Πριν από 10-11 χρόνια είχα αγοράσει, από ένα βέλγο δισκέμπορο, ένα πακέτο singles, τα οποία ο ίδιος τα παρουσίαζε ως τυπικά δείγματα… κονγκολέζικης jazz από τα χρόνια του '60 . Κάτι το εξωτικόν της προέλευσης, κάτι η αστεία τιμή, δημιουργούσαν πρόσθετους λόγους ώστε ν’ αποκτήσω τελικώς εκείνο το υλικό – το «κομμένο» για την εταιρία Ngoma, που είχε για έδρα την Leopoldville (νυν Kinshasa), τότε πρωτεύουσα του Βελγικού Κονγκό, αργότερα Ζαΐρ και σήμερα Democratic Republic of the Congo.
Όταν έφθασε η ώρα λοιπόν ν’ ακούσω τα 45άρια, εκείνο που μου έκανε εντύπωση δεν ήταν, φυσικά, η «κονγκολέζικη jazz», αφού επρόκειτο, στις περισσότερες των περιπτώσεων, για τυπική κονγκολέζικη ρούμπα, αλλά τα γραφόμενα στο πίσω κάτω μέρος του εξωφύλλου:
“edites par le FIRME JERONIMIDIS – B.P. 74 LEOPOLDVILLE – B.P. 842 BRAZAVILLE”.
Ποιος ήταν λοιπόν αυτός ο Ιερωνυμίδης, και τι ήθελε ένας Έλληνας στην καρδιά της Αφρικής, ασχολούμενος μάλιστα με τη δισκογραφία; Τις απαντήσεις τις αλίευσα σιγά σιγά στην πορεία.
Όλα ξεκίνησαν το 1948, όταν ο Νίκος Ιερωνυμίδης (και μαζί, ίσως, ο αδελφός του Αλέξανδρος) ίδρυσε στην Leopoldville την εταιρία Ngoma, με σκοπό να καταγράψει τη ζώσα μουσική της χώρας.
Ο τύπος, απ’ ό,τι απεδείχθη, έκανε ματ. Αφού έγινε «κάποιος» κι έβγαλε φράγκα, «εξανάγκασε» κι άλλους επιχειρηματίες της ελληνικής παροικίας να ασχοληθούν με τη δισκογραφία. Εν ολίγοις, μέσα σε λίγα χρόνια, όλες οι σημαντικές εταιρίες στο τότε Βελγικό Κονγκό ήταν σε ελληνικά χέρια. Κάποιοι Αθανάσιος και Βασίλης Παπαδημητρίου ίδρυσαν το 1950 την Loningisa, κάποιος Αντωνόπουλος την Esengo, κάποιοι Έλληνες-Εβραίοι την Opika. Βεβαίως, οι συμπατριώτες μας δεν ήταν και τα καλύτερα παιδιά. Μπορεί να ήταν πιο φιλότιμοι από τους Βέλγους, και να… εμισούντο λιγότερο από τον τοπικό πληθυσμό, όμως την πάρτη τους κοιτούσαν πριν απ’ όλα. Στο χρήμα στόχευαν.
Τον Νοέμβριο του 2000, ο γερμανός αφρο-μουσικολόγος Wolfgang Bender είχε δώσει μία διάλεξη στο Μέγαρο Μουσικής κι είχε μιλήσει, εκεί, για τους αδελφούς Ιερωνυμίδη και κυρίως για τον τρόπο που δούλευαν, τόσο μέσα στο στούντιο, όσο και στο επίπεδο της εμπορίας και της διαχείρισης. Το συμπέρασμα, απ' όσα κατάλαβα; Αν περίσσευε κανένα ψίχουλο από τις δραστηριότητές τους το πέταγαν στους καλλιτέχνες… Παρά ταύτα η προσφορά τους υπήρξε μεγάλη. Ίσως, κάποτε, να γράψω περισσότερα… καθότι υπάρχει και το βιβλίο του Gary Stewart Rumba On the River: A History of the Popular Music of the Two Congos [Verso, London, 2003].
Η Beguen Band ήταν η in-house μπάντα των στούντιο της Ngoma, κι αυτή που συνόδευε τους περισσότερους από τους τραγουδιστές της μέσα στα χρόνια. Οι Tchade και Magnol ήταν μέλη του γκρουπ –τραγουδιστής ο πρώτος, κοντραμπασίστας ο δεύτερος– και το ρεπερτόριο που ερμηνεύουν στο παρόν extended είναι κλασικό… κουβανέζικο (cha cha cha, meringue, rumba). Διακρίνεται δε, κάπου, κι ένας μοντερνισμός, κυρίως στη χρήση του σαξοφώνου που παίζει jazz μέτρα (στο “Yo me moero”) και ο οποίος αντανακλά τον κοσμοπολιτισμό των αφεντικών της Ngoma σε μιαν εποχή (early 60s) όπου το αίμα στο Κονγκό έρεε ποτάμι (δολοφονία του Patrice Lumumba, απόσχιση της Katanga, θάνατος σε αεροπορικό δυστύχημα του τότε Γ.Γ. του ΟΗΕ Dag Hammarskjold και άλλα διάφορα). Πού να δείτε σήμερα…
Όταν έφθασε η ώρα λοιπόν ν’ ακούσω τα 45άρια, εκείνο που μου έκανε εντύπωση δεν ήταν, φυσικά, η «κονγκολέζικη jazz», αφού επρόκειτο, στις περισσότερες των περιπτώσεων, για τυπική κονγκολέζικη ρούμπα, αλλά τα γραφόμενα στο πίσω κάτω μέρος του εξωφύλλου:
“edites par le FIRME JERONIMIDIS – B.P. 74 LEOPOLDVILLE – B.P. 842 BRAZAVILLE”.
Ποιος ήταν λοιπόν αυτός ο Ιερωνυμίδης, και τι ήθελε ένας Έλληνας στην καρδιά της Αφρικής, ασχολούμενος μάλιστα με τη δισκογραφία; Τις απαντήσεις τις αλίευσα σιγά σιγά στην πορεία.
Όλα ξεκίνησαν το 1948, όταν ο Νίκος Ιερωνυμίδης (και μαζί, ίσως, ο αδελφός του Αλέξανδρος) ίδρυσε στην Leopoldville την εταιρία Ngoma, με σκοπό να καταγράψει τη ζώσα μουσική της χώρας.
Ο τύπος, απ’ ό,τι απεδείχθη, έκανε ματ. Αφού έγινε «κάποιος» κι έβγαλε φράγκα, «εξανάγκασε» κι άλλους επιχειρηματίες της ελληνικής παροικίας να ασχοληθούν με τη δισκογραφία. Εν ολίγοις, μέσα σε λίγα χρόνια, όλες οι σημαντικές εταιρίες στο τότε Βελγικό Κονγκό ήταν σε ελληνικά χέρια. Κάποιοι Αθανάσιος και Βασίλης Παπαδημητρίου ίδρυσαν το 1950 την Loningisa, κάποιος Αντωνόπουλος την Esengo, κάποιοι Έλληνες-Εβραίοι την Opika. Βεβαίως, οι συμπατριώτες μας δεν ήταν και τα καλύτερα παιδιά. Μπορεί να ήταν πιο φιλότιμοι από τους Βέλγους, και να… εμισούντο λιγότερο από τον τοπικό πληθυσμό, όμως την πάρτη τους κοιτούσαν πριν απ’ όλα. Στο χρήμα στόχευαν.
Τον Νοέμβριο του 2000, ο γερμανός αφρο-μουσικολόγος Wolfgang Bender είχε δώσει μία διάλεξη στο Μέγαρο Μουσικής κι είχε μιλήσει, εκεί, για τους αδελφούς Ιερωνυμίδη και κυρίως για τον τρόπο που δούλευαν, τόσο μέσα στο στούντιο, όσο και στο επίπεδο της εμπορίας και της διαχείρισης. Το συμπέρασμα, απ' όσα κατάλαβα; Αν περίσσευε κανένα ψίχουλο από τις δραστηριότητές τους το πέταγαν στους καλλιτέχνες… Παρά ταύτα η προσφορά τους υπήρξε μεγάλη. Ίσως, κάποτε, να γράψω περισσότερα… καθότι υπάρχει και το βιβλίο του Gary Stewart Rumba On the River: A History of the Popular Music of the Two Congos [Verso, London, 2003].
Η Beguen Band ήταν η in-house μπάντα των στούντιο της Ngoma, κι αυτή που συνόδευε τους περισσότερους από τους τραγουδιστές της μέσα στα χρόνια. Οι Tchade και Magnol ήταν μέλη του γκρουπ –τραγουδιστής ο πρώτος, κοντραμπασίστας ο δεύτερος– και το ρεπερτόριο που ερμηνεύουν στο παρόν extended είναι κλασικό… κουβανέζικο (cha cha cha, meringue, rumba). Διακρίνεται δε, κάπου, κι ένας μοντερνισμός, κυρίως στη χρήση του σαξοφώνου που παίζει jazz μέτρα (στο “Yo me moero”) και ο οποίος αντανακλά τον κοσμοπολιτισμό των αφεντικών της Ngoma σε μιαν εποχή (early 60s) όπου το αίμα στο Κονγκό έρεε ποτάμι (δολοφονία του Patrice Lumumba, απόσχιση της Katanga, θάνατος σε αεροπορικό δυστύχημα του τότε Γ.Γ. του ΟΗΕ Dag Hammarskjold και άλλα διάφορα). Πού να δείτε σήμερα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου