Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2023

METTE HENRIETTE, STEPHAN MICUS, ANDRÁS SCHIFF νέα άλμπουμ από την ECM

METTE HENRIETTE: Drifting [ECM Records, 2022]
Στις 25 Νοε. 2019 είχαμε γράψει για το πρώτο φερώνυμο άλμπουμ τής νορβηγίδας σαξοφωνίστριας και συνθέτριας Mette Henriette, που είχε κυκλοφορήσει στην ECM το 2015. (Το 2019 το πρώτο εκείνο 2CD της είχε επανεκδοθεί σε μονό LP, και γι’ αυτό είχαμε προβεί σ’ εκείνο το κείμενο). Τώρα, επτά χρόνια αργότερα (γιατί πρόκειται για έκδοση του 2022), ένα επόμενο άλμπουμ τής Mette Henriette τυπώνεται για την ECM – ένα άλμπουμ απαιτητικό και «δύσκολο», που ταιριάζει, φυσικά, στο προφίλ της εταιρείας. Ο τίτλος του; “Drifting”.
Δεν μπορώ να πω πως αντιλαμβάνομαι πλήρως έναν τέτοιον τίτλο (που συμπαραδηλώνει, βεβαίως, άλλου τύπου μουσικές), όμως, και σε κάθε περίπτωση, την… περιπέτειά του την έχει το εν λόγω CD – μια περιπέτεια «δύσκολη», το ξαναλέμε, που προϋποθέτει και γνώσεις και ταλέντο, για να την φθάσεις έως το τέρμα.
Ας πούμε λοιπόν πως το “Drifting” περιλαμβάνει δεκαπέντε tracks, με διάρκειες από 0:42 έως 6:17, εκ των οποίων τα δεκατέσσερα είναι συνθέσεις της Henriette (το άλλο το συνυπογράφει με τον πιανίστα της).
Ποιοι είναι, όμως, αυτοί που βρίσκονται δίπλα στην νορβηγίδα μουσικό, η οποία χειρίζεται, στο “Drifting”, μόνο τενόρο σαξόφωνο; Δύο μόλις συνάδελφοί της. Ο πιανίστας Johan Lindvall και η βιολοντσελίστρια Judith Hamann.
Τρία όργανα, με άλλα λόγια, ένα τενόρο, ένα πιάνο κι ένα τσέλο, που επιχειρούν σε... σύγχρονες κλασικότροπες «δωματίου» διαδρομές, με άξονα τις μελωδίες τής Henriette, που είναι συνεχείς, αναβλύζοντας με πάθος από το σαξόφωνό της.
Σίγουρα, αυτά που ακούμε στο “Drifting” δεν είναι jazz με την στενή έννοια, μα ούτε και με την πλατιά. Είναι περισσότερο «σύγχρονη» «δωματίου» μουσική, κάπως ποιητική και κάπως ασαφής, σαν να περιγράφει το άφατο – έναν βαθύ κόσμο συναισθημάτων, τα οποία (συναισθήματα) ανιχνεύονται όχι μέσα από εκρηκτικές εξωτερικεύσεις, μα από ήπιες «εσωτερικές» επεμβάσεις.
Κάπως σαν οι μουσικοί να είναι ακίνητοι, εκτελώντας, χωρίς κραδασμούς και μορφασμούς, μια λιτή και αρχετυπική παρτιτούρα.
STEPHAN MICUS: Thunder [ECM Records, 2023]
O γερμανός μουσικός και συνθέτης Stephan Micus έγινε 70 ετών πριν από λίγο καιρό (στις 19 Ιανουαρίου). Έτσι, εκείνη ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του η ECM θα εξέδιδε, για να τον τιμήσει, το 25ο σόλο άλμπουμ του εκεί, υπό τον τίτλο “Thunder”, που δεν μπορεί παρά να αποτελεί, και αυτό, μία ξεχωριστή και ιδιάζουσα ηχογραφική περίπτωση – όπως κάθε άλμπουμ του Stephan Micus εξάλλου.
Σ’ αυτό το CD o τελείως ξεχωριστός αυτός μουσικός ασχολείται, βασικά, μ’ ένα θιβετιανό, μοναστηριακό όργανο, την τετράμετρη(!) τρομπέτα dung chen.
Ο Micus έχει επισκεφθεί πολλές φορές την ευρύτερη περιοχή – με τις μουσικές των Ιμαλαΐων να τον έχουν επηρεάσει και σε άλλους δίσκους του, μέσα στις δεκαετίες. Τώρα, όμως, το πράγμα το πήγε ακόμη πιο μακριά, αφού ενδιαφέρθηκε, για πρώτη φορά, να σπουδάσει το συγκεκριμένο όργανο σ’ ένα μοναστήρι του Κατμαντού (κάτι όχι εύκολο), νοιώθοντας στην πορεία πως θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει και σε ηχογραφήσεις.
Επιστρέφοντας στην Γερμανία ένα θέμα απασχολούσε τον Stephan Micus, κυρίως. Με τι ακριβώς όργανα θα συνόδευε αυτό το εντελώς παράξενο και ανοικονόμητο πνευστό, που μπορούσε να ηχεί και σαν... καταιγίδα (από ’κει και ο τίτλος του δίσκου). Βρήκε λοιπόν ένα πνευστό όργανο από την ανατολική Σιβηρία, το ki un ki, όπως κι ένα μικρό ιαπωνικό φλάουτο, το nohkan, προκειμένου να δημιουργήσει βοηθητικά ηχητικά περιβάλλοντα, τα οποία θα πλούτιζε στην διαδρομή και με άλλα παράξενα όργανα.
Όπως βλέπουμε στις αναλυτικές σημειώσεις του booklet, o Micus δεν χρησιμοποιεί σε πολλά tracks το dung chen. Από τα εννέα κομμάτια του CD, το dung chen ακούγεται μόλις σε τρία (στο 1, στο 5 και 9) και μάλιστα με πολλαπλές εγγραφές, προκειμένου να πετύχει το ποθούμενο αποτέλεσμα (φερ’ ειπείν στο “A song for Thor” ακούγονται τρεις «στρώσεις» dung chen και όχι η μία πάνω στην άλλη, ενώ στο “A song for Perun” τέσσερις).
Πολλαπλές εγγραφές υπάρχουν και για πολλά από τα υπόλοιπα όργανα, που δεν είναι τρία, μα έντεκα, με όλα να τα χειρίζεται όπως πάντα ο Micus. Και δεν είναι μόνον πνευστά, μα και έγχορδα (η δυτικοαφρικανική άρπα sinding ας πούμε ή το λαούτο από την νήσο Βόρνεο sapeh), όπως και κρουστά (ποικίλα frame drums κ.λπ.).
Το “Thunder” δεν διαφέρει από άλλα, σπουδαία, άλμπουμ του Stephan Micus, καθώς είναι και αυτό εντυπωσιακό, με φοβερή διαλογιστική και ιεροτελεστική αύρα.
ANDRÁS SCHIFF: J.S. Bach Clavichord [ECM New Series, 2022]
Ο γεννημένος στην Βουδαπέστη το 1953, αλλά πολιτογραφημένος Βρετανός, πιανίστας και διευθυντής ορχήστρας András Schiff, αποτελεί ένα από τα μεγάλα ονόματα, σήμερα, της λεγόμενης «κλασικής μουσικής» (και το μπαρόκ εντός).
Ευρισκόμενος αρκετά χρόνια στο ρόστερ της ECM (πάνω από είκοσι) o Schiff έχει ηχογραφήσει πάμπολλα άλμπουμ εκεί, αποδίδοντας Mozart, Schubert, Janáček, Schumann, Bach, Beethoven κ.ά.
Στο δισκορυχείον υπάρχουν μικρές αναφορές στα άλμπουμ 1. András Schiff / Orchestra of The Age of Enlightenment: Johannes Brahms Piano Concertos [ECM New Series, 2021] και 2. András Schiff / Jörg Widmann: Johannes Brahms Clarinet Sonatas [ECM New Series, 2020], ενώ τώρα γνωστοποιούμε και την κυκλοφορία του 2CD “J.S. Bach Clavichord”, που περιλαμβάνει εκτελέσεις του András Schiff, στο κλαβίχορδο, των έργων του γερμανού κάντορα “Capriccio BWV 992”, “Inventions BWV 772-786”, “Four Duets BWV 802-805”, “Ricercar à 3 from Das Musikalische Opfer BWV 1079, “Sinfonias BWV787-801” και “Chromatic Fantasia and Fugue BWV 903”.
Το κλαβίχορδο, όπως διαβάζουμε, υπήρξε για τον J.S. Bach το όργανο που προτιμούσε να συνθέτει –ένα παράξενο πληκτροφόρο, που έχει περάσει από διάφορα στάδια, και όπου, μέσα στα χρόνια, έχει εκτιμηθεί από μεγάλους πιανίστες–, ενώ στο αναλυτικό 44σέλιδο ένθετο, που συνοδεύει την έκδοση, διαβάζουμε, ανάμεσα σε άλλα, και για την σχέση του András Schiff με το κλαβίχορδο, που πάει πολύ πίσω στο χρόνο, στο 1965, όταν είχε προσκληθεί από την ουγγρική τηλεόραση να αποδώσει, τότε (νεαρός φοιτητής), ένα έργο του Daniel Gottlob Türk.
Ηχογράφηση από τον Ιούλιο του 2018, που βρίσκει τώρα την έξοδο προς την δισκογραφία, σε παραγωγή του Manfred Eicher φυσικά.

Οι ECM Records και ECM New Series εισάγονται από την AN Music

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023

ΚΕΡΙΝΕΣ ΖΩΕΣ ένα σχετικώς καινούριο αθηναϊκό ροκ συγκρότημα

Οι Κέρινες Ζωές είναι ένα σχετικώς καινούριο (αθηναϊκό) ροκ συγκρότημα (καθώς υπάρχουν από το 2017) και το οποίο σήμερα αποτελούν οι: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης φωνή, Γιώργος Γεωργιλάς κιθάρες, φωνητικά, Γιώργος Πολυχρονίδης κιθάρες, Σταύρος Βασιλειάδης πιάνο, πλήκτρα, Δημήτρης Κουφομιχαήλ μπάσο και Ιωάννα Βενετία Κουκοπούλου ντραμς (σε κάποια τραγούδια παίζει ντραμς ο Μάριος Κούκας).
Οι Κέρινες Ζωές είναι κατ’ αρχάς ελληνόφωνοι, με τους στίχους, που γράφουν οι Ειρήνη Παπαδοπούλου, Κ. Μαρκουλάκης, Απόλλωνας Τσέρνας και Ευαγγελία Μαργώνη, να είναι συνήθως... πληθωρικοί και όχι σύντομοι και κοφτοί. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν και γρήγορα τραγούδια στο φερώνυμο CD τους (2022), που τύπωσε η B-otherSide Records (όπως «Το τελευταίο τραγούδι» ή το «Φόβου παίγνια»), απλώς τα πιο μέσου-τέμπο κομμάτια είναι περισσότερα. Το άπλωμα του λόγου δίνει, επίσης, στο συγκρότημα την άνεση να διαχειριστεί και τις μελωδίες του καλύτερα, προτείνοντας ανά στιγμές ωραία τραγούδια, όπως είναι το «Να μου λες σ’ αγαπώ» ή «Το blues της Ευαγγελίας».
Ο τραγουδιστής, τώρα, είναι καλός, με γερή φωνή, που βγαίνει κάπως «πάνω» από τις μουσικές, αλλά έχουμε την γνώμη πως θα άξιζε να «φωνάζει» λιγότερο, τραγουδώντας «πιο χαμηλά».
Οι συνθέσεις, επίσης είναι καλές, κινούμενες στις γνωστές φόρμες του ελληνόφωνου ροκ, αυτές που έχουν διαμορφώσει συγκροτήματα, όπως τα Διάφανα Κρίνα για παράδειγμα, αν και το πράγμα χωλαίνει ελαφρώς στον τομέα της ηχογράφησης-παραγωγής, που είναι τυπικά καλή, και βασικά (χωλαίνει) στην αναζήτηση ενός πιο προσωπικού και πιο πειστικού ήχου, που να κάνει πιο ξεχωριστές τις συνθέσεις των Κέρινες Ζωές.
Τα τραγούδια, γενικώς, έχουν τις σωστές διάρκειες (γύρω στα τέσσερα λεπτά χονδρικώς το καθένα), αν και πιστεύω πως τα δεκατρία (που καταγράφονται στο CD) είναι πολλά. Δέκα θα αρκούσαν. Θα έκαναν πιο συμπαγές και πιο πυκνό το άκουσμα.
Γενικώς, πάντως, η εκτίμησή μας είναι θετική για τις Κέρινες Ζωές. Με κάποιες επιμέρους βελτιώσεις (που μπορούν να γίνουν σχετικώς εύκολα) το συγκρότημα θα μπορέσει να κάνει βήματα μπροστά, παίζοντας πιο δυνατά στον χώρο (του ελληνόφωνου ροκ). Για να δούμε...
Επαφή: https://www.b-otherside.gr/

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2023

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 487

28/1/2023
Βαλλάτε, κι εσείς οι υπόλοιποι εκεί στο Pharaoh, να βρείτε και κάποιον να σας παίξει από βινύλιο Ανδρέα Αναγνώστου ή Andrea Rayder ή André Ryder, που έγραφε μουσικές για τις ελληνικές ταινίες του Λογοθετίδη, που γυρίζονταν στο Κάιρο, στις αρχές του ’50 («Δεσποινίς ετών 39 κ.λπ.») και μετά φουλ για αιγυπτιακό σινεμά. Εγώ δεν είμαι DJ, αλλιώς θα ’ρχόμουνα...
https://www.youtube.com/watch?v=Tuig0js7B9w

28/1/2023
Δηλαδή καταλαβαίνεις εδώ πέρα τι σου λένε; Πως άμα γράψεις πως η τάδε διασκευή προσβάλλει το τραγούδι ή το έργο ενός συνθέτη υπάρχει έδαφος από κάτω για να σε τρέξουν στα δικαστήρια, επειδή υπάρχουν άδειες και τα ρέστα!
Έχουμε φθάσει σε φοβερά, σε πρωτοφανή σημεία ποινικοποίησης και της άποψης, και της γλώσσας, και της γνώμης, και της έκφρασης, και όλων αυτών, με αποτέλεσμα, εγώ τουλάχιστον, άμα συνεχιστεί και εκτραχυνθεί αυτή η κατάσταση... το σκέφτομαι σοβαρά, τους τελευταίους μήνες ... ν’ αφήσω γεια στις έμορφες και γεια στις μαυρομάτες.
Αλήθεια τώρα. Άμα κινδυνεύουμε, γράφοντας πως μια «διασκευή» είναι προσβλητική για τους χι ψι λόγους, τότε να τους κάνουμε τη χάρη να πατάμε μόνο like-dislike στο ΥouTube, νομίζοντας πως έχουμε και «ελευθερία γνώμης» (στη μεταδημοκρατία τους).

27/1/2023
Είχα γράψει προχθές... >>Δηλαδή είσαι 80-90 χρονώ και δίνεις τα τραγούδια σου σ’ έναν 60χρονο, για να τους δώσει μια καινούρια αύρα, έναν άλλο αέρα, και όχι σ’ έναν 25χρονο;<<... και βγήκαν κάποιοι και είπαν... ξέρεις πολλούς ταλαντούχους 25άρηδες;
Ε, άμα ψάξεις σε YouTube, bandcamp και soundcloud όλο και κάτι θα βρεις...
https://www.youtube.com/watch?v=J8hhqT-TwzM

27/1/2023
Χοντρικά θα είχε πιο ενδιαφέρον να διασκεύαζε ο Μαρκόπουλος Παυλίδη, παρά ο Παυλίδης Μαρκόπουλο. Θα αποτελούσε μεγαλύτερη έκπληξη θέλω να πω, και ως κίνηση θα μας φόρτωνε με άλλες, ανεξακρίβωτες προσμονές.
Γενικά, εγώ γουστάρω πιο πολύ οι γέροι να διασκευάζουν νεότερους, παρά οι νεότεροι γέρους...
https://www.youtube.com/watch?v=9dbHcdLTw1I

27/1/2023
Δεν θα μείνω στα ελληνικά που παραείναι... πανεπιστημιακά για τα γούστα μου, αλλά στο ότι ο αρθρογράφος δεν θυμάται ούτε καν τη φράση «για τη φουκαριάρα τη μάνα μου».
Ενίσταμαι δε και ως προ το viral, που λέει, και ρωτώ ευθέως τώρα, αν ακούγονταν οι λέξεις “viral video” (γιατί τα βίντεο γίνονταν viral και όχι οι φράσεις) στο τέλος του 2008, όταν παίζονταν στην τιβί οι διαφημίσεις του «11880». Εγώ πάντως δεν τις θυμάμαι (τις λέξεις "viral video" το 2008).

27/1/2023
Αν νομίζετε ότι τα πράγματα είναι καλύτερα εδώ μέσα απατάσθε...

27/1/2023
Εντάξει ρε παιδιά, το αντιγράψατε γιατί σας άρεσε, και συγκινηθήκατε κιόλας, και καλά κάνατε, αλλά πείτε πού το βρήκατε (LiFO.gr) ή και ποιος το ανακάλυψε και κάθισε και το «χτύπησε»... δεν είναι ντροπή. Άνεση δείχνει.
Ο γραφιάς πρέπει, πρώτον απ’ όλα, να είναι άνετος και ακομπλεξάριστος. Ε, μετά αν έχει και καμιά «Γυναίκα» του ’70 στη βιβλιοθήκη του κακό δεν κάνει... όλο και κάπου μπορεί να χρειαστεί...

26/1/2023
Ξαναβγαίνει η Απογευματινή. Πάντα κοντά στον πολίτη και στην προστασία του...

26/1/2023
Δηλαδή, γιατί να δώσει τώρα αυτό τον ύμνο στη Μαράντη και όχι στη Μοσχολιού;
Δεν λέω ότι δεν το λέει τέλεια η Μαράντη (μην παρεξηγηθώ πάλι). Λέω... τι είδε στη μια, που δεν το είδε στην άλλη.
Εκτός αν κάτι του στράβωσε, που δεν μπορούμε να το βάλουμε τώρα εμείς με το μυαλό μας, κι αποφάσισε έτσι κι όχι αλλιώς.
Άγνωσται αι βουλαί του υψίστου...
https://www.youtube.com/watch?v=EsoOoDPIsss

25/1/2023
Στενοχωριέμαι όταν κάνω ποστ και αυτά δεν γίνονται κατανοητά, με αποτέλεσμα ορισμένοι να γράφουν από κάτω άσχετα θέματα και μάλιστα με τρόπο αναίτια προκλητικό ή και προσβλητικό συνάμα.
Στο πρωινό ποστ εγώ δεν αναφέρθηκα καθόλου στον Παύλο Παυλίδη. Έγραψα μόνο το εξής:
>>Δηλαδή είσαι 80-90 χρονώ και δίνεις τα τραγούδια σου σ’ έναν 60χρονο, για να τους δώσει μια καινούρια αύρα, έναν άλλο αέρα, και όχι σ’ έναν 25χρονο; Θα μου πεις, με μια τέτοια κίνηση, αν την έκανες, θα μπορούσε να «κάψεις» τον 25χρονο, ενώ με τον 60χρονο δεν υπάρχει θέμα... μπορεί να είναι ήδη «καμένος».<<
Αν ήθελα να αναφερθώ στον Παυλίδη πιστεύουν ορισμένοι ότι θα κώλωνα; Ότι κάτι με εμποδίζει να πω το όνομά του και μιλάω γενικόλογα; Αν είναι δυνατόν!
Εγώ το μόνο που εξέφρασα, το πρωί, ήταν μια απορία. Πώς είναι δυνατόν ένας 90χρονος ας πούμε να δίνει τραγούδια του σ’ έναν 60χρονο, για να του τα φτιάξει αλλιώς και όχι σ’ έναν 25χρονο...
Ε αυτό ήταν αρκετό, ως φαίνεται, για κάποιους «παυλιδικούς» να μου κηρύξουν τον πόλεμο, να αρχίσουν να λένε διάφορα άκυρα, περνώντας στο τέλος σε ειρωνείες και προσωπικούς χαρακτηρισμούς.
Φυσικά, τα σχόλια τα έσβησα, όπως κάνω πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όταν ο άλλος εκτραχύνεται, ενώ τους μπλόκαρα κιόλας. Το μπλοκάρισμα, όμως, είναι περιστασιακό... κάπως παιδευτικό (έτσι τουλάχιστον θέλω να το αντιλαμβάνομαι εγώ) και στο επόμενο διάστημα θα τους ξεμπλοκάρω.
Εν τω μεταξύ είναι τρελό, ρε φίλε, να σου λέει ο άλλος πως υπάρχουν 60άρηδες, που έχουν νέες ιδέες και 25άρηδες με σκουριασμένες. Χαίρω πολύ... Φώντας Τρούσας! Αυτό εννόησα εγώ; Ρε, γιατί δεν βάζετε το μυαλό σας λίγο να δουλέψει, για να αντιληφθείτε τι λέω;
Λέω λοιπόν, για να το κάνω τελείως φραγκοδίφραγκα, πως εγώ αν ήμουνα 90χρονος συνθέτης κι ήθελα να διασκευάσει τα τραγούδια μου κάποιος νεότερος θα αδιαφορούσα για τους 60χρονους (ας ήταν και εκπληκτικοί) και θα πήγαινα κατ’ ευθείαν στους 25χρονους – και θα έψαχνα να βρω ανάμεσα σ’ αυτούς κάποιον με όρεξη και με απόψεις, για να μου πειράξει τα τραγούδια.
Δηλαδή ρε μάγκες δεν θα πήγαινα στον χειρότερο 25χρονο, απορρίπτοντας τον δημιουργικό 60άρη. Θα πήγαινα στον δημιουργικό 25χρονο. Θα έψαχνα να βρω έναν τέτοιο. Τόσο δύσκολο είναι αυτό να το αντιληφθείτε;
Και κάτι ακόμη. Εγώ δεν εξέφρασα καμία γνώμη για τον δίσκο του Παυλίδη. Πρώτον γιατί έχω ακούσει μόνο ένα τραγούδι –και δεν θα πω τι γνώμη αποκόμισα απ’ αυτό εδώ και τώρα– και δεύτερον, γιατί δεν μ’ ενδιαφέρει να εκφράσω γνώμη, αν δεν πάρω τον δίσκο στα χέρια μου.
Αν ο καλλιτέχνης μου τον στείλει ή η εταιρεία του τότε θα γράψω. Δεν καίγομαι να γράψω για κανέναν δίσκο a priori. Καίγομαι να γράψω μόνο γι’ αυτά που μου στέλνουν. Σ’ αυτά δίνω προτεραιότητα και μ’ αυτά ασχολιέμαι. Ξεκάθαρα πράγματα.
Όποιος, δε, θέλει να διαβάσει τι είχα γράψει για τον προηγούμενο δίσκο του Παυλίδη, τον οποίον είχα λάβει, εδώ είναι το κείμενο και μπορεί να το διαβάσει. Δείτε το στα σχόλια...

25/1/2023
Δηλαδή είσαι 80-90 χρονώ και δίνεις τα τραγούδια σου σ’ έναν 60χρονο, για να τους δώσει μια καινούρια αύρα, έναν άλλο αέρα, και όχι σ’ έναν 25χρονο;
Θα μου πεις, με μια τέτοια κίνηση, αν την έκανες, θα μπορούσε να «κάψεις» τον 25χρονο, ενώ με τον 60χρονο δεν υπάρχει θέμα... μπορεί να είναι ήδη «καμένος».

24/1/2023
Στην ταινία «Φτωχογειτονιά Αγάπη μου» (1969) του Απόστολου Τεγόπουλου, ο Νίκος Ξανθόπουλος υποδύεται σε όλο το έργο έναν παλαιοβιβλιοπώλη του Μοναστηρακίου, που μπλέκεται σε διάφορες περιπέτειες.
Κάποια στιγμή σκάει στο μαγαζί του ένας δημοσιογράφος ονόματι Φράγκος, όνομα της εποχής (παίζει ο Ορφέας Ζάχος), ο οποίος ψάχνει στα παλιά λόγω δουλειάς...
Ψάχνει λοιπόν να βρει έναν τόμο χρονογραφημάτων του Σπύρου Μελά υπό τον τίτλο «Κουβέντες του Φορτούνιο» (αληθινό βιβλίο, εν τω μεταξύ, που είχε κυκλοφορήσει το 1936 από τον Σαλίβερο), το οποίο ο παλαιοβιβλιοπώλης Ξανθόπουλος το έχει.
«Πόσο κάνει;» του λέει ο δημοσιογράφος. «70» του λέει ο Ξανθόπουλος. «Πολλά είναι» του λέει ο δημοσιογράφος. «Ε όχι» του λέει ο Ξανθόπουλος «είναι σπάνιο». Για να ακολουθήσει στη συνέχεια ο εξής διάλογος (με πρώτο τον δημοσιογράφο).
– Διάβασες το χθεσινό μου άρθρο για τους επαρχιώτες, που θαμπώνονται από την Αθήνα;
– Ναι, αλλά το έχω ξαναδιαβάσει όμως αυτό...
– Πού;
– Σ’ ένα παλιό περιοδικό. Eίχε γράψει κάτι τέτοιο πριν από 50 περίπου χρόνια ο Μπάμπης ο Άννινος
– Δηλαδή...
– Ακριβώς το ίδιο.
– ... δανείστηκα ορισμένα πράγματα από τον Μπάμπη τον Άννινο
– Ε τώρα, αν μου επιτρέπετε την έκφραση κύριε Φράγκο, δεν ήτανε απλώς ένα δάνειο…
– Ε τώρα τι τα θες... Είναι δύσκολο να βρίσκεις πάντα θέματα. Για δοκίμασε να γράψεις και θα δεις ...
– Ωρέ άσε με μένα. Εγώ αν αποφάσιζα να γράψω θα έπαιρνα ό,τι έχει κατασταλάξει μέσα μου η ζωή.
– Λόγια… Λόγια, λόγια, λόγια, λόγια... Η ζωή θέλει μπίζνες αγαπητέ μου. Μπίζνες...

Στην πραγματική ζωή, τώρα, ο Νίκος Ξανθόπουλος είχε γράψει όντως βιβλίο εκείνη την εποχή με τον τίτλο «Φτωχογειτονιά αγάπη μου» (όπως λεγόταν και η ταινία δηλαδή) και φυσικά με θέματα βγαλμένα μέσα από τη ζωή, όπως έλεγε και στην ταινία.
Όμως η φάση με τον δημοσιογράφο είναι καταπληκτική και εντελώς αποκαλυπτική γύρω από το πώς δουλεύουμε πολλοί από εμάς σ’ αυτό το επάγγελμα (λειτούργημα το λένε κιόλας).
Και είναι όντως μεγάλη κουβέντα αυτή που λέει ο δημοσιογράφος στον Ξανθόπουλο ότι «είναι δύσκολο να βρίσκεις πάντα θέματα» και όποιος δεν το πιστεύει αυτό (αυτό το λέω τώρα εγώ), ας κάτσει να γράψει μόνος του (όχι ένα κείμενο, αλλά χιλιάδες), για να δει τη γλύκα (για να επαναλάβω τα λόγια του Ορφέα Ζάχου).
Η σκηνή είναι καταπληκτική, τέλος πάντων, γιατί θέτει, εκτός των άλλων, επί τάπητος το καυτό για εμάς ζήτημα της κειμενογραφίας.
Γράφεις γι’ αυτά που έζησες, με άξονα τις εμπειρίες σου από τη ζωή, μ’ ένα ρεαλιστικό τρόπο (κάπως σαν τον... Hunter S. Thompson ή τον Νίκο Ξανθόπουλο), αλλά μπορείς να γράφεις και περισσότερο διανοητικά, ψάχνοντας μέσα στο χάος της βιβλιογραφίας για θέματα, για να βρεις κάτι που μπορεί να σε κεντρίσει... βουτώντας από Μπάμπη Άννινο και Σπύρο Μελά, μέχρι περιοδικά τύπου «Γυναίκα» (απ’ όπου ψάρεψα κι εγώ, εχθες, την συνέντευξη του Ξανθόπουλου).
Εντάξει, εγώ έγραψα ότι είναι από τη «Γυναίκα», δεν την παρουσίασα για δική μου τη συνέντευξη, όπως θα έκανε ενδεχομένως ο Φράγκος στην ταινία (ή όπως γίνεται σωρηδόν, σήμερα, στην πραγματική δημοσιογραφική ζωή).

Η σχέση του KKE με την ποπ και το ροκ, μέσα στις δεκαετίες – Οι υπερβάσεις του κόμματος είναι μικρές, αλλά υπαρκτές από την δεκαετία του ’60 ήδη

Προσφάτως (14 Ιανουαρίου) το ΚΚΕ τίμησε τον συνθέτη-τραγουδοποιό Σταύρο Ξαρχάκο, μέσα από μια μεγάλη συναυλία που οργανώθηκε στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Κάποιοι παραξενεύτηκαν. Μίλησαν για «υπέρβαση» από το κόμμα –κυρίως γιατί ο Σταύρος Ξαρχάκος είχε πολιτευτεί στο παρελθόν με την Νέα Δημοκρατία–, παραβλέποντας ή και αγνοώντας το γεγονός πως μεγάλο μέρος της έντεχνης τραγουδοποιίας του Ξαρχάκου είναι πολύ κοντά, συναισθηματικά και ψυχολογικά, στον «μέσο» ψηφοφόρο ή φίλο του ΚΚΕ.
Άλλοι, εν τω μεταξύ, θεώρησαν «υπέρβαση» μιαν αποστροφή της ομιλίας του Γενικού Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα, που προηγήθηκε της συναυλίας, με αναφορά στην ποπ. Την ακόλουθη:
«Είναι, δε, αξιοθαύμαστη και ίσως μοναδική στον Ξαρχάκο η ανιδιοτέλεια με την οποία προσεγγίζει το αντικείμενό του (...) όπως, για παράδειγμα, το στοιχείο της ποπ στο κινηματογραφικό έργο “Κορίτσια στον ήλιο”».
Θεωρήθηκε πως το να μιλάει για ποπ το ΚΚΕ, μέσω του Γραμματέα του, ήταν κάτι το πρωτοφανές, αφού παρουσιάστηκε στα μίντια κάπως σαν κεραυνός εν αιθρία.
Η μάλλον ασήμαντη (ακόμη και για το ΚΚΕ) αναφορά του Γραμματέα στην... ποπ του Ξαρχάκου, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, για διαφόρους λόγους. Και κατ’ αρχάς, γιατί το ποπ/ροκ έργο του Ξαρχάκου είναι πολύ μεγαλύτερο από το σάουντρακ τού «Κορίτσια στον Ήλιο».
Εν τάχει να πούμε πως ο Ξαρχάκος υπήρξε από τους «έντεχνους» συνθέτες που χρησιμοποίησαν από νωρίς ροκ ηλεκτρικά όργανα στις ενορχηστρώσεις του και πως τραγούδια του Ξαρχάκου, με ροκ αναφορές, έχουν τραγουδήσει ο Σταμάτης Κόκοτας, ο Νίκος Ξυλούρης, η Αφροδίτη Μάνου κ.ά. Και σ’ αυτά δεν αναφέρθηκε ο Γραμματέας.
Δεν αναφέρθηκε δηλαδή στο άλμπουμ «Διόνυσε Καλοκαίρι μας» (1972), ούτε φυσικά στις ροκ μουσικές του Ξαρχάκου για το θεατρικό μιούζικαλ «12 Μήνες Καλοκαίρι», που εντυπωσίαζε στην Αθήνα του 1970 και για το οποίον έχουμε γράψει ξεχωριστό άρθρο εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/theatro/theatriko-mioyzikal-12-mines-kalokairi-entyposiaze-tin-athina-kalokairi-toy-70.
Για το πόσο σημαντικό ήταν εκείνο το μιούζικαλ αρκεί (για την επιβεβαίωση) μια δήλωση του Σταύρου Λογαρίδη, από πολύ παλιά, από το 1978, στο περιοδικό «Ποπ & Ροκ», όταν είχε ερωτηθεί σε σχέση με το τι είχε ξεχωρίσει, έως τότε, από το χώρο του ροκ στην Ελλάδα. Είχε πει ο Λογαρίδης:
«Έχω ξεχωρίσει τον Εξαδάκτυλο, ένα βράδυ του ’71 ή του ’72, που έπαιζε στο Cin-Cin, επίσης τον Ξαρχάκο στο θεατρικό “12 Μήνες Καλοκαίρι” και τους Socrates στο άλμπουμ τους “Phos”».
Και αν το ροκ μπορεί να έμεινε μάλλον παραπονούμενο από την ομιλία του Γραμματέα, τότε τι να πει η «πρωτοπορία» και η avant-garde του Σταύρου Ξαρχάκου στο σάουντρακ «Τετράγωνο», στο «Θεμιστοκλέους 43» ή στον δίσκο “Ecce Homo”, που δεν θίχτηκαν καθόλου;
Εντάξει, ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ δεν είναι μουσικογράφος ή μουσικογραφιάς, όπως το λέμε εμείς πιο λαϊκά –αν και οι γνώσεις του στο «έντεχνο» υπερβαίνουν κατά πολύ τον «μέσο όρο»–, από την άλλη όμως υπάρχει και «κρυφό» έργο του Ξαρχάκου, που είναι εξ ίσου σημαντικό με το φανερό του, και για το οποίο, γενικώς, δεν γίνεται λόγος. 

Η συνέχεια εδώ... 

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

ΙΔΑΙΟΝ PROJECT σύγχονη «έντεχνη» παραδοσιακού τύπου μουσική

Το άλμπουμ του Ιδαίον Project [Ιδιωτική Έκδοση, 2022] έφθασε στα χέρια μας από την Λευκωσία. Βασικά πρόκειται για ένα σχήμα «έντεχνης, παραδοσιακού τύπου, μουσικής, η οποία (μουσική) αποδίδεται μ’ έναν σύγχρονο τρόπο. «Έντεχνη», σύγχρονη, παραδοσιακού τύπου... Οφείλονται επεξηγήσεις.
Οι μουσικές του Ιδαίον Project δεν είναι παραδοσιακές, είναι επώνυμες (του Βαγγέλη Γέττου), αλλά είναι άμεσα επηρεασμένες από την παράδοση και ακούγονται σαν να είναι παραδοσιακές. Επίσης οι ενορχηστρώσεις είναι σύγχρονες και παρότι σ’ αυτές ακούγονται διάφορα όργανα (ηλεκτρική κιθάρα, τρομπέτα, τρομπόνι κ.λπ.) ο ήχος, γενικώς, του Ιδαίον Project, στα περισσότερα τουλάχιστον tracks, δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί rock, jazz ή ethnic (ή και με όλους τους ενδιάμεσους συνδυασμούς). Σε γενικές γραμμές δηλαδή ο ήχος μένει κοντά στα παραδοσιακά πρότυπα, με πολύ προσεκτικές επεκτάσεις προς άλλες κατευθύνσεις. Και το εξής πολύ σημαντικό.
Αυτά που ακούμε στο «Ιδαίον Project» είναι τραγούδια – δεν είναι ορχηστρικά. Και μάλιστα είναι τραγούδια με πρωτότυπους στίχους, γραμμένους από τον Βαγγέλη Γέττο, που μοιάζουν όμως με παραδοσιακοί. Είναι επηρεασμένοι δηλαδή στην δομή τους από τα παραδοσιακά πρότυπα. Οι στίχοι είναι ελληνικοί φυσικά, ενώ ένας (ενός τραγουδιού) είναι γραμμένος στην κυπριακή διάλεκτο.
Συνοψίζοντας θα πούμε, λοιπόν, πως από τα εννέα tracks του CD το ένα είναι οργανικό και τα οκτώ τραγούδια, ενώ από τις εννέα συνθέσεις-τραγούδια τα οκτώ είναι πρωτότυπα, ενώ ένα έχει στίχους από τον «Ερωτόκριτο».
Ποιοι αποτελούν τους Ιδαίον Project; Ας σημειώσουμε τα ονόματα, με την σειρά που τα βλέπουμε στο εξώφυλλο: Μίμης Σανδαλής κοντραμπάσο, Βαγγέλης Γέττος λαούτο, τραγούδι, ενορχηστρώσεις και Hugo Enrique Olivos ντραμς, ενορχηστρώσεις. Από ’κει και πέρα υπάρχουν και guests, που προσθέτουν στο «Ιδαίον Project» κι άλλα ηχοχρώματα. Λέμε δηλαδή για τους: Efrén López hurdy gurdy, Loïc Bléjean ιρλανδική γκάιντα, Αλέξης Γιακγούλλης μπάσσο, ακουστική, ηλεκτρική κιθάρα, Μαρίνα Κατσαρή κλαρίνο, Ρεβέκκα Κατσαρή τρομπόνι και Παναγιώτης Λάρκου τρομπέτα. Επιπλέον στο «Ιδαίον Project» ακούγεται η φωνή της Μάγδας Φύσσα από συνέντευξή της στην ΕΡΤ, η φωνή του Dylan Thomas να απαγγέλλει και η φωνή του Ανδρέα Γιαακουμάκη (πατέρας του αδικοχαμένου Βαγγέλη Γιακουμάκη).
Πολλά συνάγονται από τα προηγούμενα – και κυρίως από το τελευταίο. Πως το «Ιδαίον Project» είναι ένα project-άλμπουμ, που δεν μένει μόνο στα μουσικά, επιχειρώντας να μεταφέρει τα παραδοσιακά ακούσματα στο σήμερα, μ’ έναν προσωπικό τρόπο, αλλά επικεντρώνεται και στα στιχουργικά (λόγια, φωνές), επιχειρώντας να προβάλλει και πολιτικά-κοινωνικά ζητήματα.
Αυτό, μάλιστα, γίνεται όχι χοντροκομμένα, αλλά με τέχνη (η στράτευση δηλαδή δεν στερείται αισθητικού ενδιαφέροντος) και κάπως έτσι, μαζί με τις συνθέσεις, δημιουργείται ένα συνολικό γεγονός, εκεί όπου τα επιμέρους «συστατικά» επικοινωνούν, μεταξύ τους, με αρτιότητα – ενώ και σε σχέση με τον κόσμο, τους ακροατές, η επικοινωνία είναι άμεση και ουσιαστική, με τα μηνύματα να μεταφέρονται με καίριο τρόπο.
Σκανάρουμε και τους στίχους ενός τραγουδιού, ώστε να διαπιστώσετε κι εσείς, διαβάζοντάς τους, το επίπεδο του λόγου, την σχέση του με την παράδοση, αλλά και το πώς επικοινωνούν ο Άρης με τον Τσε, μέσω της στιχουργικής πένας (που προβάλλει συγκεκριμένες θέσεις).
Ένας πολύ καλός δίσκος είναι το «Ιδαίον Project», που έχει τον τρόπο να προσεγγίζει ευαίσθητους ακροατές, από πάσης πλευράς, με μελετημένο και σωστό τρόπο.
Επαφή: https://www.facebook.com/idaeonproject

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

ΝΙΚΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ τρία αντιπολεμικά τραγούδια του Bertolt Brecht, για φωνή και πιάνο

Ο Νίκος Στεφάνου, σε ηχογραφήσεις του οποίου έχουμε αναφερθεί άλλες δύο φορές στο blog, στο παρελθόν, κάνει κάτι σπάνιο για την εποχή μας – σύνηθες, όμως, σε άλλες... πολύ παλιές εποχές. Γράφει στρατευμένα τραγούδια. Συνθέτει μέσα στο ιδεολογικό πλαίσιο του μαρξισμού-λενινισμού, στηριγμένος, εν προκειμένω, στην αντιπολεμική ποίηση του Bertolt Brecht. Τα τραγούδια, που προκύπτουν από την συγκεκριμένη ενασχόληση και που ακούγονται στο CD-single «στον Bertolt Brecht / τρία αντιπολεμικά τραγούδια» [Ιδιωτική Έκδοση, 2022], αφορούν σε πιάνο (παίζει ο συνθέτης) και φωνή (αποδίδει ο Σωτήρης Μπαλλάς). Όπως σημειώνει ο Νίκος Στεφάνου στο ένθετο, ανάμεσα σε άλλα:
«Τα δύο από τα τρία αντιπολεμικά τραγούδια πάνω στον Brecht γράφτηκαν μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, το Φλεβάρη του 2022, με την σύγκρουση των δύο μεγάλων ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων: ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ εναντίον Ρωσίας-Κίνας, με θύματα ξανά τους λαούς, τις ανάγκες και τα δικαιώματά τους, την ίδια τους τη ζωή...».
Η προσέγγιση του Ν. Στεφάνου είναι «έντεχνη». Υπάρχουν κάποια στοιχεία κλασικού lied, αλλά, βασικά, το ύφος παραπέμπει σε Θάνο Μικρούτσικο των σέβεντις. Παραπέμπει μόνον και όχι ταυτίζεται, γιατί ο Στεφάνου δεν συνθέτει αβαν-γκαρντίστικα. Τα τραγούδια του είναι γλαφυρά, σίγουρα θα μπορούσε να ενορχηστρωθούν για εντεχνολαϊκή ορχήστρα, αλλά και η συγκεκριμένη ενορχηστρωτική προσέγγιση είναι τέλεια – καθώς έτσι γυμνά, τα τραγούδια, δείχνουν τι πραγματικά αξίζουν. Και αξίζουν πολύ.
Και δεν αναφερόμαστε, φυσικά, στα αντιπολεμικά μηνύματα του Brecht, που είναι πανανθρώπινα, και όποιος αυτό δεν το αντιλαμβάνεται έχει θέμα..., αλλά στις μελοποιήσεις και βεβαίως στις ερμηνείες.
Έξοχος ο Σωτήρης Μπαλλάς, και καταπληκτικές οι μελωδικές ακολουθίες του Νίκου Στεφάνου, που, παρότι εξαρτημένες σφόδρα από τα λόγια, που είναι ιδιόμορφα στην δόμησή τους, καταφέρνουν (οι μελωδίες) να σε συνεπάρουν.
Και τα τρία τραγούδια είναι εξαιρετικά, αλλά τα «λόγος μιας προλετάριας μάνας στους γιους της με το ξέσπασμα του πολέμου» και «τραγούδι ενάντια στον πόλεμο» είναι... κάτι παραπάνω.
Καταπληκτικό CD, CD-single δηλαδή, με μόλις τρία τραγούδια, και με διάρκεια λιγότερη από δώδεκα λεπτά, που δεν καταχράται τον χρόνο μας, εμμένοντας στην ουσία.
[Το CD, για όποιον τυχόν ενδιαφέρεται, διακινείται από τις οργανώσεις της Κ.Ο. Κεντρικής Μακεδονίας του ΚΚΕ, στο πλαίσιο της ετήσιας Οικονομικής Εξόρμησης, με το σύνολο των εσόδων να διατίθεται στο κόμμα]

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΡΑΣ βίος άστατος

Ο Δημήτρης Καρράς είναι ένας τραγουδοποιός, που μας έχει απασχολήσει αρκετές φορές στο blog. Ας υπενθυμίσουμε λοιπόν μερικές από τις δουλειές του, για τις οποίες θα βρείτε reviews εδώ: «Ένα Ρεμπέτικο Παραμύθι και τα Τραγούδια του /  “Kαημομπούρια”» (2021) με τον Νίκο Γύρα, «Εξακρίβωση» (2019) με την μελοποίηση στίχων του Παύλου Σιδηρόπουλου και «Ζώδια & Πορνό» (2015).
Το βασικό συμπέρασμα απ’ όλα τα προηγούμενα (άλμπουμ) είναι ένα και μόνον. Ο Δημήτρης Καρράς είναι ένας αξιόλογος τραγουδοποιός – και εννοούμε μ’ αυτό πως ξέρει την τέχνη, πως έχει τον τρόπο και τα μέσα να γράφει και να παρουσιάζει «σωστά» τραγούδια. Τραγούδια, με το πλέον βασικό προσόν – με αρχή, μέση και τέλος, δηλαδή, ώστε να μπορούν να τραγουδηθούν. Όχι πειραματισμούς, όχι ασκήσεις, όχι ενδείξεις τραγουδοποιίας, μα, αποδεδειγμένα, καλή και γερή τραγουδιστική παραγωγή.
Παρά ταύτα δεν είμαστε σίγουροι αν τα κομμάτια τού Δ. Καρρά έχουν γνωρίσει, όντως, την επιτυχία που τους πρέπει. Αν παίζονται στα ραδιόφωνα, αν έχουν μπει στο στόμα του κόσμου... αν... αν... αν... Δεν έχουμε συγκεκριμένα στοιχεία.
Έτσι, πάνω σ’ αυτή τη βάση, ενός τραγουδιού, που να μπορεί να τραγουδηθεί, κινείται και η πιο νέα δουλειά τού Δημήτρη Καρρά, που έχει τίτλο «Βίος Άστατος» [Studio Pazl, 2022]. Το άλμπουμ (LP) περιέχει δέκα tracks, πέντε ανά πλευρά, που είναι όλα σε μουσική, στίχους και παραγωγή Δ. Καρρά.
Οι μουσικοί, τώρα, που συμμετέχουν στην εγγραφή προσδιορίζουν κατά μίαν έννοια και τον ήχο του δίσκου. Στις κιθάρες και στις ενορχηστρώσεις είναι ο Αλέξανδρος Δανδουλάκης, στο μπάσο ο Βασίλης Νισσόπουλος, στα ντραμς ο Στέφανος Σακελλαρίου, στα πλήκτρα ο Άκης Κατσουπάκης, στο τσέλο η Σοφία Ευκλείδου, στα φωνητικά η Έλενα Στρατηγοπούλου και στα σαξόφωνα ο Θύμιος Παπαδόπουλος.
Κάποιοι απ’ αυτούς (τους μουσικούς) είναι «άσσοι» της δισκογραφίας και σ’ αυτούς (και σε όλους) οφείλεται, σε κάθε περίπτωση, ο απλός αλλά ωραίος ήχος του δίσκου – ένας ήχος, που βοηθά και τα τραγούδια, φυσικά, για να ακούγονται μεστότερα.
Ο Δημήτρης Καρράς εν τω μεταξύ θυμίζει, κάποιες φορές με την φωνή του, τον Παύλο Σιδηρόπουλο, ενώ τα τραγούδια του, όπως εγώ τ’ ακούω, το μυαλό μου πάει μόνον στον αείμνηστο Λαυρέντη Μαχαιρίτσα (για ερμηνευτή). Αυτή θα ήταν η τέλεια επιλογή. Τώρα; Τώρα τα λέει μόνος του ο Δημήτρης Καρράς – και καλά κάνει. Δεν το συζητάμε αυτό.
Το «Όταν αλλάξεις (να με φωνάξεις)» προσωπικώς το ακούω κάπως σαν ένα ελληνόφωνο... “Sultans of swing”, με την «Ξεχασμένη πολιτεία» να συνδυάζει blues και country αναφορές, με το «Ονειρεύομαι» εκεί προς το τέλος να αποτελεί μία πολύ ωραία μπαλάντα (με την συμμετοχή και του Νίκου Πιπινέλη) και με «Το κουστούμι του πράκτορα» να εμφανίζει και τα πιο σαφή πολιτικά μηνύματα, με στιχάκια σαν και τούτα: «ο ρόλος μου είναι / υπηρέτης σ’ ανάκτορα / ενός μπάτλερ εισπράκτορα / μου φωνάζουνε μείνε / σε μια Ευρώπη δικτάτορα / στο κοστούμι του πράκτορα».
Γενικώς το «Βίος Άστατος» είναι ένα άνετο και καλό άλμπουμ, που εντάσσεται χοντρικώς στον χώρο του ελληνικού ροκ, τιμώντας κάποιες βασικές (ιστορικές) νόρμες του ύφους (και του χώρου) και τις οποίες μεταφέρει τίμια στο τώρα. Αυτό.  
Επαφή: https://dimitriskarras.bandcamp.com/

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2023

JOHN BAILEY ένας ευφάνταστος μουσικός της jazz, που κάθε φορά προτείνει και κάτι καινούριο

Είναι το τρίτο άλμπουμ του τρομπετίστα και φλουγκελχορνίστα John Bailey, για το οποίο γράφουμε στο blog. Προηγήθηκαν τα “In Real Time” [Summit Records, 2018] και “Can You Imagine?” [Freedom Road Records, 2019], με το παρόν Time Bandits [Freedom Road Records, 2022] να αποτελεί, συνάμα, και την τρίτη δική του προσωπική κατάθεση. Τον John Bailey τον έχουμε δει επίσης και ως session μουσικό κάποιες φορές, και πολύ προσφάτως στο καταπληκτικό “Hubub!” [Summit Records, 2022] του πιανίστα Ted Kooshian. Γενικώς θα γράφαμε για έναν «αθόρυβο» συνθέτη και οργανοπαίκτη, με δυνατό έργο και σημαντικές συνεργασίες (έχει βρεθεί στο πάλκο με Buddy Rich, Ray Charles, Ray Barretto κ.ά.).
Στο “Time Bandits”, δηλαδή στην συνεργασία του με τους George Cables πιάνο, Scott Colley μπάσο και Victor Lewis ντραμς, κύμβαλα, ο John Bailey τιμά, κατά μίαν έννοια, την ιστορία της τρομπέτας, μετά τον Dizzy Gillespie (τον οποίον Gillespie είχε τιμήσει στο “Can you Imagine?”).
Σ’ αυτό CD ακούγονται λοιπόν πέντε συνθέσεις του John Bailey, μία του Victor Lewis, μία του George Cables και τρεις versions – μία στο “Long ago and far away” του Jerome Kern, μία στο “Shes leaving home” των Beatles και μία στο “How do you know?” του πιανίστα Garry Dial.
Η πρώτη σύνθεση του Bailey, και η πρώτη που ανοίγει το άλμπουμ, είναι η φερώνυμη “Time bandits”, που είναι κατά βάση ένα hard bop, έντονο και γρήγορο, που συνεπαίρνει. Αναμφισβήτητα, μια πολύ δυνατή εισαγωγή.
Το “Various nefarious” είναι ένα blues, αισθητικής Miles Davis, που εξελίσσεται εξ ίσου συναρπαστικά, χωρισμένο στα τρία ουσιαστικώς, στο πρώτο «τρομπετικό» μέρος, στο δεύτερο πιανιστικό και στο τρίτο «μπασιστικό». Όμως και η τρίτη σύνθεση του John Bailey (τέταρτο track στη σειρά), η “Ode to Thaddeus”, που είναι ένα αργό κομμάτι, μια μπαλάντα, χρωστά σ’ έναν άλλον μεγάλο της τρομπέτας, τον Thad Jones. Το “Rose” (επίσης σύνθεση του Bailey) ξεκινά μ’ ένα unison σχήμα από την τρομπέτα και το κοντραμπάσο, για να εξελιχθεί περισσότερο «ελεύθερα» (διαθέτει κι ένα μικρό, αλλά ωραίο σόλο ντραμς από τον Lewis), αποτελώντας την πιο προχωρημένη σύνθεση του δίσκου. Το φινάλε με το “Groove samba” (η πέμπτη σύνθεση του Bailey στο άλμπουμ) έχει την λογική του εισαγωγικού κομματιού. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα δυναμικό, για ένα έντονο track, με ισχυρή χορευτική «γκρούβα», που είναι ό,τι πρέπει για κλείσιμο.
Όμως και οι versions έχουν κάτι ιδιαίτερο κάθε φορά να πουν, με το “Shes leaving home” να κερδίζει τις εντυπώσεις, με την... αναπαράσταση των φωνητικών (και των εγχόρδων) από την τρομπέτα (και μάλιστα με διπλές εγγραφές) ώστε να αποτυπωθούν και οι αρμονίες.
Μια πολύ ωραία προσπάθεια, από έναν ευφάνταστο μουσικό, που ξέρει κάθε φορά να προτείνει «κάτι άλλο».
Επαφή: www.johnbailey.com

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2023

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 486

23/1/2023
>>Πετάνε όλοι αφειδώς στην αμερικανόπληκτη αποικία Γκραικυλία μια μαλακία για τη ροκ και νομίζουν ότι καθάρισαν. Ανάθεμα και να ήξεραν τί είναι ροκ!<
Εγώ γουστάρω τις προκλητικές απόψεις. Μου αρέσει ο άλλος να εκφράζεται προκλητικά, ακόμη και αν δεν συμφωνώ μαζί του. Και αυτό, που διαβάσατε από πάνω, το έχω γράψει κι εγώ με άλλα λόγια. Ότι πετάει ο ένας μια αντιχουντική κορώνα, και νομίζει ότι καθάρισε, ότι μετατρέπεται αυτομάτως σε προοδευτικό.
Θέλω να πω πως καλά τα λέει ο φίλτατος στην αρχή, αλλά μετά του γ@μεί το κέρατο... Διαβάστε...
>>Η πολιτιστική έκφραση του New Deal του Ρούσβελτ για την βίαιη ομογενοποίηση, καταστροφή και τυποποίηση της λαϊκής κουλτούρας των μειονοτήτων στην πορεία του χρόνου στον αμερικάνικο τρόπο ζωής, την πιο χυδαία και πιο βάρβαρη συμπεριφορά αφότου ο πίθηκος έγινε άνθρωπος. Αυτό είναι το ροκ. Τώρα πια είναι πιστοποιημένο πολύτροπα και από την κατάντια της ανθρωπότητας, που σε ταξικό λήθαργο μασώντας δηλητηριώδεις «ροκ» αμερικάνικες τσιχλόφουσκες. Κλείνει η ταξική παρένθεση<<
Σίγουρα υπάρχει «δηλητηριώδες» ροκ, και ποπ και τραπ, και ό,τι να ’ναι απ’ όλα αυτά, όπως υπάρχουν και... τσικλομασάδες (όπως τους έλεγε ο Σκαρίμπας), αλλά υπάρχουν και υγιείς διαστάσεις σ’ αυτές τις μουσικές, και δεν είναι όλα κατευθυνόμενα από τη γέννα τους. Και πρέπει να έχεις τις γνώσεις, την άνεση, την παρρησία και την ορθή κριτική σκέψη να τα εντοπίζεις όλα αυτά και να τα προβάλλεις.
Πολλοί, απ’ αυτούς που κινούν τα νήματα, μπορεί να ενδιαφέρονται, φυσικά, μόνο για την «κατεύθυνση», αλλά δεν μπορούν πάντα να ελέγξουν τις διάφορες καταστάσεις – οι οποίες τους ξεφεύγουν και μετά... τραβάνε τα μαλλιά τους (για να το πω κάπως εμφατικά).
Και το ροκ, μια εποχή, στα τέλη των σίξτις, μπήκε στο μάτι της πολεμοχαρούς (αμερικανικής) εξουσίας, και ασχολήθηκε μαζί του και η CIA, και το FBI, και μουσικοί περιθωριοποιήθηκαν για τις ιδέες τους, και επιχειρήθηκε καπέλωμα για τελείως ταπεινούς και ύποπτους λόγους, και μουσικοί του ροκ βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των διαδηλώσεων για ειρήνη, δικαιώματα, νέες ευκαιρίες και όλα αυτά, και με το εργατικό και φοιτητικό κίνημα συνοδοιπόρησαν, και την Κούβα υποστήριξαν, και την Χιλή του Αλιέντε κ.λπ.
Είναι γνωστά θέλω να πω όλα αυτά, και άλλα περισσότερα, και όποιος δεν τα βλέπει... δύο τινά. Ή δεν τα ξέρει (κάτι κατανοητό) ή τα ξέρει, αλλά δεν μπορεί να τα εκτιμήσει και τα παραβλέπει (κάτι πολύ χειρότερο).

23/1/2023
Πολλοί που καταφέρονται κατά των ταινιών της ΚΛΑΚ Films δεν έχουν κάτσει ποτέ να δούνε μια ταινία ολόκληρη. Η γνώμη που διατυπώνουν προέρχεται από περιστασιακά κοιτάγματα, λίγο από τη μια ταινία, λίγο από την άλλη κι έτσι νομίζουν πως μπορούν να αποφαίνονται συνολικά.
Αν μια λαϊκή ταινία δεν μπορείς να την «δεις» και να την τοποθετήσεις, αρχικά, μέσα στο πλαίσιο της εποχής της, την καταδικάζεις χωρίς ουσιαστικά επιχειρήματα – και τούτο ασχέτως αν την βλέπεις μισή ή ολόκληρη. Και το να βάζεις το θέμα το οικονομικό στη μέση, ότι οι ταινίες αυτές έκαναν λεφτά και οι παραγωγοί-πρωταγωνιστές της «εκμεταλλεύτηκαν» τον πόνο του ανθρώπου και πλούτισαν, δείχνει αφέλεια, μαζί με πικρία, μα και με μια εθελοτυφλία σε σχέση με τις λεγόμενες «ταινίες τέχνης», που δήθεν τάχα δεν γίνονταν (και) για το χρήμα.
Ξεχνάνε ορισμένοι πως ο κινηματογράφος εκτός από τέχνη είναι και δουλειά, επάγγελμα, και πως και ο Παζολίνι και ο Μπέργκμαν και ο Γκοντάρ ενδιαφέρονταν να πουλήσουν το προϊόν τους, γιατί ζούσανε απ’ αυτό.
Το ότι μια λαϊκή ταινία μπορεί και πιάνει το αίσθημα του κόσμου δεν είναι έγκλημα, είναι μαγκιά. Και αυτό δεν είναι λαϊκισμός, είναι απλή λαϊκότητα – γιατί ο λαϊκισμός δεν είναι ίδιον των λαϊκών, αλλά των κουλτουριάρηδων, που θέλουν να το παίξουν λαϊκοί. Ο λαϊκισμός, δηλαδή, συνδέεται με την υποκρισία.
Λαϊκιστής θα μπορούσε να είναι ο Αγγελόπουλος π.χ. (όταν δείχνει τους αριστερούς με τα φλάμπουρα να τους παίρνει ο ύπνος μέσα στο λεωφορείο) και όχι ο Τεγόπουλος που βάζει την αρκούδα-Ανέστη Βλάχο να επιτίθεται στον Ξανθόπουλο. Λαϊκιστής μπορεί να ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου ας πούμε, αλλά όχι ο Χαρίλαος Φλωράκης. Ο λαϊκισμός είναι κάτι που εκπορεύεται από τα πάνω εννοώ και όχι από τα κάτω.
Ο Καζαντζίδης όταν τραγουδούσε για τη φτώχεια και τη ξενιτιά, δεν ήταν λαϊκιστής, λαϊκός ήταν.
Η φόρμα, δε, είναι ένα καθαρά τεχνικό-διανοητικό θέμα (που μπορεί να συνδέεται με διαβάσματα κ.λπ.), δεν είναι ουσιαστικό, με την έννοια του απαραίτητου. Δηλαδή πρωτεύουσα σημασία έχει το τι θα πεις και όχι ο τρόπος που θα το πεις. Εντάξει και ο τρόπος μετράει (δεν μηδενίζω, ούτε εξισώνω τους τρόπους), αλλά ποτέ ο τρόπος δεν μπορεί να υποσκελίσει την ουσία, όσο εμπεριστατωμένος και να είναι. Το αν συμβαίνει, τότε μιλάμε για ελιτισμό, που για μένα είναι πιο αποκρουστικός από τον λαϊκισμό. Γιατί στον λαϊκισμό, προσωπικά, βλέπω και κάποια θετικά χαρακτηριστικά (αν το δεις και ιστορικά δηλαδή), ενώ στον ελιτισμό δεν βλέπω απολύτως τίποτα (ποτέ).
Ας πούμε, όταν ο Καραμανλής έβγαλε την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, το 1974, λόγω των γεγονότων στην Κύπρο, είχε προβεί σε μια λαϊκίστικη κίνηση, που την δεδομένη εποχή, όμως, είχε ένα νόημα.
Περιττό δε να πω πως συμφωνώ 100% με όσα έλεγε ο Κώστας Φέρρης, επί των κινηματογραφικών θεμάτων, ήδη από το 1985...
«Εγώ έχω άποψη, είναι δηλωμένη, είναι ξεκάθαρη πάνω σ’ αυτό το πράγμα. Εγώ πιστεύω ότι αυτός υπήρξε ο ελληνικός κινηματογράφος (σ.σ. ο λαϊκός) και ο νεότερος ελληνικός κινηματογράφος δεν είναι παρά συνέχεια αυτού του ίδιου. Σαν παράδειγμα, σου θύμισα την “Ξεριζωμένη Γενηά” (σ.σ. του Απόστολου Τεγόπουλου, με τον Νίκο Ξανθόπουλο), που προηγείται του “Θιάσου” του Αγγελόπουλου κάμποσα χρόνια. Βέβαια ο “Θίασος” είχε μια άλλη φόρμα, ίσως και άρτια φτιαγμένη τεχνικά και αισθητικά και νοηματικά και όλα αυτά τα πράματα. Παρ’ όλα αυτά η “Ξεριζωμένη Γενηά” είναι μια εξαιρετικά δυνατή ταινία, δεν ξέρω τι άλλο χαρακτηρισμό να της δώσω, και η πρώτη ελληνική διαχρονική, που περνάει μέσα απ’ όλη την Eλληνική Iστορία, μέσα, βέβαια, από αυτά τα ανθρώπινα συναισθήματα που αγγίζουν τον απλό λαό, τον απλό κόσμο. Νομίζω μάλιστα ότι ένας από τους σημαντικούς κινηματογραφικούς κριτικούς μας, ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, έχει αναγνωρίσει την “Ξεριζωμένη Γενηά” ως ένα αριστούργημα της ιστορίας του ελληνικού κινηματογράφου»
[Κώστας Φέρρης]

22/1/2023
"Σαν θα γίνεσαι ένας ξένος, πιο βαθιά να σ' αγαπώ"...
["άλλη" ερμηνεία από τον Νίκο Ξανθόπουλο]
https://www.youtube.com/watch?v=QYYcsg2tWa4

22/1/2023
Τι ακριβώς άνθρωπος ήταν ο Νίκος Ξανθόπουλος (εν ειρήνη...) φάνηκε, επίσης, μέσα από μια σειρά σύντομων διηγημάτων που είχε γράψει και τυπώσει σ’ ένα βιβλιαράκι (εκδόσεις Πεντάς), υπό τον τίτλο «Φτωχογειτονιά Αγάπη μου / Λαϊκές Ιστορίες», το 1968. Υπήρχε και ταινία με τον ίδιο τίτλο (και με συμπρωταγωνίστρια την Κατερίνα Βασιλάκου – μία από τις καλύτερες του Ξανθόπουλου), αλλά το γραπτό είναι άλλο πράγμα. Διαβάστε την Παλτουδιά του...
[γ@μώ τους βαριούς χειμώνες]
https://www.lifo.gr/blogs/retronaut/mia-laiki-istoria-toy-nikoy-xanthopoyloy

21/1/2023
Πάλι καλά που δεν τον γράψανε "θείο Φώντα"...

21/1/2023
Πέθανε ο σκηνοθέτης Ερρίκος Ανδρέου. Εν ειρήνη... Ήταν ένας από τους αγαπημένους μου.
Ήδη έχω γράψει δύο μεγάλα κείμενα για τις ταινίες του «Εφιάλτης» και «Αναζήτησις...», ενώ έχω κάνει ποστ και για διάφορες άλλες (π.χ. για την «Ανταρσία των 10»).
Θέλω να γράψω μεγάλα κείμενα και για άλλες ταινίες του Ανδρέου. Γουστάρω να γράψω και για το «Εκείνος κι Εκείνη» (με Καρέζη, Γεωργίτση) και για τον «Παπαφλέσσα» και για το «Ψυχή και Σάρκα» (με Πρέκα, Τσοπέη) και για το «Αγκίστρι». Ακόμη και για το πρώτο TV-σίριαλ που σκηνοθέτησε θέλω να γράψω, το «Στησιχόρου 73» κ.λπ. Έχει πολύ ψωμί ο Ανδρέου, και δεν χρειάζεται να το πω πως παραμένει υποτιμημένος από πολλούς επαΐοντες.
https://www.lifo.gr/culture/cinema/anazitisis-i-cult-tainia-toy-errikoy-andreoy-apo-1972-me-tin-exohi-moysiki-toy

20/1/2023
Κι ένα δεύτερο ποστ, σήμερα, για τον σπουδαίο Καρυοφύλλη Δοϊτσίδη που πέθανε χθες. Τον άνθρωπο που ταύτισε το όνομά του με το πασίγνωστο «Δω στα λιανοχορταρούδια».
Γράφοντας τις προάλλες το κείμενο για «Το Βρώμικο Ψωμί» του Σαββόπουλου και με αφορμή την «Μαύρη Θάλασσα» έψαξα λίγο τα του τραγουδιού, από βιβλία και από το δίκτυο, πέφτοντας συν τοις άλλοις και σε μια συνέντευξη του Δοϊτσίδη, στην οποία έλεγε τα ακόλουθα:
>>Κατεβήκαμε στην Αθήνα το 1968, μετά από πρόσκληση της Δόρας Στράτου. Είχε γίνει μια μεγάλη γιορτή στο Παναθηναϊκό Στάδιο για τον ένα χρόνο της χούντας. Ο Γιώργος Οικονομίδης είχε αναλάβει τα θεατρικά δρώμενα, με τη συμμετοχή του Ντίνου Ηλιόπουλου και πολλών άλλων ηθοποιών, και η Δόρα Στράτου οργάνωσε το μουσικοχορευτικό κομμάτι της εκδήλωσης. Συμμετείχαν παραδοσιακές ορχήστρες και χορευτικοί σύλλογοι απ’ όλη την Ελλάδα. Και από την περιοχή μας, επέλεξαν εμάς ως το καλύτερο μουσικοχορευτικό συγκρότημα της Θράκης. Ακριβώς την επόμενη μέρα μας πρότεινε να συνεργαστούμε (σ.σ. η Δόρα Στράτου). Κι έτσι εγκατασταθήκαμε μόνιμα στην Αθήνα και δουλέψαμε μαζί της, από το 1969 έως το 1973, στο περίφημο «Θέατρο Δόρας Στράτου».<<
>>Οι απόψεις διίστανται για το αν η στρατιωτική δικτατορία (1967-1974) έκανε καλό ή κακό στο δημοτικό τραγούδι. Ποια είναι η γνώμη σας;
Κατά τη γνώμη μου, έκανε καλό. Και θα σου εξηγήσω γιατί. Η χούντα έψαχνε στην επαρχία παραδοσιακούς μουσικούς και τραγουδιστές και τους υποστήριζε μέσα από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τις διάφορες εκδηλώσεις. Έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς καλλιτέχνες να ηχογραφήσουν παραδοσιακά τραγούδια. Έκανε καλό σ’ αυτόν τον τομέα, κατά τη γνώμη μου πάντα.<<
>>Σας αρέσουν οι διασκευές παραδοσιακών τραγουδιών που έγιναν από τους γνωστούς ερμηνευτές του έντεχνου και λαϊκού τραγουδιού (π.χ. Νταλάρας, Μητσιάς, Πάριος, Αλεξίου, Βιτάλη, Γλυκερία, κ.ά.);
Είναι σημαντικοί τραγουδιστές, αλλά κατά τη γνώμη μου τα χάλασαν, έκαναν ζημιά με όλες αυτές τις διασκευές. Ειδικά ο Σαββόπουλος τα σκότωσε. Υπάρχει καλύτερο πράγμα από το να ακούς την παραδοσιακή μουσική από τους αυθεντικούς και γνήσιους ερμηνευτές, που έχουν δώσει την ψυχή τους σ’ αυτό το πράγμα; Δε νομίζω!<<

Ο Δοϊτσίδης θίγει πολλά εδώ πέρα. Εν τάχει λίγα λόγια...
Το αν έκανε καλό ή κακό η χούντα στο δημοτικό τραγούδι (πέρα από τα τσάμικα, που χορεύανε οι πραξικοπηματίες το Πάσχα και στις επετείους της «επανάστασης») αυτό είναι ένα θέμα, που χρήζει διερεύνησης. Υπό την έννοια πως για ν’ απαντήσεις θα πρέπει να εξετάσεις τι κονδύλια φεύγανε προς τα ’κει, τι θεσμοί δημιουργήθηκαν (αν δημιουργήθηκαν) ή στηρίχτηκαν, πόσο ανοιχτό ήταν το ραδιόφωνο, βασικά, μα και η τηλεόραση, στους ήχους της υπαίθρου κ.λπ. Μονολεκτική απάντηση εγώ δεν έχω.
Πάντως τα δημοτικά και ιδίως τα χορευτικά η χούντα τα αντιμετώπιζε μέσα στο πλαίσιο της «συνέχειας» του ελληνικού πολιτισμού, παίρνοντας τη σκυτάλη από το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Είναι γνωστό, εξάλλου, πως η σπουδαία χορογράφος Κούλα Πράτσικα είχε δουλέψει για τους «μεταξικούς», κάνοντας ανάλογες επιδείξεις, με εκείνες της Δόρας Στράτου, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, μεταξύ 1937 και 1940.
Επίσης είναι σίγουρο πως η χούντα πούλαγε και τουριστικοποίηση, μαζί με ό,τι άλλο, μέσω του λαϊκού πολιτισμού – σε μιαν εποχή, όπου το τουριστικό προϊόν είχε αρχίσει να απασχολεί ευρύτερα. Δεν ξέρω, δηλαδή, αν από δικό της «δάκτυλο» έσκασαν στο πανί ακόμη και οι φουστανελάδες της Δόρας Στράτου(?) στην ταινία Le Casse του Ανρί Βερνέιγ, με Μπελμοντό, Ομάρ Σαρίφ κ.ά. (στη σκηνή της αυτοκινητικής καταδίωξης), που γυριζόταν Φλεβάρη-άνοιξη του ’71 στον Πειραιά και την Αθήνα (και την Κέρκυρα).
Συμφωνώ, όμως, από την άλλη, με τον αείμνηστο Δοϊτσίδη, πως την παραδοσιακή μουσική θα πρέπει να την ακούς και να την απολαμβάνεις από πιστούς ερμηνευτές της και όχι από «έντεχνους» και «λαϊκούς», οι οποίοι τραγουδάνε τελείως έξω από το πνεύμα της και προφανώς αστικοποιημένα - αν και κανείς δεν μπορεί να απαγορεύσει σε κάποιον να επηρεαστεί από την παράδοση και να την μετασχηματίσει προς κάτι άλλο υψηλής αξίας, δανειζόμενος ορισμένες μελωδίες ή ρυθμούς της. Διαφωνώ, δηλαδή, με την άποψή του ότι «ο Σαββόπουλος τα σκότωσε» στη «Μαύρη Θάλασσα». Πιθανώς να κρύβει και μια πικρία αυτή η αναφορά στον Σαββό, που θέλει λίγο ψάξιμο. Ίσως επειδή δεν είχε περάσει, τότε, στο κοινό τού Σαββόπουλου η δική του άποψη (του Δοϊτσίδη) για τον ζωναράδικο, μα εκείνη της Δόμνας Σαμίου... Ποιος να ξέρει...

20/1/2023
Παιδιά μην του γράφετε τέτοια πράματα... ακόμη δεν τον χώσανε, γιατί θα βρυκολακιάσει και θα σας κυνηγάει στον ύπνο σας, σαν τον Φρέντι Κρούγκερ...
[άκου...άφησε εποχή στη μουσική βιομηχανία - δηλαδή πόσο εκτός τόπου και χρόνου πρέπει να ‘ναι κάποιος, για να γράψει τέτοια π@παρία]

20/1/2023
Ένα από τα... πιο χειρότερά μου είναι να διαβάζω νεκρολογίες για μουσικούς του ροκ και να γράφεται εκεί μέσα πόσες φορές έχουνε μπει στο Rock & Roll Hall of Fame.
Δεν ξέρω ρε φίλε τι σκ@τά αμερικανιά είναι αυτό το πράμα, και δεν μ’ ενδιαφέρει ούτε να το ψάξω, ούτε να μάθω, αλλά έχω τις εξής απορίες...
Τους ρωτάνε όλους αυτούς αν θέλουνε να μπούνε, κι εκείνοι λένε «ναι»; Ή τους βάζουνε παρά τη θέλησή τους; Ή τους βρίσκουνε στα τελευταία τους, όταν οι ίδιοι έχουν... παραδώσει οπλισμό και οι τιμές τους καλαρέσουν, παρότι επέχουν ρόλο εν ζωή ταφόπλακας;
[μην απαντήσετε, δεν υπάρχει λόγος, είναι ρητορικές οι ερωτήσεις]

20/1/2023
>>«Δω στα λιανοχορταρούδια», που είχε γίνει ευρύτερα γνωστός, πέραν της Θράκης, όταν το ηχογράφησε το συγκρότημα του Καρυοφύλλη Δοϊτσίδη, μαζί με τις κόρες του Λαμπριάνα και Θεοπούλα Δοϊτσίδη, σ’ ένα 45άρι της Music-box το 1969 (το 1971 και σε LP) και που, στις εμφανίσεις της στο Rodeo, θα το τραγουδούσε προφανώς και η Δόμνα Σαμίου.<<
Κι άλλη μεγάλη απώλεια χθες. Μετά τον Μάρκο Δραγούμη και τον David Crosby. Καρυοφύλλης Δοϊτσίδης RIP
Εκπληκτική ραδιοφωνική εκτέλεση αυτή από το 1959 - την τρώει εκείνη του single από το 1969... ενός τραγουδιού που μας εξανάγκασαν να το σιχαθούμε οι συνεχείς άσχετες τηλε-εκτελέσεις του τα πολλά τελευταία χρόνια...
https://www.youtube.com/watch?v=u59-3yCiKEs

20/1/2022
>>Οι Κώστας Τουρνάς, Robert Williams, Σταύρος Λογαρίδης και Κώστας Παπαϊωάννου φτιάχνουν ωραία τραγούδια, και καθώς είναι μέσα στο πνεύμα του ελληνικού χιπισμού, κατορθώνουν να ξεσηκώσουν τη νεολαία, με τα ελληνικά λόγια και τις μουσικές τους α λα Crosby, Stills, Nash & Young.<<
>>Οι Ιωνάθαν ήταν ένα καλό συγκρότημα, αν κρίνουμε από το μοναδικό 45άρι τους με τα τραγούδια (συνθέσεις του Παύλου «Ιωνάθαν» Βακατάτση) «Στο τσίρκο / Αναγνώρισις» [Olympic, 1971], παίζοντας συχνά σε συναυλίες, μαζί με τους Socrates Drank the Conium και άλλες μπάντες της εποχής. Σε μια συνέντευξή τους στο περιοδικό «Φαντάζιο», στην Όλγα Μπακομάρου, εκείνη την εποχή (φθινόπωρο του ’71) έλεγαν οι Ιωνάθαν: «Θαυμάζουμε τους Pink Floyd, τους Procol Harum, τους Crosby, Stills, Nash & Young.<<
David Crosby RIP

19/1/2023
Με αφορμή την είδηση του θανάτου του μουσικολόγου και άλλα τινά Μάρκου Φ. Δραγούμη...
[ΚΑΤΑΚΑΗΜΕΝΕ ΣΚΟΠΕΛΕ... τραγούδια από την Σκόπελο/ Επιτόπιες ηχογραφήσεις του Μάρκου Φ. Δραγούμη (1967) για λογαριασμό του Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου Μέλπως Μερλιέ]
https://diskoryxeion.blogspot.com/2016/07/1967.html

18/1/2023
To πανεπιστήμιο του ροκ. Επιλογή τραγουδιού, ήχος, παιξίματα... όλα. CREAM Crossroads 1968
https://www.youtube.com/watch?v=7HfkSzsyh1E

18/1/2023
Όπως ο Γιώργος Σκαλενάκης γυρνούσε στα κλαμπ της Πράγας και κινηματογραφούσε τη νεολαία και τα συγκροτήματα στις αρχές του ’60 (“Prazské Blues”), το ίδιο θα έκανε και η Márta Mészáros, μια δεκαετία αργότερα, στην ταινία της “Szép lányok, ne sírjatok!” (Όμορφα κορίτσια, μην κλαίτε!).
Στην ταινία εμφανίζονται μερικά από τα καλύτερα ουγγρικά ποπ και ροκ γκρουπ, εκεί γύρω στο 1970, όπως οι Illés, οι Kex, οι Metro, οι Syrius κ.λπ.
Η ταινία της Márta Mészáros “Szép lányok, ne sírjatok!” θα προβληθεί, όπως διαβάζω, την Δευτέρα στην Ταινιοθήκη. Εδώ βλέπετε την ποπ-ψυχεδελική αφίσα τής ταινίας και στα σχόλια ακούτε κιόλας Syrius (από την ταινία) και Kex…

MELENTINI & THE RUNNING BLUE ORCHESTRA live in Berlin, Milano, Athens

Ένα ιδιαίτερο άλμπουμ έχουμε εδώ. Και όχι απλώς ιδιαίτερο, αλλά και πολύ καλό, δηλαδή εντυπωσιακό, καθώς καταφέρνει να διαχειριστεί, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τρία διαφορετικά live της Melentini, με την Running Blue Orchestra, που συνέβησαν σε τρεις διαφορετικές πόλεις, στο Βερολίνο, το Μιλάνο και την Αθήνα, και που «οικοδομούν» όλα μαζί το LP Live in Berlin, Milano, Athens [Veego Records, 2022]. Η Melentini, μία από τις πιο ουσιαστικές παρουσίες του αγγλόφωνου ελληνικού τραγουδιού, αυτή την τελευταία δεκαετία, με προσωπικά άλμπουμ «διαμάντια», που τα θυμόμαστε ακόμη, όπως το “Explosions Around, The Desert Inside” (2013) ή το “9 Songs for Post-Greek Films” (2020), κατορθώνει με αυτό το LP να κάνει την μεγάλη έκπληξη.
Να παραδώσει έναν δίσκο σφιχτό, στιβαρό, με συγκεκριμένο χρώμα και αντίληψη, που μπορεί να σε αφήσει ακόμη και άφωνο. Εξαρτάται από την κατάσταση που θα σε βρει...
Αυτό που κυριαρχεί, εδώ, είναι βασικά το blues. Όσο και αν ακούγεται «κάπως» αυτό, είναι πέρα για πέρα αληθινό. Ένα blues διαφορετικό, φυσικά, από το κλασικό, που έχει όμως τον τρόπο να προκαλεί (και αυτό) ανάλογα συναισθήματα.
Είναι ένα blues υποβλητικό, έντονου πάθους, που μπορεί να φέρνει στη μνήμη κάτι από Mark Lanegan ή κάτι από την υπερκόσμια μπαλάντα της Julee Cruise, ένα blues αργό και ενίοτε κολασμένο –βοηθά και η φωνή της Melentini προς αυτό, καθώς οι επιδράσεις από τον τρόπο της Billie Holiday είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς σε αρκετές περιπτώσεις–, με την παράλληλη λιτή, πρακτικά ή φαινομενικά, συνοδεία και το αργό σύρσιμο των πλήκτρων και των κιθαρών να ενδυναμώνει αυτό το «μεταβατικό» περιβάλλον.
Πολλά κομμάτια είναι τέτοια (blues υποβλητικά, έντονου πάθους), που μπορούν, εν μέρει, να αντιμετωπιστούν και μέσα στο πλαίσιο του synth dark-wave (αν και δεν λείπουν και οι κιθάρες), με λίγες, πάντως, πιο φωτεινές και πιο ποπ στιγμές (το “Yellow roses”, εκεί στο τέλος της πρώτης πλευράς, για παράδειγμα).
Η δεύτερη πλευρά, με τα τρία μόλις tracks (ανάμεσά τους ένα 9λεπτο κι ένα 10λεπτο – μην ξεχνάμε πως πρόκειται για live, άρα κάποια κομμάτια είναι αναμενόμενο να «τραβάνε»), είναι, εν τω μεταξύ, ακόμη πιο υποβλητική, με τα synths να «γεμίζουν» ακατάπαυστα και με την τρομπέτα, συν τα εφφέ, να οριοθετούν αυτό το «υπερκόσμιο» (το ξαναλέμε) σκηνικό.
Αυτά στο “Satellites”, για να ακολουθήσει άλλο ένα εκπληκτικό κομμάτι, ίσως το ωραιότερο του δίσκου, που αποκαλείται “Asana / metamorphosis” (γνωστό σε μια 3λεπτη εκδοχή από το 2018) και που στηρίζεται όχι μόνον στην φωνή της Melentini –στην αρχή δεν καταλαβαίνεις τι ακριβώς τραγουδά, ούτε αν αυτό που ακούς προέρχεται από ανάποδη ταινία ή είναι κάτι σαν ηπειρώτικο μοιρολόι–, αλλά στην πορεία αντιλαμβάνεσαι πως οι επιρροές από την ινδική μουσική είναι εκείνες που καθορίζουν το συγκεκριμένο τραγούδι, που ξέρει να εκμεταλλεύεται τόσο την ένταση, όσο και την ηρεμία, προβάλλοντας τελετουργικά χαρακτηριστικά (ασχέτως του post-rock κλεισίματος). Εντελώς... ψυχεδελική σύνθεση, που προσδίδει στο “Live in Berlin, Milano, Athens” «άλλη αξία».
Melentini λοιπόν σε συνθέσεις, φωνή, λόγια, πλήκτρα και τρομπέτες, Vassilis Dokakis σε σύνθια, κιθάρες, προγραμματισμό, φωνητικά, Kostas Antoniou σε μπάσο και Chris Vigos σε ντραμς, φωνητικά, είναι οι τέσσερις άνθρωποι, που είναι υπεύθυνοι γι’ αυτό το... μικρό αριστούργημα.
(Πολύ ωραία η βινυλιακή έκδοση της Veego Records, με ωραία χαρτιά, χρώματα, τσακίσματα του χαρτιού, εικαστική δουλειά, γραμματοσειρές... τα πάντα).
Επαφή: https://melentini.bandcamp.com/album/melentini-the-running-blue-orchestra-live-in-berlin-milano-athens