Διάβασα το αφιέρωμα της Lifo (σελ.29-60) στον Διονύση Σαββόπουλο και στη δεκαετία του ’60. Τα κείμενα του Σαββόπουλου για το πώς ολοκληρώθηκαν τα τραγούδια για το «Φορτηγό» και το «Περιβόλι του Τρελλού» έχουν ενδιαφέρον, αν και αρκετά απ’ αυτά έχουν ξαναγραφεί ή ξανακουστεί. Εδώ, όμως, τα βρίσκεις, από «πρώτο χέρι» και, κυρίως, συγκεντρωμένα. Και είναι, νομίζω, αυτό, το πιο αξιοπρόσεκτο τμήμα του αφιερώματος.Διαβάζεται επίσης το κομμάτι για τους «εκδρομείς του ‘60». Το πώς, δηλαδή, «είδε» ο Σαββόπουλος, γνωστά και λιγότερο γνωστά πρόσωπα των ελληνικών sixties…
Στο κείμενο για τον Γιώργο Κούνδουρο, κατ’ αρχάς, υπάρχει λάθος φωτογραφία (του Νίκου Κούνδουρου! – ουδεμία σχέση). Έπειτα, αυτό το επεισόδιο με το μπιφτέκι που διηγείται ο Σαββόπουλος, με πρωταγωνιστές τον Γιώργο Κούνδουρο και τον Γιάννη Τσαρούχη, το είχα διαβάσει καιρό πριν στο internet (www.klik.gr/168/boem/7.htm), σ’ ένα αφιέρωμα του Κλικ στους «μποέμ της Αθήνας». Εκεί, είχε ως εξής: «H παραγγελία του Γιώργου Kούνδουρου στα τραπέζια του ‘μπιντέ’ είναι στάνταρ: σκέτη μακαρονάδα. Δεν υπάρχουν λεφτά για κάτι άλλο. Mια μέρα, κάποιος φίλος τού κάνει το τραπέζι και παραγγέλνει μπιφτέκια. Περνάει από την πλατεία ο κολλητός του, Σπύρος Kοντολέων, ειδικός στις μαύρες ιστορίες, και του λέει: ‘Γιώργο, εσύ είσαι; Δεν σε γνώρισα με το μπιφτέκι’». Δεν ξέρω τι από τα δύο ισχύει – του Σαββόπουλου με τον Τσαρούχη ή του Κλικ με τον Κοντολέοντα. Είναι, δε, φανερό πως το συγκεκριμένο επεισόδιο μοιάζει με ανέκδοτο. Μοιάζει, λέω. Δεν λέω πως δε συνέβη. Απλώς, φαίνεται να το διηγούνται και κάποιοι που δεν το έζησαν· και δεν υπονοώ, απαραιτήτως, το Σαββόπουλο. Επίσης, το τι ειπώθηκε ανάμεσα στον Γιώργο Μακρή, με πρωταγωνιστές, άλλοτε το θυρωρό και άλλοτε τη σπιτονοικοκυρά του, λίγο πριν αυτοκτονήσει, πηδώντας από την ταράτσα της πολυκατοικίας που έμενε («Μην ανησυχείτε, θα κατέβω αμέσως»), έχει γραφεί δεκάδες φορές και με μικροπαραλλαγές. Και αυτό ως ανέκδοτο ακούγεται… Μπορεί και να συνέβη. Σχεδόν έτσι. Ή περίπου έτσι. Τι σημασία έχει; Και αυτό που λέει ο Σαββόπουλος ότι ο Μακρής «δεν έγραψε τίποτα» δεν είναι σωστό. Μπορεί να μην εξέδωσε κάποιο βιβλίο ενόσω ζούσε, όμως έγραψε· φερ’ ειπείν το Προοίμιο στο Πάλι, και άλλα τινά. Φυσικά, το σύνολο των "γραπτών" του κυκλοφόρησε από την Εστία, σ' έναν τόμο 542 σελίδων, το 1986.
Την ιστορία με το Λεωνίδα Χρηστάκη δεν την ήξερα (κι έχει ενδιαφέρον).
Στο κείμενο για τον Τάσο Φαληρέα υπάρχει ακόμη ένα σφάλμα στο κασέ, αφού η φωτογραφία που το συνοδεύει είναι εκείνη του ποιητή Γιώργου Κακουλίδη! Παιδιά, λίγο προσοχή. Είπαμε, εβδομαδιαίο έντυπο… αλλά μερικά λάθη είναι χοντρά.
Ωραία είναι τα περιστατικά με το Βόγλη (όχι τον ηθοποιό). Μερικά, τα διάβασα, εδώ, για πρώτη φορά. Στο κείμενο του Γιάννη Πετρίδη υπάρχουν λάθη σε κάποια ονόματα. Το όνομα του Celentano είναι Adriano και όχι “Andriano”. Το σωστό επώνυμο είναι Polnareff (με δύο “f”) και όχι “Polnaref” – εμένα, αν με γράψεις με δύο «σίγμα» στο επώνυμο, με… μετατρέπεις από Κερκυραίο (Τρούσας) σε Ζακυνθινό (Τρούσσας). Επιμένω δηλαδή στη σωστή γραφή των ονομάτων. Αναφέρεται, επίσης, ότι ο Διονύσης Σαββόπουλος «ήταν ο μόνος που έγραφε τη μουσική, τους στίχους και ερμήνευε ο ίδιος τα τραγούδια του». Πέραν του ότι αυτό είναι λάθος – δεν ήταν ο μόνος – ακούγεται, έτσι όπως είναι διατυπωμένο, και σαν… παγκόσμια πρωτοτυπία. Αλλά για να μείνουμε στα καθ’ ημάς. Ο Νίκος Γούναρης δεν έκανε το ίδιο (και στα sixties); Για να μην αναφέρω την Αρλέτα, τον Γκαϊφύλλια (προς τα τέλη της δεκαετίας), τον Πάνο Σαββόπουλο (ήδη από το ’65), ακόμη και τον Γιάννη Πουλόπουλο. Η σωστή διατύπωση θα ήταν πως ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε ο πρώτος, από τους νέους τραγουδοποιούς, που ηχογράφησε ένα LP, αποκλειστικώς με δικά του τραγούδια, τα οποία όχι μόνον ερμήνευε, αλλά και τα συνόδευε ο ίδιος με την κιθάρα του. Γιατί και ο Ρωμανός είχε βγάλει τις «Μπαλλάντες» ένα χρόνο πριν το «Φορτηγό», στις οποίες υπήρχαν 5-6 τραγούδια, που είχε γράψει στίχους, μουσικές και τα ερμήνευε κιόλας. Δεν έπαιζε όμως κιθάρα.
Κάποια κείμενα, πάλι, μοιάζουν εκτός θέματος. Εκείνο του Πάνου Κουτρουμπούση για την «Παράγκα» και τον «Σίμο τον Υπαρξιστή» δεν σχετίζεται με τα sixties – αφού, όπως λέει και ο ίδιος ο Κουτρουμπούσης «η Παράγκα έκλεισε στο τέλος της δεκαετίας του ’50, που έφυγε ο Σίμος για την Ευρώπη». Επίσης, το κείμενο του Ερρίκου Σοφρά για τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου δεν ντοκουμεντάρει τίποτα.
Πέραν των πάμπολλων ελλείψεων, όσον αφορά σε… μυστικά και ντοκουμέντα των greek sixties (ok, για μία αναφορά σ’ ένα περιοδικό πρόκειται), υπάρχουν και φωτογραφικές ανακρίβειες. Εικονίζεται το Ιδεοδρόμιο του Λεωνίδα Χρηστάκη, που δεν είχε καμία σχέση με τη δεκαετία του '60. Ακόμη, κάτω από τη φωτογραφία των Rolling Stones στον Παναθηναϊκό υπάρχει λεζάντα «δύο μέρες πριν την δικτατορία». Στην πραγματικότητα η συναυλία έγινε 4 ημέρες πριν τη δικτατορία, την 17η Απριλίου του ’67. Υπάρχουν κι άλλα που θέλω να πω, για άλλα κείμενα (διαφωνώ με πολλές τοποθετήσεις), αλλά δεν έχω χρόνο. Θα μείνω όμως στο πιο σοβαρό.
Στη σελίδα 53 υπάρχει μια φωτογραφία από τις Εικόνες με λεζάντα: «Από ρεπορτάζ στις Εικόνες με τίτλο οι Μπίτνικ. Το άρθρο προέτρεπε τους γονείς να προσέχουν τα παιδιά τους από συνήθειες που θα τους παρασύρουν στο βούρκο». Ακούγεται αστεία (η λεζάντα), χαριτωμένη. Και όμως, αν διαβάσει κανείς όλο εκείνο το άρθρο/ρεπορτάζ– τυχαίνει να έχω το τεύχος 282 των Εικόνων, 17/3/1961, με τη Μάρω Κοντού στο εξώφυλλο – το οποίον υπέγραφε ο Νίκος Μαστοράκης, νεαρός, τότε, συντάκτης, θ’ «ανακαλύψει» ένα κατάπτυστο, εθνικιστικό και κινδυνολογικό κείμενο στο οποίο, ανάμεσα σε άλλα φαιδρά, διάβαζες: «Κοινωνιολόγοι και ψευδοκοινωνιολόγοι ασχολούνται στο εξωτερικό για να βρουν τα χαρακτηριστικά της ‘πικρής γενιάς’. Μόνη απόλαυση – η σωματική. Μόνος τρόπος εκφράσεως – το θράσος. Η στάση απέναντι στους γονείς: ούτε αγάπη, ούτε μίσος – η αδιαφορία. Επαγγελματικοί προσανατολισμοί: ‘μη μεριμνάτε δια την αύριον’. Η έννοια του έθνους, η πατριωτική ιδεολογία – θέματα για γέλια. Η εικόνα της ελευθερίας: 'Ζην αδιαντρόπως'. Το συναίσθημα του φόβου – μόνο απέναντι του σωματικά ισχυρότερου. Εκκλησία – κάτι ανύπαρκτο και αδιανόητο…». Και δεν τά’γραφε αυτά κάποιο γηραλέο φασισταριό της «βίας και της νοθείας», που θ’ ακολουθούσε 7 μήνες αργότερα, αλλά ένας νέος άνθρωπος, λίγο πάνω από τα 20. Να μη σημειώσω, δε, το αυτονόητο, πως το ρεπορτάζ είχε την έγκριση της Ελένης Βλάχου… Κάποιοι, σήμερα, 50 χρόνια μετά, εκστασιάζονται με τα εξώφυλλα των Εικόνων. Εγώ… εκστασιάζομαι με όσα διαβάζω μέσα.
Κανένα ρεπορτάζ, κανένα κείμενο, που θέλει να γίνεται μετά κόπου γνώσης δεν μπορεί να παρέχει «ασυλίες». Η ιστορία, η όποια ιστορία, προχωράει με στοιχεία, ντοκουμέντα, ορθές κρίσεις και με απόδοση τα του καίσαρος τω καίσαρι. Με σεισμογραφική ακρίβεια και χωρίς εμπάθειες. Βάζουμε κάτω τις πηγές και τις μαρτυρίες και τις μελετάμε, δεν τις μεταποιούμε... Όλοι μας. Ή όσοι έχουν διάθεση να το κάνουν. Να τη βράσω την υψηλή αισθητική, όταν από κάτω κυλάει βούρκος. Δεν κόβουμε και ράβουμε κατά το δοκούν, για να μη δυσαρεστήσουμε φίλους, γνωστούς, προϊσταμένους ή συντεχνίες… Αλλιώς, ας κυκλοφορούμε όλοι με τη γνωστή ατάκα του Ηλιόπουλου στο πέτο «δεν ξέρω αν το προσέξατε, αλλά είμαστε όλοι μια ωραία ατμόσφαιρα». Κι εκείνη sixties ήτανε…
Στο κείμενο για τον Γιώργο Κούνδουρο, κατ’ αρχάς, υπάρχει λάθος φωτογραφία (του Νίκου Κούνδουρου! – ουδεμία σχέση). Έπειτα, αυτό το επεισόδιο με το μπιφτέκι που διηγείται ο Σαββόπουλος, με πρωταγωνιστές τον Γιώργο Κούνδουρο και τον Γιάννη Τσαρούχη, το είχα διαβάσει καιρό πριν στο internet (www.klik.gr/168/boem/7.htm), σ’ ένα αφιέρωμα του Κλικ στους «μποέμ της Αθήνας». Εκεί, είχε ως εξής: «H παραγγελία του Γιώργου Kούνδουρου στα τραπέζια του ‘μπιντέ’ είναι στάνταρ: σκέτη μακαρονάδα. Δεν υπάρχουν λεφτά για κάτι άλλο. Mια μέρα, κάποιος φίλος τού κάνει το τραπέζι και παραγγέλνει μπιφτέκια. Περνάει από την πλατεία ο κολλητός του, Σπύρος Kοντολέων, ειδικός στις μαύρες ιστορίες, και του λέει: ‘Γιώργο, εσύ είσαι; Δεν σε γνώρισα με το μπιφτέκι’». Δεν ξέρω τι από τα δύο ισχύει – του Σαββόπουλου με τον Τσαρούχη ή του Κλικ με τον Κοντολέοντα. Είναι, δε, φανερό πως το συγκεκριμένο επεισόδιο μοιάζει με ανέκδοτο. Μοιάζει, λέω. Δεν λέω πως δε συνέβη. Απλώς, φαίνεται να το διηγούνται και κάποιοι που δεν το έζησαν· και δεν υπονοώ, απαραιτήτως, το Σαββόπουλο. Επίσης, το τι ειπώθηκε ανάμεσα στον Γιώργο Μακρή, με πρωταγωνιστές, άλλοτε το θυρωρό και άλλοτε τη σπιτονοικοκυρά του, λίγο πριν αυτοκτονήσει, πηδώντας από την ταράτσα της πολυκατοικίας που έμενε («Μην ανησυχείτε, θα κατέβω αμέσως»), έχει γραφεί δεκάδες φορές και με μικροπαραλλαγές. Και αυτό ως ανέκδοτο ακούγεται… Μπορεί και να συνέβη. Σχεδόν έτσι. Ή περίπου έτσι. Τι σημασία έχει; Και αυτό που λέει ο Σαββόπουλος ότι ο Μακρής «δεν έγραψε τίποτα» δεν είναι σωστό. Μπορεί να μην εξέδωσε κάποιο βιβλίο ενόσω ζούσε, όμως έγραψε· φερ’ ειπείν το Προοίμιο στο Πάλι, και άλλα τινά. Φυσικά, το σύνολο των "γραπτών" του κυκλοφόρησε από την Εστία, σ' έναν τόμο 542 σελίδων, το 1986.
Την ιστορία με το Λεωνίδα Χρηστάκη δεν την ήξερα (κι έχει ενδιαφέρον).
Στο κείμενο για τον Τάσο Φαληρέα υπάρχει ακόμη ένα σφάλμα στο κασέ, αφού η φωτογραφία που το συνοδεύει είναι εκείνη του ποιητή Γιώργου Κακουλίδη! Παιδιά, λίγο προσοχή. Είπαμε, εβδομαδιαίο έντυπο… αλλά μερικά λάθη είναι χοντρά.
Ωραία είναι τα περιστατικά με το Βόγλη (όχι τον ηθοποιό). Μερικά, τα διάβασα, εδώ, για πρώτη φορά. Στο κείμενο του Γιάννη Πετρίδη υπάρχουν λάθη σε κάποια ονόματα. Το όνομα του Celentano είναι Adriano και όχι “Andriano”. Το σωστό επώνυμο είναι Polnareff (με δύο “f”) και όχι “Polnaref” – εμένα, αν με γράψεις με δύο «σίγμα» στο επώνυμο, με… μετατρέπεις από Κερκυραίο (Τρούσας) σε Ζακυνθινό (Τρούσσας). Επιμένω δηλαδή στη σωστή γραφή των ονομάτων. Αναφέρεται, επίσης, ότι ο Διονύσης Σαββόπουλος «ήταν ο μόνος που έγραφε τη μουσική, τους στίχους και ερμήνευε ο ίδιος τα τραγούδια του». Πέραν του ότι αυτό είναι λάθος – δεν ήταν ο μόνος – ακούγεται, έτσι όπως είναι διατυπωμένο, και σαν… παγκόσμια πρωτοτυπία. Αλλά για να μείνουμε στα καθ’ ημάς. Ο Νίκος Γούναρης δεν έκανε το ίδιο (και στα sixties); Για να μην αναφέρω την Αρλέτα, τον Γκαϊφύλλια (προς τα τέλη της δεκαετίας), τον Πάνο Σαββόπουλο (ήδη από το ’65), ακόμη και τον Γιάννη Πουλόπουλο. Η σωστή διατύπωση θα ήταν πως ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε ο πρώτος, από τους νέους τραγουδοποιούς, που ηχογράφησε ένα LP, αποκλειστικώς με δικά του τραγούδια, τα οποία όχι μόνον ερμήνευε, αλλά και τα συνόδευε ο ίδιος με την κιθάρα του. Γιατί και ο Ρωμανός είχε βγάλει τις «Μπαλλάντες» ένα χρόνο πριν το «Φορτηγό», στις οποίες υπήρχαν 5-6 τραγούδια, που είχε γράψει στίχους, μουσικές και τα ερμήνευε κιόλας. Δεν έπαιζε όμως κιθάρα.
Κάποια κείμενα, πάλι, μοιάζουν εκτός θέματος. Εκείνο του Πάνου Κουτρουμπούση για την «Παράγκα» και τον «Σίμο τον Υπαρξιστή» δεν σχετίζεται με τα sixties – αφού, όπως λέει και ο ίδιος ο Κουτρουμπούσης «η Παράγκα έκλεισε στο τέλος της δεκαετίας του ’50, που έφυγε ο Σίμος για την Ευρώπη». Επίσης, το κείμενο του Ερρίκου Σοφρά για τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου δεν ντοκουμεντάρει τίποτα.
Πέραν των πάμπολλων ελλείψεων, όσον αφορά σε… μυστικά και ντοκουμέντα των greek sixties (ok, για μία αναφορά σ’ ένα περιοδικό πρόκειται), υπάρχουν και φωτογραφικές ανακρίβειες. Εικονίζεται το Ιδεοδρόμιο του Λεωνίδα Χρηστάκη, που δεν είχε καμία σχέση με τη δεκαετία του '60. Ακόμη, κάτω από τη φωτογραφία των Rolling Stones στον Παναθηναϊκό υπάρχει λεζάντα «δύο μέρες πριν την δικτατορία». Στην πραγματικότητα η συναυλία έγινε 4 ημέρες πριν τη δικτατορία, την 17η Απριλίου του ’67. Υπάρχουν κι άλλα που θέλω να πω, για άλλα κείμενα (διαφωνώ με πολλές τοποθετήσεις), αλλά δεν έχω χρόνο. Θα μείνω όμως στο πιο σοβαρό.
Στη σελίδα 53 υπάρχει μια φωτογραφία από τις Εικόνες με λεζάντα: «Από ρεπορτάζ στις Εικόνες με τίτλο οι Μπίτνικ. Το άρθρο προέτρεπε τους γονείς να προσέχουν τα παιδιά τους από συνήθειες που θα τους παρασύρουν στο βούρκο». Ακούγεται αστεία (η λεζάντα), χαριτωμένη. Και όμως, αν διαβάσει κανείς όλο εκείνο το άρθρο/ρεπορτάζ– τυχαίνει να έχω το τεύχος 282 των Εικόνων, 17/3/1961, με τη Μάρω Κοντού στο εξώφυλλο – το οποίον υπέγραφε ο Νίκος Μαστοράκης, νεαρός, τότε, συντάκτης, θ’ «ανακαλύψει» ένα κατάπτυστο, εθνικιστικό και κινδυνολογικό κείμενο στο οποίο, ανάμεσα σε άλλα φαιδρά, διάβαζες: «Κοινωνιολόγοι και ψευδοκοινωνιολόγοι ασχολούνται στο εξωτερικό για να βρουν τα χαρακτηριστικά της ‘πικρής γενιάς’. Μόνη απόλαυση – η σωματική. Μόνος τρόπος εκφράσεως – το θράσος. Η στάση απέναντι στους γονείς: ούτε αγάπη, ούτε μίσος – η αδιαφορία. Επαγγελματικοί προσανατολισμοί: ‘μη μεριμνάτε δια την αύριον’. Η έννοια του έθνους, η πατριωτική ιδεολογία – θέματα για γέλια. Η εικόνα της ελευθερίας: 'Ζην αδιαντρόπως'. Το συναίσθημα του φόβου – μόνο απέναντι του σωματικά ισχυρότερου. Εκκλησία – κάτι ανύπαρκτο και αδιανόητο…». Και δεν τά’γραφε αυτά κάποιο γηραλέο φασισταριό της «βίας και της νοθείας», που θ’ ακολουθούσε 7 μήνες αργότερα, αλλά ένας νέος άνθρωπος, λίγο πάνω από τα 20. Να μη σημειώσω, δε, το αυτονόητο, πως το ρεπορτάζ είχε την έγκριση της Ελένης Βλάχου… Κάποιοι, σήμερα, 50 χρόνια μετά, εκστασιάζονται με τα εξώφυλλα των Εικόνων. Εγώ… εκστασιάζομαι με όσα διαβάζω μέσα.
Κανένα ρεπορτάζ, κανένα κείμενο, που θέλει να γίνεται μετά κόπου γνώσης δεν μπορεί να παρέχει «ασυλίες». Η ιστορία, η όποια ιστορία, προχωράει με στοιχεία, ντοκουμέντα, ορθές κρίσεις και με απόδοση τα του καίσαρος τω καίσαρι. Με σεισμογραφική ακρίβεια και χωρίς εμπάθειες. Βάζουμε κάτω τις πηγές και τις μαρτυρίες και τις μελετάμε, δεν τις μεταποιούμε... Όλοι μας. Ή όσοι έχουν διάθεση να το κάνουν. Να τη βράσω την υψηλή αισθητική, όταν από κάτω κυλάει βούρκος. Δεν κόβουμε και ράβουμε κατά το δοκούν, για να μη δυσαρεστήσουμε φίλους, γνωστούς, προϊσταμένους ή συντεχνίες… Αλλιώς, ας κυκλοφορούμε όλοι με τη γνωστή ατάκα του Ηλιόπουλου στο πέτο «δεν ξέρω αν το προσέξατε, αλλά είμαστε όλοι μια ωραία ατμόσφαιρα». Κι εκείνη sixties ήτανε…
φώντα βρηκα ξεχασμενα σε παλαιοβιβλιοπωλειο τα τεύχη 1 και 2-3 του περιοδικού πάλι-σε τιμη φτηνη 10 ευρω και τα δυο.το ηξερα σαν το πιο προχωρημένο περιοδικό που εχει βγει στη χωρα μας,διαβάζοντας το επιβεβαιωθηκε η συγκεκριμένη αποψη.ειδικά η μετάφραση του πουλικάκου στον λωτρεαμόν είναι αριστούργημα.δυστυχώς στο ιντερνετ βρηκα ελάχιστες πληροφορίες για την ιστορία του περιοδικού.ξέρεις πόσα τεύχη βγήκαν?και κατα πόσο θεωρείται σπάνιο.ένας φίλος μου είπε οτι είναι πανάκριβα τα αυθεντικά τεύχη.ευχαριστώ
ΑπάντησηΔιαγραφήΙ.Τζόνσον
Έξι τεύχη είχε βγάλει το «πάλι». Το τελευταίο, το 6ο (Δεκέμβριος 1966), το έχω δεξιά στη στήλη με τα περιοδικά. Είχε ανατυπωθεί και στα μέσα της δεκαετίας του ’70 από το Σήμα. Εντάξει, τα αυθεντικά τεύχη είναι δύσκολο να βρεθούν. Τώρα, τα ψάχνουν και αρκετοί, οπότε οι τιμές ανεβαίνουν. Δεν ξέρω πόσο πάνε σήμερα, αλλά… 5 ευρώ το κομμάτι είναι τζάμπα.
ΑπάντησηΔιαγραφή