Τα σόλο πιανιστικά κονσέρτα του Keith Jarrett είναι άπειρα.
Πάμπολλα, περαιτέρω, είναι και τα δισκογραφημένα του, καθώς ο μέγας αυτός
πιανίστας, συνθέτης και αυτοσχεδιαστής συχνά-συχνότατα δίνει το okay για τα σχετικά άλμπουμ,
ενώ επίσης συχνά-συχνότατα βρίσκεται σε ιδιαίτερη φόρμα, με όρεξη, με οίστρο,
με ακαταπόνητη διάθεση, στοιχεία που προεξοφλούν, βεβαίως, και την ανάλογη
υψηλή, τελική προσφορά του.
Στο παρόν διπλό CD (και διπλό LP) “Munich 2016” [ECM Records
/ AN Music, 2019], ο αμερικανός
μουσικός καταγράφεται «ζωντανός» στo Philharmonic Hall του Μονάχου (16 Ιουλίου 2016), σ’
ένα πρόγραμμα που περιλαμβάνει δικές του συνθέσεις-αυτοσχεδιασμούς στο πρώτο
μέρος (“Part I”
έως και “Part XII”)
και την άποψη του για τρία στάνταρντ (μόνιμη πηγή έμπνευσης για τον Jarrett και όχι μόνον) στο
δεύτερο.
Όλα τα χαρακτηριστικά της τέχνης τού Keith Jarrett βρίσκονται εδώ
παρόντα. Και τα τεχνικής φύσεως, και τα εκφραστικής, και τα συνθετικής, και τα
αυτοσχεδιαστικής.
Ο Jarrett και στο “Munich
2016” αποδίδει, κατά βάση, σύγχρονη μουσική.
Με επιρροές απ’ όλο το μουσικό σώμα (μπαρόκ, κλασική, jazz, blues, folk, σύγχρονα ιδιώματα κ.λπ.) συνθέτει
αυτοσχεδιάζοντας και αυτοσχεδιάζει συνθέτοντας (κατά το προσφιλές του). Κάτι,
που καταγράφεται στις απολύτως υψηλές, όσο και ειδικές, δικές του δυνατότητες, να
κρατά, ανάμεσα σε άλλα, και τον ακροατή σε μια διαρκή εγρήγορση – βασικά τον
ακούς (ακόμη και από το CD)
με κομμένη την ανάσα.
Και κάπως έτσι αιτιολογούνται τα θριαμβικά χειροκροτήματα,
μαζί με τα επιφωνήματα και τα σφυρίγματα θαυμασμού, μετά το πέρας κάθε track, αφού η συσσωρευμένη
ενέργεια που επικάθεται, που πολιορκεί τους ακροατές της σάλας, δεν έχει άλλο
τρόπο για να διαφύγει προς τα έξω, δεν έχει άλλο τρόπο για να εκτονωθεί. Το
νοιώθεις, καθώς τον ακούς να παίζει, και το αισθάνεσαι, διπλά και τρίδιπλα, στα
εκατοστά του δευτερολέπτου που μεσολαβούν από τον απόηχο, κάθε φορά, της
τελευταίας νότας, μέχρι την κατάφαση της αίθουσας.
Τι να πεις, για κάθε ένα, ξεχωριστά, από τα δώδεκα αρχικά
θέματα; Οι περιγραφές μοιάζουν μικρές... Ο Jarrett δεν παίζει απλώς «τα πάντα», όπως συνηθίζουμε να λέμε,
αλλά το κάνει και μ’ έναν τρόπο απολύτως προσωπικό, συνδυάζοντας στο σετ του
λυρισμό, δύναμη, αρμονικό πλούτο, θεάρεστες μελωδίες, πολυρυθμίες και
αβαντγκάρντιες, στιγμές γαλήνης και νηνεμίας, μαζί με πιανιστικούς «τυφώνες»
και «καταιγίδες», όντας πάντα «μόνος του» στην αίθουσα (σε κάθε αίθουσα) και σε
απόλυτη εκστατική κατάσταση (αξίζει, για παράδειγμα, να τον ακούσεις, και εδώ, πώς
συνοδεύει με τη φωνή του εκείνα που προκύπτουν από τα χέρια του, για να
αντιληφθείς πως κατά τη διάρκεια τού κονσέρτου υπάρχουν μόνον ο ίδιος και το
πιάνο του).
Και είναι, βεβαίως, κι εκείνο το κλείσιμο με τα τρία
στάνταρντ, που ολοκληρώνει τούτη την ηχογράφηση, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Έξοχος Keith Jarrett
κι εδώ. Κατανυχτικός, άφθαστος, απαράμιλλος αυτοσχεδιαστής και ασύγκριτος
μελωδός. Τα κομμάτια:
α. “Answer me, my love” (Gerhard Winkler-Fred Rauch), γερμανικό τραγούδι με
αρχικούς γερμανικούς στίχους (και αργότερα αγγλικούς). Το έχουν πει (σαν
τραγούδι) δεκάδες, αλλά η κλασική version του είναι εκείνη με τον Nat King Cole, από το 1954. Τζαρετικός θρίαμβος!
β. “It’s a lonesome
old town” (Charles Kisco). Και αυτό σαν τραγούδι (με τους στίχους του Harry Tobias) το έχουν πει δεκάδες
(Frank
Sinatra, Nat King Cole, Brenda Lee...), με τον Jarrett να προβαίνει επί του
προκειμένου σε μιαν υποβλητικότατη διασκευή, και...
γ. “Somewhere over the rainbow”
(Harold Arlen),
γραμμένο για την ταινία The Wizard of Oz
(1939) και τραγουδισμένο για πρώτη φορά (στίχοι Yip Harburg) από την Judy Garland, το τραγούδι αυτό
είναι και παραμένει αριστούργημα, με όποιον τρόπο και να το ακούσεις – πόσω
μάλλον από έναν εύχαρι Jarrett,
όπως εδώ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου