OSLO 14 VOCAL ENSEMBLE: Ut = inn [Losen Records,
2019]
Έχουμε ξαναγράψει για το Oslo 14 Vocal Ensemble,
ένα νορβηγικό σχήμα, το οποίον αποτελείται από αντρικές και γυναικείες φωνές –
και όχι πάντα δεκατέσσερις. Υπάρχει μια «δεξαμενή» είκοσι φωνών, και από εκεί
επιλέγονται οι τραγουδιστές (κυρίως τραγουδίστριες), που θα πλαισιώσουν, κάθε
φορά, τα εκάστοτε projects.
Στο παρόν “Ut = inn” παίρνουν μέρος δώδεκα
φωνές, οι οποίες συν-συνθέτουν με την Tone Åse,
μια σειρά «ακραίων» φωνητικών tracks, τα οποία επενδύονται
με λούπες και ηλεκτρονικά. Τα tracks είναι οκτώ στον
αριθμό, διαρκούν από τρία λεπτά έως σχεδόν δώδεκα, και απευθύνονται βασικά σε
«υποψιασμένους» ακροατές. Αλλά πόσο «υποψιασμένα» είναι αυτά (τα tracks)
κατ’ αρχάς;
Η Åse,
όπως διαβάζουμε στις σημειώσεις, στο μέσα μέρος του digipak...
«θέλησε να διερευνήσει το πώς,
με ποιον τρόπο, γίνεται να εμφανιστούν μουσικές ιδέες, συνενώσεις, νέοι ήχοι
και έννοιες, όταν ακούμε προσεκτικά τους ήχους που μας περιβάλλουν στην
καθημερινή ζωή» και ακόμη το πώς...
«οι ήχοι που βρέθηκαν στις συγκεκριμένες συνθέσεις συλλέχθηκαν από τους
τραγουδιστές τού συνόλου, που, επίσης, παρήγαγαν υλικό (και κείμενα), το οποίο
γεννήθηκε από τους ήχους που επέλεξαν να συλλέξουν». Τελικώς... «αυτό το υλικό έγινε το σημείο εκκίνησης
για τις συνθέσεις της Åse, με το έργο να αναπτύσσεται περαιτέρω, μέσα από την
εμπλοκή σε αυτό και τού φωνητικού συνόλου».
Το αποτέλεσμα δεν είναι εύκολο
να περιγραφεί, μέσα στην κάπως αφηρημένη, αλλά σε κάθε περίπτωση στιβαρή και
δυναμική εξέλιξή του. Οπωσδήποτε η φωνητική βαβέλ είναι σαφής στο “Ut
= inn”, όπως σαφείς είναι και οι προθέσεις τού Oslo
14 Vocal Ensemble
να δημιουργηθεί ένα φωνητικό στρώμα, με ποικίλες διαστάσεις, από απλές μελωδικο-αρμονικές,
μέχρι φωνητικές-ακροβατικές, που πάντα συντρέχουν, ορμώμενες όμως από
διαφορετικά επίπεδα.
Το άκουσμα, που διαθέτει και
μια κάπως κοσμική διάσταση... σαν υπερκόσμια λειτουργία κάποιας άγνωστης
θρησκείας (βοηθούν και τα ηλεκτρονικά προς αυτήν την κατεύθυνση), προσφέρει
στιγμές αληθινά απογειωτικές, τις οποίες σίγουρα θα εκτιμήσουν όσοι αρέσκονται
σε ηχογραφήσεις τύπου “Spleen” (σ’ εκείνο το weird άλμπουμ των Sound of Feeling αναφερόμαστε, από το μακρινό 1968).
ATLE NYMO: Solo for Trio [Losen Records, 2019]
O Atle Nymo
είναι ένας σημαντικός νορβηγός σαξοφωνίστας (τενόρο) και μπασο-κλαρινετίστας,
με μεγάλη διαδρομή πίσω του, που τώρα, κάπως αργά, στα 42 του, κάνει το πρώτο
αυστηρώς προσωπικό CD
του. Λέμε για το “Solo for Trio”
ένα άλμπουμ με εννέα πρωτότυπες συνθέσεις, τις οποίες ο νορβηγός μουσικός φέρει
εις πέρας μαζί με τον Mats Eilertsen μπάσο και την Σλοβάκα Michaela Antalová ντραμς, κρουστά. Ο Nymo υπήρξε
ή είναι ακόμη μέλος της σημαντικής Trondheim Jazz Orchestra (με πολλές και
καλές ηχογραφήσεις), μα και άλλων σχηματισμών (The Rainbow Band, Motif, I.P.A. κ.λπ.),
χτίζοντας, όλα τα προηγούμενα χρόνια, ένα προφίλ δημιουργικού μουσικού, με
σταθερές αναφορές στο new thing
της jazz, στην δεκαετία
του ’60.
Εκτός από δύο tracks του CD,
τα οποία είναι ηχογραφημένα, τον Νοέμβριο του ’16, ζωντανά, στην Norwegian Academy of Music, στο Όσλο, τα υπόλοιπα
επτά προέρχονται από ένα πιο πρόσφατο στούντιο-session (Μάρτιος 2019) και είναι αυτά
ακριβώς, που φανερώνουν τις πιο σύγχρονες οργανοπαικτικές και συνθετικές
αντιλήψεις του Nymo, ενός
μουσικού που έχει «μεγαλώσει» τόσο με John Coltrane και Sonny Rollins,
όσο και με Jan Garberek
– συνδυάζοντας στο παίξιμό του και κλασικά «τζαζικά», μα και ευρωπαϊκά
στοιχεία.
Αν εξαιρέσεις μία σύνθεση, την “For Atle and Mats”, που είναι της Antalová
και είναι γραμμένη, βασικά, για το μπάσο και το τενόρο, σε όλα τα υπόλοιπα tracks τού άλμπουμ ο Nymo συνθέτει
(είτε μόνος του, είτε σε συνεργασία). Και οι συνθέσεις του διακρίνονται και για
την μετρική ποικιλία τους, αλλά και για τους αυθόρμητους μελωδισμούς τους, που
είναι πάντως τονικοί και όχι ιδιαιτέρως σύνθετοι. Αυτός ο συνδυασμός ελευθερίας
από την μια μεριά και απλότητας από την άλλη είναι το βασικό χαρακτηριστικό τού
“Solo for Trio”, ενός ακόμη άλμπουμ της
σύγχρονης νορβηγικής σκηνής, που φανερώνει το βάθος της «δουλειάς» που γίνεται
στην σκανδιναυική χώρα.
JOHNSEN / SAHLANDER / MOEN: 1+1=3 [Losen
Records, 2019]
Από δύο Νορβηγούς, τον ντράμερ Geir Åge Johnsen, τον πιανίστα Bernt Moen, κι έναν Σουηδό, τον μπασίστα Fredrik Sahlander, αποτελείται το
συγκεκριμένο τρίο, που έτσι ως κλασικό στη δομή του (πιάνο-μπάσο-ντραμς), δεν
μπορεί παρά να... κλασικοφέρνει. Όχι, εντάξει, δεν είναι απαραίτητο αυτό, όμως
στην περίπτωση των Johnsen,
Sahlander και Moen ισχύει. Οι τρείς
Σκανδιναυοί, που παίζουν από καιρό μαζί, αν και βασικά στις σκηνές, μπαίνουν
τώρα στο στούντιο, προκειμένου να γράψουν ένα πολύ ενδιαφέρον άλμπουμ, αποτελούμενο
κυρίως από διασκευές, που εμπεριέχουν και το σχετικώς απρόβλεπτο.
Το CD
ανοίγει με το “Isotope”
του Joe Henderson
(από το κλασικό post-bop άλμπουμ του “Inner Urge” στην Blue Note, το 1965). Το τρίο... φανκάρει.
Όχι αγρίως, αλλά πάντως φανκάρει, με ωραία γεμίσματα από το μπάσο, και με το
πιάνο να αυτοσχεδιάζει πάνω στην αρχική μελωδία. Ιδανικό για αρχή.
Συνέχεια με το “Lament” του τρομπονίστα J.J. Johnson. Φοβερή η μελωδία,
που ο Moten την
προσαρμόζει στα μέτρα του, με τους Johnsen (δική του ιδέα της διασκευής) και Sahlander να
συνοδεύουν από κοντά και ιδανικά (δημιουργικά).
Τρίτο track
στη σειρά το “Naima”
του John Coltrane.
H εισαγωγή,
με το παίξιμο του πιάνου «από μέσα» έρχεται από άλλον πλανήτη, ενώ και
γενικότερα τούτη η διασκευή ακούγεται εντυπωσιακώς, με τους τρεις μουσικούς να
βρίσκονται «σε φάση» και βασικά σε έκσταση. Από τις ωραιότερες στιγμές του CD.
Το κλασικό “Interplay”
του Bill Evans,
που ακολουθεί, στηρίζεται πάνω σ’ ένα πολύ χαρακτηριστικό πιανιστικό riff, το οποίον riff εξακολουθεί ρυθμικώς να
υφίσταται και κατά τη φάση όπου ο πιανίστας επεκτείνει τη βασική μελωδία. Πολύ
καλή δουλειά από το ρυθμικό τμήμα εδώ, και piano-playing,
με κοφτές φράσεις και δυναμικές αλληλουχίες ακόρντων, που συναρπάζει.
Στο “Things ain’t what they used to be” του Mercer Ellington, έχουμε ένα τυπικό,
αλλά πανέμορφο blues, που
δείχνει απλώς την μεγάλη εξοικείωση των Σκανδιναυών με αυτά τα... ιερά και όσια
της τζαζ παράδοσης. Απολαυστικό.
Προτελευταίο κομμάτι το επίσης κλασικό “All blues”του Miles Davis. Εδώ πρωταγωνιστεί το groove που φτιάχνει το
ρυθμικό τμήμα (έξι/όγδοα σε γρήγορο τέμπο), πάνω στο οποίο «ζωγραφίζει» ο
πιανίστας. Έξοχος για ακόμη μια φορά ο Moen, παίζει κατά βάση με τη μελωδία, την οποία διαμορφώνει και
εντάσσει, όπως εκείνος θέλει, εντός αυτής της υπερκινητικής κατάστασης, που
απλώνεται από το μπάσο-ντραμς. Έξοχοι και οι τρεις τους, για μιαν ακόμη φορά!
Το κλείσιμο αυτού του καταπληκτικού άλμπουμ έχει τίτλο “When all is said and done” και είναι το μοναδικό
πρωτότυπό του (σύνθεση του πιανίστα Bernt Moen). Το ξεκίνημα, οι πρώτες λίγες νότες στο πιάνο, ανακαλούν το
“She’s a rainbow” των Rolling Stones – και, κακά τα ψέματα,
θα μπορούσε να αποτελεί, η εν λόγω σύνθεση, μια κρυφή διασκευή του, αν δεν ήταν
τόσο μαγικά απλωμένη στο χρόνο (ξεπερνά κατά τι τα επτά λεπτά, όντας η πιο
μακριά στο χρόνο στιγμή του CD),
κάνοντάς σε να ξεχάσεις εκείνο το pop-gem, καθώς
αφήνεσαι σε τούτη την μαγική περιπέτεια!
WELO/WELO QUARTET: Harvest Time [Losen Records,
2019]
Ο Tor Welo
είναι παλαιός νορβηγός πιανίστας, οργανίστας και ενορχηστρωτής, με παρουσίες
στην δισκογραφία από τα μέσα του ’70 ήδη (ή και πιο πριν). Γιος του είναι ο
σαξοφωνίστας Ola Welo,
που κι αυτός έχει πια μια υπερ-20ετή πορεία στα πράγματα και φίλοι, προφανώς, ο
μπασίστας Lars Tormod Jenset
(με σημαντική δισκογραφία σε Rune Grammofon
και αλλού – βασικά ως μέλος των Espen Eriksen Trio)
και ο ντράμερ Martin Wister.
Αυτοί οι τέσσερις μουσικοί συγκρότησαν ένα κουαρτέτο, το Welo/Welo Quartet, και κάπως έτσι, μ’ αυτή τη μορφή, έγραψαν ένα πολύ
ενδιαφέρον και πολύ γλαφυρό jazz CD, το
“Harvest Time”,
που τώρα κυκλοφορεί από την Losen Records.
Στο “Harvest Time”
ακούγονται, βασικά, originals.
Συνθέσεις πότε του πατέρα Welo
και πότε του υιού Welo.
Σε άλλες, δε, ο Tor Welo
παίζει πιάνο και σε άλλες όργανο. Θα έλεγα, μάλιστα, πως τούτο ακριβώς το
γεγονός διαχωρίζει τις συνθέσεις στις πιο groovy (στις soul-jazz ας πούμε) και στις πιο
ήπιες, τις πιο «μπαλαντικές» (αν και ούτε αυτό είναι απόλυτο), που, και αυτές,
δεν ξεφεύγουν από το hard bop
περιβάλλον.
Όλα τα πρωτότυπα είναι πολύ καλά, αρκετά δουλεμένα θα
λέγαμε, με άπαντες τους οργανοπαίκτες να ανταποκρίνονται πλήρως στους ρόλους
τους, αποφεύγοντας τις περιττές επιδείξεις και επιμένοντας στο χτίσιμο μιας
ατμόσφαιρας... κοντινής σ’ εκείνην της Blue Note τού πρώτου μισού των sixties.
Η μοναδική version του άλμπουμ, το “Reodors ballade / Norwegian sunset” του (δανού συνθέτη) Bent Fabricius-Bjerre ή Bent Fabric όπως
ίσως είναι περισσότερο γνωστός, δένει απολύτως με τα πρωτότυπα, με τον Ola Welo να αυτοσχεδιάζει μελωδικώς
με ορμή στο τενόρο και με τον Tor Welo
να ανακαλεί στη μνήμη μας το θρυλικό “Jazz pa Svenska” του Jan Johansson.
Ένα πολύ ευχάριστο άλμπουμ είναι το “Harvest Time”, φτιαγμένο από
μουσικούς που γνωρίζουν τι θέλουν και πώς ακριβώς θα το πετύχουν.
Επαφή: www.losenrecords.no
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου