Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015

δύο άλμπουμ της CAM Jazz

Ευγενείς τζαζ-κλασικές ηχογραφήσεις από ντουέτα μουσικών… και από ένα γνωστό ιταλικό label με (σχετική) αφοσίωση στο είδος…
ENRICO PIERANUNZI, FEDERICO CASAGRANDE: Double Circle [CAM Jazz/ A&N, 2015]
O Enrico Pieranunzi υπήρξε από ’κείνους τους ιταλούς πιανίστες, που επιχείρησαν ήδη από τα χρόνια του ’70 να συνδέσουν την jazz με την «κλασική» (ok, δεν ήταν ο πρώτος), αλλά και με τη «μουσική δωματίου» (άκου π.χ. το LP του στη σειρά Jazz Α Confronto της Horo από το 1975), δημιουργώντας ένα νέο είδος (ας το πούμε έτσι), με σαφή «μεσογειακά» χαρακτηριστικά. Ανοικτές μελωδίες, αρμονικό φινίρισμα, ήπιοι τόνοι, αφηγηματικότητα, ονειροπόληση… μια jazz, εν πάση περιπτώσει, με τονισμένο το ευρωπαϊκό της στοιχείο (και όχι το blues). Με δεκάδες δίσκους και συνεργασίες (Lee Konitz, Chet Baker, Charlie Haden, για ν’ αναφέρω τρία μόνο ονόματα) και με εγγραφές για διάφορα, ιστορικά ιταλικά labels (μεταξύ αυτών η Soul Note, η Philology και η EGEA), ο Pieranunzi έχει καινούριο άλμπουμ στην CAM Jazz, που επιγράφεται “Double Circle” και που γίνεται σε συνεργασία με τον ακουστικό κιθαρίστα Federico Casagrande. Πιάνο και ακουστική κιθάρα; Μα τι είδους jazz είναι αυτή… θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος και με το δίκιο του. Πόσω μάλλον όταν δεν είναι βραζιλιάνικη… θα συμπλήρωνα εγώ.
Πέραν, τώρα, από ταμπέλες και ετικέτες οι μουσικές των Pieranunzi και Casagrande διακρίνονται για το… ευγενές στοιχείο τους. Και αυτό είναι πολύ σοβαρό που λέμε (όπως το λέμε), επειδή αυτή ταύτη η «ευγένεια» είναι ολοφάνερη ακόμη και στους αυτοσχεδιασμούς τους. Υπάρχει με άλλα λόγια όλη εκείνη η μεσογειακή παράδοση της ρομάντζας, ή της μπαλάντας αν θέλετε, ανακατεμένη με μετρημένες ή ελάχιστες… αμερικανικές αναφορές. Οι Ιταλοί, δηλαδή, έχουν πάρει κάποιους κανόνες από την jazz που αγαπάνε, βασικά προβάλλοντας ορισμένες συγκοπτόμενες μελωδίες, και πάνω ’κει έχουν… απλώσει τον συναισθηματικό τους κόσμο. Υπ’ αυτήν την έννοια οι μουσικές των Pieranunzi και Casagrande είναι jazz στη βάση τους και ευρωπαϊκές στην οικοδόμησή τους, με το βραζιλιάνικο “Beija flor” (ως μοναδική διασκευή στο set) να δηλώνει μία από τις ισχυρές αισθητικές βάσεις της μουσικής των Ιταλών.
MICHELE CAMPANELLA, JAVIER GIROTTO: Musique Sans Frontières – Claude Debussy, Maurice Ravel [CAM Jazz/ A&N, 2014]
Βιρτουόζος κλασικός πιανίστας ο ένας (ο Ιταλός Michelle Campanella), αναγνωρισμένος σαξοφωνίστας της jazz και αυτοσχεδιαστής ο άλλος (ο Αργεντινός Javier Girotto). Πώς, τώρα, δύο τόσο διαφορετικοί μουσικοί μπορούν και συνεργάζονται σ’ ένα άλμπουμ… είναι κάτι, που το έχει απαντήσει προ πολλού η ιστορία. Συνεπώς, ας το πάρουμε σαν δεδομένο και ας προχωρήσουμε παρακάτω…
Τι υλικό καλούνται αν αποδώσουν, εδώ, οι δύο μουσικοί; Το πληροφορούμαστε ήδη από τον τίτλο: συνθέσεις των Claude Debussy και Maurice Ravel. Ήτοι την “Pavane pour une infante défunte” και την “Miroirs” (του Ravel) και τις “Suite Bergamasque”, “Rêverie” και “Childrens Corner” (του Debussy). Το «πρόβλημα», συνεπώς, στην περίπτωσή μας δεν είναι ο Campanella, που βρίσκεται έτσι κι αλλιώς στο στοιχείο του, υπερασπιζόμενος την παρτιτούρα, αλλά ο Girotto, που καλείται να συνεργαστεί με τον πιανίστα. Αυτό είναι το δύσκολο, και αυτό μόνον ένας… σεσημασμένος αυτοσχεδιαστής θα μπορούσε να το πράξει!
Τι είναι εκείνο που συμβαίνει εν τέλει στο “Musique Sans Frontières”, εκείνο που του παρέχει τη σιγουριά και την ταυτότητα τού ολοκληρωμένου; Μα η ικανότητα του Αργεντινού να ίπταται πάνω από τις μελωδίες του Campanella (των Debussy και Ravel δηλαδή), αυτοσχεδιάζοντας σε χρόνο πρώτο. Το σοπράνο και το βαρύτονό του δεν είναι όργανα κλασικά. Αυτό είναι το πιο σίγουρο. Είναι τζαζ όργανα, που ακολουθούν τη γενικότερη αύρα, συνεισφέροντας σε ιδέες και συγκίνηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου