Ο όρος pop, στη μουσική, δεν είναι μονοσήμαντος από αισθητικής και κοινωνικής πλευράς. Συνήθως αποκτά διαφορετική σημασία μέσα στα χρόνια, δίχως, σώνει και καλά, οι νέες εκδοχές να ακυρώνουν τις παλαιότερες. Μιλάμε πάντα, ας πούμε, για ποπ ενορχηστρώσεις, εννοώντας τη χρήση εγχόρδων στα ενορχηστρωτικά σχήματα, ενώ μιλούσαμε για pop, αντιπαραβάλλοντάς την πάντα με το rock – όσοι άκουγαν pop στην Ελλάδα ήταν ας πούμε οι χαλβάδες, ενώ όσοι άκουγαν rock ήταν υποτίθεται οι μάγκες και οι πληροφορημένοι – και μιλάμε, πλέον, για pop, εννοώντας κάτι ευρύτερο, κάτι που διαπερνά οριζοντίως και το rock και την jazz και το καθημερινό άσμα, ενδεχομένως και κάποιες από τις ηχητικές ιδιαιτερότητες. Έγραφε, ήδη από τον Δεκέμβριο του 1978, ο Κώστας Θεοφιλόπουλος στο περιοδικό ΤΖΑΖ (τεύχος 5): «Αν μεταξύ ποπ και ροκ υπάρχει τυπολογική αντινομία, και αν μια εξέταση των στοιχείων της μορφής μάς επιτρέπει να αντιληφθούμε ιστορικά και αισθητικά την εμφάνιση του ροκ-εν-ρολ σαν μουσική έκφραση από τα περιθώρια, η πραγματική, η κοινωνική σημασία του παρουσιάζεται μόνο αν το αντιμετωπίσουμε σαν το ‘καινούργιο ποπ’. Έτσι, το πρόβλημα μετατοπίζεται. Το ερώτημα δεν είναι πια τι είναι το ροκ-εν-ρολ, αλλά πώς έγινε ποπ. Δηλαδή, πώς λειτούργησε το ροκ-εν-ρολ μέσα στο ποπ περιβάλλον». Παρότι, εκ πρώτης, έχει να κάνει περισσότερο με την αίσθηση που αφήνει ένα τραγούδι ή μια μουσική σύνθεση ακούγοντάς την, η pop εμπεριέχει, ή, εν πάση περιπτώσει, θέλω να νομίζω ότι εμπεριέχει, μία θετική αξία, ένα σύστημα σημείων που αφορά (και) στο καλό γούστο (μην το αφήσουμε απ’ έξω), πέραν της αυτονόητης επαφής της με την πεζή, συχνά, καθημερινότητα και από ’κει και πέρα με το κοινωνικώς αιτούμενο.
Το 1971, όταν είχε κυκλοφορήσει το «Ζωντανοί Στο Κύτταρο», διάβαζες κάτι στο εξώφυλλο, το οποίο, φαντάζομαι, πως οι περισσότεροι από τους αγοραστές εκείνου του άλμπουμ (ίσως όχι τότε, αλλά οπωσδήποτε αργότερα) θα το είχαν αποδοκιμάσει. «Η Ποπ Στην Αθήνα». Ποπ δηλαδή η Δέσποινα Γλέζου, ο Παύλος Σιδηρόπουλος με τον Παντελή Δεληγιαννίδη, ο Δημήτρης Πουλικάκος με τον Εξαδάκτυλο, ποπ και ο Διονύσης Σαββόπουλος με τα Μπουρμπούλια, ποπ και οι Socrates Drank the Conium; Ακριβώς. Και ρουθούνι δεν άνοιξε... Κάποιοι, μέσα στην μακαριότητά τους, φαίνεται πως είχαν στοχεύσει διάνα, ή περίπου διάνα. Και όταν λίγα χρόνια αργότερα, την περίοδο 1978-79, θα προβαλλόταν στην Ελλάδα το The Last Waltz του Martin Scorsese, υπό τον τίτλο Ραντεβού Με Τ’ Αστέρια της Ποπ, πάλι οι ακραιφνείς ροκάδες θα έβγαζαν σπυριά – ελπίζω να μη συμβαίνει το ίδιο και τώρα. Ναι λοιπόν, pop και οι Band, ο Dr.John, ο Neil Young, pop και ο Paul Butterfield με τον Muddy Waters, pop και ο Eric Clapton με τον Bob Dylan. Τι είναι όμως η pop σε τελευταία ανάλυση; Πώς θα μπορούσαμε να την περιορίσουμε, με δύο λέξεις, ή, μάλλον, τέσσερις, για να μπορέσουμε να πάμε παρακάτω: η συνταγή της επιτυχίας. Το να ξεκινήσεις από τη βάση, φθάνοντας στην κορυφή, κερδίζοντας δόξα, αναγνώριση και χρήμα· κι ας εκλείπουν, από τούτη τη θεώρηση, τα λεγόμενα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Υπό αυτή την έννοια pop έγινε ο Muddy Waters προς το τέλος της ζωής του, ο Dylan λίγα χρόνια μετά το ξεκίνημά του, ο Miles Davis όταν επεκτάθηκε προς το jazz-rock, και στα δικά μας μέτρα ο Σαββόπουλος από τα «Τραπεζάκια Έξω» και πέρα, η Δέσποινα Γλέζου ποτέ (παρότι, αισθητικώς, ήταν η πιο pop απ’ όλους στο «Ζωντανοί Στο Κύτταρο»), pop έγινε ο Σιδηρόπουλος μετά θάνατον (συμβαίνει κι αυτό), η Norah Jones επειδή έτσι αποφασίστηκε (αυτό κι αν συμβαίνει πια), και βεβαίως, pop ήταν οι Poll στα δύο χρόνια της ζωής τους. Οι τελευταίοι δεν κέρδισαν μόνο δόξα, αναγνώριση και κάποιο χρήμα (υποθέτω), αλλά μπόρεσαν ταυτοχρόνως να γράψουν και μερικά ωραία τραγούδια – από τα καλύτερα που ακούστηκαν ποτέ στον τόπο μας σ’ αυτό το στυλ, με ελληνικό, εννοείται, στίχο.Οι Poll άρχισε να παίρνουν μπροστά προς τα τέλη του 1970 και λίγο αργότερα (στους πρώτους μήνες του ’71) μία πρώτη, ουσιαστική line-up τους ήταν η ακόλουθη: Κώστας Τουρνάς κιθάρα, φωνή, Ρόμπερτ Γουίλλιαμς κιθάρα, φωνή, Σπύρος Μαυρογιάννης σιτάρ, φυσαρμόνικα, Στιού Λόγκαρ μπάσο, κρουστά (επρόκειτο για τον Σταύρο Λογαρίδη φυσικά, που είχε ήδη γράψει ένα 45άρι στην Polydor το 1970, παρέα με τον Nick Zelitz, ως Stew and Nick), Νάσια Σανδή φωνητικά και Μαίρη Γκλας επίσης φωνητικά. Τουρνάς και Williams γνωρίζονταν από την εποχή των Teenagers (1966), ένα γκρουπ, που άφησε ένα 45άρι στην Pan-Vox (δεν συμμετείχε ο Williams στην εγγραφή), ενώ οι δυο τους βρίσκονταν μαζί και σ’ ένα επόμενο σχήμα, τους Dino and X-Rays. Μετά από διάφορες ανακατατάξεις και την προσθήκη ενός «κανονικού» ντράμερ, του Κώστα Παπαϊωάννου (πριν στους Cinquetti και αλλού), οι Poll είναι έτοιμοι, άνοιξη προς καλοκαίρι του ’71, να γράψουν το πρώτο τους δισκάκι, το «Άνθρωπε αγάπα/ Έλα ήλιε μου» [Polydor 2061 075]. Τα τραγούδια θα αποδειχθούν φλέβα χρυσού, οι Poll θα εμφανισθούν στην τηλεόραση, το 45άρι θα πουλήσει αρκετά, θα βρεθεί να παίζουν ως support στη συναυλία του Mal στον Ορφέα, την 9/4/1971 (κατά τον Κώστα Τουρνά) – o Mal εκείνη την εποχή είχε τραγουδήσει την επιτυχία του “Occhi neri” και στη γλώσσα μας ως «Καλοκαίρι», σε στίχους Νίκου Ελληναίου, σ’ ένα 45άρι της RCA [46g 50091] από το 1971 βεβαίως –, και λίγο αργότερα στη Θεσσαλονίκη με τους Socrates Drank the Conium και τους Πελόμα Μποκιού, γεγονότα δηλαδή που θα φέρουν το γκρουπ φάτσα με την επιτυχία. Τη σεζόν ’71-’72 αποτελούν βασική ατραξιόν στο club Ελατήριον (Χέυδεν και Αριστοτέλους), σ’ ένα πρόγραμμα το οποίο είχε επιμεληθεί ο Γεράσιμος Λαβράνος (είναι ο Γεράσιμος Ντο Ρε Μι στο κόμικ, που συνόδευε το δεύτερο LP τους). Συμμετείχαν ακόμη ο Γιάννης Κιουρκτσόγλου, η Δέσποινα Γλέζου και τα Ανάκαρα. Η μεγάλη επιτυχία στο Ελατήριον (το αντίπαλο δέος του Κυττάρου εκείνη την εποχή) τους οδηγεί ουσιαστικά στην ηχογράφηση του πρώτου μεγάλου δίσκου τους που είχε τίτλο «Άνθρωπε...» [Polydor 2421 011] και ο οποίος θα κυκλοφορούσε προς το τέλος του 1971. Τουρνάς, Williams, Λογαρίδης, Παπαϊωάννου και η Νάσια Σανδή στα φωνητικά, θα φτιάξουν ένα άλμπουμ σε παραγωγή του Κώστα Φασόλα, επιχειρώντας να μεταφέρουν τη flower-power αισθητική στα καθ’ ημάς, μ’ έναν τρόπο που δεν επιδεχόταν αμφισβήτηση. Εξώφυλλο ταγάρι, θεόρατη αφίσα, που θα κρεμιόταν πάραυτα και φυσικά τραγούδια που περιέγραφαν μία νεανική θεματική, άνετης αποδοχής. Το «2000 λόγοι (εμπειρίες από την ζωή των πόλεων)» (μέσα σε ωκεανό αν βρεθώ θα ζήσω ή στο πιο ψηλό βουνό δεν θ’ αντιμιλήσω/ μόνο μεσ’ στον κόσμο αν με βάλεις θα χαθώ, δυο χιλιάδες λόγους έχω για να σ’ αρνηθώ, φοβάμαι...), ο «Γέρος» (εσύ γέρο που μιλάς, χωρίς να σκέφθεσαι εμάς, σκέψου λίγο τι έχεις κάνει εσύ/ όταν ήσουνα παιδί είχες κάποιον να σου πει ότι αυτό είναι σωστό ή λάθος...), οι «Φόβοι μου» (τόσα πρόσωπα και άνθρωποι/ τόσοι νέοι μέσα τους κλειστοί/ πως φοβάμαι τη ζωή που θα ζήσουμε...) καθώς και τα περισσότερα από τα υπόλοιπα τραγούδια δεν έγιναν απλώς επιτυχίες, αλλά κάτι παραπάνω. Εκεί κι ένα από τα ωραιότερα pop άσματα που γράφτηκαν τότε στην Ελλάδα – το «Στην πηγή μια κοπέλλα», σε μουσική και στίχους του Τουρνά, τραγουδισμένο από τον Robert Williams. Την άνοιξη του ’72 θα βγει το δεύτερο δισκάκι τους με τα τραγούδια «Η γενειά μας/ Αετοί» [Polydor 2061 119] στο οποίο (μάλλον) συμμετείχε και η Δέσποινα Γλέζου, ενώ επιτυχία θα γνωρίσουν και οι εμφανίσεις τους στο δικό τους πλέον κλαμπ Πες της Μαϊμούς Να Πάψη Να Με Πειράζη Με Το Δάχτυλό Της ή απλώς Μαϊμού, στην Πλάκα (Μνησικλέους). Είναι η εποχή που θα παίξουν σε διάφορες πόλεις (Λαμία, Λάρισα, Βόλος, Πάτρα…), σε μια περιοδεία όμοια της οποίας δεν είχε γνωρίσει έως τότε ο χώρος και η οποία θα έκλεινε, κατ’ ουσίαν, με την αποχαιρετιστήρια εμφάνισή τους στο Σπόρτινγκ το Σεπτέμβριο του ’72. Είχε προηγηθεί η εμφάνιση στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (20-22/9/1972) με τις «Μολυβιές φωτογραφίες» (με τις συμμετοχές των Μίκη Μίχου στο μπάσο, Άρη Τασούλη στο πιάνο και την ενορχήστρωση του Κώστα Κλάββα), τραγούδι που θ’ αποτελούσε το τρίτο τους 45άρι, με πίσω πλευρά το «Όσες φορές» [Polydor 2061 133]. Ήταν το κύκνειο άσμα τους, αφού όταν εκείνο θα κυκλοφορούσε το συγκρότημα ουσιαστικώς δεν βρισκόταν εν ζωή. Παραλλήλως είχε ολοκληρωθεί και η ηχογράφηση του “Poll” [Polydor 2421 025], του δεύτερου και τελευταίου (τότε) άλμπουμ, στο οποίο ακούγονταν μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια τους, που, αν θέλετε, προμήνυαν τα επερχόμενα – τα Απέραντα Χωράφια («Όσες φορές») και ίσως, στο βάθος-βάθος, τον Ακρίτα («Ρυθμός»). Ο Τουρνάς οπισθοχωρεί από βασικός συνθέτης, ο Willimas γράφει δύο άψογες μπαλάντες («Ξημερώνει», «Δεν θα ’σαι μάρτυς»), ενώ και ο Λογαρίδης έχει την ευκαιρία να δείξει, πιο πολύ, πόσο δυνατός τραγουδιστής ήταν (και είναι). Στην ηχογράφηση βοήθησαν και οι Άρης Τασούλης όργανο, πιάνο, Στέλιος Φωτιάδης μπάσο, Κώστας Καβάκος βιολί (πατέρας του Λεωνίδα Καβάκου), Γιώργος Τσουπάκης ντραμς, Τάκης Μαρινάκης ντραμς. Το δε 12σέλιδο ένθετο με το πολύχρωμο κόμικ του Στέργιου Δελιαλή έδινε στο άλμπουμ μία επιπρόσθετη pop χροιά.
Οι Ρουθ (Κώστας Τουρνάς), ο Ακρίτας (Σταύρος Λογαρίδης) και οι Plan (Robert Williams, Κώστας Παπαϊωάννου) θα έπαιρναν οσονούπω τη σκυτάλη…
Η πλήρης ιστορία των Poll είχε πρωτοδημοσιευτεί, δια χειρός Κώστα Τουρνά, στο περιοδικό Μανίνα στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Ως βιβλίο τυπώθηκε από την Anazitisi Records και μοιράστηκε με τα 120 αντίτυπα του deluxe box-s “Poll… means love” το 2008.
Το 1971, όταν είχε κυκλοφορήσει το «Ζωντανοί Στο Κύτταρο», διάβαζες κάτι στο εξώφυλλο, το οποίο, φαντάζομαι, πως οι περισσότεροι από τους αγοραστές εκείνου του άλμπουμ (ίσως όχι τότε, αλλά οπωσδήποτε αργότερα) θα το είχαν αποδοκιμάσει. «Η Ποπ Στην Αθήνα». Ποπ δηλαδή η Δέσποινα Γλέζου, ο Παύλος Σιδηρόπουλος με τον Παντελή Δεληγιαννίδη, ο Δημήτρης Πουλικάκος με τον Εξαδάκτυλο, ποπ και ο Διονύσης Σαββόπουλος με τα Μπουρμπούλια, ποπ και οι Socrates Drank the Conium; Ακριβώς. Και ρουθούνι δεν άνοιξε... Κάποιοι, μέσα στην μακαριότητά τους, φαίνεται πως είχαν στοχεύσει διάνα, ή περίπου διάνα. Και όταν λίγα χρόνια αργότερα, την περίοδο 1978-79, θα προβαλλόταν στην Ελλάδα το The Last Waltz του Martin Scorsese, υπό τον τίτλο Ραντεβού Με Τ’ Αστέρια της Ποπ, πάλι οι ακραιφνείς ροκάδες θα έβγαζαν σπυριά – ελπίζω να μη συμβαίνει το ίδιο και τώρα. Ναι λοιπόν, pop και οι Band, ο Dr.John, ο Neil Young, pop και ο Paul Butterfield με τον Muddy Waters, pop και ο Eric Clapton με τον Bob Dylan. Τι είναι όμως η pop σε τελευταία ανάλυση; Πώς θα μπορούσαμε να την περιορίσουμε, με δύο λέξεις, ή, μάλλον, τέσσερις, για να μπορέσουμε να πάμε παρακάτω: η συνταγή της επιτυχίας. Το να ξεκινήσεις από τη βάση, φθάνοντας στην κορυφή, κερδίζοντας δόξα, αναγνώριση και χρήμα· κι ας εκλείπουν, από τούτη τη θεώρηση, τα λεγόμενα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Υπό αυτή την έννοια pop έγινε ο Muddy Waters προς το τέλος της ζωής του, ο Dylan λίγα χρόνια μετά το ξεκίνημά του, ο Miles Davis όταν επεκτάθηκε προς το jazz-rock, και στα δικά μας μέτρα ο Σαββόπουλος από τα «Τραπεζάκια Έξω» και πέρα, η Δέσποινα Γλέζου ποτέ (παρότι, αισθητικώς, ήταν η πιο pop απ’ όλους στο «Ζωντανοί Στο Κύτταρο»), pop έγινε ο Σιδηρόπουλος μετά θάνατον (συμβαίνει κι αυτό), η Norah Jones επειδή έτσι αποφασίστηκε (αυτό κι αν συμβαίνει πια), και βεβαίως, pop ήταν οι Poll στα δύο χρόνια της ζωής τους. Οι τελευταίοι δεν κέρδισαν μόνο δόξα, αναγνώριση και κάποιο χρήμα (υποθέτω), αλλά μπόρεσαν ταυτοχρόνως να γράψουν και μερικά ωραία τραγούδια – από τα καλύτερα που ακούστηκαν ποτέ στον τόπο μας σ’ αυτό το στυλ, με ελληνικό, εννοείται, στίχο.Οι Poll άρχισε να παίρνουν μπροστά προς τα τέλη του 1970 και λίγο αργότερα (στους πρώτους μήνες του ’71) μία πρώτη, ουσιαστική line-up τους ήταν η ακόλουθη: Κώστας Τουρνάς κιθάρα, φωνή, Ρόμπερτ Γουίλλιαμς κιθάρα, φωνή, Σπύρος Μαυρογιάννης σιτάρ, φυσαρμόνικα, Στιού Λόγκαρ μπάσο, κρουστά (επρόκειτο για τον Σταύρο Λογαρίδη φυσικά, που είχε ήδη γράψει ένα 45άρι στην Polydor το 1970, παρέα με τον Nick Zelitz, ως Stew and Nick), Νάσια Σανδή φωνητικά και Μαίρη Γκλας επίσης φωνητικά. Τουρνάς και Williams γνωρίζονταν από την εποχή των Teenagers (1966), ένα γκρουπ, που άφησε ένα 45άρι στην Pan-Vox (δεν συμμετείχε ο Williams στην εγγραφή), ενώ οι δυο τους βρίσκονταν μαζί και σ’ ένα επόμενο σχήμα, τους Dino and X-Rays. Μετά από διάφορες ανακατατάξεις και την προσθήκη ενός «κανονικού» ντράμερ, του Κώστα Παπαϊωάννου (πριν στους Cinquetti και αλλού), οι Poll είναι έτοιμοι, άνοιξη προς καλοκαίρι του ’71, να γράψουν το πρώτο τους δισκάκι, το «Άνθρωπε αγάπα/ Έλα ήλιε μου» [Polydor 2061 075]. Τα τραγούδια θα αποδειχθούν φλέβα χρυσού, οι Poll θα εμφανισθούν στην τηλεόραση, το 45άρι θα πουλήσει αρκετά, θα βρεθεί να παίζουν ως support στη συναυλία του Mal στον Ορφέα, την 9/4/1971 (κατά τον Κώστα Τουρνά) – o Mal εκείνη την εποχή είχε τραγουδήσει την επιτυχία του “Occhi neri” και στη γλώσσα μας ως «Καλοκαίρι», σε στίχους Νίκου Ελληναίου, σ’ ένα 45άρι της RCA [46g 50091] από το 1971 βεβαίως –, και λίγο αργότερα στη Θεσσαλονίκη με τους Socrates Drank the Conium και τους Πελόμα Μποκιού, γεγονότα δηλαδή που θα φέρουν το γκρουπ φάτσα με την επιτυχία. Τη σεζόν ’71-’72 αποτελούν βασική ατραξιόν στο club Ελατήριον (Χέυδεν και Αριστοτέλους), σ’ ένα πρόγραμμα το οποίο είχε επιμεληθεί ο Γεράσιμος Λαβράνος (είναι ο Γεράσιμος Ντο Ρε Μι στο κόμικ, που συνόδευε το δεύτερο LP τους). Συμμετείχαν ακόμη ο Γιάννης Κιουρκτσόγλου, η Δέσποινα Γλέζου και τα Ανάκαρα. Η μεγάλη επιτυχία στο Ελατήριον (το αντίπαλο δέος του Κυττάρου εκείνη την εποχή) τους οδηγεί ουσιαστικά στην ηχογράφηση του πρώτου μεγάλου δίσκου τους που είχε τίτλο «Άνθρωπε...» [Polydor 2421 011] και ο οποίος θα κυκλοφορούσε προς το τέλος του 1971. Τουρνάς, Williams, Λογαρίδης, Παπαϊωάννου και η Νάσια Σανδή στα φωνητικά, θα φτιάξουν ένα άλμπουμ σε παραγωγή του Κώστα Φασόλα, επιχειρώντας να μεταφέρουν τη flower-power αισθητική στα καθ’ ημάς, μ’ έναν τρόπο που δεν επιδεχόταν αμφισβήτηση. Εξώφυλλο ταγάρι, θεόρατη αφίσα, που θα κρεμιόταν πάραυτα και φυσικά τραγούδια που περιέγραφαν μία νεανική θεματική, άνετης αποδοχής. Το «2000 λόγοι (εμπειρίες από την ζωή των πόλεων)» (μέσα σε ωκεανό αν βρεθώ θα ζήσω ή στο πιο ψηλό βουνό δεν θ’ αντιμιλήσω/ μόνο μεσ’ στον κόσμο αν με βάλεις θα χαθώ, δυο χιλιάδες λόγους έχω για να σ’ αρνηθώ, φοβάμαι...), ο «Γέρος» (εσύ γέρο που μιλάς, χωρίς να σκέφθεσαι εμάς, σκέψου λίγο τι έχεις κάνει εσύ/ όταν ήσουνα παιδί είχες κάποιον να σου πει ότι αυτό είναι σωστό ή λάθος...), οι «Φόβοι μου» (τόσα πρόσωπα και άνθρωποι/ τόσοι νέοι μέσα τους κλειστοί/ πως φοβάμαι τη ζωή που θα ζήσουμε...) καθώς και τα περισσότερα από τα υπόλοιπα τραγούδια δεν έγιναν απλώς επιτυχίες, αλλά κάτι παραπάνω. Εκεί κι ένα από τα ωραιότερα pop άσματα που γράφτηκαν τότε στην Ελλάδα – το «Στην πηγή μια κοπέλλα», σε μουσική και στίχους του Τουρνά, τραγουδισμένο από τον Robert Williams. Την άνοιξη του ’72 θα βγει το δεύτερο δισκάκι τους με τα τραγούδια «Η γενειά μας/ Αετοί» [Polydor 2061 119] στο οποίο (μάλλον) συμμετείχε και η Δέσποινα Γλέζου, ενώ επιτυχία θα γνωρίσουν και οι εμφανίσεις τους στο δικό τους πλέον κλαμπ Πες της Μαϊμούς Να Πάψη Να Με Πειράζη Με Το Δάχτυλό Της ή απλώς Μαϊμού, στην Πλάκα (Μνησικλέους). Είναι η εποχή που θα παίξουν σε διάφορες πόλεις (Λαμία, Λάρισα, Βόλος, Πάτρα…), σε μια περιοδεία όμοια της οποίας δεν είχε γνωρίσει έως τότε ο χώρος και η οποία θα έκλεινε, κατ’ ουσίαν, με την αποχαιρετιστήρια εμφάνισή τους στο Σπόρτινγκ το Σεπτέμβριο του ’72. Είχε προηγηθεί η εμφάνιση στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (20-22/9/1972) με τις «Μολυβιές φωτογραφίες» (με τις συμμετοχές των Μίκη Μίχου στο μπάσο, Άρη Τασούλη στο πιάνο και την ενορχήστρωση του Κώστα Κλάββα), τραγούδι που θ’ αποτελούσε το τρίτο τους 45άρι, με πίσω πλευρά το «Όσες φορές» [Polydor 2061 133]. Ήταν το κύκνειο άσμα τους, αφού όταν εκείνο θα κυκλοφορούσε το συγκρότημα ουσιαστικώς δεν βρισκόταν εν ζωή. Παραλλήλως είχε ολοκληρωθεί και η ηχογράφηση του “Poll” [Polydor 2421 025], του δεύτερου και τελευταίου (τότε) άλμπουμ, στο οποίο ακούγονταν μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια τους, που, αν θέλετε, προμήνυαν τα επερχόμενα – τα Απέραντα Χωράφια («Όσες φορές») και ίσως, στο βάθος-βάθος, τον Ακρίτα («Ρυθμός»). Ο Τουρνάς οπισθοχωρεί από βασικός συνθέτης, ο Willimas γράφει δύο άψογες μπαλάντες («Ξημερώνει», «Δεν θα ’σαι μάρτυς»), ενώ και ο Λογαρίδης έχει την ευκαιρία να δείξει, πιο πολύ, πόσο δυνατός τραγουδιστής ήταν (και είναι). Στην ηχογράφηση βοήθησαν και οι Άρης Τασούλης όργανο, πιάνο, Στέλιος Φωτιάδης μπάσο, Κώστας Καβάκος βιολί (πατέρας του Λεωνίδα Καβάκου), Γιώργος Τσουπάκης ντραμς, Τάκης Μαρινάκης ντραμς. Το δε 12σέλιδο ένθετο με το πολύχρωμο κόμικ του Στέργιου Δελιαλή έδινε στο άλμπουμ μία επιπρόσθετη pop χροιά.
Οι Ρουθ (Κώστας Τουρνάς), ο Ακρίτας (Σταύρος Λογαρίδης) και οι Plan (Robert Williams, Κώστας Παπαϊωάννου) θα έπαιρναν οσονούπω τη σκυτάλη…
Η πλήρης ιστορία των Poll είχε πρωτοδημοσιευτεί, δια χειρός Κώστα Τουρνά, στο περιοδικό Μανίνα στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Ως βιβλίο τυπώθηκε από την Anazitisi Records και μοιράστηκε με τα 120 αντίτυπα του deluxe box-s “Poll… means love” το 2008.
Καλό (αλλά spooky) το λογοπαίγνιο με τον Pol Pot
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν και πέρασε κάποια στιγμή απ’ το μυαλό μου ο συνειρμός, δε θέλησα ν’ αλλάξω τίτλο.
ΑπάντησηΔιαγραφήOι Πολ flower-power δε θεωρούνται?
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχουν στοιχεία...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα απέραντα χωράφια δεν είναι τρελλή αντιγραφή από WHO και δη από το TOMMY?
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάτι θα έπρεπε να είχε ακούσει και ο Τουρνάς για να τα γράψει (υποθέτω δηλαδή ότι πρέπει να είχε ακούσει το “Tommy”), αλλά είχε την τύχη να γνωρίσει και τον Κώστα Κλάββα, που ενορχήστρωσε τις «Μολυβιές φωτογραφίες» στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του ’72, παρακολουθώντας ταυτοχρόνως από κοντά τις «ελαφρές» ορχήστρες της διοργάνωσης. Αν το “Tommy” θα μπορούσε να είναι η αιτία για τη rock πλευρά των κομματιών και την αίσθηση του concept της «όπερας» στα «Απέραντα Χωράφια», το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης θα μπορούσε να είναι μία αιτία για τα «κλασικά» ηχοχρώματα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν βλεπω ομοιοτητες με οτιδηποτε απο WHO σε αυτο και σιγουρα δεν προκειται για ''οπερα'' σε στυλ TOMMY. Oι επιρροες (οχι αντιγραφη) που ο καθε ενας εχει, μια που δεν υπαρχει παρθενογενεση στην τεχνη, φαινονται να προερχονται περισσοτερο απο Jethro Tull (thick as a brick), Αphrodite's child (666) και Σαββοπουλο (Μπαλλος, Βρωμικο ψωμι).
ΑπάντησηΔιαγραφή