GRAND SBAM: Furvent [Dur et Doux, 2020]
Γάλλοι από την Λυών είναι οι Grand Sbam, που αποδεικνύουν και μ’ αυτή τη δουλειά τους, το 2LP ή απλό CD “Furvent”, πως είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα συγκροτήματα του σημερινού french progressive. Και όταν λέμε french progressive εννοούμε εκείνο το είδος του προοδευτικού rock, που ήκμασε στην δεκαετία του ’70 φυσικά, και που συνδέθηκε άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο με το zeuhl prog των Magma.
Με σύγχρονες κλασικές αναφορές (Bartók, Στραβίνσκι), με εμφανείς όσο δεν πάει άλλο επιρροές από το new thing της jazz και το free-improv, όπως και με προφανείς υπαινιγμούς σε παλαιο-μουσικά ή αρχαιο-μουσικά σπαράγματα, των οποίων δεν είναι πάντα εύκολο να ανακαλύψεις την αφετηρία τους –σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η τελείως αρχαιοπρεπής ή και φουτουριστική χρήση των φωνών, εξαρτάται από το πώς θα το εκλάβεις (θυμηθείτε ξανά τους Magma)–, οι Grand Sbam συντάσσουν ένα δύσκολο, ένα απαιτητικό άλμπουμ, το οποίο θα ενθουσιάσει τους φίλους τού συγκεκριμένου στυλ και που, την ίδια στιγμή, θα απαιτήσει ειδικότερη προσπάθεια για να «ξεκλειδωθεί» απ’ όλους τους υπολοίπους.
Πολλά ξεκινούν,
φυσικά, και από το πολυμελές του σχήματος (κατ’ αναλογίαν με τους Magma), που παρέχει την δυνατότητα για όλες αυτές
τις ηχητικές ατασθαλίες και περιπλανήσεις. Μέλη λοιπόν των Grand Sbam είναι οι: Antoine Arnera πιάνο, ηλεκτρονικά, φωνή, συνθέσεις, Boris Cassone μπάσο,
μέλοτρον, φωνή, Jessica Martin Maresco φωνή, Guilhem Meier
ντραμς, κρουστά, φωνή, συνθέσεις, Marie Nachury φωνή, Grégoire Ternois κρουστά, Mihaï Trestian τσίμπαλο, Anne Quillier moog συνθεσάιζερ, fender rhodes, φωνή.
Με βασικές (μη ηχητικές) αναφορές λογοτεχνικές-φιλοσοφικές –ως επιρροές καταγράφονται η νουβέλα του γάλλου συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Alain Damasio La Horde du Contrevent (2004) καθώς και οι συμβολισμοί τού I Ching– με εξαιρετική έως και εκπληκτική χρήση των φωνών, σε επάλληλα τραγουδιστικά επίπεδα, που δημιουργούν απίθανα, πρωτότυπα, μονοφωνικά ή πολυφωνικά περιβάλλοντα, αλλόκοτων αρμονιών και με οργανοπαικτική προσφορά, όπως και γενικότερη ηχητική αντιμετώπιση, που ανακαλεί στη μνήμη, με συγκίνηση, μπάντες ιστορικές, οι Grand Sbam παραδίδουν ένα από τα καλύτερα «δύσκολα» άλμπουμ της χρονιάς που σιγά-σιγά φεύγει, αφήνοντας ακόμη μεγαλύτερες υποσχέσεις για το μέλλον.
Επαφή: www.duretdoux.com
SILENT EYES: S/T [Private Pressing, 2020]
Οι Silent Eyes δεν είναι συγκρότημα, μα το προσωπικό project τού Keelan Butterick, από το Newcastle της Αυστραλίας. Παρά ταύτα, ή ίσως κατά το αναμενόμενο, ο Butterick δεν είναι μόνος του σ’ αυτό το CD (με τα πέντε tracks και τις radio edits δύο κομματιών εκ των πέντε). Ο ίδιος μπορεί να χειρίζεται ακουστικές, ηλεκτρικές κιθάρες και ακόμη μπάσο και πιάνο, τραγουδώντας κιόλας, αλλά δίπλα του, σε διάφορα κομμάτια, υπάρχει ντράμερ (Alex O’toole), έτερος πιανίστας (Alex Wilson) και ακόμη κουαρτέτο εγχόρδων, δηλαδή δύο βιολιά, βιόλα και τσέλο (The Bloodwood String Quartet). Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν την προϊστορία τους στη μουσική και τα γκρουπ, καθώς ο Butterick έχει περάσει από τους progressive «μεταλλάδες» Stare at The Clouds, ο O’toole από τους post-rockers Meniscus κ.ά., ενώ και ο Wilson είναι μέλος των sleepmakeswaves, για τους οποίους τα λέγαμε πριν από λίγο καιρό, με αφορμή το άλμπουμ τους “These Are Not Your Dreams” [Bird’s Robe Records, 2020].
Γάλλοι από την Λυών είναι οι Grand Sbam, που αποδεικνύουν και μ’ αυτή τη δουλειά τους, το 2LP ή απλό CD “Furvent”, πως είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα συγκροτήματα του σημερινού french progressive. Και όταν λέμε french progressive εννοούμε εκείνο το είδος του προοδευτικού rock, που ήκμασε στην δεκαετία του ’70 φυσικά, και που συνδέθηκε άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο με το zeuhl prog των Magma.
Με σύγχρονες κλασικές αναφορές (Bartók, Στραβίνσκι), με εμφανείς όσο δεν πάει άλλο επιρροές από το new thing της jazz και το free-improv, όπως και με προφανείς υπαινιγμούς σε παλαιο-μουσικά ή αρχαιο-μουσικά σπαράγματα, των οποίων δεν είναι πάντα εύκολο να ανακαλύψεις την αφετηρία τους –σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η τελείως αρχαιοπρεπής ή και φουτουριστική χρήση των φωνών, εξαρτάται από το πώς θα το εκλάβεις (θυμηθείτε ξανά τους Magma)–, οι Grand Sbam συντάσσουν ένα δύσκολο, ένα απαιτητικό άλμπουμ, το οποίο θα ενθουσιάσει τους φίλους τού συγκεκριμένου στυλ και που, την ίδια στιγμή, θα απαιτήσει ειδικότερη προσπάθεια για να «ξεκλειδωθεί» απ’ όλους τους υπολοίπους.
Με βασικές (μη ηχητικές) αναφορές λογοτεχνικές-φιλοσοφικές –ως επιρροές καταγράφονται η νουβέλα του γάλλου συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Alain Damasio La Horde du Contrevent (2004) καθώς και οι συμβολισμοί τού I Ching– με εξαιρετική έως και εκπληκτική χρήση των φωνών, σε επάλληλα τραγουδιστικά επίπεδα, που δημιουργούν απίθανα, πρωτότυπα, μονοφωνικά ή πολυφωνικά περιβάλλοντα, αλλόκοτων αρμονιών και με οργανοπαικτική προσφορά, όπως και γενικότερη ηχητική αντιμετώπιση, που ανακαλεί στη μνήμη, με συγκίνηση, μπάντες ιστορικές, οι Grand Sbam παραδίδουν ένα από τα καλύτερα «δύσκολα» άλμπουμ της χρονιάς που σιγά-σιγά φεύγει, αφήνοντας ακόμη μεγαλύτερες υποσχέσεις για το μέλλον.
Επαφή: www.duretdoux.com
SILENT EYES: S/T [Private Pressing, 2020]
Οι Silent Eyes δεν είναι συγκρότημα, μα το προσωπικό project τού Keelan Butterick, από το Newcastle της Αυστραλίας. Παρά ταύτα, ή ίσως κατά το αναμενόμενο, ο Butterick δεν είναι μόνος του σ’ αυτό το CD (με τα πέντε tracks και τις radio edits δύο κομματιών εκ των πέντε). Ο ίδιος μπορεί να χειρίζεται ακουστικές, ηλεκτρικές κιθάρες και ακόμη μπάσο και πιάνο, τραγουδώντας κιόλας, αλλά δίπλα του, σε διάφορα κομμάτια, υπάρχει ντράμερ (Alex O’toole), έτερος πιανίστας (Alex Wilson) και ακόμη κουαρτέτο εγχόρδων, δηλαδή δύο βιολιά, βιόλα και τσέλο (The Bloodwood String Quartet). Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν την προϊστορία τους στη μουσική και τα γκρουπ, καθώς ο Butterick έχει περάσει από τους progressive «μεταλλάδες» Stare at The Clouds, ο O’toole από τους post-rockers Meniscus κ.ά., ενώ και ο Wilson είναι μέλος των sleepmakeswaves, για τους οποίους τα λέγαμε πριν από λίγο καιρό, με αφορμή το άλμπουμ τους “These Are Not Your Dreams” [Bird’s Robe Records, 2020].
Το άκουσμα στο “Silent Eyes” θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε επίσης progressive, χωρίς ιδιαίτερες όμως
οργανικές αναπτύξεις, προσανατολισμένο κυρίως προς την μπαλάντα (ακουστική ή
ενισχυμένη).
Η γνώμη μου είναι πως οι ενορχηστρώσεις, τα περισσότερα του ενός (διάβαζε ακουστική κιθάρα) όργανα, αδυνατίζουν το αποτέλεσμα «φορτώνοντάς» το, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος. Σε κομμάτια όπως το “Ocean blues” οι αναφορές στους Barclay James Harvest, για παράδειγμα, είναι εμφανείς, ενώ ασυζητητί τα ακουστικά μέρη, που δεν είναι λίγα, είναι προτιμότερα των ηλεκτρικών.
Συμπαθητικό και προσεγμένο άκουσμα – αν και, γενικώς, χαμηλού βεληνεκούς.
Επαφή: www.silenteyes.bandcamp.com/album/silent-eyes
BERGETON: Miami Murder [MeusRecords / Darkhan Music, 2020]
Bergeton δεν είναι ονομασία γκρουπ, αλλά το επώνυμο –ένα από τα δύο επώνυμα– τού Morten Bergeton Iversen, μουσικού από το Όσλο, τον οποίον ίσως κάποιοι να γνωρίζουν ως κιθαρίστα των Mayhem (του πολύ γνωστού black metal νορβηγικού συγκροτήματος). Στο “Miami Murder” ο Bergeton, παρότι διατηρεί όσο να ’ναι, κάποια σκοτεινά χαρακτηριστικά τής γενικότερης περσόνας του, που μπορεί να ξεκινούν από το εξώφυλλο τού άλμπουμ και να καταλήγουν σε τίτλους τύπου “The demon”, “Valley of death” ή και “Miami murder”, στην πράξη εκείνο που μας προτείνει επί του προκειμένου είναι ένα μάλλον... φωτεινό synth-pop άλμπουμ (ακόμη και με italo χαρακτηριστικά!), απ’ αυτά που ευδοκιμούσαν στα μέσα του ’80 και που τώρα επαναπροσδιορίζονται – όπως και κάθε τι εξάλλου.
Φυσικά synth-pop δεν σταμάτησε ποτέ να παράγεται, τώρα όμως, και εξαιτίας της τάσης να χρησιμοποιούνται vintage keyboards, ντραμς και λοιπά στις σχετικές ενοργανώσεις, το αποτέλεσμα φέρνει εντελώς στην μνήμη την κλασική εποχή τού στυλ – κάτι που αποτελεί, εξάλλου, και βασικό στόχο των μουσικών. Ο Bergeton, δηλαδή, δεν... φοβάται να αναπαράγει όλες εκείνες τις «νοσταλγικές» ρυθμικές δομές, ντύνοντάς τες με απλές μελωδίες, ποικίλων μικρο-επιρροών (ακόμη και oriental), τις οποίες πλαισιώνει ενίοτε με κάποιες κιθάρες, αφήνοντάς τες μόνες του (άνευ φωνητικών) να δράσουν.
Και δρουν πολύ καλά, εξαιρετικά, απολαυστικά, αναδεικνύοντας τα “Miami Murder” σε μια από τις vintage-εκπλήξεις της χρονιάς.
Επαφή: www:bergeton.bandcamp.com/album/miami-murder-2
Η γνώμη μου είναι πως οι ενορχηστρώσεις, τα περισσότερα του ενός (διάβαζε ακουστική κιθάρα) όργανα, αδυνατίζουν το αποτέλεσμα «φορτώνοντάς» το, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος. Σε κομμάτια όπως το “Ocean blues” οι αναφορές στους Barclay James Harvest, για παράδειγμα, είναι εμφανείς, ενώ ασυζητητί τα ακουστικά μέρη, που δεν είναι λίγα, είναι προτιμότερα των ηλεκτρικών.
Συμπαθητικό και προσεγμένο άκουσμα – αν και, γενικώς, χαμηλού βεληνεκούς.
Επαφή: www.silenteyes.bandcamp.com/album/silent-eyes
BERGETON: Miami Murder [MeusRecords / Darkhan Music, 2020]
Bergeton δεν είναι ονομασία γκρουπ, αλλά το επώνυμο –ένα από τα δύο επώνυμα– τού Morten Bergeton Iversen, μουσικού από το Όσλο, τον οποίον ίσως κάποιοι να γνωρίζουν ως κιθαρίστα των Mayhem (του πολύ γνωστού black metal νορβηγικού συγκροτήματος). Στο “Miami Murder” ο Bergeton, παρότι διατηρεί όσο να ’ναι, κάποια σκοτεινά χαρακτηριστικά τής γενικότερης περσόνας του, που μπορεί να ξεκινούν από το εξώφυλλο τού άλμπουμ και να καταλήγουν σε τίτλους τύπου “The demon”, “Valley of death” ή και “Miami murder”, στην πράξη εκείνο που μας προτείνει επί του προκειμένου είναι ένα μάλλον... φωτεινό synth-pop άλμπουμ (ακόμη και με italo χαρακτηριστικά!), απ’ αυτά που ευδοκιμούσαν στα μέσα του ’80 και που τώρα επαναπροσδιορίζονται – όπως και κάθε τι εξάλλου.
Φυσικά synth-pop δεν σταμάτησε ποτέ να παράγεται, τώρα όμως, και εξαιτίας της τάσης να χρησιμοποιούνται vintage keyboards, ντραμς και λοιπά στις σχετικές ενοργανώσεις, το αποτέλεσμα φέρνει εντελώς στην μνήμη την κλασική εποχή τού στυλ – κάτι που αποτελεί, εξάλλου, και βασικό στόχο των μουσικών. Ο Bergeton, δηλαδή, δεν... φοβάται να αναπαράγει όλες εκείνες τις «νοσταλγικές» ρυθμικές δομές, ντύνοντάς τες με απλές μελωδίες, ποικίλων μικρο-επιρροών (ακόμη και oriental), τις οποίες πλαισιώνει ενίοτε με κάποιες κιθάρες, αφήνοντάς τες μόνες του (άνευ φωνητικών) να δράσουν.
Και δρουν πολύ καλά, εξαιρετικά, απολαυστικά, αναδεικνύοντας τα “Miami Murder” σε μια από τις vintage-εκπλήξεις της χρονιάς.
Επαφή: www:bergeton.bandcamp.com/album/miami-murder-2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου