Τον περασμένο Απρίλιο έγραψα για το πρώτο τεύχος του fanzine εμβόες, που τυπώνει ιδίοις
αναλώμασι όπως λέμε ο Νικόλας Μαλεβίτσης. Τώρα… θα γράψω για το δεύτερο. Με
χαμηλότερο budget, αλλά
με την ίδια πάντα αγάπη για τον τυπωμένο λόγο, ο Μαλεβίτσης δημιουργεί ένα
περιοδικό 28 σελίδων (μεγέθους διπλωμένου A4) μέσα στο οποίο παίρνουν θέση πρώτη, για μιαν ακόμη φορά, οι
προσωπικοί του «ήρωες». Έτσι, αν στο προηγούμενο τεύχος είχαμε την ευκαιρία να
διαβάσουμε εξαιρετικά κείμενα-συζητήσεις για τους/και με τους Θανάση Χονδρό,
Αλεξάνδρα Κατσιάνη, Κωστή Δρυγιανάκη, Carl Michael Von Hausswolff,
Leif Elggren
και John Duncan,
στο παρόν πράττουμε το ίδιο για τον αμερικανό πειραματιστή Scott
Foust,
τους Νορβηγούς Sindre Bjerga & Anders Gjerde, καθώς και για τον Γερμανό
τής Drone Records Stefan Knappe.
Ο Scott Foust, μία μορφή του
σύγχρονου αμερικανικού underground,
μέλος σημαντικών σχημάτων από τα eighties και μετά (Anschluss, Idea Fire
Company κ.ά.) και ακόμη βασικός τοποτηρητής της εταιρείας Swill Radio, μιλάει για όλη την
καλλιτεχνική διαδρομή του, εκθέτοντας τις απόψεις του (το θεωρητικό του
οπλοστάσιο) βάσει των οποίων κινήθηκε και κινείται. Λέει συγκεκριμένα:
«Είμαι πολύ
επηρεασμένος από το ουτοπικό μοντερνίστικο κίνημα της avant-garde τόσο όσον αφορά τη σκέψη, αλλά και
την τέχνη. Η γραμμή που τρέχει από τους ρομαντικούς στους φουτουριστές, στους ντανταϊστές,
σουρεαλιστές, λετριστές και καταστασιακούς, συμπεριλαμβανομένων διαφόρων
παρακλαδιών, που ώρες-ώρες είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθούν».
«Ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να είναι το όργανο της κοινωνίας (γι’ αυτό υπάρχει ο διασκεδαστής)» συνεχίζει ο Foust «αλλά αντιθέτως ο καλλιτέχνης είναι η δύναμη και το επιχείρημα για βελτίωση. Ο καλλιτέχνης όπως και ο επιστήμονας είναι ο δημιουργός του ιδανικού μέλλοντος. Ο έλεγχος αυτών των μελλοντικών επιλογών με την πιθανότητα της ολοκλήρωσής τους στο οικοδόμημα της υπάρχουσας κοινωνίας είναι ο σκοπός τόσο των επιστημόνων, όσο και των καλλιτεχνών. Οι anti-naturals ενδιαφερόμαστε τόσο για το “ναι”, όσο και για το “όχι”».
«Ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να είναι το όργανο της κοινωνίας (γι’ αυτό υπάρχει ο διασκεδαστής)» συνεχίζει ο Foust «αλλά αντιθέτως ο καλλιτέχνης είναι η δύναμη και το επιχείρημα για βελτίωση. Ο καλλιτέχνης όπως και ο επιστήμονας είναι ο δημιουργός του ιδανικού μέλλοντος. Ο έλεγχος αυτών των μελλοντικών επιλογών με την πιθανότητα της ολοκλήρωσής τους στο οικοδόμημα της υπάρχουσας κοινωνίας είναι ο σκοπός τόσο των επιστημόνων, όσο και των καλλιτεχνών. Οι anti-naturals ενδιαφερόμαστε τόσο για το “ναι”, όσο και για το “όχι”».
Μπορεί να διαφωνώ μ’ αυτή την anti-natural άποψη που εκφράζει ο Αμερικανός, γι’ αυτόν τον
διανοουμενίστικο εγκλωβισμό στο υποκείμενο δηλαδή, έτσι όπως προβάλλεται μέσα
από την ειδωλοποίηση του καλλιτέχνη, από την άλλη, όμως, συμφωνώ 100% μαζί του
όταν παρακάτω υποστηρίζει εν σχέσει με το free-noise πως… «τα λεγόμενα power electronics ενδιαφέρονται περισσότερο για μια μάτσο αντικοινωνική
ματιά, που καθιστά το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής γελοία». Και πιο κάτω:
«Δε μ’ αρέσει γενικά ν’ ακούω μουσική που έχει δημιουργηθεί από
κάποιον που δεν ευχαριστιέται ή δεν ταράσσεται από τη μουσική που έχει ο ίδιος ηχογραφήσει.
Ο εξτρεμισμός δεν είναι ένα αποδεκτό αισθητικό κριτήριο. Έχουμε ακούσει όλη την
πιο μινιμαλιστική και την πιο μαξιμαλιστική μουσική, και στο μεγαλύτερο μέρος της
είναι άνευ ποιοτικής σημασίας».
Ακόμη πιο κάτω ο Foust
τα χώνει στο περιοδικό The Wire
και καλά κάνει (παρότι εξακολουθεί να το αγοράζει και να το διαβάζει – εξάλλου γι’ αυτό κάνει
κριτική!) Λέει:
«Νομίζω ότι το Wire συγκεκριμένα έχει τη θέση του, αλλά
αν το διαβάσεις και θεωρείς ότι είσαι καλά πληροφορημένος για την underground μουσική τότε
βρίσκεσαι σε τραγική πλάνη. Το Wire πέφτει στην παγίδα όλων των μεγάλων περιοδικών. Υπάρχει έμφαση
στις φωτογραφίες. Οι συνεντεύξεις δεν είναι τόσο πολύ σε βάθος, όσο θα όφειλαν
να είναι. Το περιοδικό δίνει μεγάλη σημασία στους δικούς του καλλιτέχνες, παρά
την τραγική παραγωγή τους. Κι όταν το Wire κάνει κριτικές για underground μουσικές
μοιάζει σα να τις υποτιμά ώρες ώρες ή να τις θεωρεί ανάξιες λόγου».
Λέει κι άλλα πολλά κι ενδιαφέρονται ο Scott Foust στον Νικόλα Μαλεβίτση,
σε μια συνέντευξη-συζήτηση που διαβάζεται νεράκι.
Ενδιαφέρον έχει και η δεύτερη κουβέντα με
τους Sindre Bjerga & Anders Gjerde, που έγινε σε δύο φάσεις.
Στην πρώτη, την περίοδο 2002-2003, μιλούν και οι δύο, ενώ στην δεύτερη (2014)
απαντά μόνον ο Bjerga.
Η κουβέντα είναι απολύτως διαφωτιστική για τις περιπέτειες της νορβηγικής lo-fi
noise/
drone/
rock
σκηνής από τα nineties
και μετά.
Στο τρίτο μέρος του δεύτερου τεύχους των
εμβοών ο Μαλεβίτσης γράφει για την Drone Records του Stefan Knappe (από τους πειραματιστές
Maeror Tri).
Ακολουθεί η συζήτηση. Και αυτή η κουβέντα έχει ενδιαφέρον, επειδή οι
συμμετέχοντες γουστάρουν αυτό που κάνουν, να συζητούν για τη μουσική, τους βόμβους
κτλ. ενθυμούμενοι τον τρόπο που λειτουργούσαν τα πράγματα στην προ-internet εποχή (δίχως να
πέφτουν σε νοσταλγίες και αναπολήσεις).
Δηλώνω απολύτως ικανοποιημένος από την ύλη τού τεύχους… και νομίζω πως θα
με δικαιολογήσετε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου