μπάσο,
Hermund Nygård ντραμς),
που όλοι μαζί δημιουργούν ένα θαυμάσιο άλμπουμ τραγουδιστικής τζαζ – ασυζητητί
απ’ αυτά που εσχάτως ξεχωρίζουν. Γιατί το λέω αυτό; Λόγω της φωνής της Fridén… κι εδώ θα πω μία μεγαλύτερη ακόμη
κουβέντα. Η Fridén φέρνει στο νου μου τον
τρόπο της μεγάλης Karin Krog,
όχι μόνο επειδή διαθέτει «κάτι» από το ηχόχρωμά της, όσο γιατί έχει τις
τεχνικές τής Krog και κυρίως
την ικανότητα να «κρατάει» τις λέξεις στο στόμα της, πλουτίζοντας ή γενικότερα
αλλάζοντας το τελικό «σκάσιμό» τους. Τούτο δεν το ακούς συχνά από τις τζαζ
τραγουδίστριες, που νομίζουν ότι το να τραγουδάς τζαζ είναι κάτι σαν να
τραγουδάς pop, rock ή ό,τι άλλο σχετικό.
Εδώ, θέλω να πω, έχουμε μια τζαζ-τζαζ φωνή, με μεγάλες
δυνατότητες σε κάθε επίπεδο (δεν λείπει ακόμη και η θεατρικότητα από την Fridén), που αξίζει και με το παραπάνω να
προσεχτεί.
(Το ρεπερτόριο της Fridén, όπως
μας αποκαλύπτεται εδώ, αποτελείται από jazz standards, συν κάποια originals, συνθέσεις της Fridén
και του Kjekstad).
THE TRONOSONIC EXPERIENCE: S/T [LOS 174-2,
2017]
Για το τέλος μια ακόμη νορβηγική έκπληξη από τον πάντα
ενδιαφέροντα κατάλογο της Losen.
Πρόκειται για το παρθενικό άλμπουμ των Tronosonic Experience, μιας τετράδας (Ole Jørgan Bardal σαξόφωνα, Øyvind Nypan κιθάρες, Per Harald Ottesen
μπάσο, Iver Loe Bjørnstad ντραμς, κρουστά) που
κινείται στο μεταίχμιο της jazz
με το rock – αν και τις
περισσότερες φορές το rock
είναι εκείνο που υπερισχύει.
Να τους πεις progressive
τους Νορβηγούς, σύγχρονο progressive,
χωρίς ανεξόφλητα γραμμάτια, δεν θα ήταν και άσχημο, καθότι, και όπως διάβασα,
οι ίδιοι ομνύουν σε Black Sabbath,
King Crimson, Terje Rypdal, μα και σε John Coltrane, Cecil Taylor κ.λπ. (Ρίχνουμε και
λίγο Canterbury sound
ανάμεσα – δε χάλασε ο κόσμος). Με ολοδικές τους συνθέσεις, που εναλλάσσονται
από… πιο-jazz, σε… πιο-rock, με αξιοπρόσεκτα riffs και πενιές καθαρές και
«βρώμικες» (τα wah-wah πάνε σύννεφο), με rhythm section ακμαίο
και δυναμικό, και με τα σαξόφωνα να τονίζουν τις σκληρές μελωδικές αρετές τους,
οι Tronosonic Experience
είναι ένα συγκρότημα, που μπορεί να ψαρέψει ακροατήρια από πολλές και
διαφορετικές περιοχές. Ψάξτε τους…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου