Η
σχέση του Ντίνου Χριστιανόπουλου (20 Μαρτίου 1931 – 11 Αυγούστου 2020) με τη
μουσική, έτσι όπως αυτή αποκαλύπτεται, μέσα από τα κείμενα, τα ποιήματα και τις
εκδόσεις του, δεν ήταν επιφανειακή. Μπορεί ο ίδιος ο ποιητής και εκδότης να
είχε πει πως ήταν «αφιερωμένος στην ποίηση» (1994) και πως δεν αγαπούσε
ιδιαίτερα τη μουσική, όμως στην πράξη η σχέση αυτή υπήρξε στενή για πάρα πολλά
χρόνια. Και δεν αναφερόμαστε μόνον στη ρεμπέτικη και λαϊκή μουσική, στα
τραγούδια του Τσιτσάνη και των άλλων, τα οποία ο Χριστιανόπουλος υπεραγαπούσε (μπορείτε
να δείτε κι εδώ https://www.lifo.gr/articles/music_articles/294398/o-ntinos-xristianopoylos-kai-i-sxesi-toy-me-tin-diskografia), μα και σε
άλλου είδους μουσικές, που έμοιαζαν ή και ήταν αποκομμένες από την
καθημερινότητα.
Η
σχέση του Ντίνου Χριστιανόπουλου με τη μουσική φαίνεται, αν θέλετε, και από δύο
πολύ μικρά ποιήματά του, τα οποία είχαν δημοσιευθεί το 1966.
Γενικά,
ο Ντίνος Χριστιανόπουλος αγαπούσε και ανεδείκνυε ό,τι ήταν εξορισμένο, ό,τι
ήταν περιθωριοποιημένο στην καθημερινότητα (συγκεκριμένα πρόσωπα, εθνικές ή
κοινωνικές ομάδες, καλλιτεχνικές όψεις και δημιουργήματα). Και μέσα σ’ αυτό το
σκηνικό έτρεφε καλή άποψη και για την τζαζ ή και για άλλες μουσικές, στις
οποίες αναγνώριζε λαϊκές, αυθεντικές καταβολές και ταυτόχρονα ένα κυνήγι από
τις πάσης φύσεως εξουσίες.
Ο
Miles Davis
στο εξώφυλλο του βιβλίου του Σάκη Παπαδημητρίου «Θέματα και Πρόσωπα της
Σύγχρονης Τζαζ (1950-1970)» [Εκδόσεις Διαγωνίου, 1974] σε επιμέλεια του Κάρολου
Τσίζεκ
|
Τα
τζουκ-μποξ ή ηλεκτρόφωνα ή και τζιου-μποξ (κατά πώς προφέρονται στα εγγλέζικα)
έχουν γεμίσει όχι μόνο τις λαϊκές ταβέρνες, μα και τα σφαιριστήρια, τα
«ποδοσφαιράκια», τα στέκια τέλος πάντων της νεολαίας. Τα παιδιά στέκονται
μπροστά από τα μηχανήματα, ρίχνουν το κέρμα στη σχισμή, «πατάνε» (επιλέγουν) τα
τραγούδια και ακούνε ή κάνουν πως ακούνε. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος παρατηρεί...
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ
ΗΛΕΚΤΡΟΦΩΝΟ
μπροστά
στο ηλεκτρόφωνο
δυο
λαϊκά παιδιά
ακούνε
με κατάνυξη
ποιος
ξέρει τι να γίνεται μέσα τους
το
πέτσινο μοντγκόμερυ
τα
κρύβει όλα
ΤΖΙΟΥ-ΜΠΟΞ
λογιώ
λογιώ κουμάσια
γύρω
απ’ το τζιου-μποξ
άλλος
μπανίζει άλλος διπλαρώνει
κανείς
δε νοιάζεται για μουσική
Στο
πρώτο ποίημα πρωταγωνιστούν δύο λαϊκά παιδιά, που στέκονται μπροστά από το
τζουκ-μποξ, ακούνε με προσοχή, με κατάνυξη, ενώ φοράνε δερμάτινα μοντγκόμερι,
που κρύβουν, κατά τον ποιητή, τον εσωτερικό τους κόσμο, τα συναισθήματά τους.
Τι μουσική να ακούνε άραγε; Αν κρίνουμε από το ντύσιμό τους, πιθανώς
«αμερικάνικα». Κάποιο ερωτικό τραγούδι της εποχής. Ή κάποια μπαλάντα, κάποιο
μπλουζ. Η νεολαία του ’66 τέτοια άκουγε κυρίως, «αμερικάνικα». Μπλουζ και σέικ.
Στο
δεύτερο ποίημα, που είναι της ίδιας εποχής, τα λαϊκά παιδιά, έχουν δώσει τη
θέση τους σε μια παρέα από... κουμάσια. Τεντυμπόυδες να τα πούμε, γιεγιέδες,
«μπήτληδες»... τέλος πάντων κάτι τέτοιο. Η μουσική που ακούνε –και πάλι
μπορούμε να υποθέσουμε πως αυτή θα ήταν μοντέρνα– είναι απλώς το προκάλυμμα για
να κάνουν διάφορα. Τους δίνει θάρρος, πατάνε πάνω σ’ αυτήν, προκειμένου να
δείξουν τις ατίθασες συμπεριφορές τους. Ο ποιητής ενοχλείται, ενώ εμφανίζεται
σκεπτικός σε σχέση με τη μουσική, που παραμένει στο background
και ακούγεται ερήμην τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου