Δημιούργημα του δικηγόρου Bernard Stollman (1929-2015), η ESP-Disk
(ή Esperanto-Disk) έκανε αισθητή την
παρουσία της στα μέσα των σίξτις, όταν έδωσε βήμα σε ό,τι πιο «προχωρημένο»
αναπτυσσόταν στις ζωντανές σκηνές της ανατολικής αμερικάνικης ακτής (Νέα Υόρκη
κυρίως), προσφέροντας στέγη –αν και όχι τροφή– σε καλλιτέχνες που άλλαζαν το σκηνικό
στη «μεγάλη μαύρη μουσική», δηλαδή στην jazz, μα ακόμη και στο rock, στο folk και στην avant-garde.
Όλοι, βεβαίως, θα θυμούνται την ESP-Disk εξαιτίας των ηχογραφήσεων εκεί του Albert
Ayler και ακόμη του Sun Ra και των Fugs, αλλά και λόγω Archie Shepp, Paul
Bley, Pharoah Sanders, Ornette Coleman, Marion Brown, Burton Greene,
Ran Blake, Milford Graves, Frank Wright, Henry Grimes, Gato Barbieri, Pearls
Before Swine, Godz και ακόμη, λόγω Timothy Leary, William Burroughs, Ed Askew,
Cromagnon... και... και... και... Ένας απίστευτος κατάλογος!
Ο Bernard Stollman, που ως δικηγόρος είχε υπάρξει εκφραστής κάποιων
«συμφερόντων» της Billie Holiday και του Charlie Parker, δεν ήταν από τους
ανθρώπους εκείνους που ζούσαν για τη μουσική. Κάποια αισθητική ανάγκη ή κάτι
άλλο φαίνεται πως τον έσπρωξε προς την υπόγεια σκηνή των κλαμπ της Νέας Υόρκης,
εκεί στις αρχές του ’60, βάζοντας ο ίδιος ως σκοπό της ζωής του να βοηθήσει
ορισμένους μαύρους μουσικούς, που αγωνίζονταν να εκφράσουν το καινούριο.
Έτσι κάπως θα βρεθεί μια νύχτα στην Chambers Street για ν’
ακούσει τον Cecil Taylor και κάπως έτσι θα γνωριστεί με τον Ornette Coleman, κυκλοφορώντας στην ESP-Disk ένα δικό του session στο
Town Hall, από το 1962.
Και βεβαίως, λίγο πριν την Πρωτοχρονιά του ’64, σ’ ένα άλλο
κλαμπ, το Baby Grand στο Χάρλεμ, ο Stollman θα πάει «φυτευτός» για να δει τον
Albert Ayler. Ο Ayler έπαιζε εκεί και ο δικηγόρος, που παρότι δεν ήξερε
πολλά από jazz, αλλά το
μάτι του «έκοβε», κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο έχοντας την πρόταση επί θύραις:
«Φίλε
ξεκινάω μια εταιρία και θέλω να είσαι ο πρώτος καλλιτέχνης που θα ηχογραφήσω.
Είσαι;». Ο Albert
Ayler «ήταν»
ως γνωστόν και η ιστορία γράφτηκε.
Αλλά, τέλος πάντων, τι είδους ετικέτα θα ήταν εκείνη που θα
έφτιαχνε ο Stollman, αλλάζοντας ή μάλλον γράφοντας ένα μοναδικό κεφάλαιο στη
σύγχρονη μουσική; Πρότυπό του, βάσει όσων ο ίδιος είχε πει, ήταν η περίφημη
Folkways του Moses Asch – μια εταιρία την
οποία ήξερε από κοντά ο φίλος μας, αφού παρείχε κι εκεί νομικές υπηρεσίες.
Τού άρεσε η προσήλωση της ετικέτας στην αμερικανική μουσική,
αλλά, κυρίως, του άρεσε η αισθητική της Folkways με τους στιβαρούς μαύρους
χαρτονένιους φακέλους και τα κολλημένα χαρτιά με τα στοιχεία.
Μέχρι το 1968 η ESP-Disk δούλεψε καλά (οι Pearls Before Swine, που ήταν το
εμπορικότερο όνομά της, είχαν πουλήσει 250 χιλιάδες αντίτυπα), συνεχίζοντας να
κυκλοφορεί άλμπουμ για μερικά ακόμη χρόνια, πριν διακόψει, προσωρινά –γιατί η ESP-Disk υπάρχει και σήμερα– στα μέσα της
δεκαετίας του ’70.
ESP-DISK «κλασικοί» δίσκοι και λοιπές ιδιαιτερότητες
«Κλασικό» για τα μέτρα της
ESP-Disk, σημαίνει π.χ. ο πρώτος δίσκος του
Paul Bley Quintet (στην ετικέτα).
Μάλιστα το “Barrage”, ηχογραφημένο στη Νέα Υόρκη τον Οκτώβριο του ’64, ίσως να
λογίζεται και ως το παρθενικό, σκιώδες έστω, άλμπουμ της Carla Bley, μιας και ο
Paul Bley επιλέγει να παρουσιάσει, σ’ αυτό, αποκλειστικά δικές της συνθέσεις.
Με καίρια μπάντα συνοδείας (Eddie Gomez μπάσο, Milford
Graves κρουστά, Dewey Johnson τρομπέτα και Marshall Allen άλτο, που προερχόταν
από την
Sun Ra
Arkestra βεβαίως) ο Paul Bley χτίζει ένα μοναδικό περιβάλλον, στο οποίο
συγκρούονται οι cool αναφορές του –μοντερνιστής, αλλά περισσότερο κοντά στον
Bill Evans, παρά στον Cecil Taylor– με το γεμάτο πάθος και θέρμη παίξιμο των
υπολοίπων.
Μία από τις πιο αινιγματικές φιγούρες της περιόδου ήταν ο
βοστονέζος πιανίστας
Lowell Davidson, που είχε προταθεί στην ESP-
Disk από
τον Ornette Coleman. Έτσι, τον Ιούλιο του ’65, ο Davidson θα μπει για πρώτη
φορά (μάλλον) σε στούντιο και «με τη μία» θα γράψει το “Trio”, συμπράττοντας με
τους Gary Peacock μπάσο και Milford Graves κρουστά.
Βιοχημικός στο κανονικό του επάγγελμα, αυτός ο μάλλον παράξενος άνθρωπος,
προσπάθησε να ενσωματώσει στο πιάνισμά του στοιχεία της χρωματικής θεωρίας.
Τούτο τον έκανε να μοιάζει ακόμη περισσότερο με τον Paul
Bley για παράδειγμα, αν και ακούγοντας κομμάτια όπως το “Stately 1”
αντιλαμβάνεσαι την «απέχθεια» του Davidson για την cool προσέγγιση και,
παράλληλα, το δόσιμό του σ’ έναν ιδιότυπο, ευρωπαϊκής αίσθησης, ρομαντισμό.
Απλές μελωδικές φράσεις, σύντομα θέματα μεγάλης εκφραστικής
δύναμης, που στέκονται αυτόνομα μέσα στη συνολικότερη σύνθεση, ένας
Keith Jarrett
πριν από τον
Keith Jarrett, που έπαυσε επίσημα να ηχογραφεί, που είχε κάποιο
σοβαρό ατύχημα στο εργαστήριό του και που πέθανε ξεχασμένος κοντά στα 50 του,
το 1990.
Ο reedman
Giuseppi Logan –χειριζόταν άλτο, τενόρο, μπάσο
κλαρίνο, φλάουτο, άλλα «εξωτικά» πνευστά– είναι μία από τις πιο αινιγματικές
free προσωπικότητες της εποχής.
Συνεργάτης των Archie Shepp, Pharoah Sanders και Bill Dixon, σχημάτισε εκεί γύρω
στο ’64 το δικό του κουαρτέτο αποτελούμενο από τους Don Pullen πιάνο, Eddie
Gomez μπάσο και Milford Graves κρουστά. Με αυτήν ακριβώς την line-up θα
ηχογραφήσει τον Οκτώβριο του ’64, στη Νέα Υόρκη, το πρώτο άλμπουμ του –θ’
ακολουθήσει λίγο αργότερα το
“More”, ενώ τον Απρίλιο του ’66 θα συμμετάσχει
και στο
“College Tour” της τραγουδοποιού Patty Waters, πάντα για
την ESP-
Disk–, στο
οποίο εμφανίζει όλα εκείνα τα ιδιώματα της σύγχρονης μαύρης μουσικής που
έδειχνε, τότε, να τον ενδιαφέρουν.
Τις πρώιμες world αναφορές, κυρίως την ινδική ρυθμοδυναμική, με την
επαναληπτικότητα υπό μορφή «κύκλων» και βεβαίως το ψάξιμο του ήχου των οργάνων.
Στο άλτο π.χ., το βασικό του πνευστό, κατόρθωνε να παράγει πάνω από τέσσερις
οκτάβες, κρατώντας το κεφάλι του πολύ πίσω καθώς φυσούσε, γεμίζοντας τα
πνευμόνια του και το όργανο με αέρα, που μπορούσε να τον κάνει ό,τι ήθελε.
Δυστυχώς για εκείνον ο δύστροπος, οξύθυμος χαρακτήρας του, αλλά και η ροπή του
προς τα ναρκωτικά, τον έθεσαν από πολύ νωρίς εκτός μάχης. Κι εδώ είναι το θαύμα.
Σχεδόν 40 χρόνια μετά, το 2008, τον Giuseppi Logan θα τον
ανακαλύψει μία χριστιανική ιεραποστολική ομάδα στη Νέα Υόρκη. Αποτέλεσμα; Να
ξαναμπεί στο στούντιο, ηχογραφώντας τον πρώτο του δίσκο μετά από 44 χρόνια!
(Πρόκειται για το
“Giuseppi Logan Quintet” στην νεοϋορκέζικη
Tompkins Square, το 2010).
Το 1967 ο
Gato Barbieri είχε ήδη μία πολύχρονη καριέρα πίσω
του, ξεκινώντας από την πατρίδα του την Αργεντινή στα τέλη του ’50 και λίγο
αργότερα από την Ιταλία, στην οποία θα βρεθεί το 1962, εκεί όπου θα γνωρίσει
τον Don Cherry – τον μουσικό που θ’ αλλάξει έκτοτε τους αισθητικούς
προσανατολισμούς του.
Τον Μάρτιο του ’67 ο Barbieri μπαίνει σε κάποιο νεοϋορκέζικο
στούντιο για να γράψει το “In Search of the Mystery”, το πρώτο και τελευταίο
άλμπουμ του για την ESP-Disk (μπροστά στο εξώφυλλο δεν υπήρχε ουδεμία ένδειξη)
Η ηχογράφηση είναι από ’κείνες που θα λέγαμε «μια κι έξω».
Είναι σίγουρο πως έγινε μέσα σε ελάχιστες ώρες και, το κυριότερο, είναι σίγουρο
πως έγινε για κάποιον πολύ συγκεκριμένο λόγο. Για ν’ αποσαφηνιστεί, βασικά, η
σχέση του
Gato Barbieri με τον τελευταίον ήχο του John Coltrane και κυρίως
με τον ήχο του Albert Ayler.
Το υλικό είναι «ελεύθερο» (συνοδεύουν οι Calo Scott τσέλο,
Norris “Sirone” Jones μπάσο, Bobby Kapp ντραμς) κι εκείνο που αξίζει να πούμε
είναι πως, εδώ, διακρίνεται ο trippy-space και πάντα θρασύς ήχος του Barbieri,
εκείνος που θα έφθανε στο αποκορύφωμά του με τους εκπληκτικούς δίσκους του στην
Flying Dutchman, λίγο καιρό αργότερα.
Το παίξιμο και τον ήχο του κρουστού
Milford Graves
μπορεί κανείς να τα ακούσει σε δεκάδες άλμπουμ, όντας δίπλα (ή μέσα) στους New
York Art Quartet, Jazz Composer’s Orchestra, Albert Ayler, Paul Bley, Giuseppi
Logan, Miriam Makeba, Andrew Cyrille, John Zorn κ.ά.
Στο μοναδικό προσωπικό του
LP στην
ESP-
Disk ως
leader, με τον υπότιτλο “
Percussion Ensemble”, ο
Graves μαζί
με το συνοδοιπόρο του περκασιονίστα
Sunny Morgan, παρουσιάζουν ένα μοναδικό
only percussions album (ηχογράφηση από τον
Ιούλιο του ’65), το οποίο θα άφησε πολλά στόματα ανοιχτά στην εποχή του – αν
και η ουσία είναι πως τέτοια έργα, με τόση ιστορία πίσω τους, ακούγονται σήμερα
όχι, απλώς, ως ντοκουμέντα (του τότε), μα κυρίως ως προτάσεις (του αύριο).
Είναι, με άλλα λόγια, αυτή η χαμηλών τόνων homemade αντίληψη
–οι άνθρωποι χειρίζονται μόνον 4-5 κρουστά–, μέσω μιας, εκλεπτυσμένης και
διαποτισμένης από το zen, μινιμαλιστικής φιλοσοφίας, η οποία δημιουργεί
τετελεσμένο. Όλοι οι τίτλοι των θεμάτων είναι “Nothing” (είπαμε... το zen),
έχοντας δίπλα τους κάποια νούμερα (5-7, 11-10, 19, 13), τα οποία μοιάζει ν’
αντιστοιχούν στα beats των περκασιονιστών ανά (μουσικό) μέτρο. Μέσα σ’ αυτό το
σκηνικό, δεν είναι ν’ απορεί κανείς για το γεγονός πως το άλμπουμ ολοκληρώνεται
απολαυστικά, σε λιγότερο από 34 λεπτά.
Μπασίστας στην περίφημη Arkestra του Sun Ra, την περίοδο
1958-1966 και περιστασιακά έως τις αρχές των seventies, ο
Ronnie Boykins είναι ένας
μουσικός που άργησε να δει προσωπική δουλειά του στο βινύλιο – γεγονός που
συνέβη μόλις το 1975, όταν το
“The Will Come, Is Now”
πρωτοκυκλοφόρησε από την ESP-Disk.
Ο
Boykins,
στα mid-seventies, είχε μεταπηδήσει πια σ’ έναν άλλον αστερισμό – εκείνον του
jazz underground, με το «βαθύ» spiritual αποτύπωμα.
Με έξοχες μελωδικές στιγμές, πληθωρικά παιξίματα από τρεις
σαξοφωνίστες κι έναν τρομπονίστα (Joe Ferguson, Monty Waters, James Vass, Daoud
Haroom), δύο κρουστούς εν παρατάξει (Art Lewis, George Avaloz) και με το
κοντραμπάσο άλλοτε «σκέτο» και άλλοτε με δοξάρι (“Starlight at the wonder inn”)
να
παραλληλίζεται
με τις γραμμές των πνευστών, ο Ronnie Boykins προσφέρει ένα
opus της black jazz ικανό να
συναγωνιστεί –όχι πως ήταν αυτός ο σκοπός του– τα μεγάλα άλμπουμ των Art
Ensemble of Chicago.
Κορυφαία στιγμή η παρουσία του «μυστικού» deep afro-jazz
“The third I”, που αναπαριστά τον φυσικό κόσμο της ζούγκλας.
Ένα από τα πιο ιδιόμορφα άλμπουμ της
ESP-
Disk υπήρξε ασυζητητί το «σκοτεινό», αλλά ιδιαίτερης
συναισθηματικής δύναμης, “Color by the Number” (1969) του
MIJ (άλλως
Jim Holmberg).
Πρόκειται για ένα από τα πιο απροσάρμοστα, αλλά με μεγάλη
καλλιτεχνική αξία, folk
LPs που ηχογραφήθηκαν τότε στην Αμερική, απολύτως συμβατό ακόμη
και με τις νεότερες lo-fi folk αναζητήσεις.
Προσωπική ανακάλυψη του Bernard Stollman, ο MIJ, αυθεντικός
performer του δρόμου, παρουσιάζει ένα υλικό στηριγμένο στο ταλέντο του φυσικά –
μα και στον τρόπο εκμετάλλευσης του reverb, το οποίο επιφυλάσσει για την κιθάρα
και τη φωνή του (τραγούδι με yodeling και όχι μόνο) ο μηχανικός ήχου Onno
Scholtze.
Κομμάτια όπως τα “Never be free”, “Look into the (k)night”
και “Grok” αποτελούν μεγάλες στιγμές του ακουστικού psych
edelic-folk, οι οποίες ακούγονται
εντελώς «προχωρημένες» ακόμη και σήμερα. Ένα εξωπραγματικό άλμπουμ!
Όσο περνούσε ο καιρός εν τω μεταξύ φαίνεται πως η κατάσταση
«ξέφευγε» τελείως από τα χέρια του Bernard Stollman, ο οποίος φιλοξενούσε πια
στην εταιρεία του ό,τι πιο ιδιόμορφο θα μπορούσε κανείς να φανταστεί.
Και κάπως έτσι προκύπτει το άλμπουμ
“We Are The Levitts”
(1968) των
Levitts, μιας οικογενειακής μπάντας την οποίαν οδηγούσε ο
Al Levitt, ένας διακεκριμένος τζαζ ντράμερ, συνεργάτης
των Charles Mingus, Lennie Tristano, Stan Getz, Paul Bley, Sidney Bechet,
Stephane Grappelli και μερικών... εκατοντάδων άλλων.
Πίσω λοιπόν από τον Levitt στοιχίζονταν όχι μόνον η κυρία Stella
Levitt, μα και τα τέκνα Michele, Teresa, Minou, Sean, George και Robin –όλοι
έπαιζαν και τραγουδούσαν–, ενώ ανάμεσα υπήρχαν και κανονικοί μουσικοί, όπως ο Chick
Corea!
Το άλμπουμ δεν περιγράφεται. Pop να το πεις; Flower-power
μήπως; Folk με βραζιλιάνικες αναφορές ίσως; Είναι απ’ όλα – με τα
tracks “
Notes so high”, “
Fun city” και “
We’
re all through” αληθινά να ξεχωρίζουν.
Και τώρα μερικά από τα κλασικά ονόματα της
εταιρείας...
Albert Ayler
και Henry Grimes
Πρώτος και καλύτερος ο σαξοφωνίστας
Albert Ayler (1936-1970), μία από
τις πολύ μεγάλες μορφές της
free jazz
και
avant jazz
των
sixties.
O Ayler,
σ’ εκείνη τη φάση, στα χρόνια 1965-66, τυπώνει τέσσερα άλμπουμ στην
ESP-
Disk, τα “
Spiritual Unity”, “
Bells”, “
New York Eye and Ear Control” και “
Spirits Rejoice”, έχοντας πάντα δίπλα
του τον ντράμερ-περκασιονίστα
Sunny Murray,
συχνότατα τον κοντραμπασίστα
Gary Peacock,
μα και άλλους κατά περίπτωση μουσικούς.
Και τα τέσσερα αυτά
LP θεωρούνται
must have,
για κάθε
free jazz
δισκοθήκη, περιέχοντας εντελώς δημιουργική και βασικά... ανήκουστη έως τότε
μουσική, με ισχυρό πνευματικό στοιχείο, ανακατωμένη με δυναμικές εκρήξεις και
λυρικές εκτροπές (στο τενόρο σαξόφωνο) και πάντα με απροσδόκητη εξέλιξη.
Ειδικότερα, τώρα, το άλμπουμ “
New York Eye and Ear Control” αποτελούσε σάουντρακ
μιας πειραματικής ταινίας του σκηνοθέτη
Michael Snow, με τον ίδιο τίτλο, με το παίξιμο
του
Albert Ayler
να αναδύει εκείνη τη βαθιά μελαγχολία «των θρησκειών του παλιού καιρού», κάτω
από τις μυστικιστικές επιδράσεις των οποίων δημιουργούσε συνήθως.
Θυμόμαστε ακόμη τη συνέντευξη του μπασίστα
Henry Grimes, στο
περιοδικό “The Wire” (issue 227, 1/2003), στον άνθρωπο που τον «ανακάλυψε»,
κάποιον jazz-fan ονόματι Marshall Marrotte, σ’ ένα ξενοδοχείο του L.A.
Εξαφανισμένος κοντά 33 (τότε) χρόνια, πρεσαρισμένος για
κάποιο διάστημα από μανιοκατάθλιψη και παντελώς έξω από τα πράγματα, ο Grimes
αγνοούσε πως ο Albert Ayler και κάμποσοι ακόμη μουσικοί με τους οποίους είχε
βρεθεί στο πάλκο –Don Cherry, Ed Blackwell, Sonny Sharrock, Billy Higgins,
Jimmy Lyons, Charles Moffet– ήταν ήδη πεθαμένοι!
Το μοναδικό «προσωπικό
» άλμπουμ
του Henry Grimes από τα sixties, που είχε τίτλο “The Call” (1966), τυπωμένο για την ESP-Disk φυσικά, είναι ένα ακόμη από τα διαμάντια της περιόδου.
Ο Bernard Stollman, σ’ ένα μικρό σημείωμά του στο μέσα μέρος
της
CD-
reissue, το 2008, γράφει πως
αντί το άλμπουμ αυτό να καταχωρίζεται στο όνομα του Grimes, θα ήταν πιο δίκαιο
να υπογραφόταν από τους Henry Grimes και Peter Robinson, ομού.
Μπορεί και να έχει δίκιο (ο
Stollman). Είναι, όντως, μεγάλη η
συμβολή του (λευκού) κλαρινίστα Robinson, όχι μόνο συνθετικώς (υπογράφει δύο
από τα έξι θέματα), όσο κυρίως στην οριστική διαμόρφωση του ήχου του τρίο –συμπληρώνει
ο ντράμερ Tom Price–, ώστε κάτι τέτοιο να λέγεται τελικά, δίχως υποψία
υπερβολής.
Βεβαίως, ο ρόλος του μπασίστα δεν μπορεί να υποτιμηθεί και
αν κάτι τέτοιο συμβαίνει ευθύνεται περισσότερο η ηχογράφηση –με την εντελώς
αρχαϊκή αποτύπωση του κοντραμπάσου– παρά η «φευγάτη» φαντασία και οι (ινδικοί)
τρόποι του Grimes.
Σε μια γρήγορη ματιά, που ρίξαμε εκ των υστέρων στο
διαδίκτυο, «συναντήσαμε» κριτικούς από Ευρώπη και Αμερική να υπερθεματίζουν για
το “The Call” (πέντε αστέρια κ.λπ.). Λογικό. Μόνο έναν διαβάσαμε, ο οποίος
αποφαινόταν με... ένα αστέρι. Όχι για τη μουσική, αλλά για να τα «ρίξει» στον
Stollman. O οποίος λέγεται πως είχε δώσει, εφάπαξ, πριν από 57 χρόνια, δέκα
δολάρια στον Grimes και έκτοτε ούτε σέντς!
To extreme
folk στην ESP-Disk
Η
Patty Waters μαζί με την Erica Pomerance, ήταν οι δύο
folk κυρίες της ESP-Disk. Folk; Όχι ακριβώς...
Το
“Sings”, πρώτο άλμπουμ της Waters στην νεοϋορκέζικη
εταιρεία, αποδεικνύει πως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μία τυπική
folk περίπτωση. Βεβαίως, το
ρεπερτόριο μπορεί να ήταν folk, ή σχεδόν folk, αλλά ο τρόπος που τραγουδά η
Patty Waters (μελετώντας την Billie
Holiday) ήταν jazz ή, μάλλον, κάτι πέρα από την jazz.
Όλα καλά λοιπόν με την πρώτη πλευρά του δίσκου (και την
αφηγηματική της νηνεμία), δεν έχει να πει κανείς πολλά. Τα πολλά βγαίνουν στη
φόρα με το 14λεπτο folk στάνταρντ “Black is the color of my true love’s hair”
, που κλείνει το άλμπουμ.
Έχοντας αφήσει το πιάνο της στην άκρη και «προσλαμβάνοντας»
τους Burton Greene πιάνο, Steve Tintweiss μπάσο και Tom Price κρουστά, ως
μουσικούς συνοδούς, η Patty Waters διαλύει τούτον τον βαθιά συναισθηματικό folk
ύμνο, «κόβοντάς» τον στα φωνολογικά αρχέτυπά του.
Οι θυελλώδεις εκφορές της, στα όρια της κακοφωνίας α λα Yoko
Ono και της παγανιστικής τελετουργίας α λα Diamanda
Galás,
κατατάσσουν, χωρίς μεγάλη σκέψη, την Patty Waters στη βάση της πυραμίδας του
φωνητικού ακροβατισμού (βοκαλισμός). Εμπειρία να την ακούς, αλλά και τι
εμπειρία θα ήταν να την ηχογραφείς το 1965!
Jazz &
rock avant και world
music
Οι
Ritual-All-7-70, το project του
Alan Sondheim,
είναι αυτό το «άλλο», που θα ανέμενε ο καθείς από μία ετικέτα όπως η ESP-
Disk.
Το δεύτερο άλμπουμ του σχήματος (πρώτο για τους Δίσκους
Esperanto) είχε ως τίτλο το όνομά τους και ήταν ηχογραφημένο στην Providence
του Rhode Island, τον Ιανουάριο του 1967.
Έξι μουσικοί αποτελούσαν το γκρουπ, με τον Sondheim να
χειρίζεται πάνω από δέκα όργανα (από koto και bansuri, μέχρι άλτο σαξόφωνο και
κιθάρες) και με τους υπολοίπους να συνοδεύουν αυτοσχεδιάζοντας.
Δεν είναι jazz, με τη στενή έννοια, ό,τι ακούγεται στο
“Ritual-All-7-70”. Είναι μία εκτροχιασμένη world music –ο ίδιος ο Sondheim μιλά
για τις μουσικές της Υεμένης, της Ινδίας, του Μπαλί, της Κίνας, την εβραϊκή, τη
γαλλική και την jazz παράδοση– η οποία αντιμετωπίζεται μέσα στο πνεύμα της
«ελεύθερης» θύελλας, που συνέπαιρνε, τότε, την εποχή.
Μοναδικό, απροσπέλαστο άκουσμα, με τα ηλεκτρισμένα,
λαρυγγικά φωνητικά της Ruth Ann Hutchinson να παραπέμπουν σε «εκστατικές»
καταστάσεις και με το πνεύμα του (ζώντος, ακόμη τότε) Albert Ayler να βαραίνει
πάνω από τα φυσήματα τού Sondheim.
Ένα χρόνο αργότερα με το
“T’other
Little Tune”, επίσης στην ESP-
Disk,
o Sondheim θα δώσει το έργο της ζωής του, αφήνοντας άναυδους, χρόνια αργότερα,
ακόμη και τους Nurse With Wound...
Ξανακούγοντας το
LP των
Cromagnon “Orgasm” ή “Cave Rock”, όπως ονομάστηκε
αργότερα, αντιλαμβάνεσαι αμέσως γιατί αυτός ο δίσκος παραμένει μεταξύ των πιο
απίστευτων ηχητικών γεγονότων, που κληροδότησαν τα sixties, ένα έργο για το
οποίο το πρόθεμα
proto δύναται
να αποκτά, ακόμη και σήμερα, ακόμη και αύριο... άπειρες ολοκληρώσεις.
Proto-punk, proto-kraut, proto-industrial, proto-EBM,
proto-metal... δύσκολο να περιγράψεις τι ακριβώς προτείνουν με το «ροκ των
σπηλαίων» οι Austin Grasmere και Brian Elliott.
Αν, όντως, όπως έλεγε ένας αρχαίος μύθος (και μόνο μύθος),
λίγα χρόνια αργότερα αυτά τα δύο πρόσωπα (ή τρία, γιατί τρία φαίνονται στη
φωτογραφία του
back-cover)
οδήγησαν τους Residents (ή τους Negativland) τότε πολλά μπορεί να εξηγηθούν. Αν
όχι, που είναι και το πιθανότερο, δηλαδή το σίγουρο, τότε οι Cromagnon θα
παραμείνουν εκεί όπου βρίσκονται, απείραχτοι, την τελευταία 50ετία και βάλε.
Στην κορυφή των πιο σοβαρών αναδομητών της pop αφήγησης.
Ριζοσπαστική jazz
Το 1964 η jazz σκηνή της Νέας Υόρκης ριζοσπαστικοποιείται,
μέσα από συνασπισμούς καλλιτεχνών, ίδρυση νέων ανεξάρτητων labels, οργάνωσης
συναυλιακών γεγονότων, happenings
και δημοσίων συζητήσεων για ’κείνο που ερχόταν, με στόχους πολλαπλούς – ενίοτε
προκαλώντας για την πρόκληση.
Ο Jazz Composers Guild (που ίδρυσαν οι Bill Dixon και Cecil
Taylor εκείνη τη χρονιά) ήταν ένας τέτοιος ανεξάρτητος και σίγουρα αβαντ
«μηχανισμός», που στόχευε στην επαφή τού “new thing” με τα υποψιασμένα
ακροατήρια.
Κάτω από την επικεφαλίδα «Οκτωβριανή Επανάσταση στην Τζαζ» οργανώνονται
κονσέρτα στο Cellar Café, ενώ προετοιμάζεται και το πρώτο 4ήμερο φεστιβάλ στο
Judson Hall (o «ναός» της σκηνής, αφού εκεί θα ηχογραφηθούν ζωντανοί οι Albert
Ayler, Noah Howard κ.ά.), στo
τέλος Δεκεμβρίου 1964.
Στην εκδήλωση θα πάρουν μέρος οι Cecil Taylor και Bill Dixon φυσικά, και ακόμη οι Archie Shepp, Paul Bley, New York Art Quartet (με John Tchicai και Roswell Rudd), ως επίσης και η Le Sun Ra Arkestra,
λίγο πριν από την ηχογράφηση των δύο περιώνυμων LP “The Heliocentric Worlds of Sun Ra” (στην ESP-Disk φυσικά).
Από τα 72 περίπου λεπτά εκείνου του live είχαν δισκογραφηθεί
περίπου τα 27 – στο πολύ σπάνιο LP τής El Saturn “Featuring Pharoah Sanders
& Black Harold”, το 1976 (μάλιστα ως τόπος ηχογράφησης αναφερόταν το Cellar
Café και ως ημερομηνία η 15 Ιουν. 1964).
To
2009 η ESP-
Disk θα
εξέδιδε για πρώτη φορά όλο εκείνο το κονσέρτο, φέρνοντάς μας σ’ επαφή μ’ ένα
κομμάτι της τζαζ ιστορίας, που είχε συγκεκριμένο νόημα.
Πρόκειται για τη μοναδική, όπως φαίνεται, εγγραφή του
Pharoah Sanders (είχε
αντικαταστήσει τον αποχωρήσαντα τενορίστα John Gilmore) με την Arkestra του
Sun Ra και μάλιστα σε μια
σημαντική στιγμή της πορείας της. Στη
line-
up,
ανάμεσα σε άλλους, ο φλαουτίστας
Black Harold και ακόμη οι
Marshall Allen,
Pat Patrick,
Alan Silva και
Ronnie Boykins.
Αν και κομμάτια όπως τα “
The voice of Pan” (με τους flute-βοκαλισμούς του Harold σε πρώτο
πλάνο) και “The world shadow” έχουν ήδη το κύρος που τους πρέπει στη Sun
Ra-δισκογραφία, ήταν το ανέκδοτο 20λεπτο “The other world” εκείνο που έδειχνε
την αναμφισβήτητη ικανότητα του «βασιλιά» (και της μπάντας του), να ίπταται
πάνω από ταμπέλες, προτείνοντας την «τελευταία λέξη».
Ο
Pharoah
Sanders, με προ-κολτρεϊνική συμπεριφορά, παίζει soli με μανία, με την Arkestra
να κινείται προς new thing κατευθύνσεις. Τα όργανα συμπλέκουν ανά δύο, με τo
απίθανο 10λεπτο ντραμ σόλο του Jimmhi Johnson να αποτελεί την roots γέφυρα,
λίγο πριν το free ομαδικό τελείωμα – καθώς το “The second stop is Jupiter”
ακολουθεί...
Η ESP-Disk
πατάει πόδι στην Ευρώπη
Gunter Hampel Group κατ’ αρχάς, κι ένας τίτλος που τα
έλεγε όλα, “Music from Europe”!
Μπορεί να είχε προηγηθεί το “Heartplants” στην γερμανική
SABA το 1965, όμως ήταν το
παρόν
LP, μέσω του
οποίου ο γερμανός πνευστός και το κουαρτέτο του (Willem Breuker vibes, μπάσο κλαρίνο,
φλάουτο, Piet Veening μπάσο, Pierre Courbois κρουστά) αποτύπωσαν το πνεύμα του
σημαντικού, που κουβαλούσαν τότε, ως Group, στα τζαζ κέντρα της Ευρώπης.
Ζωντανό λοιπόν στην Baarn της Ολλανδίας (12/1966), το
συγκρότημα δείχνει έτοιμο να αναμετρηθεί με την τζαζ πρωτοπορία της εποχής,
παρουσιάζοντας κομμάτια, που μπορεί, από ψυχολογική σκοπιά, να μην είχαν την
σφοδρότητα αναλόγων αμερικανικών, είχαν όμως σ’ ένα πρώτο αισθητικό επίπεδο την
ίδιαν ακριβώς αξία.
Ο Breuker είναι (ήταν από τότε) η γνωστή πνευστή καταιγίδα,
ο Hampel συμπαρίσταται, γενικώς, ελέγχοντας ταυτοχρόνως τα tempi και τις
εντάσεις, το rhythm section κρατά μια συνοχή, όταν σκάνε όλοι μαζί, κάνοντας
όμως και τα δικά του. Όλα τούτα για την «πρώτη πλευρά», την 7μερή σουίτα
“Assemblage”, γιατί στο δεύτερο μέρος (“Heroicredol...”, “Make love not
war...”) το συγκρότημα χαλαρώνει κάπως και το απολαμβάνει. Κι εμείς μαζί του...
Ο τσεχοσλοβάκος βιμπραφωνίστας, σαξοφωνίστας κ.λπ.
Karel Velebny και
το συγκρότημά του, οι
SHQ, πέφτουν στην αντίληψη του Bernard Stollma
n κατά την διάρκεια μιας
επίσκεψής του στην Πράγα.
Ο Αμερικανός ενδιαφέρεται για την περίπτωσή τους και κάπως
έτσι, οι τσεχοσλοβάκοι μουσικοί (στην μπάντα και οι Jiri Stivin άλτο, φλάουτο,
recorder, Ludek Svabensky πιάνο, Karel Vejvoda μπάσο, Josef Vejvoda ντραμς),
που μάλλον είχαν κάτι έτοιμο, ηχογραφημένο το 1967, σ’ ένα δυτικογερμανικό
στούντιο, δεν θα αργήσει να βρεθούν στον κατάλογο της
ESP-
Disk.
Το άλμπουμ “
Karel Velebny
/
SHQ (
PF 69)” είναι εξαιρετικό.
Μπορεί να μη συνάδει με το ακραίο πνεύμα της ετικέτας –οι SHQ παίζουν σ’ ένα
μετά-bop στυλ, παρουσιάζοντας μουσικές που δημιουργούν εικόνες, δεν αποδομούν–
είναι όμως πέρα για πέρα προϊόν μιας σκηνής με μεγάλο βάθος, για την οποία
πήραν γραμμή από πολύ νωρίς οι Αμερικανοί (Miroslav Vitous, Jan Hammer κ.ά.).
Το άρθρο δημοσιεύτηκε σε δύο μέρη στο περιοδικό Yellow Box, στα τεύχη #14 (Ιούνιος-Ιούλιος 2022) και #15 (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2022)