EMILE PARISIEN QUARTET: Double Screening [ACT
Music + Vision, 2019]
Πριν από κάποιους μήνες, τον προηγούμενο Δεκέμβριο, είχαμε
γράψει για το άλμπουμ τού Emile Parisien Quintet
“Sfumato live in Marciac”,
σημειώνοντας εκεί πως… με συνεχή άλμπουμ
τα τελευταία χρόνια στην ACT, o 36χρονος
γάλλος συνθέτης και σοπράνο σαξοφωνίστας Emile Parisien αναγορεύεται,
οπωσδήποτε, σ’ ένα μεγάλο όνομα.
Αυτό το «μεγάλο όνομα» αποδεικνύεται και
από την πιο πρόσφατη κυκλοφορία τού Parisien, το άλμπουμ “Double Screening”, που ολοκληρώνεται, αυτή τη φορά, μέσω του κουαρτέτου
του (Emile Parisien σοπράνο, τενόρο, Julien Touéry πιάνο, Ivan Gélugne μπάσο,
Julien
Loutelier ντραμς).
Μάλιστα, είναι λίγο περίεργο το γεγονός, και γι’ αυτό το σημειώνω, πως ανάμεσα
στο κουαρτέτο και το κουιντέτο τού Parisien δεν υπάρχει καμμία τομή, κανένα κοινό μέλος. Πώς
εξηγείται αυτό; Δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι πως στα δύο αυτά CD (το περσινό και το τωρινό)
υπάρχουν, οπωσδήποτε, ορατές ηχητικές-ακουστικές διαφορές, κάτι που ενδεχομένως
ξεκαθαρίζει τα όποια «τι» και «πώς». Αναλόγως του υλικού, δηλαδή,
δημιουργούνται κάθε φορά και τα ειδικότερα σχήματα, τα οποία και θα το
αξιοποιήσουν. Έτσι, αν στο “Sfumato live in Marciac”
υπήρξαν τα γνωστά «μεγάλα ονόματα» (Joachim Kühn, Wynton
Marsalis, Vincent
Peirani, Michel
Portal), που
ανταποκρίθηκαν τέλεια στη σημασία εκείνης της γιορτής, εδώ, στο “Double Screening”, η κατάσταση είναι
εντελώς διαφορετική. Υπάρχει περισσότερο «προσωπικό» στοιχείο εννοώ, και
βεβαίως μια διάθεση για πειραματισμούς, ανατροπές, νέες προτάσεις κ.λπ., που
παρέχει στο ηχογράφημα μιαν άλλη διάσταση.
Αυτοί οι πειραματισμοί οδηγούνται, κατά μίαν έννοια, από τον τρόπο που χειρίζονται τα όργανά τους οι τέσσερις μουσικοί. Ο Parisien χρησιμοποιεί το σαξόφωνό του
κάπως σαν «κρουστό», o Touéry παίζει
και σε prepared piano,
ο Gélugne παράγει παράξενους ήχους, στο
μπάσο, με το δοξάρι του, ενώ και ο Loutelier χρησιμοποιεί το drum-set
μ’ έναν ξεχωριστό τρόπο, δημιουργώντας εύπλαστα περιβάλλοντα, μέσα στα οποία
μπορούν να αλληλοεπιδράσουν όλοι οι μουσικοί.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών, στο “Double Screening”, δεν είναι στενά
και μόνο… προχωρημένο. Υπάρχουν βεβαίως τέτοιες στιγμές (“Spam 1”, “Hashtag II” και “III”, “Deux point zero”…), αλλά υπάρχουν και
πιο… σαφή tracks, από
τα οποία, όμως, δεν χάνεται ποτέ η διάθεση για το μη-αναμενόμενο.
Τελικώς το θέμα κάπου ισορροπεί. Και ισορροπεί στο πιο ψηλό,
δυνατό-εφικτό, σημείο.
Το “Double Screening”
είναι ένα πολύ απαιτητικό τζαζ άλμπουμ, με κομμάτια εκπληκτικά (όπως το 8λεπτο “Malware invasion”), που φανερώνουν
για μιαν ακόμη φορά την αξία τού Emile Parisien, σαν παίκτη, συνθέτη και αυτοσχεδιαστή (και βεβαίως την
αξία τής, εδώ, μπάντας του).
JAVIER GIROTTO TRIO: Tango Nuevo Revisited [ACT
Music + Vision, 2019]
Ωπ, εδώ, στο “Tango Nuevo Revisited”, έχουμε κάτι ιδιαίτερο. Μια τριάδα εξεχόντων μουσικών
–ο αργεντινός βαρύτονο σαξοφωνίστας Javier Girotto, ο μπαντονεονίστας Gianni Iorio, ο πιανίστας, που χειρίζεται και ηλεκτρονικά, Alessandro Gwis –αποφασίζει να
διασκευάσει-ανασκευάσει ένα θρυλικό άλμπουμ από το παρελθόν, το “Summit” [Erre T.V.] των Gerry Mulligan και
Astor Piazzolla, που είχε
κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 1974 στην Ιταλία. Την επόμενη χρονιά μάλιστα
(1975), όπως διαβάζουμε στο digipak
τού “Tango Nuevo Revisited”,
το άλμπουμ αυτό, ως “Tango Nuevo”,
θα κυκλοφορούσε και από την πολυεθνική Atlantic στην τότε Δυτική Γερμανία με τη συμβολή του Siggi Loch (το αφεντικό της ACT), πράγμα που σημαίνει πως
θα γινόταν ακόμη πιο γνωστό, τυγχάνοντας έκτοτε περισσότερων επανεκδόσεων. Ο Loch, σαν παραγωγός της ACT τώρα, επιστρέφει σ’
εκείνη την παλαιά εγγραφή, δίνοντας βήμα στο Javier Girotto Trio για μια σχεδόν ολοκληρωτική
διασκευή τού “Tango Nuevo”,
μ’ έναν, όμως, σύγχρονο και μάλλον διαφορετικό τρόπο.
Κατ’ αρχάς να πούμε πως από τα οκτώ tracks του original LP εδώ
διασκευάζονται τα επτά, δηλαδή τα “20 years ago”, “Close your eyes and listen”,
“Years
of solitude”,
“Deus Xango”, “Aire de Buenos Aires”, “Reminiscence”, “Summit” (δεν διασκευάζεται μόνον το “20 years after”), για να συμπληρωθεί το
set με
τρία ακόμη κομμάτια (“Etude for Franca”,
“Escualo”, “Fracanapa”), που αποτελούν επίσης
συνθέσεις των Piazzolla και Mulligan,
ολοκληρώνοντας αυτή την εκλεκτή προσπάθεια.
Βασικά η διαφορά στο “Tango Nuevo Revisited” συνίσταται στο γεγονός πως αυτό που ακούμε εδώ έχει
πολύ περισσότερο σχέση με την jazz
ή έστω την tango-jazz στην πιο «σκληρή» μορφή
της και λιγότερο μ’ εκείνη την κάπως «ελαφρά» (seventies) παρέκκλιση τής πρωτότυπης
(και πάντως επίσης θαυμάσιας) εγγραφής. Βλέπετε στο πρωτότυπο ακούγονταν επίσης
έγχορδα (τσέλο, βιολί, βιόλα) ηλεκτρικές κιθάρες και μπάσο κ.λπ., ενώ εδώ το setting είναι πιο μικρό και
πιο επικεντρωμένο (βασικά τρία μόλις όργανο, βαρύτονο, μπαντονεόν και πιάνο). Αυτή
η «πυκνότητα», να την πούμε έτσι, δημιουργεί νέα δεδομένα ακρόασης, καθώς
αναμορφώνεται στη βάσης της μια θεσπέσια μουσική, που αποδεικνύεται εναργής και
ορμητική ακόμη και μετά από 45 χρόνια.
PAOLO FRESU, RICHARD GALLIANO, JAN LUNDGREN:
Mare Nostrum III [ACT Music + Vision, 2019]
Η σειρά “Mare Nostrum”, που αισίως φθάνει στο τρίτο νούμερό της, ξεκίνησε το
2007, όταν
βρέθηκαν για πρώτη φορά μαζί οι
Paolo Fresu τρομπέτα, φλούγκελχορν, Richard Galliano ακορντεόν, μπαντονεόν, ακορντίνα και Jan Lundgren
πιάνο. Το
επιτυχημένο, εμπορικώς και καλλιτεχνικώς, εκείνο ντεμπούτο συνεχίστηκε το 2016
με το “Mare Nostrum II”,
ενώ τώρα έχουμε τον τρίτο τόμο εμπρός μας – ένας τόμος, που θα κάνει την ίδιαν
ισχυρή εντύπωση που έκαναν και οι δύο προηγούμενοι.
Το τρίο Fresu-Galliano-Lundgren ξέρει
καλώς –και είναι εμφανές τούτο– πού βαδίζει. Στηριγμένο, φυσικά, στην μεγάλη
εκτελεστική και συνθετική ικανότητα των μελών του προσφέρει ουσιαστικά
πρωτότυπα tracks (από
τα δεκαπέντε κομμάτια του CD
τα δώδεκα είναι originals),
ενώ και οι διασκευές που επιλέγει να προτείνει δεν είναι μόνον υπεράνω υποψίας,
αλλά και εκπληκτικά εκτελεσμένες. Λέμε για το “The windmills of your mind” του Michel Legrand, το θρυλικό ναπολιτάνικο
“I’te vurria vasà” και το “Love theme from ‘The Getaway’” του Quincy Jones. Μπορεί να μένεις ενεός
από το πάντα θεϊκό “…windmills…”,
όμως δεν μπορείς να υποτιμήσεις κάθε ένα από τα πρωτότυπα που εδώ
συγκεντρώνονται – και ας μην έχουν και τόσο πολύ μεγάλη σχέση με την jazz.
Ναι – και αυτό θα πρέπει να καταστεί σαφές. Οι Fresu και
Galliano, αλλά και ο Lundgren ως ένα βαθμό, δεν
είναι αυτό που θα λέγαμε «ακραιφνείς τζαζίστες». Συνθέτουν έχοντας κατά νου (οι
δύο πρώτοι) τη μεγάλη ιταλική και γαλλική λαϊκή και ελαφρά παράδοση, καθώς
εμπνέονται μελωδίες οι οποίες μπορούν, χαλαρά, να σε συνεπάρουν, διαθέτοντας τη
γοητεία του κλασικού. Πρώτες ανάμεσά τους οι “Le jardin des fées” και “Del soldato in trincea”, που ανήκουν
αντιστοίχως στους Galliano
και Fresu, ενώ δεν
φείδεται λυρισμού και το “Love in return”
του Lundgren, που και
ως συνθέτης, ο Σουηδός, συναγωνίζεται επαξίως τους δύο συνοδοιπόρους του.
Ηχητική ομορφιά, υψηλό γούστο και μουσικές θεσπέσιες, ακούμε
εδώ, με τη μελωδία στο κέντρο.
NGUYÊN
LÊ QUARTET: Streams [ACT Music +
Vision, 2019]
Ο γεννημένος στο Παρίσι, αλλά με βιετναμέζικη καταγωγή,
κιθαρίστας Nguyên Lê πάτησε τα 60, αλλά, παρ’
όλα αυτά, εξακολουθεί να δίνει προσωπικούς δίσκους που να εκπλήσσουν, όπως
έκανε και στο δισκογραφικό ξεκίνημά του (πριν από 30 χρόνια). Η πιο πρόσφατη δουλειά
του έχει τίτλο “Streams”
και βρίσκει τον γαλλο-βιετναμέζο μουσικό (που χειρίζεται και ηλεκτρονικά) να
συνεργάζεται με τον πρόγονό του Illya Amar
στο βιμπράφωνο, τον Καναδό Chris Jennings στο ακουστικό μπάσο και τον Αμερικανό John Hadfield σε
ντραμς, κρουστά. Το άλμπουμ περιλαμβάνει εννέα συνθέσεις – επτά του Lê, μιας του Jennings και μιας του Amar.
Σ’ αυτό το CD
ο Nguyên Lê εμφανίζεται περισσότερο και
πιο κοντά σε μια τζαζ φάση (και δη κουαρτέτου), απ’ όσο στις πιο πρόσφατες δουλειές
του –δίχως αυτό να σημαίνει πως είναι και λιγότερο «τζαζροκικός», λιγότερο ethnic, πειραματικός κ.λπ.–
διατηρώντας τη φήμη του σαν δημιουργός, πάντα, σε υψηλά επίπεδα.
Τα κομμάτια που καταγράφονται στο “Streams” κινούνται, οπωσδήποτε, σ’ ένα contemporary πλαίσιο, αλλά
δεν είναι τυπικά και ποτέ αναμενόμενα. Κάνουν τις υπερβάσεις τους, θέλω να πω,
και μέσω μιας χαμηλής έντασης περιστασιακών ηλεκτρονικών από τον ίδιον τον Lê, και μέσω των κρουστών του
Hadfield, όπως και των vibes του Amar, που προσθέτουν σ’ αυτό το
ενορχηστρωτικό οικοδόμημα κι ένα ελαφρύ groovy feeling. Βασικά όμως και πάνω απ’ όλα είναι η κιθάρα του Nguyên Lê, εκείνη που έχει το
μεγαλύτερο βάρος στην ανάπλαση των συνθέσεων και στην οικοδόμηση ενός κλίματος είτε
συγκρατημένης nostalgia,
που εντοπίζεται σε tracks
όπως το “Bamiyan”, είτε
μιας σαγηνευτικής έντασης, που κυριεύει το άπαν σε κομμάτια όπως το “Sawira”, για παράδειγμα.
Ένα ακόμη top CD
από τον Nguyên Lê, που στοχεύει πάντα στα
μεγάλα crossover
ακροατήρια.
Η ACT Music + Vision εισάγεται από την AN Music
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου