Είχα την εντύπωση πως ο Γιάννης Ζουγανέλης την είχε ψιλοεγκαταλείψει
τη δισκογραφία, αλλά δεν είναι έτσι. Μπήκα στο discogs και είδα, διαπίστωσα δηλαδή, πως
τα τελευταία χρόνια κυκλοφορεί τακτικά CD, τα οποία διατίθενται στον κόσμο μέσω των εφημερίδων. Πάντως
το τελευταίο του, το «Αλλιώς τα Έβλεπα» [ΜΙΝOS EMI / Universal / αυλός, 2017], δεν έχει πάνω
του στάμπες φυλλάδων, οπότε μιλάμε για μια κανονική-κανονική δουλειά, που
επιχειρεί να συναντήσει τον κόσμο δια της κλασικής… παλαιάς οδού. Δισκάδικο ή
και περίπτερο(;) και τα συναφή…
Το άλμπουμ λοιπόν, το «Αλλιώς τα Έβλεπα», περιέχει δώδεκα
τραγούδια σε μουσικές Γιάννη Ζουγανέλη και στίχους των Αντώνη Παπαϊωάννου (6), Nίκου Κεραμίδα (2), Γεωργίου
Σουρή (2), ενώ στα υπόλοιπα δύο στίχους έχει γράψει ο ίδιος ο Ζουγανέλης.
Το πρόβλημα στο συγκεκριμένο CD είναι ο μουσικός αχταρμάς του. Λίγο
τζαζ, λίγο μπλουζ, λίγο ροκ, λίγο ρέγγε, λίγο λαϊκό κτλ. Σχεδόν κάθε τραγούδι
ηχεί διαφορετικά, γιατί έτσι, υποτίθεται, πως θα περάσει καλύτερα το μήνυμα των
στίχων. Έχω τη γνώμη, όμως, πως αυτή η άποψη δεν λειτουργεί. Και, περαιτέρω,
αφήνει κενά στην παρακολούθηση.
Ο Ζουγανέλης νομίζει πως η δισκογραφία είναι κάτι σαν το
μαγαζί, σαν το σώου, εκεί όπου μπορείς να σατιρίσεις οτιδήποτε, χρησιμοποιώντας
κατά το δοκούν ήχους από ’δω από ’κει. Μόνον που ο θαμώνας ενός μαγαζιού, που
έχει βρεθεί εκεί για κάποιο συγκεκριμένο λόγο, δεν έχει ουδεμία σχέση με τον
ακροατή, που θα καθίσει μόνος του, στο σαλόνι του σπιτιού του, για ν’ ακούσει
ένα CD.
Πέφτει λοιπόν στην παγίδα της μουσικής πολυδιάσπασης ο
Ζουγανέλης και είναι κρίμα, γιατί υπάρχουν μερικές πολύ ωραίες μελωδίες εδώ
(όπως εκείνη του «Αλλάζεις»), ενώ και οι στίχοι δεν στερούνται, γενικώς,
ενδιαφέροντος – επηρεασμένοι μέσες-άκρες από τη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική,
μνημονιακή, πραγματικότητα.
Θα μπορούσε, θέλω να πω, όλα αυτά να συνταιριάξουν
καταλλήλως, δημιουργώντας ένα σύγχρονο σοβαρό άλμπουμ με γερές αιχμές προς
πολλές κατευθύνσεις, πράγμα που τελικώς δεν συμβαίνει. Μένουν, δηλαδή, οι
προθέσεις… Ο Ζουγανέλης ξοδεύει το ταλέντο του στο να παριστάνει τον Αγγελάκα (στο
«Οι νεολαίοι»), αλλά η σάτιρα δεν είναι, πάντα, ο καταλληλότερος τρόπος για να
μιλήσεις για τα πάντα. Ιδίως σήμερα, όπου τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά και τα
χάχανα μόλις και μετά βίας χωράνε κάτω από τη χαραμάδα (της εξώπορτας).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου