Δεν
είναι τόσο γνωστή η ιστορία που θα σας διηγηθούμε στη συνέχεια, και όσον αφορά
στο σύνολό της, αλλά κυρίως όσον αφορά στις λεπτομέρειές της (γιατί εκεί
βρίσκεται η ουσία). Το λέμε, επειδή οι ανακρίβειες που έχουν περάσει στο διαδίκτυο
είναι πάρα πολλές, με αποτέλεσμα όποιος ενδιαφερθεί να μάθει γύρω από τι είχε
συμβεί μ’ ένα πολύ ωραίο ελληνικό τραγούδι, που το είχαν πει δύο κοσμαγάπητοι
καλλιτέχνες, και περαιτέρω πώς εκείνο το τραγούδι είχε συνδεθεί με τα «πολιτικά
ήθη» μιας εποχής (1973), να πέφτει πάνω σε τοίχο. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν...
Το 1972 το άστρο του Ντέμη Ρούσσου δεν είχε ακόμη μεσουρανήσει στην Ευρώπη και παγκοσμίως. Βεβαίως είχε κάνει την μεγάλη επιτυχία με τους Aphrodite’s Child, ως μπασίστας και κυρίως ως τραγουδιστής τους, αλλά ακόμη η προσωπική καριέρα του, μετά την διάλυση του συγκροτήματος, δεν είχε μπει σε τροχιά απογείωσης.
Είχε γράψει βεβαίως το πρώτο προσωπικό άλμπουμ του ο Ρούσσος, το “Fire and Ice” [Philips, 1971], που έγινε γνωστό και ως “On the Greek Side of my Mind”, έκανε και κάποιες επιτυχίες στην κεντρική Ευρώπη, καθώς το “We shall dance” έφθασε μέχρι τη θέση 4 στο ολλανδικό τσαρτ και μέχρι τη θέση 9 στο βελγικό, το 1971, αλλά τίποτα ακόμη δεν έδειχνε τον πανζουρλισμό που θα επικρατούσε, με τις εμφανίσεις και τα τραγούδια τού... αγριάνθρωπου με την κελεμπία (χαρακτηρισμός που, χάριν αστειότητος, είχε αποδώσει ο ίδιος στον εαυτό του), πρώτα στην Ευρώπη και μετά σε όλο τον κόσμο (ας αφήσουμε τις ΗΠΑ κατά μέρος, γιατί εκεί η «επιτυχία» είναι κάτι τελείως διαφορετικό, που εξαρτάται από πάμπολλους, διαφορετικούς, παράγοντες).
Μία πολύ σημαντική κίνηση για την εξέλιξη της καριέρας τού Ντέμη Ρούσσου ήταν η παρουσία του σ’ ένα πολύ δημοφιλές φεστιβάλ ποπ-ροκ και ελαφράς, γενικότερα, μουσικής, της εποχής, που διεξαγόταν από το 1966 στο Ρίο ντε Τζανέιρο.
Λέμε για το VII Festival da Canção Popular, την έβδομη διοργάνωσή του δηλαδή, που θα στηνόταν στην βραζιλιάνικη μεγαλούπολη στο διάστημα 16 Σεπτεμβρίου-1 Οκτωβρίου 1972. Το φεστιβάλ, που ήταν διαγωνιστικό, είχε δύο μέρη, ένα τοπικό με βραζιλιάνικα τραγούδια, κι ένα διεθνές με τραγούδια απ’ όλο τον κόσμο.
Την Ελλάδα σ’ εκείνη την διοργάνωση είχε εκπροσωπήσει ο Ντέμης Ρούσσος (ο Νίκος Μαστοράκης ήταν στην κριτική επιτροπή), με το τραγούδι των Λάκη Βλαβιανού (S. Vlavianos) και Alec R. Costandinos “Velvet mornings” (το γνωστό σε όλους μας «Ντρίγκι, ντρίγκι, μάνα μου»), το οποίο τελικά θα κατατασσόταν τρίτο. Πρώτο ήταν ένα αμερικάνικο τραγούδι που είχε πει ο σπουδαίος David Clayton-Thomas (τραγουδιστής των Blood, Sweat & Tears), ενώ δεύτερο ήταν το ισπανικό άσμα με τον Nino Bravo.
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/articles/music_articles/303162/o-ntemis-royssos-kai-i-marinella-tin-epoxi-toy-polytexneioy
Το 1972 το άστρο του Ντέμη Ρούσσου δεν είχε ακόμη μεσουρανήσει στην Ευρώπη και παγκοσμίως. Βεβαίως είχε κάνει την μεγάλη επιτυχία με τους Aphrodite’s Child, ως μπασίστας και κυρίως ως τραγουδιστής τους, αλλά ακόμη η προσωπική καριέρα του, μετά την διάλυση του συγκροτήματος, δεν είχε μπει σε τροχιά απογείωσης.
Είχε γράψει βεβαίως το πρώτο προσωπικό άλμπουμ του ο Ρούσσος, το “Fire and Ice” [Philips, 1971], που έγινε γνωστό και ως “On the Greek Side of my Mind”, έκανε και κάποιες επιτυχίες στην κεντρική Ευρώπη, καθώς το “We shall dance” έφθασε μέχρι τη θέση 4 στο ολλανδικό τσαρτ και μέχρι τη θέση 9 στο βελγικό, το 1971, αλλά τίποτα ακόμη δεν έδειχνε τον πανζουρλισμό που θα επικρατούσε, με τις εμφανίσεις και τα τραγούδια τού... αγριάνθρωπου με την κελεμπία (χαρακτηρισμός που, χάριν αστειότητος, είχε αποδώσει ο ίδιος στον εαυτό του), πρώτα στην Ευρώπη και μετά σε όλο τον κόσμο (ας αφήσουμε τις ΗΠΑ κατά μέρος, γιατί εκεί η «επιτυχία» είναι κάτι τελείως διαφορετικό, που εξαρτάται από πάμπολλους, διαφορετικούς, παράγοντες).
Μία πολύ σημαντική κίνηση για την εξέλιξη της καριέρας τού Ντέμη Ρούσσου ήταν η παρουσία του σ’ ένα πολύ δημοφιλές φεστιβάλ ποπ-ροκ και ελαφράς, γενικότερα, μουσικής, της εποχής, που διεξαγόταν από το 1966 στο Ρίο ντε Τζανέιρο.
Λέμε για το VII Festival da Canção Popular, την έβδομη διοργάνωσή του δηλαδή, που θα στηνόταν στην βραζιλιάνικη μεγαλούπολη στο διάστημα 16 Σεπτεμβρίου-1 Οκτωβρίου 1972. Το φεστιβάλ, που ήταν διαγωνιστικό, είχε δύο μέρη, ένα τοπικό με βραζιλιάνικα τραγούδια, κι ένα διεθνές με τραγούδια απ’ όλο τον κόσμο.
Την Ελλάδα σ’ εκείνη την διοργάνωση είχε εκπροσωπήσει ο Ντέμης Ρούσσος (ο Νίκος Μαστοράκης ήταν στην κριτική επιτροπή), με το τραγούδι των Λάκη Βλαβιανού (S. Vlavianos) και Alec R. Costandinos “Velvet mornings” (το γνωστό σε όλους μας «Ντρίγκι, ντρίγκι, μάνα μου»), το οποίο τελικά θα κατατασσόταν τρίτο. Πρώτο ήταν ένα αμερικάνικο τραγούδι που είχε πει ο σπουδαίος David Clayton-Thomas (τραγουδιστής των Blood, Sweat & Tears), ενώ δεύτερο ήταν το ισπανικό άσμα με τον Nino Bravo.
https://www.lifo.gr/articles/music_articles/303162/o-ntemis-royssos-kai-i-marinella-tin-epoxi-toy-polytexneioy
Από το fb...
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιώργος Χαρωνίτης
Γενικώς, με τη μεταπολίτευση, θυμάμαι πως όλη η (ελληνική) ποπ πήρε εν μια νυκτί την κάτω βόλτα! Οι Έλληνες την είχαν δει... αντιχουντικοί (όλοι!) και θεώρησαν τους ποπίστες (αδιακρίτως!) μή... στρατευμένους έως και χουντικούς! [Το σίγουρο ήταν ότι υπήρξε μια (μεγάλη και δικαιολογημένη) δίψα για Θεοδωράκη και στρατευμένη τέχνη! Η εποχή, όπως την έζησα, έχει πολλή πλάκα!]
Φώντας Δισκορυχείον Τρούσας
Υπήρχαν υπερβολές, αλλά και οι ποπίστες-ροκίστες τραγουδάγανε αδιάφορα πράγματα, ενίοτε δε και μ@λακίες. Υπήρχαν και κάποιες λίγες εξαιρέσεις, με καλά ποπ-ροκ τραγούδια εκείνα τα χρόνια (1974-1976), που χάθηκαν μέσα στη γενικότερη αδιαφορία. Υπήρχε δικαιολογημένη δίψα εξάλλου για το αντάρτικο τραγούδι, το στρατευμένο κ.λπ.
Γιώργος Χαρωνίτης
Αναμφιβόλως τραγουδούσαν μαλακίες - η μπάλα τους πήρε όλους όμως. Και τον Ντέμη που εκείνη την εποχή ήταν πραγματικός σούπερσταρ. Γενικώς πάντως, οι Έλληνες, "προοδευτικοί" ή μη, δεν στέκουμε καλά! Πολύ γρήγορα, εντός του '74 ήδη, φάνηκαν τα κουσούρια!
Stefanos Manousis
Εξαιρετικό άρθρο, η εμβάθυνση σου είναι πάντα άκρως επαγγελματική. Δεν την ήξερα καν αυτή την "ιστορία".
Nick Theodorakis
Στην Αθήνα το 1975 … Κλαμπ ΑΘΗΝΑΙΑ .. στον Ιππόδρομο ..Ορχήστρα της εποχής οι Σολίστες του Γιάννη Τερεζακη …Με τον Ρούσσο το μαγαζί ήταν γεμάτο … στο γήπεδο του Πανιωνίου δεν είχε κόσμο …
Xaris Symvoulidis
Εξαιρετικό άρθρο, συν τοις άλλοις βάζει και συγκεχυμένα πράγματα στη (σωστή) θέση τους
Μιχάλης Βαβούλας
ΔιαγραφήΣημαντική η ακρίβεια, ιδιαίτερα όταν μιλάει κανείς για μια περίοδο τόσο επιβαρυμένη ιδεολογικά. Κρατάω μεταξύ άλλων ότι δε μπορούσε κανείς να περιμένει από τον νεαρό τότε Ρούσο, που κινούνταν σε άλλους χώρους, την πολιτική-κοινωνική συνειδητοποίηση που πρόβαλλαν τότε εδώ οι δημοφιλείς μουσικοί. Στο επίμαχο θέμα της ταλαιπωρίας του Ρούσου λόγω παρεξηγήσεων του Τύπου της εποχής, όπως σωστά το αποκαθιστάς, βλέπω και την ευθύνη του Ρούσου που δεν προσπάθησε καν να μπει στο εδώ κλίμα. Ίσως είχε και κακούς συμβούλους. Μέσα στον πυρετό της επιτυχίας δεν έβλεπε καν πόσο αφελές ακούγονταν εδώ το ντρίγκι ντρίγκι μάνα μου εκείνη την εποχή.
Stylianos Tziritas
Μπράβο ρε Φώντα κι ας μην θέλουν κάποιοι να δουν αντικειμενικά τους Έλληνες ποπίστες και δημιουργούς.