Σήμερα δίχως χθες δεν υπάρχει. Και αν η νορβηγική jazz είναι αυτή που είναι τώρα,
τα πάντα ξεκίνησαν (όσον αφορά στην μοντέρνα έκφρασή της) πολλά χρόνια πριν,
στις αρχές των sixties.
Τα δεκάδες jazz clubs της χώρας δεν φιλοξενούσαν μόνο τη νέα γενιά, που τότε
άνοιγε τα φτερά της, όπως επί παραδείγματι το Finn Melbye Quintet (με τον ντράμερ Jon Christensen στη σύνθεσή του),
το Jan
Berger Quartet, το Jan Garbarek Quartet, το Leif Simensen Quartet, το Åge Venås Quartet κ.ά., αλλά και την αφρόκρεμα των
αμερικανών παικτών –Louis Armstrong
(1961), Cannonball Adderley
(1961), Count Basie
(1962), John Coltrane
(1963), Charles Mingus
(1964), Oscar Peterson
(1964-65) κ.ά.–, που είχαν πάντα την Σκανδιναυία (και βεβαίως τη Νορβηγία) στη
συναυλιακή ατζέντα τους. Καθοριστική, εννοείται, όσον αφορά στην πορεία της
τοπικής jazz μετά το
1965 υπήρξε οπωσδήποτε και η παρουσία του George Russell (1923-2009), μέσω του οποίου
πυροδοτήθηκε και από ’κει και πέρα απελευθερώθηκε η εντόπια σκηνή από το «παραδοσιακό»
της πλαίσιο, με την ταυτόχρονη τοποθέτησή της στη σύγχρονη jazz πραγματικότητα. Δεν ήταν μόνον οι
ηχογραφήσεις τού Αμερικανού –στην πρώτη αποτύπωση τής “Electronic Sonata for Souls Loved by Nature” που έγινε το
φθινόπωρο του ’66 στο Konserthuset
της Στοκχόλμης (2LP στη
Sonet το ’71), ακούμε,
ανάμεσα σε άλλους, τους Jon Christensen,
Arild Andersen, Terje Rypdal και Jan Garbarek...– δεν είναι μόνον
οι παραγωγές του, όπως π.χ. το LP [Flying Dutchman]
των Esoteric Circle
(Garbarek, Rypdal, Andersen, Christensen), γραμμένο στο Όσλο το 1969,
είναι και οι φιλικές του σχέσεις, οι διδασκαλίες, οι συμβουλές, το πνεύμα του
αν θέλετε πίσω από κάθε άλμπουμ της norwegian jazz, που κυκλοφόρησε στη χώρα εκείνη
την ιστορική εποχή.
Μάλιστα, τα κατορθώματα τής σκηνής είχαν φθάσει μέχρι και
στην Ελλάδα των mid-sixties(!), με τον Κώστα Νίκα
να γράφει επί λέξει στο περιοδικό Μοντέρνοι Ρυθμοί (τεύχος 57, 15/11/1966):
«Το επίκεντρο της γενικής προσοχής στο Όσλο συγκεντρώνει το ‘Κλαμπ 7’ που διαθέτει γνωστούς για την αξία τους τζάζμεν: Ντέξτερ Γκόρντον (τενόρο), Τέρζυ Μπζόρκλαντ (πιάνο), Περ Λόμπεργκ (μπάσο). Κάθε Σάββατο παίζει το κουαρτέτο του Γιάν Γκαρμπάρεκ, ενώ την Κυριακή φιλοξενεί το κουιντέτο του Ντίτλερ Έκλοφ και την τραγουδίστρια Καρίν Κρογκ με το τρίο της».
Σχεδόν 40 χρόνια αργότερα, το 2007, θα κυκλοφορούσε το άλμπουμ “NRK Sessions/ Soul, afro-jazz and latin from the Club 7 scene” [Plastic Strip] ανθολογώντας δυνατά κομμάτια των Band No Name, Kjellerrock Jazzbandet, Karin Krog & Fred Noddelund, Geir Wentzels Orkester with Magni Wentzel και Tamma, γραμμένα στο φημισμένο νορβηγικό στέκι, που παρέμεινε ανοικτό από το 1963 έως το 1985. Φυσικά, δεν καθαρίζεις έτσι εύκολα με την ιστορία της jazz στη Νορβηγία, γι’ αυτό ας περάσω στα πιο καινούρια ονόματα, που, όμως, έχουν κι αυτά την ιστορία τους…
«Το επίκεντρο της γενικής προσοχής στο Όσλο συγκεντρώνει το ‘Κλαμπ 7’ που διαθέτει γνωστούς για την αξία τους τζάζμεν: Ντέξτερ Γκόρντον (τενόρο), Τέρζυ Μπζόρκλαντ (πιάνο), Περ Λόμπεργκ (μπάσο). Κάθε Σάββατο παίζει το κουαρτέτο του Γιάν Γκαρμπάρεκ, ενώ την Κυριακή φιλοξενεί το κουιντέτο του Ντίτλερ Έκλοφ και την τραγουδίστρια Καρίν Κρογκ με το τρίο της».
Σχεδόν 40 χρόνια αργότερα, το 2007, θα κυκλοφορούσε το άλμπουμ “NRK Sessions/ Soul, afro-jazz and latin from the Club 7 scene” [Plastic Strip] ανθολογώντας δυνατά κομμάτια των Band No Name, Kjellerrock Jazzbandet, Karin Krog & Fred Noddelund, Geir Wentzels Orkester with Magni Wentzel και Tamma, γραμμένα στο φημισμένο νορβηγικό στέκι, που παρέμεινε ανοικτό από το 1963 έως το 1985. Φυσικά, δεν καθαρίζεις έτσι εύκολα με την ιστορία της jazz στη Νορβηγία, γι’ αυτό ας περάσω στα πιο καινούρια ονόματα, που, όμως, έχουν κι αυτά την ιστορία τους…
Εκείνο που προξενεί, εκ πρώτης, εντύπωση στην έκδοση “jazzCD.no/ jazz from Norway 2012”
είναι το πλήθος των εταιριών που κυκλοφορούν jazz, ή περί την jazz,
δίσκους στη χώρα. Είναι 23(!) τοπικές και ακόμη η πολυεθνική Universal Music As και βεβαίως η γερμανική ECM, που καταγράφει ένα
(σοβαρό) κομμάτι του νορβηγικού jazz δυναμικού. Είκοσι τρία labels δηλαδή ανθολογούνται στον παρόντα
οδηγό, ενώ τίποτα δεν αποκλείει να υπάρχουν κι άλλα. Και δεν είναι labels του ενός CD, αλλά πλήρεις εταιρείες
(άπασες με site),
μερικές εκ των οποίων και με ευμεγέθη κατάλογο. Κάποιες μάλιστα εξ αυτών είναι
γνωστές και στην Ελλάδα, όπως η Rune Grammofon,
η Hubro ή η Ozella Music.
Στο πρώτο CD ανθολογούνται 14 κομμάτια (περί τα 70 λεπτά η διάρκεια) τόσο
από ιστορικά, όσο και από νεότερα και σύγχρονα ονόματα. Το “Electra song” του Arild Andersen Quintet (Patrice Heral ντραμς,
Marcin
Wasilewski πιάνο, Markus Stockhausen τρομπέτα, Tommy Smith
σαξόφωνα οι υπόλοιποι) είναι ανέκδοτο κι ένα από τα ωραιότερα της συλλογής.
Ζωντανά ηχογραφημένο στο Kongsberg Jazzfestival 2011 το κουιντέτο αποδίδει με εντυπωσιακό τρόπο
μία… sagn μελωδία του νορβηγού κοντραμπασίστα. Ξεχώρισα ακόμη το
αεράτο πιάνο τρίο του Espen Eriksen
με το “In the woods”
από το “You Had Me at Goodbye”
[Rune Grammofon, 2010], το…
παλιομοδίτικο jazz-blues “Tell me tomorrow” της Hilde Louise Asbjornsen από το “Divin’ at The Oceansound” [Sweet Morning, 2011], το κρουστό piano playing τού Eyolf Dale στο “Prolleprepp” από το σόλο πιάνο άλμπουμ “Hotel Interludes” [Curling Legs, 2011], το hard bop “Minor stretch” των Real Thing από το “Back On Track” [Real, 2011], το καταλυτικό “Sa er jeg blakk dessverre” του ντράμερ Espen Rud και
του σεξτέτου με το οποίο συμπαρατάσσεται, κομμάτι βγαλμένο από το “Dobbeldans/ Doublae Dance” [Curling Legs, 2011] και πάνω απ’ όλα
το “Laat” των Excess Luggage, ενός παράξενου τρίο
αποτελούμενου εκ των Vigleik Storaas πιάνο, Steinar Nickelsen
όργανο και Hakon Mjaset Johansen
ντραμς (το κομμάτι προέρχεται από το CD “Hand Luggage Only”
στην Parallell κι είναι
περυσινή κυκλοφορία).
«To Norwegian Jazz Forum είναι ένας εθνικός οργανισμός που αφορά σε μουσικούς,
φεστιβάλ και κλαμπ, που ασχολούνται με την τζαζ στη Νορβηγία. Ο πρωταρχικός
στόχος του οργανισμού είναι να εξαπλωθεί η τζαζ στο ευρύτερο δυνατό κοινό στη
χώρα, διαδίδοντας τήν, εντός κι εκτός συνόρων, νορβηγική τζαζ, δουλεύοντας
συγχρόνως για την αύξηση της χρηματοδότησης, προκειμένου να εκπληρωθούν οι
στόχοι».
Αυτά τα ωραία αναγράφονται στο έσω μέρος του 3CD, αυτά τα ωραία συμβαίνουν στην βορειο-ευρωπαϊκή χώρα, εκεί όπου ένας εθνικός(!) οργανισμός αγωνίζεται για την προώθηση της τοπικής jazz και… ας πάμε παρακάτω…
Αυτά τα ωραία αναγράφονται στο έσω μέρος του 3CD, αυτά τα ωραία συμβαίνουν στην βορειο-ευρωπαϊκή χώρα, εκεί όπου ένας εθνικός(!) οργανισμός αγωνίζεται για την προώθηση της τοπικής jazz και… ας πάμε παρακάτω…
Το δεύτερο δισκάκι διάρκειας 72:08 δεν μπορεί παρά να
κινείται, και αυτό, στο ίδιο υψηλό επίπεδο. Οι Lord Kelvin είναι
ένα ακόμη ιδιόμορφο τρίο αποτελούμενο μόνον από δύο πνευστούς (σαξόφωνα,
κλαρινέτο, τρομπόνι) κι έναν ντράμερ. Το “Baron Kelvin of large”, από το άλμπουμ τους “Radio Has No Future” [Gigafon,
2011] αφορά στη ρυθμική… ανακολουθία τους. Οι In The Country είναι ένα από τα πιο
γνωστά σχήματα της Rune Grammofon.
Το κομμάτι που ανθολογείται εδώ δεν είναι άλλο από το “Brothers in arms” των Dire Straits, το οποίο προέρχεται
από το “Sounds And Sights”
CD τους. Ο Steinar Raknes παίζει κοντραμπάσο και
τραγουδά, δίχως άλλη συνοδεία, το “Corrina, Corrina”
του Bob Dylan.
Περιττό να πω πως, ως κίνηση, μοιάζει μοναδική και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο
την ξεχωρίζω. Το Helge Lien Trio
είναι ένα από τα πλέον αξιοπρόσεκτα jazz-trio
του καιρού μας. Εδώ τους ακούμε στη romance “Natsukashii”
από το φερώνυμο CD
(2011) τους στην Ozella Music.
Σεξτέτο οι Team Hegdal,
αποτελούνται από δύο πνευστούς, μπασίστα, ντράμερ, βιολιστή και βιμπραφωνίστα.
Το “Last call”,
από το “Vol.2” [Ora Fonogram, 2011] είναι
δυναμικώς περιπετειώδες, εμφανίζοντας «ζαπικά» ηχοχρώματα. Ο Karl Seglem είναι
από τους πιο ξεχωριστούς νορβηγούς μουσικούς (φυσάει σε κέρατο κατσίκας και
κάνει φωνητικά). Το “Gammal rorsle”
από το “Ossicles” [Ozella Music, 2010] είναι ένα
απίθανο folk-pagan track, που φανερώνει απλώς
την πρωτοτυπία της νορβηγικής σκηνής – με τη διαφορά
πως το εν λόγω κομμάτι δεν είναι μόνον πρωτότυπο, είναι και εξαιρετικό. Οι Cortex, έτσι όπως ακούγονται στο “Mitotic cycle” από το “Resection” [Bolage, 2010], συντηρούν τη μεγάλη
παράδοση στη Σκανδιναυία (ήδη από τα sixties) του balkan και γενικότερα του jazz-ethnic sound. Πρόκειται για
κουαρτέτο, που εδώ ακούγεται «πλακωμένο» σε οικείες μελωδίες. Η 13μελής Trondheim Jazz Orchestra παρουσιάζεται με τη σύνθεση “Eroiki” του σαξοφωνίστα της Eirik Hegdal. Το εύπλαστο track προέρχεται από το άλμπουμ “Triads and More”
[Midtnorsk Jazzsenter] του 2010.
Πριν προχωρήσω στο τρίτο και
τελευταίο CD της έκδοσης θα άξιζε ν’ αναφερθώ εν τάχει σε μερικά (από
τα πάμπολλα) jazz festivals της
Νορβηγίας, έτσι όπως παρουσιάζονται στην περιοδική έκδοση Listen to Norway/ festival focus #1 2011. Φεστιβάλ
που φιλοξενούν Νορβηγούς και μη καλλιτέχνες και που απλώνονται καθ’ όλη τη
διάρκεια του έτους. MaiJazz, NattJazz, Molde Jazz Festival, Oslo Jazz Festival, Trondheim Jazz Festival, Kongsberg Jazz Festival, Punkt Festival (στο Kristiansand) κ.λπ. –
για να μείνω στα βασικά.
Τρίτο CD λοιπόν και αρχή με τους Zanussi 5. Τρία σαξόφωνα (άλτο, τενόρο, βαρύτονο) αλλά και μπάσο,
ντραμς, σ’ ένα σχήμα επί του οποίου ηγείται ο μπασίστας Per Zanussi. Τo “The afreet” προέρχεται από το “Ghost Dance” [Moserobie, 2010] και συνδυάζει groovy και ελεύθερα στοιχεία, ενώ
σε εικονοκλαστικά πεδία κινείται και το Sekstett, γκρουπ μ’ ένα ακόμη ιδιόμορφο setting (κλαρινέτο, κιθάρα, τσέλο, κόρνο, τούμπα, μπάσο), που
ακούγεται στο “6.1”
από το άλμπουμ “Sekstett” [Conradsound, 2010]. Κιθάρα, μπάσο, ντραμς είναι τα όργανα που
χειρίζονται οι τρεις Huntsville, με το “Star spangled pillow” από το “For Flowers, Cars and Merry Wars” [HUBRO, 2011] να αντιπροσωπεύει την guitar-oriented πλευρά της norwegian… psych jazz. Το ανέκδοτο “Swedish country” των Ballrogg ενώνει americana με nordic folk στοιχεία, την ώρα κατά την οποίαν το επίσης ανέκδοτο “Wake up” της Mari Kvien Brunvoll (φωνή, ηλεκτρονικά) βαθαίνει επί των ψυχο-ακουστικών
αρχετύπων. Ανέκδοτο είναι επίσης και το “Time is” της 16μελούς Kitchen Orchestra της οποίας
ηγείται ο γερμανός πιανίστας και συνθέτης Alexander von Schlippenbach (όλοι οι υπόλοιποι πρέπει να είναι Νορβηγοί), με τις
εκπλήξεις να συνεχίζονται έως το τέλος με το βαρύ πυροβολικό της Bergen Big Band και με μπροστάρη τον Terje Rypdal. Το “Don Rypero” από το “Crime Scene” [ECM, 2010] είναι μία από τις… αγριότερες ψυχεδέλειες της
τελευταίας δεκαετίας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου