Έχω την αίσθηση πως ο θάνατος του Κώστα Κλάβα, ή Κλάββα,
τη Δευτέρα (16/7) στα 78 του χρόνια, πέρασε μάλλον απαρατήρητος. Είναι κρίμα
–βεβαίως πιο πολύ κρίμα είναι το τέλος ενός ανθρώπου που σφράγισε την ελληνική
μουσική, σε κάθε διάστασή της, για περισσότερο από 50 χρόνια–, αλλά και ίδιον
της αδιαφορίας του κόσμου, που τρέχει συνήθως πίσω από το φανταχτερό και το
προβεβλημένο. Προβεβλημένος ήταν όμως και ο Κλάβας στη δεκαετία του ’60, όταν
διέπρεπε στο ελληνικό τραγούδι, και τον κινηματογράφο (ως συνθέτης soundtracks), αλλά και τις
επόμενες δεκαετίες όταν ενορχήστρωνε άλμπουμ πασίγνωστων τραγουδιστών (Γιάννης
Πάριος, Γιάννης Πουλόπουλος, Τόλης Βοσκόπουλος, Μαρινέλλα, Κώστας Χατζής, Δάκης, Ελπίδα
κ.ά.).
Ο Κλάβας δεν διακρίθηκε μόνο στο χώρο του τραγουδιού, αλλά
και σ’ εκείνον της λεγόμενης σοβαρής
μουσικής (με δεκάδες έργα), ενώ υπήρξε και διακεκριμένος δάσκαλος (συνιδρυτής της Σύγχρονης
Σχολής Μουσικής και ιδρυτής του Κεντρικού Ωδείου) από τα χέρια του οποίου
πέρασαν πάμπολλοι κατοπινοί, γνωστοί και λιγότερο γνωστοί, συνθέτες και
οργανοπαίκτες. Από τα τραγούδια του ίσως αξίζει ν’ αναφέρω το πρώτο του, το
«Ένα γράμμα» σε στίχους Γιώργου Οικονομίδη, που τραγούδησε η Ζωή Κουρούκλη στο
Α Φεστιβάλ Τραγουδιού Ε.Ι.Ρ. το 1959, τον «Κισσό» σε στίχους Τάσου Μαστοράκη με
τον Γιάννη Βογιατζή (από το Γ Φεστιβάλ Τραγουδιού Ε.Ι.Ρ., το 1961), το «Πέταξε
ένα πουλί» σε στίχους Αλέξη Αλεξόπουλου με τον Γιάννη Βογιατζή και τη Νίκη
Καμπά, που απέσπασε πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης (1963), το «Σου το’πα μια και δυο και τρεις» σε στίχους Κώστα Πρετεντέρη
επίσης με τον Γιάννη Βογιατζή (1963) και βεβαίως τη «Μορφονιά» σε στίχους Αλέξη
Αλεξόπουλου και πάλι με τον Βογιατζή (1964). Αρκετά απ’ αυτά τα τραγούδια
γίνονταν επιτυχίες μέσα από τις ταινίες της περιόδου («Μικροί και Μεγάλοι εν
Δράσει», «Αυτό το κάτι άλλο!», «Ο Τελευταίος Πειρασμός», «Ο Εμίρης και ο
Κακομοίρης»…), ενώ άλλα τυπώνονταν σε δίσκους 45 στροφών και σήμερα ελάχιστοι τα
θυμούνται («Ο τραγουδιστής», «Άσπρα πανιά» κ.ά.). Ήταν η εποχή των ορχηστρών
–κάθε νυχτερινό μαγαζί της εποχής που μπορούσε να εξασφαλίσει μιαν ορχήστρα το
έπραττε– και η Ορχήστρα του Κώστα Κλάβα ήταν μία από τις πιο δημοφιλείς.
Ο Κλάβας ήταν, ως γνωστόν, από τους βασικούς ενορχηστρωτές
του Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης. Εκεί λοιπόν στο 11ον Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού (20-22/9/1972) γνωρίστηκε με τον
Κώστα Τουρνά (όταν οι Poll
διαγωνίστηκαν με τις «Μολυβιές φωτογραφίες»), μια γνωριμία που θα επισφραγιστεί
με τη συνεργασία τους στα «Απέραντα Χωράφια» [Polydor, 1973] και στα «Λευκά Φτερά» [Polydor, 1975].
Στο τεύχος 36 (9-10/2009) του περιοδικού τής Ένωσης Ελλήνων
Μουσουργών μουσικής πολύτονον ο Κώστας
Κλάβας είχε δώσει μία πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη στους Κωνσταντίνο Λυγνό και
Χρήστο Μητσάκη. Αντιγράφω ένα μέρος των λόγων τού συνθέτη που έχει να κάνει με
την παρουσία του στο τραγούδι και, κυρίως, στον κινηματογράφο.
«Το ’59 έγραψα το
πρώτο μου τραγούδι το ‘Ένα γράμμα’ σε στίχους Γιώργου Οικονομίδη για το
φεστιβάλ του τότε Ε.Ι.Ρ., το οποίο πήρε έπαινο. Μάλιστα ήταν εκεί ο Κώστας
Γιαννίδης –ο γνωστός Γιάννης Κωνσταντινίδης– και ο Άκης Σμυρναίος, που θεώρησαν
ότι ήμουνα σε θέση να κάνω την ενορχήστρωση του τραγουδιού μου. Όπως ίσως
ξέρετε οι ενορχηστρώσεις συχνά γίνονταν από άλλους. Το ’63 ήταν που πήρα πρώτο
βραβείο στη Θεσσαλονίκη και ένα χρόνο πριν, το ’62, άρχισε ο κινηματογράφος.
Ξέρεις ποια ήταν η πρώτη ταινία μου; ‘Αγάπη Γραμμένη με Αίμα’, που γυρίστηκε
στο φαράγγι της Σαμαριάς, κάτι που με ενέπνευσε πολύ. Είναι η μόνη μου
κινηματογραφική δουλειά από την οποία έχω κάνει και σουίτα. Από τις
περισσότερες άλλες δεν έχω καν κρατήσει το υλικό.
Στο χώρο του σινεμά μάλλον
μπήκα μέσω των τραγουδιών, αλλά δεν θυμάμαι ακριβώς. Ήρθε ο Ντίμης Δαδήρας, που
ήταν σκηνοθέτης και μου ζήτησε να γράψω τη μουσική. Δουλεύαμε στην ορχήστρα της
ραδιοφωνίας, θα είχαν ακούσει και τα τραγούδια, που τότε ήταν όλα γνωστά…
Μπορεί και να ήμουνα τυχερός. Ποιος ξέρει; Η αλήθεια είναι πως μου ήρθε κάπως
ξαφνικά. Πάντως κινηματογράφο δεν έβλεπα. Δεν με ενδιαφέρει. Έχω να πάω
κινηματογράφο τριάντα ή σαράντα χρόνια.
Η μουσική
ολοκληρωνόταν μέσα σε δέκα μέρες. Και με τι συνθήκες! Μας φωνάζανε τελευταία
στιγμή και βλέπαμε τις εικόνες στη μουβιόλα. ‘Σε δέκα μέρες πρεμιέρα στον τάδε
κινηματογράφο’. Υπάρχουν περιπτώσεις που έφτιαξα μία μουσική για δύο ταινίες
και ο σκηνοθέτης την χρησιμοποίησε σε άλλες τρεις ή τέσσερις. Μου έλεγε ‘φτιάξε
τίτλους’, ή οτιδήποτε άλλο, και μετά τα χρησιμοποιούσε, χωρίς να με φωνάξει για
να δούμε τι θα βάλουμε και που…(…)
Μας κουτσοπληρώνανε με
τα χίλια ζόρια. Με τους μουσικούς είχα συνεχώς προβλήματα: ‘Παιδιά ελάτε.
Γράφουμε’. ‘Και πότε θα πληρωθούμε;’. ‘Απόψε’, τους έλεγα. Και βέβαια δεν
πληρωνόντουσαν… Τελικά μου κόλλησαν το παρατσούκλι ‘ο Απόψε’.
Όμως με όλα αυτά
αποκτούσα εμπειρία και ταχύτητα. Όταν εξελίχθηκα και έφτασα σ’ ένα σημείο,
σταμάτησαν να με ζητάνε. Είχαν ανακαλύψει κάτι κυρίες που με το ένα δάχτυλο στα
άσπρα πλήκτρα γράφανε κάτι βαλσάκια και υποτίθεται γράφανε σε στυλ Νίνο Ρότα,
άλλο βέβαια που ο Νίνο Ρότα έχει γράψει και κοντσέρτα… Αυτή είναι η γνωστή
ελληνική κατάντια».
Μορφή
ΑπάντησηΔιαγραφήΑνώνυμε/η πες μας κάτι παραπάνω.
ΑπάντησηΔιαγραφήαπιστευτο το σαουντρακ και τρομερος ο κλαβας
ΑπάντησηΔιαγραφή