Ο χρόνος κυλούσε πολύ γοργά
για την ελληνική κρατική τηλεόραση, στα πρώτα χρόνια του ’70.
Τα δύο κανάλια, το Ε.Ι.Ρ.Τ. (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας Τηλεοράσεως) και η Υ.ΕΝ.Ε.Δ. (Υπηρεσία Ενημερώσεως Ενόπλων Δυνάμεων), διαγκωνίζονταν για το ποιο θα είχε τις αξιολογότερες εκπομπές και βεβαίως για το ποιο θα κατακτούσε τους υψηλότερους αριθμούς τηλεθέασης – που και τότε μετριούνταν, καθορίζοντας εν πολλοίς και την διαφημιστική πίτα, άρα και τα έσοδα.
Η Υ.ΕΝ.Ε.Δ., που ήταν το κανάλι του Στρατού, έχοντας όλη την υποστήριξη του Επιτελείου και άρα και του βαθέως κράτους (για την περίοδο της δικτατορίας συζητάμε), βρισκόταν ένα βήμα πιο μπροστά (ή μάλλον πολλά) από το Ε.Ι.Ρ.Τ., που υστερούσε στον τομέα της ψυχαγωγίας και που θα το πάλευε, μετά το 1972, εξισορροπώντας κάπως την κατάσταση.
Χωρίς καμιά αμφιβολία η Υ.ΕΝ.Ε.Δ. ήταν εκείνη που θα δημιουργούσε, τότε, την εμπορική τηλεόραση στην Ελλάδα, προτείνοντας ένα μοντέλο συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, που υπήρξε... μάλλον προχωρημένο για την εποχή του. (Είναι γνωστό, εξάλλου, πως η χούντα θα ήταν η πρώτη που θα εφάρμοζε νεοφιλελεύθερες πολιτικές στη χώρα – έστω και σ’ ένα εμβρυακό στάδιο).
Χοντρικά, το στρατιωτικό κανάλι ήταν το πρώτο που θα δεχόταν διαφημίσεις, προσφερόμενα προγράμματα από εταιρείες, ζωντανές εκπομπές και ακόμη κινηματογραφικές ταινίες (που ήταν, φυσικά, ιδιωτικές παραγωγές).
Ο άνθρωπος, που θα άνοιγε την κρατική τηλεόραση στους ιδιώτες (παραγωγούς και διαφημιστές) ήταν ο τότε διοικητής της Υ.ΕΝ.Ε.Δ. «ταξίαρχος» Τρύφων Αποστολόπουλος, που ήταν στρατιωτικός εν αποστρατεία (με το «ταξίαρχος» να του είχε μείνει, παρότι ήταν πλέον υποστράτηγος).
Επί Αποστολόπουλου μεγαλουργούν η εταιρεία παραγωγής «αστήρ tv», της Ελβίρας Ράλλη και του διαφημιστή Γιώργου Ράλλη, που το 1973 έχει απορροφήσει και την «Εκλογή» του Νίκου Νικολαρέα (γνωστός και ως «Συνεργάτης χωρίς όνομα»), η “GTV” του Νίκου Μαστοράκη και, ανάμεσα σε άλλες μικρότερες ή πιο μεγάλες, ο «Οργανισμός Πισσάνος» του Παύλου Πισσάνου.
Ο Πισσάνος ήταν ήδη γνωστός
μακετίστας και τιτλίστας του ελληνικού κινηματογράφου στα σίξτις (το
«σκίτσα-τρυκ Πισσάνος» το θυμόμαστε όλοι από τις παλιές ελληνικές ταινίες, με
το όνομά του να το βλέπουμε στους τίτλους των «Θα σε Κάνω Βασίλισσα», «Υιέ
μου... Υιέ μου...» κ.λπ.). Ο Πισσάνος ήταν επίσης διαφημιστής και ακόμη
παραγωγός του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης (της Y.ΕΝ.Ε.Δ. βασικά), στο διάστημα 1971-73.
Τα δύο κανάλια, το Ε.Ι.Ρ.Τ. (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας Τηλεοράσεως) και η Υ.ΕΝ.Ε.Δ. (Υπηρεσία Ενημερώσεως Ενόπλων Δυνάμεων), διαγκωνίζονταν για το ποιο θα είχε τις αξιολογότερες εκπομπές και βεβαίως για το ποιο θα κατακτούσε τους υψηλότερους αριθμούς τηλεθέασης – που και τότε μετριούνταν, καθορίζοντας εν πολλοίς και την διαφημιστική πίτα, άρα και τα έσοδα.
Η Υ.ΕΝ.Ε.Δ., που ήταν το κανάλι του Στρατού, έχοντας όλη την υποστήριξη του Επιτελείου και άρα και του βαθέως κράτους (για την περίοδο της δικτατορίας συζητάμε), βρισκόταν ένα βήμα πιο μπροστά (ή μάλλον πολλά) από το Ε.Ι.Ρ.Τ., που υστερούσε στον τομέα της ψυχαγωγίας και που θα το πάλευε, μετά το 1972, εξισορροπώντας κάπως την κατάσταση.
Χωρίς καμιά αμφιβολία η Υ.ΕΝ.Ε.Δ. ήταν εκείνη που θα δημιουργούσε, τότε, την εμπορική τηλεόραση στην Ελλάδα, προτείνοντας ένα μοντέλο συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, που υπήρξε... μάλλον προχωρημένο για την εποχή του. (Είναι γνωστό, εξάλλου, πως η χούντα θα ήταν η πρώτη που θα εφάρμοζε νεοφιλελεύθερες πολιτικές στη χώρα – έστω και σ’ ένα εμβρυακό στάδιο).
Χοντρικά, το στρατιωτικό κανάλι ήταν το πρώτο που θα δεχόταν διαφημίσεις, προσφερόμενα προγράμματα από εταιρείες, ζωντανές εκπομπές και ακόμη κινηματογραφικές ταινίες (που ήταν, φυσικά, ιδιωτικές παραγωγές).
Ο άνθρωπος, που θα άνοιγε την κρατική τηλεόραση στους ιδιώτες (παραγωγούς και διαφημιστές) ήταν ο τότε διοικητής της Υ.ΕΝ.Ε.Δ. «ταξίαρχος» Τρύφων Αποστολόπουλος, που ήταν στρατιωτικός εν αποστρατεία (με το «ταξίαρχος» να του είχε μείνει, παρότι ήταν πλέον υποστράτηγος).
Επί Αποστολόπουλου μεγαλουργούν η εταιρεία παραγωγής «αστήρ tv», της Ελβίρας Ράλλη και του διαφημιστή Γιώργου Ράλλη, που το 1973 έχει απορροφήσει και την «Εκλογή» του Νίκου Νικολαρέα (γνωστός και ως «Συνεργάτης χωρίς όνομα»), η “GTV” του Νίκου Μαστοράκη και, ανάμεσα σε άλλες μικρότερες ή πιο μεγάλες, ο «Οργανισμός Πισσάνος» του Παύλου Πισσάνου.
«Η Τελευταία Άνοιξη»
Η πρώτη παραγωγή του Παύλου Πισσάνου, που μας ενδιαφέρει εδώ, είναι «Η Τελευταία Άνοιξη», που ξεκινά να προβάλλεται στο στρατιωτικό κανάλι, στις 16 Οκτωβρίου του ’73 (ημέρα Τρίτη, στις 22:05), σε ημίωρα επεισόδια, ένα μήνα πριν από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. (Υπάρχει η πληροφορία πως η εκπομπή ξεκίνησε στις 2 Οκτωβρίου – αν και σ’ αυτές τις περιπτώσεις η μεταγενέστερη ημερομηνία θα είναι πάντα η πιο πιθανή).
Το σίριαλ εκείνο, που είχε σενάριο του Π. Πισσάνου, σκηνοθετούσε ο γνωστός από το σινεμά Γιώργος Σκαλενάκης, ενώ πρωταγωνιστούσαν η Μαρία Αλιφέρη και ο Αντώνης Λιώτσης στους βασικούς ρόλους, μαζί με τους Βάσο Ανδρονίδη, Ελένη Ζαφειρίου, Ιάκωβο Ψαρρά, Σταύρο Φαρμάκη, Θεόδωρο Δημήτριεφ, Μαρία Αλκαίου, Ανέστη Βλάχο κ.ά. Ανάμεσα στους συνεργάτες του Παύλου Πισσάνου θα βρισκόταν και ο Μάνος Χατζιδάκις, ο οποίος θα έγραφε τη μουσική φυσικά!
Η υπόθεση φέρνει στη μνήμη την κλασική πλέον νουβέλα “Love Story” (1970) του Erich Segal, που είχε γίνει και ταινία, όπως όλοι ξέρουν, την ίδια χρονιά (1970) από τον Arthur Hiller, με την Ali MacGraw και τον Ryan O’Neal. Όπως διαβάζουμε στο πρόγραμμα:
«Η Λουίζα (Μαρία Αλιφέρη), μια όμορφη κοπέλα, κόρη ενός μεγάλου επιχειρηματία, ζει στην Αθήνα με τη νέα και όμορφη μητριά της. Ο πατέρας της ταξιδεύει συνεχώς και παραμελεί την κόρη του, που ζει μέσα στον δικό της κόσμο. Μια μέρα ανακαλύπτει ότι έχει μια ανίατη αρρώστια και ο θάνατός της είναι πολύ κοντά. Εγκαταλείπει το σπίτι της και αναζητά τη γαλήνη και την ηρεμία –για το λίγο χρόνο που της απομένει– σε κάποιο θείο της μεγαλοκτηματία, που ζει στην επαρχία σε μια αγρέπαυλι. Ο θείος της είναι ένας άνθρωπος νευρικός και ιδιότροπος, αλλά κατά βάθος καλός και προσπαθεί με κάθε τρόπο να βοηθήσει την Λουίζα να ξεχάσει το δράμα της και να περάσει όσο γίνεται πιο ανώδυνα τον λίγο καιρό της ζωής, που της απομένει. Κάποια μέρα θα έρθει στην αγρέπαυλι ένας νεαρός πιανίστας (Αντώνης Λιώτσης), που τον έχει καλέσει η θεία τής Λουίζας, μια φιλόμουση γυναίκα, με πολύ καλοσύνη και αρχοντιά. Από την ημέρα αυτή όλα αλλάζουν για τη Λουίζα. Ένας μεγάλος έρωτας δεν αργεί να γεννηθεί και την αναστατώνει. Θάνατος και έρωτας είναι κάτι πολύ μεγάλο για την μικρή Λουίζα...».
Όπως ο Κώστας Ταχτσής είχε μεταφράσει (για επαγγελματικούς λόγους προφανώς) το “Love Story” στα ελληνικά, ως «Ιστορία Αγάπης» (1971), για τις εκδόσεις Ζάρβανος, έτσι και ο Μάνος Χατζιδάκις, για μιαν ανάλογη αισθηματική, τηλεοπτική, περιπέτεια δέχεται να γράψει μουσική – κάτι που θα συνέβαινε για πρώτη φορά, εκείνη τη χρονιά, στην έως τότε διαδρομή του.
Το πρώτο εξάμηνο του 1973
είναι μάλλον περίεργο για τον Μ. Χατζιδάκι, υπό την έννοια πως ένα μεγάλο μέρος
του χρόνου του το περνάει και πάλι στο εξωτερικό – καθώς κινείται μεταξύ
Παρισίων, Βρυξελλών και Λονδίνου.
Ο «Μεγάλος Ερωτικός», που κυκλοφορεί από τον Δεκέμβριο του ’72, δεν πάει καλά εμπορικά, δεν τον ευνοεί (τον δίσκο) το αγωνιστικό κλίμα και η έντονη πολιτικοποίηση της περιόδου, με τον Μάνο Χατζιδάκι να φεύγει ξανά από την Αθήνα.
Έτσι, θα βρεθεί να συνεργάζεται με τον χορογράφο Maurice Béjart και την σοπράνο Βάσω Παπαντωνίου, στην παρουσίαση της “La Traviata” του Giuseppe Verdi, στο βασιλικό θέατρο La Monnaie των Βρυξελλών (27 Φεβρουαρίου 1973), να ετοιμάζει το σάουντρακ της γερμανικής ταινίας “Der Fußgänger” (1973) του Maximilian Schell, ενώ την ίδια εποχή θα γνώριζε στο Παρίσι και τον γιουγκοσλάβο σκηνοθέτη Dušan Makavejev, για την ταινία του οποίου “Sweet Movie” (1974) θα έγραφε αργότερα μουσική. Και ήταν στο Λονδίνο ο Μάνος Χατζιδάκις, όταν θα του τηλεφωνούσε ο Παύλος Πισσάνος, για να του προτείνει τηλεοπτική συνεργασία.
Κάποια στιγμή
ο Μ. Χατζιδάκις θα επιστρέψει στην Αθήνα. Είναι η εποχή (καλοκαίρι του
’73) όπου τον ψάχνει ο αμερικανός τραγουδοποιός Mayo Thompson των Τεξανών Red Crayola για να συνεργαστούν,
εκδηλώνοντας παράλληλα την υποστήριξή του σ’ έναν μεγάλο διαγωνισμό, για το
ελληνικό τραγούδι, που θα έβαζε μπροστά το περιοδικό «Επίκαιρα», και που θα ολοκληρωνόταν
την επόμενη χρονιά (όταν θα απονεμόταν και το «έπαθλο Χατζιδάκι») και όλα τούτα
μήνες πριν ξεκινήσει ο ίδιος τη δημιουργία του μουσικού θεάτρου-καφενείου «Το
Πολύτροπον» στην Πλάκα (στο τέλος του ’73).
Βασικά, λέμε για το διάστημα στο οποίο ο Μάνος
Χατζιδάκις «μπλέκει» με την τηλεόραση, γράφοντας πρωτότυπη μουσική για το
σίριαλ «Η Τελευταία Άνοιξη» (που είχε τον ίδιο τίτλο με
μια ταινία του Τάκη Κανελλόπουλου, από το 1972) και που θα γυριζόταν σε έγχρωμο
φιλμ, διαθέτοντας πολλά εξωτερικά γυρίσματα, αν κρίνουμε από τις «υπαίθριες»
φωτογραφίες που έχουμε κατά νου.
Δυστυχώς το σίριαλ δεν έχει διασωθεί, καθώς αγνοείται από το αρχείο της ΕΡΤ, ενώ χαμένη θεωρείται και η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι.
Η πρώτη παραγωγή του Παύλου Πισσάνου, που μας ενδιαφέρει εδώ, είναι «Η Τελευταία Άνοιξη», που ξεκινά να προβάλλεται στο στρατιωτικό κανάλι, στις 16 Οκτωβρίου του ’73 (ημέρα Τρίτη, στις 22:05), σε ημίωρα επεισόδια, ένα μήνα πριν από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. (Υπάρχει η πληροφορία πως η εκπομπή ξεκίνησε στις 2 Οκτωβρίου – αν και σ’ αυτές τις περιπτώσεις η μεταγενέστερη ημερομηνία θα είναι πάντα η πιο πιθανή).
Το σίριαλ εκείνο, που είχε σενάριο του Π. Πισσάνου, σκηνοθετούσε ο γνωστός από το σινεμά Γιώργος Σκαλενάκης, ενώ πρωταγωνιστούσαν η Μαρία Αλιφέρη και ο Αντώνης Λιώτσης στους βασικούς ρόλους, μαζί με τους Βάσο Ανδρονίδη, Ελένη Ζαφειρίου, Ιάκωβο Ψαρρά, Σταύρο Φαρμάκη, Θεόδωρο Δημήτριεφ, Μαρία Αλκαίου, Ανέστη Βλάχο κ.ά. Ανάμεσα στους συνεργάτες του Παύλου Πισσάνου θα βρισκόταν και ο Μάνος Χατζιδάκις, ο οποίος θα έγραφε τη μουσική φυσικά!
Η υπόθεση φέρνει στη μνήμη την κλασική πλέον νουβέλα “Love Story” (1970) του Erich Segal, που είχε γίνει και ταινία, όπως όλοι ξέρουν, την ίδια χρονιά (1970) από τον Arthur Hiller, με την Ali MacGraw και τον Ryan O’Neal. Όπως διαβάζουμε στο πρόγραμμα:
«Η Λουίζα (Μαρία Αλιφέρη), μια όμορφη κοπέλα, κόρη ενός μεγάλου επιχειρηματία, ζει στην Αθήνα με τη νέα και όμορφη μητριά της. Ο πατέρας της ταξιδεύει συνεχώς και παραμελεί την κόρη του, που ζει μέσα στον δικό της κόσμο. Μια μέρα ανακαλύπτει ότι έχει μια ανίατη αρρώστια και ο θάνατός της είναι πολύ κοντά. Εγκαταλείπει το σπίτι της και αναζητά τη γαλήνη και την ηρεμία –για το λίγο χρόνο που της απομένει– σε κάποιο θείο της μεγαλοκτηματία, που ζει στην επαρχία σε μια αγρέπαυλι. Ο θείος της είναι ένας άνθρωπος νευρικός και ιδιότροπος, αλλά κατά βάθος καλός και προσπαθεί με κάθε τρόπο να βοηθήσει την Λουίζα να ξεχάσει το δράμα της και να περάσει όσο γίνεται πιο ανώδυνα τον λίγο καιρό της ζωής, που της απομένει. Κάποια μέρα θα έρθει στην αγρέπαυλι ένας νεαρός πιανίστας (Αντώνης Λιώτσης), που τον έχει καλέσει η θεία τής Λουίζας, μια φιλόμουση γυναίκα, με πολύ καλοσύνη και αρχοντιά. Από την ημέρα αυτή όλα αλλάζουν για τη Λουίζα. Ένας μεγάλος έρωτας δεν αργεί να γεννηθεί και την αναστατώνει. Θάνατος και έρωτας είναι κάτι πολύ μεγάλο για την μικρή Λουίζα...».
Όπως ο Κώστας Ταχτσής είχε μεταφράσει (για επαγγελματικούς λόγους προφανώς) το “Love Story” στα ελληνικά, ως «Ιστορία Αγάπης» (1971), για τις εκδόσεις Ζάρβανος, έτσι και ο Μάνος Χατζιδάκις, για μιαν ανάλογη αισθηματική, τηλεοπτική, περιπέτεια δέχεται να γράψει μουσική – κάτι που θα συνέβαινε για πρώτη φορά, εκείνη τη χρονιά, στην έως τότε διαδρομή του.
Ο «Μεγάλος Ερωτικός», που κυκλοφορεί από τον Δεκέμβριο του ’72, δεν πάει καλά εμπορικά, δεν τον ευνοεί (τον δίσκο) το αγωνιστικό κλίμα και η έντονη πολιτικοποίηση της περιόδου, με τον Μάνο Χατζιδάκι να φεύγει ξανά από την Αθήνα.
Έτσι, θα βρεθεί να συνεργάζεται με τον χορογράφο Maurice Béjart και την σοπράνο Βάσω Παπαντωνίου, στην παρουσίαση της “La Traviata” του Giuseppe Verdi, στο βασιλικό θέατρο La Monnaie των Βρυξελλών (27 Φεβρουαρίου 1973), να ετοιμάζει το σάουντρακ της γερμανικής ταινίας “Der Fußgänger” (1973) του Maximilian Schell, ενώ την ίδια εποχή θα γνώριζε στο Παρίσι και τον γιουγκοσλάβο σκηνοθέτη Dušan Makavejev, για την ταινία του οποίου “Sweet Movie” (1974) θα έγραφε αργότερα μουσική. Και ήταν στο Λονδίνο ο Μάνος Χατζιδάκις, όταν θα του τηλεφωνούσε ο Παύλος Πισσάνος, για να του προτείνει τηλεοπτική συνεργασία.
Δυστυχώς το σίριαλ δεν έχει διασωθεί, καθώς αγνοείται από το αρχείο της ΕΡΤ, ενώ χαμένη θεωρείται και η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι.
«Κατοχή»
Παράλληλα, όμως, με την «Τελευταία Άνοιξη» ο Παύλος Πισσάνος ετοιμάζει ένα ακόμη σίριαλ, το οποίο, έως και σήμερα, περιζώνεται από έναν θρύλο.
Λέμε για την «Κατοχή», που ξεκινά και αυτή να προβάλλεται την ίδια περίοδο, στις 14 Οκτωβρίου 1973, ημέρα Κυριακή, στις 22:05, σε ημίωρα επεισόδια, πάντα από την Υ.ΕΝ.Ε.Δ. και που ήταν μια διεθνής παραγωγή – κάτι αδιανόητο, για την ελληνική τηλεόραση της εποχής.
Ο Π. Πισσάνος κατορθώνει να εξασφαλίσει πολύ μεγάλα ονόματα του εξωτερικού, για να δημιουργήσει το καστ της σειράς, έχοντας βεβαίως στην ομάδα και αρκετούς έλληνες ηθοποιούς.
Ήδη από τον Δεκέμβριο του 1972, ξένοι πρωταγωνιστές, με πρώτον τον Αμερικανό Thomas Hunter (που ήταν γνωστός από τα spaghetti western) καταφθάνουν στην Αθήνα, για να πάρουν μέρος στα πρώτα γυρίσματα της «Κατοχής», για να ακολουθήσουν στην πορεία δύο πολύ μεγάλοι γερμανοί ηθοποιοί, ο Curd Jürgens και η Maria Schell.
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/cinema/katohi-kai-i-teleytaia-anoixi-dyo-sirial-toy-1973-me-moysikes-toy-manoy-hatzidaki
Παράλληλα, όμως, με την «Τελευταία Άνοιξη» ο Παύλος Πισσάνος ετοιμάζει ένα ακόμη σίριαλ, το οποίο, έως και σήμερα, περιζώνεται από έναν θρύλο.
Λέμε για την «Κατοχή», που ξεκινά και αυτή να προβάλλεται την ίδια περίοδο, στις 14 Οκτωβρίου 1973, ημέρα Κυριακή, στις 22:05, σε ημίωρα επεισόδια, πάντα από την Υ.ΕΝ.Ε.Δ. και που ήταν μια διεθνής παραγωγή – κάτι αδιανόητο, για την ελληνική τηλεόραση της εποχής.
Ο Π. Πισσάνος κατορθώνει να εξασφαλίσει πολύ μεγάλα ονόματα του εξωτερικού, για να δημιουργήσει το καστ της σειράς, έχοντας βεβαίως στην ομάδα και αρκετούς έλληνες ηθοποιούς.
Ήδη από τον Δεκέμβριο του 1972, ξένοι πρωταγωνιστές, με πρώτον τον Αμερικανό Thomas Hunter (που ήταν γνωστός από τα spaghetti western) καταφθάνουν στην Αθήνα, για να πάρουν μέρος στα πρώτα γυρίσματα της «Κατοχής», για να ακολουθήσουν στην πορεία δύο πολύ μεγάλοι γερμανοί ηθοποιοί, ο Curd Jürgens και η Maria Schell.
https://www.lifo.gr/culture/cinema/katohi-kai-i-teleytaia-anoixi-dyo-sirial-toy-1973-me-moysikes-toy-manoy-hatzidaki
Σχόλια από το fb...
ΑπάντησηΔιαγραφήNikos Mitrogiannopoulos
καταπληκτικό κείμενο! Αν απευθυνόταν κανείς στη Γερμανική τηλεόραση, λες να υπάρχουν ελπίδες να βρεθούν επεισόδια;
Φώντας Τρούσας
Μπορεί Νίκο.
Vassilis Serafimakis
Με στεναχωρούσε λιγάκι η απαξίωση τού Χατζηδάκη προς αυτές που θεωρούσε κυριολεκτικά ελαφρές συνθέσεις του. Ελεγε μάλιστα ότι δεν υπάρχει αρκετό κοινό στην Ελλάδα να εκτιμήσει τις καλές, προχωρημένες συνθέσεις.
Ισως και νά'χε δίκηο. Αλλά σίγουρα δεν αναγνώριζε πόσο δύσκολη είναι κι η σύνθεση ποπ κομματιών.
Stathis Gotsis
Ευχαριστούμε για το ντοκουμέντο!
Ferris Costas
Σχετικά με τον Αποστολόπουλο, ένας από τους παραγωγούς τηε εποχής, μούχει διηγηθεί την ακόλουθη ιστορία: "Τα Σαββατόβραδα τον καλούσαμε στο σπίτι του ...... για χαρτοπαιξία. Φυσικά όσοι παραγωγοί είχανε πρόταση σε εκκρεμότητα, φρόντιζαν να... χάσουν, και μάλιστα σεβαστά ποσά. Στο τέλος της βραδυάς, ο Αποστολόπουλος τους έλεγε: "Πέρνα τη Δευτέρα από το γραφείο να συζητήσομε την πρότασή σου...".
Καταπληκτικό
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό το fb...
ΑπάντησηΔιαγραφήAsser Moissis
Πολυ ενδιαφέρον
Konstantinos Kottis
Όντως πολύ ενδιαφέρον.