Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2019

καινούριες ροκ κυκλοφορίες από Γαλλία, Ελλάδα, Ουγγαρία και Ηνωμένες Πολιτείες

SHELTER: Spetsnaz [Atypeek Diffusion / Le Cri du Charbon, 2019]
Γάλλοι είναι οι Shelter – λέμε για ένα καινούριο σχετικώς σχήμα, το οποίον απαρτίζουν οι Maxence Griffond κιθάρες, Joseph Natta τρομπέτα, Robin Ruston κιθάρες, Pierre Rettien ντραμς και Theo Fardele μπάσο. Το “Spetsnaz” είναι το πιο καινούριο EP τους (δεν θα το πούμε άλμπουμ), που περιέχει τέσσερα 4λεπτα-5λεπτα tracks, τα οποία ηχούν παράξενα. Γαλλοπρεπώς παράξενα; Θα με ρωτούσε κάποιος. Ναι, θα απαντούσα, καθώς υπάρχει αυτή η rock-avant, διασκορπισμένη σε όλες τις συνθέσεις των Shelter.
Στο πρώτο κομμάτι, το “Spetsnaz”, κυριαρχεί το punky-progressive, με το βασικό ρυθμικό πρόσταγμα να το δίνει μια βαλκανικής προέλευσης γραμμή. Η τρομπέτα έχει ηγετικό ρόλο στην ενοργάνωση, όμως και οι κιθάρες συμμετέχουν εξ ίσου δυναμικά, με το rhythm section να επαναλαμβάνει τα ρυθμικά patterns προς ένα τελικό εκστατικό αποτέλεσμα. Στο επόμενο “Zoloft” έχουμε μια πιο fusion διάσταση, με τα βασικά στοιχεία του πρώτου κομματιού να ανιχνεύονται και εδώ. Δυνατό το «σπάσιμο», με το αποδιαρθρωμένο κιθαριστικό σόλο στη μέση, και εξαιρετική η πνευστή συνεισφορά (τύπου Toshinori Kondo & IMA) στη συνέχεια. Στο “Bermudes”, ένα ακόμη εξαιρετικό track, οι Shelter εμφανίζονται πιο μελωδικοί στην αρχή, αλλά τα σκληρά «γεμίσματα» είναι συνεχή. Κάποια στιγμή το κομμάτι αγριεύει βεβαίως για τα καλά, χώνοντάς τα προς πάσα κατεύθυνση. Το EP θα ολοκληρωθεί με το “Bielorusse”, μια περίπου 6λεπτη σύνθεση (5:36 για την ακρίβεια), που, στην αρχή, ρυθμικώς «φανκίζει», πριν μεταφερθούμε σταδιακώς σε μια σκληροπυρηνική ροκιά, με φοβερές πενιές (προσωπικώς ανακαλώ Ollie Halsall εδώ – σε ποιον άραγε από τους δύο κιθαρίστες θα πρέπει να αποδοθούν τα εύσημα;) και ηφαιστειακό τελείωμα. Δύναμη!
Επαφή: www.lecriducharbon.fr
DOUBLE NELSON: Erreur 89450 [Atypeek Music / La Face Cachee, 2019]
Γάλλοι οι Shleter για τους οποίους γράψαμε πιο πάνω, Γάλλοι και οι Double Nelson, ένα ντούο (άντρας-γυναίκα) που υφίσταται σαν σχήμα από τριακονταετίας. Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια οι Double Nelson έχουν ηχογραφήσει οκτώ άλμπουμ, με το ένατο να είναι το παρόν “Erreur 89450” – ένα παράξενο ηλεκτρονικής φύσεως LP/CD, που αποτελείται από δεκατέσσερα κομμάτια μικρής σχετικώς διάρκειας (από τέσσερα λεπτά και κάτω το καθένα).
Έχει ενδιαφέρον η μουσική (και τα τραγούδια), που παρουσιάζουν οι Double Nelson. Άλλοτε ακούγονται πιο electro-rock, άλλοτε πιο lo-fi και πειραματικά, άλλοτε πιο κοντά σε dark trip-hop ρυθμοδομές, άλλοτε πιο βαριά industrial κ.λπ., αλλά ποτέ δεν ξεπέφτουν στην αδιαφορία.
Οι επιρροές είναι eighties φυσικά και συγκροτήματα τύπου Psychic TV φαίνεται να έχουν επηρεάσει για τα καλά τους Double Nelson, αλλά ενδιαμέσως μπορείς να αντιληφθείς και άλλους υπαινιγμούς, από διαφορετικές electro σχολές – την μετα-kraut γερμανική, το japanoise και άλλα διάφορα – ακόμη και mid-seventies CAN ανιχνεύονται σε tracks σαν το “Ten aura pas”.
Σε κάθε περίπτωση οι Double Nelson είναι μια μπάντα που ξέρει τι ζητά, κάτι που είναι ολοφάνερο και στο “Erreur 89450”.
ELECTRIC LITANY: Under a Common Sky [Apollon Records, 2019]
Για το “How To Be A Child & Win the War” των Electric Litany, στην ελληνική βινυλιακή έκδοσή του στην Inner Ear, γράψαμε πριν από λίγο καιρό (17 Οκτωβρίου 2019). Το άλμπουμ, που κυκλοφορεί και στο εξωτερικό από την Apollon Records, έφθασε και ως CD στα χέρια μας, κι έτσι υποχρεωνόμαστε (με την σωστή έννοια), να γνωστοποιήσουμε και αυτή την κυκλοφορία. Το κείμενο, που ακολουθεί, δεν μπορεί παρά να είναι πάνω-κάτω το ίδιο (και επί της ουσίας το ίδιο ακριβώς) με το προηγούμενο.
Διαφοροποιημένοι εμφανίζονται οι Electric Litany στο “Under A Common Sky” ως προς την line-up τους (σε σχέση μ’ εκείνην του 2014), καθώς τώρα τους αποτελούν οι Αλέξανδρος Μίαρης φωνή, κιθάρες, πιάνο, σύνθια, περσικό σαντούρι, προγραμματισμός, Richard Simic ντραμς, κρουστά, ηλεκτρονικά ντραμς, λούπες, φωνητικά, Benjamin Prince σύνθια, vocoder, Pav Mav μπάσο, φωνητικά και Γιώργος Μπότης προγραμματισμός, φωνητικά, σύνθια, συν τον τρομπετίστα Ανδρέα Πολυζωγόπουλο ως guest σε δύο tracks, αλλά καθόλου διαφοροποιημένη δεν εμφανίζεται η προβληματική τους, σε σχέση με το πώς αξίζει να ηχεί το σύγχρονο ηλεκτρικό (αγγλόφωνο) τραγούδι, όταν διαλέγεις για ’κείνο τα καλύτερα στοιχεία από πέντε δεκαετίες ποπ και ποπ-ροκ μουσικής.
Με σαφείς αναφορές στην Κέρκυρα, τον τόπο καταγωγής τού Μίαρη τουλάχιστον, που έχει γράψει όλους τους στίχους των τραγουδιών, συμβάλλοντας αποφασιστικώς και στις μουσικές (μαζί με τα υπόλοιπα μέλη), το “Under A Common Sky” σε «πιάνει» από το εξώφυλλο ήδη. Ένα ουράνιο τόξο στο βάθος του σκοτεινού ουρανού κι ένα κύμα μπροστά να σκάει σε κάποια ακτή. Τοπίο της Κέρκυρας, μετά από κάποια νεροποντή; Πολύ πιθανόν. Η Κέρκυρα πρωταγωνιστεί όμως και στο βινύλιο και δεν εννοώ μόνον το A2 track, το “CFU”, με τη χρήση sample ενός φωνητικού κερκυραϊκού σκοπού («Καληώρα να ’χουν οι ελιές»), αλλά και γενικότερα μέσω του λυρικού πνεύματος και των άψογα κεντραρισμένων μελωδιών, που χαρακτηρίζουν όλες τις συνθέσεις τού άλμπουμ.
Τέτοια άλμπουμ, τέτοιου μελωδικού φινιρίσματος, δεν τα συναντάς συχνά στη σημερινή δισκογραφία. Θα έλεγα, δε, πως ούτε και στην παλαιότερη. Μπορεί εγώ όταν ακούω το “Sealight”, από την πρώτη πλευρά, να ανακαλώ στη μνήμη μου το άγνωστο άλμπουμ “Alone” (1975) του Myke Jackson, αλλά αυτό είναι περισσότερο μια προσωπική αίσθηση ή εμμονή (πείτε το όπως θέλετε), δεν είναι ούτε καν για να το συζητάμε. Άλλοι βεβαίως, νεότεροι, θα μιλήσουν για Mogwai, για παράδειγμα... και δεν είναι ούτε αυτό λάθος.
Μιλώντας, λοιπόν, για τους Electric Litany θα έλεγα πως η δεύτερη πλευρά τού “Under A Common Sky”, με τα πέντε tracks, είναι απλησίαστη από πολλά συγκροτήματα, με την μία κομματάρα να διαδέχεται την άλλη.
Τόσο συμπαγής ήχος, τόσο γεμάτος, τόσο τελειοποιημένα τραγούδια, σε κάθε διάστασή τους, είναι κάτι που σε κάνει να νοιώθεις «αλλιώς»... καλύτερα, δυνατότερα, ψηλότερα.
TÖRZS: Tükör [A Thousand Arms / Lerockpsicophonique / self-released, 2019]
Μπάντα, τρίο, από την Βουδαπέστη είναι οι Törzs (Soma Balázs, Dániel Nyitray, Zsombor Lehoczky), με το “Tükör” να αποτελεί την τρίτη κυκλοφορία τους (όπως βλέπουμε και στο bandcamp). To άλμπουμ περιλαμβάνει έξι κομμάτια (6λεπτα-7λεπτα) και είναι ζωντανά ηχογραφημένο (“live at Baradla cave, Hungary, in 2019” διαβάζουμε στο πίσω μέρος του all paper CD-cover), πράγμα που σημαίνει πως το βαρύ post-rock των Ούγγρων έχει άλλη δυναμική και χάρη.
Οι Törzs παίζουν απλά, όχι περισπούδαστα δηλαδή, στα όρια βασικά του post-rock και του stoner, και ως instrumental μπάντα δείχνει να τα καταφέρνουν αρκετά καλά, παρουσιάζοντας μια σειρά πλήρων και οριοθετημένων συνθέσεων, που δεν... δεινοσαυρίζουν. Θα μπορούσε, θέλω να πω, το live να τους κάνει πιο βαρείς, πιο σκληρούς, λιγότερο «έντεχνους» ή «τεχνικούς», και φυσικά πιο... μακριούς στο χρόνο. Τίποτα απ’ αυτά δεν συμβαίνει. Οι Törzs παίζουν σαν σε στούντιο, γνωρίζοντας πώς να διαχειριστούν και το έπος και το πάθος, δίνοντας ωραία κομμάτια, ικανά να σταθούν άνετα σ’ αυτό τον ροκ χώρο, που μέρα με τη μέρα αποδεικνύεται όλο και πιο κυρίαρχος. Έξοχο το έσχατο “Hatodik” με hints από seventies Pink Floyd (ή και P.L.J Band…).
TIMELOST: Don’t Remember Me for This [Golden Antenna / To Live A Lie Records, 2019]
Αμερικανοί από την Φιλαδέλφεια είναι οι Timelost, που τώρα κάνουν το ουσιαστικό ντεμπούτο τους με το άλμπουμ “Dont Remember Me for This”. Μέλη των Timelost είναι δύο βασικά –ο τραγουδιστής-κιθαρίστας Shane Handal (από τους Set and Setting) και ο ντράμερ Grzesiek Czapla (από τους Woe)–, όμως υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι (τεχνικοί), τους οποίους οι ίδιοι οι Timelost μνημονεύουν στο μέσα μέρος του digipak και που μεγεθύνουν και ολοκληρώνουν τον ήχο τους.
Το λέμε, γιατί ο ήχος του αμερικανικού γκρουπ είναι πολύ γεμάτος, με πολύ όγκο και με μια ροή, κάπως... μεγαλοπρεπή (shoegaze, ναι, αλλά μεγαλοπρεπές), γεγονότα τέλος πάντων, που μαρτυρούν ότι εδώ έχουν επενδυθεί εργατοώρες προκειμένου να βγει η συγκεκριμένη ποιότητα εγγραφής, που είναι και εντυπωσιακή, και διαυγής, και πλήρης. Σχεδόν το παν.
Όμως δεν είναι μόνο τα τεχνικά, στα οποία διαπρέπουν οι Timelost – καθώς υπάρχουν και τα τραγούδια αυτά καθ’ αυτά, που κυλάνε «μια χαρά» στην περίπτωσή μας, και που δείχνουν, αν μη τι άλλο, τις αληθινές δυνατότητες αυτού του ντούο, που ξέρει και να στιχουργεί και να συνθέτει.
Μέσα σ’ αυτό, λοιπόν, το βαρύ, το διαμορφωμένο από τους αδυσώπητους κιθαρισμούς, και κάπως μελαγχολικό περιβάλλον, οι Timelost ξέρουν να απλώνουν τις επικεντρωμένες μελωδίες τους, εμφανίζοντας ένα περίπου τέλειο άθροισμα.
Χωρίς τραγούδια που να ξεχωρίζουν, και με μια ροή (το τονίζουμε και πάλι), που δεν παρεκκλίνει ποτέ από αυτό που είναι σχεδιασμένο, οι Timelost δεν οικειοποιούνται μόνο το “Cryptorchild” του Marilyn Manson, αλλά και τους καλύτερους Ride και Lush προσφέροντας στον ήχο τους ένα καινούριο ξεπέταγμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου