Στο μοτίβο, που έχει εγκαινιάσει εδώ και λίγα χρόνια, η βρετανική Proper Records μας προσφέρει άλλη μία δυνατή συλλογή (3 CD, 1 DVD, 30σέλιδο booklet) που μεγεθύνει στο αμερικανικό λαϊκό τραγούδι· εκείνο που συνδέθηκε από τη μορφοποίησή του, στις αρχές του 20ου αιώνα, με το αναπτυσσόμενο εργατικό κίνημα.
Φυσικά, επειδή μιλάμε για ηχογραφήσεις, το όλον πράγμα δεν είναι δυνατόν να απαθανατίσει αυτήν καθαυτήν τη γέννηση του λαϊκού εργατικού τραγουδιού, που συνδέθηκε άμεσα με την ίδρυση της συνδικαλιστικής οργάνωσης Industrial Workers of the World (IWW), στο Σικάγο το 1905. Τα τραγούδια των wobblies δηλαδή, που απετέλεσαν τη βάση των γνωστότερων σ’ εμάς protest songs των δεκαετιών του ’30, του ’40, του ’50, και του ’60. Γράφει, σχετικώς, ο Umberto Fiori, κιθαρίστας και τραγουδιστής του ιταλικού RIO συγκροτήματος Stormy Six, στο βιβλίο του «Μπομπ Ντύλαν, Τζο Χιλλ, Γούντυ Γκάθρυ, Ιστορία του αμερικάνικου λαϊκού τραγουδιού» [εκδ. Νεφέλη, Aθήνα 1981]: «Η παραγωγή εργατικών λαϊκών τραγουδιών δεν αρχίζει φυσικά στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ου αιώνα. Χωρίς να υπολογίσουμε την αγγλοσαξονική παράδοση που διατηρείται ζωντανή σε πολλές περιοχές, καθώς κι εκείνη των τραγουδιών της δουλειάς των νέγρων και των κάου μπόυς, τα παλιά επαγγελματικά συνδικάτα είχαν ήδη δημιουργήσει εκατοντάδες τραγουδιών. Ήταν όμως η παραγωγή wobbly – το “Little Red Songbook” είναι το πρώτο αξιόλογο παράδειγμα συλλογής λαϊκών τραγουδιών ‘από τη βάση’ που δεν ακολουθεί φιλολογικά κριτήρια – που καταγράφεται ως ‘αποφασιστική καμπή’ με τους πρωτεργάτες της (πρώτος απ’ όλους ο Τζο Χιλλ) να θεωρούνται οι γενάρχες του σύγχρονου κοινωνικού τραγουδιού στις ΗΠΑ». Οι κατατοπιστικές σημειώσεις του Russell Beecher, πάντα σε συνδυασμό με το βιβλίο του Fiori, θέτουν σε πλάνο πρώτο το... χειροπιαστό πλαίσιο. Την περίπτωση δηλαδή ενός σουηδού μετανάστη στις ΗΠΑ, του Joe Hill (στη φωτογραφία, 1879-1915) η ζωή του οποίου ως εργάτη, συνδικαλιστή και τραγουδοποιού και κυρίως ο τρόπος θανάτου του – εκτελέστηκε κατηγορούμενος αδίκως για φόνο, μέσω μιας «στημένης» δίκης – ενέπνευσε, έκτοτε, πλήθος δημιουργών (από τον Woody Guthrie και τον Pete Seeger, μέχρι τον Bob Dylan, τον Phil Ochs και την Joan Baez, και από τον Billy Bragg και τους Chumbawamba μέχρι τους Rage Against the Machine). Σημειώνει ο Fiori: «Το στυλ του Τζο Χιλλ είναι κάτι τελείως ξεχωριστό, κι όμως κανένα τραγούδι wobbly δεν φαίνεται να ταιριάζει καλύτερα στο κίνημα απ’ τα δικά του, ακριβώς εξαιτίας της ιδέας που έχει ο δημιουργός μας για το ρόλο του και για τη λειτουργία των έργων του.(...) Ο Τζο Χιλλ δεν είναι πια ο λαϊκός τραγουδιστής της παράδοσης, αλλά μια νέα μορφή προλετάριου καλλιτέχνη. Όπως κάθε τραγουδοποιός, γράφει και αυτός κατά παραγγελία, με τη διαφορά ότι ο εντολέας του είναι το κίνημα κι ο σκοπός του η προπαγάνδα. Το τραγούδι δεν πρέπει να είναι μονάχα ευχάριστο, αλλά και πειστικό, δεν πρέπει μόνο να αφηγείται, να ψυχαγωγεί, να συγκινεί ή να πληροφορεί, αλλά και να παρουσιάζει επιχειρήματα υπέρ και κατά και να εκμεταλλεύεται τις ιδιαίτερες δυνατότητες και τις τεχνικές αυτής της σύντομης και λαϊκής μορφής ποίησης». Για να συνεχίσει ο Beecher: «Η μουσική των Wobblies κατάφερε να διασχίσει τον 20ον αιώνα μέσα από το ρεπερτόριο καλλιτεχνών όπως ο Woody Guthrie και ο Pete Seeger. Είναι γνωστό πως ο Guthrie είχε πάντα μαζί του το ‘Little Red Songbook’, ενώ ο Seeger ήταν ένα εγνωσμένο μέλος του Αμερικανικού Κομμουνιστικού Κόμματος από τα 17 του, με αποτέλσμα τα wobbly songs να βρουν, μέσω αυτού, ένα νέον εκφραστή τους. Ακόμη, και οι δυο τους, ήταν μέλη της Popular Front Left, μιας συμπαθούς προς το Κομμουνιστικό Κόμμα ομάδας, που αντιτιθόταν στο φασισμό και στις λοιπές ακροδεξιές ιδεολογίες. Οι δυο τους, επίσης, αντιλήφθηκαν εγκαίρως τη δύναμη των συγκεκριμένων τραγουδιών στη μεταφορά των πολιτικών μυνημάτων τους, θεωρώντας πως, μέσω εκείνων, θα μπορούσε να αναπτύξουν το δικό τους protest στυλ».Κατά την προσφιλή τακτική τής Proper τα 60 τραγούδια της συλλογής καταχωρίζονται, ανά 20, σε τρία CD, υπό τους τίτλους “The House I Live In”, “Patriotic Diggers” και “We Shall Be Free” (για το DVD θα τα πούμε πιο κάτω). Βασικά, οι τίτλοι δεν σημαίνουν κάτι ιδιαίτερο· κάτι δηλαδή που να αιτιολογεί, γιατί ένα τραγούδι μπορεί να ανθολογείται στο ένα CD και όχι στο άλλο. Η Proper «σκορπίζει» τα tracks σχεδόν τυχαίως, δίχως να λαμβάνει υπ’ όψιν της καμμία γραμμικότητα, κανένα επί μέρους πλαίσιο (αισθητικό ή άλλο). Αυτή η πρακτική «τροφοδοτεί» ακόμη περισσότερο την ενότητα του project, αν και τούτη (η ενότητα) εξασφαλίζεται, κυρίως, μέσω των άριστων επιλογών. Είναι φανερό. Δεν είναι δύσκολο να προσφέρεις μια συλλογή, ακόμη και με το πιο απίθανο, αλλά ουσιώδες concept – όχι, ας πούμε, τα βλακώδη, «τραγούδια για τη βροχή» ή «για τις μέρες της εβδομάδος» – αρκεί να απευθυνθείς στο σωστό πρόσωπο· τον Russell Beecher εν προκειμένω. Ακούγονται, λοιπόν, εδώ ο Pete Seeger, ο Josh White, ο Earl Robinson, ο Woody Guthrie, οι Union Boys (δηλ. το «στιγμιαίο» super-group των Pete Seeger, Josh White, Burl Ives, Alan Lomax, Tom Glazer, Sonny Terry & Brownie McGhee!!), ο Bob Miller, οι Almanac Singers, ο Tom Glazer, ο J.B. Lenoir, ο Leadbelly, ο Carl Sandburg, ο Ernie Lieberman, ο Brownie McGhee, η Aunt Molly Jackson, ο Sir Lancelot, οι Weavers και μερικοί ακόμη, σε τραγούδια τα οποία θα χαρακτήριζα κλασικά, όσον αφορά όχι μόνο στο αγωνιστικό τους περιεχόμενο (πολλάκις διεκδικητικό και ουχί μοιρολατρικό), αλλά και στο καλλιτεχνικό τους μέρος· αφού είτε στη μία, είτε στην άλλη περίπτωση υπήρξαν «προάγγελοι» του folk revival, και των αντιστοίχων protest songs των sixties. Φυσικά υπάρχουν τραγούδια που αναφέρονται ή υπενθυμίζουν την περίπτωση του Joe Hill, όπως π.χ. το... “Joe Hill”, που ηχογράφησε ο Earl Robinson (στη φωτογραφία) το 1936. Το πρώτο στιχάκι λέει: “I dreamed I saw Joe Hill last night alive as you and me”. Σας θυμίζει κάτι; Μήπως το “I dreamed I saw St. Augustine alive as you or me” του Bob Dylan από το “John Wesley Harding”; Μην σας παραξενεύει... Ανάμεσα και άλλα κλασικά, όπως τα “This land is your land”, “Jim Crow”, “We’ve got a plan”, “Eisenhower blues”, “Pastures of plenty” “The Scottsboro boys”, “Talking sailor”, “The boll weevil”, “Miner’s song”, “Strange fruit”, “The bourgeois blues”, “A dollar ain’t a dollar anymore”, “The hammer song”, “We shall be free” και τόσα άλλα. Αλλά και το DVD δεν στερείται ενδιαφέροντος, αφού συνδυάζει συνεντεύξεις των Arlo Guthrie, Nora Guthrie, Pete Seeger, John Cohen (ιδρυτικό μέλος των New Lost City Ramblers), Irwin Sibler (εκ των ιδρυτών του folk περιοδικού Sing Out!) και Sid Griffin (τραγουδοποιός και δημοσιογράφος, μέλος των Long Ryders και των Coal Porters), προσφέροντας επίσης τη μικρού μήκους ταινία (διάρκεια 15:47) “To Hear Your Banjo Play” (1947) των Irving Lerner και Willard Van Dyke, σε σενάριο του Alan Lomax, με τις «ζωντανές» παραστάσεις των Pete Seeger, Woody Guthrie, Baldwin Hawes, Sonny Terry, Brownie McGhee, Texas Gladden και Margot Mayo’s American Square Dance Group. Ένα ντοκουμέντο, σε μια συλλογή «κόσμημα». Δείτε το.
Φυσικά, επειδή μιλάμε για ηχογραφήσεις, το όλον πράγμα δεν είναι δυνατόν να απαθανατίσει αυτήν καθαυτήν τη γέννηση του λαϊκού εργατικού τραγουδιού, που συνδέθηκε άμεσα με την ίδρυση της συνδικαλιστικής οργάνωσης Industrial Workers of the World (IWW), στο Σικάγο το 1905. Τα τραγούδια των wobblies δηλαδή, που απετέλεσαν τη βάση των γνωστότερων σ’ εμάς protest songs των δεκαετιών του ’30, του ’40, του ’50, και του ’60. Γράφει, σχετικώς, ο Umberto Fiori, κιθαρίστας και τραγουδιστής του ιταλικού RIO συγκροτήματος Stormy Six, στο βιβλίο του «Μπομπ Ντύλαν, Τζο Χιλλ, Γούντυ Γκάθρυ, Ιστορία του αμερικάνικου λαϊκού τραγουδιού» [εκδ. Νεφέλη, Aθήνα 1981]: «Η παραγωγή εργατικών λαϊκών τραγουδιών δεν αρχίζει φυσικά στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ου αιώνα. Χωρίς να υπολογίσουμε την αγγλοσαξονική παράδοση που διατηρείται ζωντανή σε πολλές περιοχές, καθώς κι εκείνη των τραγουδιών της δουλειάς των νέγρων και των κάου μπόυς, τα παλιά επαγγελματικά συνδικάτα είχαν ήδη δημιουργήσει εκατοντάδες τραγουδιών. Ήταν όμως η παραγωγή wobbly – το “Little Red Songbook” είναι το πρώτο αξιόλογο παράδειγμα συλλογής λαϊκών τραγουδιών ‘από τη βάση’ που δεν ακολουθεί φιλολογικά κριτήρια – που καταγράφεται ως ‘αποφασιστική καμπή’ με τους πρωτεργάτες της (πρώτος απ’ όλους ο Τζο Χιλλ) να θεωρούνται οι γενάρχες του σύγχρονου κοινωνικού τραγουδιού στις ΗΠΑ». Οι κατατοπιστικές σημειώσεις του Russell Beecher, πάντα σε συνδυασμό με το βιβλίο του Fiori, θέτουν σε πλάνο πρώτο το... χειροπιαστό πλαίσιο. Την περίπτωση δηλαδή ενός σουηδού μετανάστη στις ΗΠΑ, του Joe Hill (στη φωτογραφία, 1879-1915) η ζωή του οποίου ως εργάτη, συνδικαλιστή και τραγουδοποιού και κυρίως ο τρόπος θανάτου του – εκτελέστηκε κατηγορούμενος αδίκως για φόνο, μέσω μιας «στημένης» δίκης – ενέπνευσε, έκτοτε, πλήθος δημιουργών (από τον Woody Guthrie και τον Pete Seeger, μέχρι τον Bob Dylan, τον Phil Ochs και την Joan Baez, και από τον Billy Bragg και τους Chumbawamba μέχρι τους Rage Against the Machine). Σημειώνει ο Fiori: «Το στυλ του Τζο Χιλλ είναι κάτι τελείως ξεχωριστό, κι όμως κανένα τραγούδι wobbly δεν φαίνεται να ταιριάζει καλύτερα στο κίνημα απ’ τα δικά του, ακριβώς εξαιτίας της ιδέας που έχει ο δημιουργός μας για το ρόλο του και για τη λειτουργία των έργων του.(...) Ο Τζο Χιλλ δεν είναι πια ο λαϊκός τραγουδιστής της παράδοσης, αλλά μια νέα μορφή προλετάριου καλλιτέχνη. Όπως κάθε τραγουδοποιός, γράφει και αυτός κατά παραγγελία, με τη διαφορά ότι ο εντολέας του είναι το κίνημα κι ο σκοπός του η προπαγάνδα. Το τραγούδι δεν πρέπει να είναι μονάχα ευχάριστο, αλλά και πειστικό, δεν πρέπει μόνο να αφηγείται, να ψυχαγωγεί, να συγκινεί ή να πληροφορεί, αλλά και να παρουσιάζει επιχειρήματα υπέρ και κατά και να εκμεταλλεύεται τις ιδιαίτερες δυνατότητες και τις τεχνικές αυτής της σύντομης και λαϊκής μορφής ποίησης». Για να συνεχίσει ο Beecher: «Η μουσική των Wobblies κατάφερε να διασχίσει τον 20ον αιώνα μέσα από το ρεπερτόριο καλλιτεχνών όπως ο Woody Guthrie και ο Pete Seeger. Είναι γνωστό πως ο Guthrie είχε πάντα μαζί του το ‘Little Red Songbook’, ενώ ο Seeger ήταν ένα εγνωσμένο μέλος του Αμερικανικού Κομμουνιστικού Κόμματος από τα 17 του, με αποτέλσμα τα wobbly songs να βρουν, μέσω αυτού, ένα νέον εκφραστή τους. Ακόμη, και οι δυο τους, ήταν μέλη της Popular Front Left, μιας συμπαθούς προς το Κομμουνιστικό Κόμμα ομάδας, που αντιτιθόταν στο φασισμό και στις λοιπές ακροδεξιές ιδεολογίες. Οι δυο τους, επίσης, αντιλήφθηκαν εγκαίρως τη δύναμη των συγκεκριμένων τραγουδιών στη μεταφορά των πολιτικών μυνημάτων τους, θεωρώντας πως, μέσω εκείνων, θα μπορούσε να αναπτύξουν το δικό τους protest στυλ».Κατά την προσφιλή τακτική τής Proper τα 60 τραγούδια της συλλογής καταχωρίζονται, ανά 20, σε τρία CD, υπό τους τίτλους “The House I Live In”, “Patriotic Diggers” και “We Shall Be Free” (για το DVD θα τα πούμε πιο κάτω). Βασικά, οι τίτλοι δεν σημαίνουν κάτι ιδιαίτερο· κάτι δηλαδή που να αιτιολογεί, γιατί ένα τραγούδι μπορεί να ανθολογείται στο ένα CD και όχι στο άλλο. Η Proper «σκορπίζει» τα tracks σχεδόν τυχαίως, δίχως να λαμβάνει υπ’ όψιν της καμμία γραμμικότητα, κανένα επί μέρους πλαίσιο (αισθητικό ή άλλο). Αυτή η πρακτική «τροφοδοτεί» ακόμη περισσότερο την ενότητα του project, αν και τούτη (η ενότητα) εξασφαλίζεται, κυρίως, μέσω των άριστων επιλογών. Είναι φανερό. Δεν είναι δύσκολο να προσφέρεις μια συλλογή, ακόμη και με το πιο απίθανο, αλλά ουσιώδες concept – όχι, ας πούμε, τα βλακώδη, «τραγούδια για τη βροχή» ή «για τις μέρες της εβδομάδος» – αρκεί να απευθυνθείς στο σωστό πρόσωπο· τον Russell Beecher εν προκειμένω. Ακούγονται, λοιπόν, εδώ ο Pete Seeger, ο Josh White, ο Earl Robinson, ο Woody Guthrie, οι Union Boys (δηλ. το «στιγμιαίο» super-group των Pete Seeger, Josh White, Burl Ives, Alan Lomax, Tom Glazer, Sonny Terry & Brownie McGhee!!), ο Bob Miller, οι Almanac Singers, ο Tom Glazer, ο J.B. Lenoir, ο Leadbelly, ο Carl Sandburg, ο Ernie Lieberman, ο Brownie McGhee, η Aunt Molly Jackson, ο Sir Lancelot, οι Weavers και μερικοί ακόμη, σε τραγούδια τα οποία θα χαρακτήριζα κλασικά, όσον αφορά όχι μόνο στο αγωνιστικό τους περιεχόμενο (πολλάκις διεκδικητικό και ουχί μοιρολατρικό), αλλά και στο καλλιτεχνικό τους μέρος· αφού είτε στη μία, είτε στην άλλη περίπτωση υπήρξαν «προάγγελοι» του folk revival, και των αντιστοίχων protest songs των sixties. Φυσικά υπάρχουν τραγούδια που αναφέρονται ή υπενθυμίζουν την περίπτωση του Joe Hill, όπως π.χ. το... “Joe Hill”, που ηχογράφησε ο Earl Robinson (στη φωτογραφία) το 1936. Το πρώτο στιχάκι λέει: “I dreamed I saw Joe Hill last night alive as you and me”. Σας θυμίζει κάτι; Μήπως το “I dreamed I saw St. Augustine alive as you or me” του Bob Dylan από το “John Wesley Harding”; Μην σας παραξενεύει... Ανάμεσα και άλλα κλασικά, όπως τα “This land is your land”, “Jim Crow”, “We’ve got a plan”, “Eisenhower blues”, “Pastures of plenty” “The Scottsboro boys”, “Talking sailor”, “The boll weevil”, “Miner’s song”, “Strange fruit”, “The bourgeois blues”, “A dollar ain’t a dollar anymore”, “The hammer song”, “We shall be free” και τόσα άλλα. Αλλά και το DVD δεν στερείται ενδιαφέροντος, αφού συνδυάζει συνεντεύξεις των Arlo Guthrie, Nora Guthrie, Pete Seeger, John Cohen (ιδρυτικό μέλος των New Lost City Ramblers), Irwin Sibler (εκ των ιδρυτών του folk περιοδικού Sing Out!) και Sid Griffin (τραγουδοποιός και δημοσιογράφος, μέλος των Long Ryders και των Coal Porters), προσφέροντας επίσης τη μικρού μήκους ταινία (διάρκεια 15:47) “To Hear Your Banjo Play” (1947) των Irving Lerner και Willard Van Dyke, σε σενάριο του Alan Lomax, με τις «ζωντανές» παραστάσεις των Pete Seeger, Woody Guthrie, Baldwin Hawes, Sonny Terry, Brownie McGhee, Texas Gladden και Margot Mayo’s American Square Dance Group. Ένα ντοκουμέντο, σε μια συλλογή «κόσμημα». Δείτε το.