Το μοναδικό βινύλιο του Γιώργου Ζαμπέτα που έχω στη
δισκοθήκη μου είναι το LP «Περιπέτειες» [Olympic SBL 1083] από το 1972. Μπορεί να έχω,
δε, και μερικά CD από
περιοδικά κι εφημερίδες –αν δεν τα έχω πετάξει εν τω μεταξύ ή αν δεν τα χάρισα–
ανάμεσα στα οποία, εξ όσων θυμάμαι, κι ένα σχετικό από το Δίφωνο. Γενικώς, τον Ζαμπέτα τον εκτιμώ ως δημιουργό λαϊκών
τραγουδιών όπως τον εκτιμά όλος ο κόσμος. Έχει γράψει κάμποσα «αθάνατα» τραγούδια,
ενώ ήταν σπουδαίος μελωδιστής, οργανοπαίκτης και βεβαίως… εισαγωγέας. Ένα από
τα ωραιότερα και πιο παράξενα τραγούδια του Ζαμπέτα που έτυχε ποτέ ν’ ακούσω
(εγώ κι όλος ο κόσμος) είναι «Ο Τζακ» ή “Jack” ή «Τζακ Ο’ Χάρα».
Να, τώρα, και το “Negro Blues” δανεισμένο από το ogdoo.gr κι από ένα άρθρο του Βαγγέλη Αρναουτάκη…
NEGRO BLUES
«Τώρα που οι ιτιές νανουριστά
λαλούν και γέρνουν λικνιστά
άνοιξε ω κόρφε! δέξου μας, πατέρα Μισσισσίπη,
στα βύθια σου που ονειροζεί
μια χώρα, κι η ψυχή μαζύ
με τ’ άλλα αδέρφια χαίρεται κι αχώρι’ από τη λύπη».
Ίσκιοι θρηνούν κοπαδιαστά·
σα μοιρολόγια σπαραχτά
γιομίζουν τα τραγούδια τους τη νυχτομένη πόλη·
κι ειν’ λόγοι αξήγητοι κι αχοί
σα ’πο λαρύγγι που τραχύ
το χάλκεψε ο πικρός λυγμός και το φτηνό αλκοχόλι.
Κι είναι του Θάνατου εραστές
–σκλάβων σποριά– οι τραγουδιστές·
κι είναι ο σκοπός παράπονο της μαύρης τους φυλής·
κι είναι η φωνή δάκρυ θολό,
κι είναι ο ρυθμός βήμα χωλό
κι αχνάρι μιας παλιάς σκλαβιάς στων λεύτερων τη Γης.
Κληρονομιά τους, μυστική
ψυχομιλήτρα, η μουσική
ξυπνάει θαμμένα ονείρατα κι απόκρυφους καημούς.
Σε κάνει, αλήθεια, και πονάς
μιας αταβίστικης γενηάς
το λυπημένο κλάψιμο, τ’ αράπικά της BLUES.
«Στα βύθια σου που ονειροζεί
μια χώρα κι η ψυχή μαζύ
με τ’ άλλα αδέρφια χαίρεται· κείθε ως ανθούν οι κήποι
κι ως γύρα οι ιτιές νανουριστά
λαλούν και γέρνουν λικνιστά,
δέξου τους γιους σου πο’ρχονται, πατέρα Μισσισσίπη».
Lynn Mass.
Θ. ΑΘΑΣ
Το συγκεκριμένο άσμα, που ακούγεται στις «Περιπέτειες» (ένα
άλμπουμ με τραγούδια του Ζαμπέτα, τα οποία απέδιδαν ο ίδιος και η Βίκυ
Μοσχολιού), είναι μια ζαμπετο-μπλουζο-καντάδα που ξεχωρίζει κυρίως λόγω στίχων·
εμένα, δηλαδή, οι στίχοι με παραξένευσαν όταν άκουσα για πρώτη φορά μικρός το
τραγούδι στα ραδιόφωνα. Ποιος ήταν δηλαδή εκείνος που έγραφε… «Μια νύχτα χιόνισε πάρα πολύ/ και βγήκαν οι
γειτόνοι/ για να φτυαρίσουν το πρωί/ και βρήκαν μεσ’ στο χιόνι/ της γειτονιάς
το φρόκαλο/ τον Τζακ Ο’ Χάρα κόκαλο»; Ο δίσκος, που τον αγόρασα κάποια
στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του ’90, έγραφε στα credits… Θ. Άθας. Υπαρκτό πρόσωπο (με
τέτοιο όνομα) ή κάποιος με ψευδώνυμο, που είχε χρησιμοποιηθεί (το ψευδώνυμο) για
λόγους… εταιρικούς; Προσωπικώς, την απάντηση την πήρα μερικά χρόνια αργότερα όταν
αγόρασα, το 1997, το βιβλίο της Ιωάννας Κλειάσιου Γιώργος Ζαμπέτας/ Βίος & Πολιτεία/ “και η βρόχα έπιπτε… στρέιτ
θρου” [εκδ. Ντέφι]. Εκεί, στη σελ.347, διάβαζα τα παρακάτω λόγια του
Ζαμπέτα:
«Σεπτέμβρη του 1971,
που ήμουνα στην Νέα Υόρκη, με κάλεσε να μιλήσω στο σταθμό του, ο Θοδόσης ο
Άθας. Αυτός είχε ένα σταθμό μέσα στην Νέα Υόρκη που είχε πολύ μεγάλη εμβέλεια
και ακροαματικότητα. Και που δεν τον ακούγανε, σ’ όλη την Αμερική! Ήτανε ένα
παλικάρι 30 χρονών κι έκανε εκπομπές για Έλληνες. Πήγα στο σταθμό, τα είπαμε κι
αφού τελειώσαμε μου λέει, έχω κάτι στίχους, να τους δεις κι άμα σ’ αρέσουνε
κράτησέ τους, κάνε τους τραγούδια. Έρχεται λοιπόν ο Άθας στο ξενοδοχείο και μου
δίνει τα “Πες
μου Χάρε τι συμβαίνει, τι έχουν πάθει οι πεθαμένοι και γλεντούν ρωμαίικα”,
“Η ξανθιά η
κυρία είναι μια ιστορία που θα ξεχαστεί”, “Ήρθανε να με πάρουνε οι πεθαμένοι οι φίλοι”,
“Ο Τζακ Ο’
Χάρα”, “Ο Λουκάς”! Όλα αυτά τα υπέροχα, τα συγκλονιστικά τραγούδια! Αυτοί
οι στίχοι είναι πολύ στενάχωροι, πολύ θλιβεροί, όλο για το Χάρο μιλάνε. Ίσως
αυτός ο άνθρωπος είχε προβλέψει πως θα πέθαινε νωρίς και πέθανε μετά από δύο χρόνια,
το Μάρτη του 1973. Υπήρξε ένας μεγιστάνας της προώθησης του ελληνικού στοιχείου
στην Αμερική. Ήτανε απ’ την Καστοριά κι είχε πάει στην Αμερική 25 χρονών. Ήταν
φοβερό μυαλό και είχε δημιουργηθεί καλά. Πέθανε από καρκίνο στο συκώτι».
Η δεύτερη φορά που είδα το όνομα του Θεοδόση Άθα σε χαρτί (προφανώς θα υπήρχαν κι άλλες αναφορές νωρίτερα) ήταν πριν μερικά χρόνια, όταν έπεσε στα χέρια μου η πρώτη (μάλλον) ποιητική
συλλογή του «καταραμένου» Νίκου Σπάνια (1924-1990), στην οποίαν υπήρχε ένα ποίημα (του Σπάνια) αφιερωμένο στον Άθα. (Οι δυο τους πρέπει να συνδέονταν με στενή λογοτεχνική φιλία). Ο Σπάνιας, για τον οποίον
έχω ξαναγράψει στο δισκορυχείον (αξίζει
να ρίξετε μια ματιά σ’ αυτήν την ανάρτηση http://diskoryxeion.blogspot.gr/2014/03/lord-byron.html), ζούσε από τις αρχές του ’50 στην Αμέρικα, αυτός… «ένας σωφέρ/ ένας σερβιτόρος/ ένας σκηνοθέτης κολεγιακών παραστάσεων/
ένας μπάρμαν/ ένας μανάβης – όπως της Δρέσδης/ ένας βοηθός ταχυδακτυλουργού/
ένας παθιάρης πούστης/(…) ένας που νόμιζε σαν μαλάκας ότι θα του απονείμουν το
Βραβείο Νόμπελ της Λογοτεχνίας/(…) ένας που έμπαινε οικειοθελώς στα άσυλα μόλις
η ηρωίνη τον έριχνε κάτω/(…) ένας που για μερικές δεκαετίες ισχυριζόταν ότι οι
επιδράσεις των παραισθησιογόνων είναι ευεργετικές/(…) ένας που έλεγε ότι είναι
αυθεντία στα ραδιοφωνικά επαγγέλματα κι ότι το Τρίτο Πρόγραμμα στα χέρια του θα
γινόταν… αστέρι με περισσότερους γκέι συνεργάτες από όσους τοποθέτησε στη
ραδιοφωνία ο Μάνος Χατζιδάκις, που όσες φορές ήταν στη Νέα Υόρκη δεν ήρθε να σε
δει!»… όπως σημείωνε και ο Λεωνίδας Χρηστάκης στο βιβλίο του Οι Δικοί μας Άγιοι [Εκδόσεις Χάος και
Κουλτούρα, Αθήνα 1998]. Αντιγράφω, λοιπόν, από τα Ποιήματα της Τρίτης Λεωφόρου [Αυτοέκδοση, Νέα Υόρκη 1963] του Νίκου
Σπάνια:
Στον Θεοδόση Άθα
Κοντά στ’ άλλα έχουμε και την τυραννία
των λέξεων – κοντά στ’ άλλα. Φλεγόμαστε
και από μία παραπανίσια επιθυμία.
Σαν να μην είναι αρκετό πως μας νικά
το πάθος. Γυρεύουμε να τ’ αναγάγουμε σε
λέξεις ακριβές, σε λέξεις αναντικατάστατες.
Ατέλειωτα πασχίζουμε μακρύτερα απ’ το
πάθος. Άραγε ποια λέξη θα βρεθεί για
την καυτερή βροχή των άστρων όταν
καταποντίζει κάθε εραστή την ώρα του
σπασμού; Ποια, για την απελπισία τής
παρθένας καθώς δαγκάνει με άγρια
παραφορά ένα αναμμένο κάρβουνο; Για
την οιμωγή δύο νέγρων σαξοφωνιστών
κάτω απ’ τη στοά της ομοφυλοφιλίας; Για
τον ήχο χίλιων γυαλιών θρυμματισμένων
στον αυχένα της παράδοσης; Και μη μπορώντας
πλέον να κρατήσουμε ορθή καμμιά συγκίνηση
ζηλεύουμε τη μουσική γιατί σα μια φριχτή
ειμαρμένη θυμίζει απλά και ανατριχιαστικά
ότι le mot juste για το αίμα, είναι αίμα
και για το νερό, νερό. Και ξέρουμε πια όλοι
ότι το αίμα νερό δεν γίνεται.
Καθώς περιφερόμουν (ποτέ ασκόπως) στο net διάβασα, πριν από λίγες μέρες, ένα ποίημα του Θεοδόση Άθα, που μου έκανε μεγάλη εντύπωση και που στάθηκε αφορμή γι’ αυτή την μικρή ανάρτηση. Άρχισα δηλαδή να επικεντρώνομαι κάπως παραπάνω στην περίπτωσή του, να ξανακούω τα τραγούδια του από τις «Περιπέτειες» («Ο Λουκάς», «Ο Τζακ»), να ξανανοίγω το βιβλίο της Κλειάσιου, να ξαναδιαβάζω τα ποιήματα του Σπάνια, αναζητώντας συγχρόνως κι ένα κάποια βιογραφικό του – το βρήκα στο διαδίκτυο. Να, κάτι σαν κι αυτό εννοώ (από το odysseusfederation.com - Nikos Papagianakis):
Στον Θεοδόση Άθα
Κοντά στ’ άλλα έχουμε και την τυραννία
των λέξεων – κοντά στ’ άλλα. Φλεγόμαστε
και από μία παραπανίσια επιθυμία.
Σαν να μην είναι αρκετό πως μας νικά
το πάθος. Γυρεύουμε να τ’ αναγάγουμε σε
λέξεις ακριβές, σε λέξεις αναντικατάστατες.
Ατέλειωτα πασχίζουμε μακρύτερα απ’ το
πάθος. Άραγε ποια λέξη θα βρεθεί για
την καυτερή βροχή των άστρων όταν
καταποντίζει κάθε εραστή την ώρα του
σπασμού; Ποια, για την απελπισία τής
παρθένας καθώς δαγκάνει με άγρια
παραφορά ένα αναμμένο κάρβουνο; Για
την οιμωγή δύο νέγρων σαξοφωνιστών
κάτω απ’ τη στοά της ομοφυλοφιλίας; Για
τον ήχο χίλιων γυαλιών θρυμματισμένων
στον αυχένα της παράδοσης; Και μη μπορώντας
πλέον να κρατήσουμε ορθή καμμιά συγκίνηση
ζηλεύουμε τη μουσική γιατί σα μια φριχτή
ειμαρμένη θυμίζει απλά και ανατριχιαστικά
ότι le mot juste για το αίμα, είναι αίμα
και για το νερό, νερό. Και ξέρουμε πια όλοι
ότι το αίμα νερό δεν γίνεται.
Καθώς περιφερόμουν (ποτέ ασκόπως) στο net διάβασα, πριν από λίγες μέρες, ένα ποίημα του Θεοδόση Άθα, που μου έκανε μεγάλη εντύπωση και που στάθηκε αφορμή γι’ αυτή την μικρή ανάρτηση. Άρχισα δηλαδή να επικεντρώνομαι κάπως παραπάνω στην περίπτωσή του, να ξανακούω τα τραγούδια του από τις «Περιπέτειες» («Ο Λουκάς», «Ο Τζακ»), να ξανανοίγω το βιβλίο της Κλειάσιου, να ξαναδιαβάζω τα ποιήματα του Σπάνια, αναζητώντας συγχρόνως κι ένα κάποια βιογραφικό του – το βρήκα στο διαδίκτυο. Να, κάτι σαν κι αυτό εννοώ (από το odysseusfederation.com - Nikos Papagianakis):
«Ο Θεοδόσης Άθας γεννήθηκε
στο Νεστόριο της Καστοριάς στις 14 του Γενάρη το 1936 (σ.σ. άρα πέθανε στα
37 του). Μετά την λήξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου
εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Καστοριά, όπου πέρασε τα παιδικά και
τα πρώτα εφηβικά του χρόνια. Στο γυμνάσιο της Καστοριάς ο Θεοδόσης θα μάθει να
αγαπά. Να αγαπά τις γυναίκες και να αγαπά την Ελλάδα. Δυο αγάπες τις οποίες
βλέπουμε συχνά στο ποιητικό του έργο. Αυτήν την Ελλάδα θα φέρει μαζί του στην
Αμερική, όταν τον Φλεβάρη του 1954 μήνες μετά την αποφοίτησή του από το τοπικό
γυμνάσιο μετανάστευσε στις ΗΠΑ, στην πόλη Lynn της Μασαχουσέτης όπου βρισκόταν
ο πατέρας του. Παρακολούθησε μαθήματα Φυσικής και Μαθηματικών στο Boston University και κατόπιν ενεγράφη στο North
Eastern University στον κλάδο του Πολιτικού Μηχανικού. Τον Νοέμβριο του 1958
εκλήθη στις τάξεις του Αμερικανικού Στρατού, όπου υπηρέτησε για δύο χρόνια στη
Γαλλία και στην Αμερική. Τον Θεοδόση όμως τον έχει κερδίσει η ποίηση. Ενώ ακόμα
σπουδάζει και ταυτόχρονα δουλεύει για να ζήσει, αρχίζει να στέλνει ποιήματα στον
αναγνωρισμένο ποιητή της ‘3ης Λεωφόρου’ Νικό Σπάνια. Ο Σπάνιας τον συμβουλεύει και
προωθεί τα ποιήματά του σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Η ποίηση του Άθα
δεν αντηχεί μια στείρα, νοσταλγική, ανάμνηση της Ελλάδας. Έχει πιο σύνθετα
χαρακτηριστικά, όπως και η προσωπικότητά του. Οξύς παρατηρητής πρόσεξε την κάθε
πλευρά της ζωής. Ένας μεγαλοσχήμων δεν θα έγραφε τον ‘Θωμά Ο’ Χάρα’ ή το ‘Νέγκρο
μπλουζ’. Ποιήματα που προδίδουν και την κοινωνική του συνείδηση».
Γιώργος Ζαμπέτας - Θεοδόσης Άθας, Νέα Υόρκη, 9/1971 (η φωτογραφία προέρχεται από το βιβλίο τής Κλειάσιου) |
NEGRO BLUES
«Τώρα που οι ιτιές νανουριστά
λαλούν και γέρνουν λικνιστά
άνοιξε ω κόρφε! δέξου μας, πατέρα Μισσισσίπη,
στα βύθια σου που ονειροζεί
μια χώρα, κι η ψυχή μαζύ
με τ’ άλλα αδέρφια χαίρεται κι αχώρι’ από τη λύπη».
Ίσκιοι θρηνούν κοπαδιαστά·
σα μοιρολόγια σπαραχτά
γιομίζουν τα τραγούδια τους τη νυχτομένη πόλη·
κι ειν’ λόγοι αξήγητοι κι αχοί
σα ’πο λαρύγγι που τραχύ
το χάλκεψε ο πικρός λυγμός και το φτηνό αλκοχόλι.
Κι είναι του Θάνατου εραστές
–σκλάβων σποριά– οι τραγουδιστές·
κι είναι ο σκοπός παράπονο της μαύρης τους φυλής·
κι είναι η φωνή δάκρυ θολό,
κι είναι ο ρυθμός βήμα χωλό
κι αχνάρι μιας παλιάς σκλαβιάς στων λεύτερων τη Γης.
Κληρονομιά τους, μυστική
ψυχομιλήτρα, η μουσική
ξυπνάει θαμμένα ονείρατα κι απόκρυφους καημούς.
Σε κάνει, αλήθεια, και πονάς
μιας αταβίστικης γενηάς
το λυπημένο κλάψιμο, τ’ αράπικά της BLUES.
«Στα βύθια σου που ονειροζεί
μια χώρα κι η ψυχή μαζύ
με τ’ άλλα αδέρφια χαίρεται· κείθε ως ανθούν οι κήποι
κι ως γύρα οι ιτιές νανουριστά
λαλούν και γέρνουν λικνιστά,
δέξου τους γιους σου πο’ρχονται, πατέρα Μισσισσίπη».
Lynn Mass.
Θ. ΑΘΑΣ
Πάντα ήθελα να σας πω ένα μεγάλο... Εύγε! Πάντα, δηλαδή από τότε που επισκέπτομαι το μοναδικό αυτό blog. Εύγε λοιπόν, όχι γιατί ανακαλύπτουμε συνεχώς νέα και παλιά καλούδια της μουσικής, όχι μόνο γιατί οι πληροφορίες που παρέχετε είναι πολύτιμες, όχι μόνο για την εξαίρετη πέννα σας. Κυρίως γιατί γράφετε για ανθρώπους... απευθυνόμενος σε ανθρώπους -εάν με εννοείτε. Να είστε πάντα καλά κύριε Φώντα Τρούσα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτέλιος Κ.
Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά λόγια. Νοιώθω λίγο παράξενα όταν με επαινούν. Πράττω, απλώς, αυτό που μου αρέσει. Χαίρομαι (αληθινά χαίρομαι), όταν όσα γράφω ενδιαφέρουν και τους άλλους.
ΔιαγραφήΚαλησπέρα, Φώντα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν ήξερα κάτι από αυτά που γράφεις για τον Θεοδόση Άθα, αλλά είχα συγκρατήσει το όνομά του, λόγω αυτού του βιβλίου:
ΚΑΜΜΙΝΓΚΣ, Ε. Ε. [E. E. CUMMINGS]: Εικοσιτρία ποιήματα, πρόλογος-μτφ.-σημειώσεις και παραπομπές Θεοδόσης Άθας, δίγλωσση έκδοση, , Νέα Υόρκη 1964(;), σελ. 78
Γεια σου Γιώργο. Πολύ ενδιαφέρον.
ΔιαγραφήΉμουν σχεδόν σίγουρος πως κάπου είχα ξαναδιαβάσει γι’ αυτό το βιβλίο με τα ποιήματα του Cummings, αλλά δεν θα το έγραφα έως ότου το θυμόμουν. Και όντως. Δεν γελάστηκα. Στο Jazz & Τζαζ (τεύχος 138, Σεπτ. 2004) στη στήλη του Σάκη Παπαδημητρίου «Τζαζ & Λογοτεχνία» εικονίζεται το εξώφυλλο του βιβλίου, ενώ διαβάζουμε κιόλας:
Διαγραφή«Ο Ε.Ε. Cummings κατόρθωσε να αξιοποιήσει όσο ελάχιστοι ποιητές, και μάλιστα σε ανύποπτο χρόνο, τη νέα γραφή του ελεύθερου στίχου και ανασκευάζοντας εξ ολοκλήρου την παραδοσιακή στιχοποιία, να καταλήξει στη διαμόρφωση μιας τεχνοτροπίας χαρακτηριστικά μοντέρνας και αποκλειστικά δικής του, όπως γράφει ο Θεοδόσης Άθας στην εξαιρετική δίγλωσση έκδοση που τυπώθηκε στη Νέα Υόρκη το 1964. Ο Άθας μεταφράζει είκοσι τρία ποιήματα του E.E. Cummings, κυρίως από τα λυρικά και τα παλαιότερα, γιατί, όπως γράφει στις σημειώσεις του, ελάχιστα προσφέρονται για μετάφραση».
Καλησπέρα
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα μπορούσατε να διαβάσετε αρκετές πληροφορίες για τους Άθα και Σπάνια στο βιβλίο της Ιωάννας Καρατζαφέρη - ''Ο τόπος μου είναι παντού'' (Εκδ. Libro). Το βιβλίο είναι αυτοβιογραφικό και η συγγραφέας καταθέτει την υποκειμενική της ματιά για τους δύο ''φίλους'' της. Ένα άνισο βιβλίο που όλο το ενδιαφέρον εξαντλείται στα χρόνια της Ν.Υόρκής, μετά γίνεται εξαιρετικά βαρετό. Ο Γιώργος Ζ. θα το γνωρίζει.
Ευχαριστώ πολύ,
Σωτήρης.
Κι εγώ ευχαριστώ για την πληροφορία. Θα κοιτάξω να το συμβουλευτώ…
Διαγραφή