Ήδη υπάρχουν 4 παλαιότερα ESP-post για τα άλμπουμ των
Ronnie Boykins, MIJ, Yximalloo και
Talibam!. Εδώ, άλλα τρία από τον κλασικό, out κατάλογό της.
Το 2006 η ESP είχε επανεκδόσει σε CD, με κάμποσα bonus tracks, το άλμπουμ του
Charles Manson “Lie: The Love and Terror Cult”. Ο δίσκος αυτός είχε πρωτοκυκλοφορήσει το 1970 στην εταιρία
Awareness του
Phil Kaufman, για να τον ξανατυπώσει ο Bernard Stollman (σε βινύλιο εννοείται) λίγο πιο μετά. Προφανώς το CD επανατυπώθηκε και το 2008, προκειμένου να «εκμεταλλευτεί» το θόρυβο που θα δημιουργούσε το φιλμ
“The Manson Girls” του
Matthew Bright (δεν είμαι σίγουρος αν προβλήθηκε – αν και κάποιο καινούριο ετοιμάζεται), το οποίο αναφερόταν στα έργα και τις ημέρες της «οικογένειας»· τις δολοφονίες των
Sharon Tate, Jay Sebring, Abigail Folger, Wojciech Frykowski και Leno & Rosemary LaBianca, αλλά και τη γενικότερη δράση τής ομάδας, που συνετάραξε την Αμερική στα τέλη των sixties. Η ιστορία του Manson είναι γνωστή, στις γενικές γραμμές της. Πώς δηλαδή από ένα παιδί που μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο και ανδρώθηκε στις φυλακές, λόγω μικρών (κλέφτης αυτοκινήτων) αλλά και χοντρών παρανομιών (σοδομισμός ανηλίκου), οδηγηθήκαμε στα αποτρόπαια εγκλήματα, τα επενδυμένα με το “Helter skelter” και τις αρλουμπο...θεωρίες. Βεβαίως, όταν χύνεται αίμα τίποτα δεν είναι αρλούμπα, αφού ακόμη και η πιο παράλογη θεώρηση θα πρέπει να ειδωθεί σε σχέση με τα (φρικώδη) αποτελέσματά της, όμως εδώ, προτιμώ να πω δυο λόγια για τα τραγούδια. Ο Manson δεν ήταν (είναι) κανένας άσχετος songwriter. Ήξερε να παίζει κιθάρα (έμαθε στη φυλακή) και γούσταρε τους Beatles – συνδυασμός ικανός, ώστε να οδηγηθεί, συν τω χρόνω, στην... τραγουδοποιία. Μπορεί οι
Beach Boys να είπαν το δικό του
“Cease to exist” ως
“Never learn not to love” το 1968, όμως ήταν η «τοποθέτησή» του περί το κέντρο της hippy κουλτούρας, στο San Francisco το καλοκαίρι του ’67, που τον έκανε «κάποιον». Περίπου εκείνη την εποχή, τον Σεπτέμβριο του ’67, θα γράψει στην Καλιφόρνια το υλικό του
“Lie” (επιθυμούσε να εκδοθεί στην Columbia, σε παραγωγή του φίλου
Terry Melcher), ενώ τον Αύγουστο του επoμένου έτους θα προβεί σε κάποια overdubs, τα οποία και θα «ενσωματωθούν» σε όλες τις κατοπινές εκδόσεις. Τραγούδια όπως το “Cease to exist”, ένα ολίγον σαλταρισμένο freaky folk (έτσι ηχεί όλο το άλμπουμ) – η «μέθοδος» προσηλυτισμού των κοριτσιών στην «οικογένεια» –, το
“People say I’m no good”, ή το
“True love you will find” θα μπορούσε ν’ ανήκουν στο ρεπερτόριο του Dino Valenti ή του Skip Spence, χαίροντας «άλλης» εκτίμησης. Είπαμε, όμως... Charles Manson άδει.
Οι
Ritual-All-7-70, το project του
Alan Sondheim, είναι αυτό το «άλλο», που θα ανέμενε ο καθείς από μία ετικέτα όπως η ESP. Το δεύτερο άλμπουμ του σχήματος (πρώτο για τους Δίσκους Esperanto) είχε ως τίτλο το όνομά τους [ESP 1048] και ήταν ηχογραφημένο στην Providence του Rhode Island, τον Ιανουάριο του ’67. Έξι μουσικοί αποτελούσαν το γκρουπ, με τον Sondheim να χειρίζεται πάνω από δέκα όργανα (από koto και bansuri, μέχρι άλτο και κιθάρες) και τους υπολοίπους να συνοδεύουν αυτοχεδιαστικώ τω τρόπω. Δεν είναι jazz, με τη στενή έννοια, ό,τι ακούγεται στο “Ritual-All-7-70”. Είναι μία εκτροχιασμένη world music – ο ίδιος ο Sondheim μιλά για τις μουσικές της Υεμένης, της Ινδίας, του Μπαλί, της Κίνας, την εβραϊκή, τη γαλλική και την jazz παράδοση – η οποία αντιμετωπίζεται μέσα στο πνεύμα της «ελεύθερης» θύελλας, που συνέπαιρνε, τότε, την εποχή. Μοναδικό, απροσπέλαστο άκουσμα, με τα ηλεκτρισμένα, λαρυγγικά φωνητικά της
Ruth Ann Hutchinson να παραπέμπουν σε «εκστατικές» καταστάσεις και με το πνεύμα του (ζώντος, ακόμη τότε) Albert Ayler να βαραίνει πάνω από τα φυσήματα τού Sondheim. Ένα χρόνο αργότερα με το
“T’other Little Tune”, επίσης στην ESP, o Sondheim θα δώσει το έργο της ζωής του, αφήνοντας άναυδους, χρόνια αργότερα, ακόμη και τους Nurse With Wound...
Όσο περνούσε ο καιρός φαίνεται πως η κατάσταση "ξέφευγε" τελείως από τον Bernard Stollman, ο οποίος φιλοξενούσε πια στην εταιρία του τα πιο απροσάρμοστα σχέδια. Και αφού μιλάμε για «άλλα» και «παράξενα» άλμπουμ, τι πιο παράξενο από το
“We Are The Levitts” [ESP 1095] των
Levitts, μιας οικογενειακής μπάντας την οποίαν οδηγούσε ο
Al Levitt, ένας διακεκριμένος jazz ντράμερ, συνεργάτης των Charles Mingus, Lennie Tristano, Stan Getz, Paul Bley, Sidney Bechet, Stephane Grappelli και μερικών... εκατοντάδων άλλων. Πίσω λοιπόν από τον Levitt στοιχίζονταν όχι μόνον η κυρία
Stella Levitt, αλλά και τα τέκνα
Michele, Teresa, Minou, Sean, George και
Robin – όλοι έπαιζαν, τραγουδούσαν και κάτι «κοπανούσαν». Το άλμπουμ δεν περιγράφεται. Pop να το πεις; Flower-power; Ψυχεδελικό διαμάντι – ok, ολίγων καρατίων; Folk με world, άκου βραζιλιάνικες, αναφορές; Είναι απ’ όλα. Και αν με ρωτάτε αν ακούγεται, «ναι», θα σας απαντήσω, «ακούγεται». Σε κάποια σημεία με πολύ ενδιαφέρον (
“Notes so high”, “Fun city”, “We’re all through”), σε άλλα με λιγότερο. Και για να «κουφαθείτε» εντελώς. Στην ηχογράφηση παίρνουν μέρος κι άλλοι πιο... κανονικοί μουσικοί, ανάμεσα στους οποίους φέγγει ο
Chick Corea! Δεν μπορεί, για τα... λεφτά θα το έκανε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου